Σε κάποια σκηνή η αγαλματένια Ορνέλα εμφανιζόταν να μπαίνει στη θάλασσα κουρεμένη γουλί και ολόγυμνη. Τα αρσενικά της αίθουσας αλαφιάστηκαν και το συριστικό σίγμα βγήκε ταυτόχρονα από δεκάδες χείλη σαν από συνεννόηση.
Δύο ώριμες κυρίες προφανώς ενοχλήθηκαν από τον ομόθυμο θαυμασμό.
- - Άκου πώς κάνουν, πια... είπε η μία.
H άλλη έσπευσε να την καθησυχάσει:
- - Έλα μωρέ, βάφονται αυτές, βάφονται.
Αυτό που διέπραξαν οι εν λόγω κυρίες ήταν ότι συνέκριναν νοερά τον εαυτό τους με την Ορνέλα Μούτι και βέβαια αυτοτραυματίστηκαν. Αλλά επειδή η ανθρώπινη κακότητα δεν έχει όρια, αμφισβήτησαν ακόμη και το αυταπόδεικτο: την Ομορφιά. Ευτυχώς για την ηθοποιό που οι συγκεκριμένες κυρίες δεν είχαν πρόσβαση σε καμιά στυλίτσα πολιτιστικών να της τα σούρουν χύμα, και όχι μόνο για την εμφάνισή της.
Ένας βασικός όρος για να λειτουργήσει η Δημοκρατία, είναι ότι είμαστε όλοι ίσοι. Αλλά δεν είμαστε και το ξέρουμε. Εντάξει η ισονομία και η ισοπολιτεία, όπου και όσο ισχύουν. Όμως κάποιος είναι πιο όμορφος, κάποιος πιο έξυπνος ή ταλαντούχος, κάποιος χαίρεται περισσότερο τη ζωή. Αυτές τις ζωογόνες διαφορές, στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό βίο, ορισμένοι τις προσπερνάνε και θεωρούν πως είναι τουλάχιστον ισάξιοι με οποιονδήποτε άλλον, μα στην πράξη αυτό είναι ανέφικτο.
Ο A. Τοκβίλ θεωρεί πως «οι δημοκρατικοί θεσμοί επιτυγχάνουν να ανάψουν τα αισθήματα του φθόνου στην ανθρώπινη καρδιά. Οι δημοκρατικοί θεσμοί ξυπνούν και κολακεύουν το πάθος για ισότητα χωρίς να μπορούν να το ικανοποιήσουν ολοκληρωτικά». Ο M. Σέλερ στον «Μνησίκακο άνθρωπο» ενώ συμφωνεί για τη γενεσιουργό αιτία, ορίζει το φαινόμενο, μάλλον πιο εύστοχα, ως μνησικακία· επειδή αυτοί οι δημόσιοι κήνσορες δεν φθονούν ή εκδικούνται κάποιον συγκεκριμένο, αλλά κάθε έναν που κέρδισε όσα και οι ίδιοι θεωρούν ότι δικαιωματικά τους ανήκουν.
Μόνο πραγματικά ευφυείς άνθρωποι δεν διστάζουν να αναγνωρίσουν και να σεβαστούν τους χαρισματικούς συγχρόνους τους, ακόμη και όταν συνιστούν απειλή για τους ίδιους. Τον Μάιο του 1968 διάφοροι μικρόνοες συνιστούσαν στον Ντε Γκολ να συλλάβει τον Σαρτρ ως υποκινητή των ταραχών· παρά τις κρίσιμες ώρες για τη Γαλλία και τον ίδιο, ο Γάλλος πρόεδρος είχε τη σοφία να αρνηθεί.
- - Πώς να συλλάβεις τον Βολτέρο; αντιγύρισε.
«Το πιο επικίνδυνο πράγμα για τον ποιητή είναι να έχει ταλέντο» έγραψε κάποτε ο Σεφέρης
H Ελλάδα δεν είναι Γαλλία· είναι τόπος μικρός, άρα σκληρός για όσους ξεχωρίζουν. Παίρνουν την ανάσα του διπλανού τους ακόμη κι αν δεν αναπνέουν τον ίδιο αέρα.
«Το πιο επικίνδυνο πράγμα για τον ποιητή είναι να έχει ταλέντο» έγραφε με νόημα ο Σεφέρης που είχε ακούσει ουκ ολίγα ο ίδιος όπως και ο Καβάφης, ο Παπαδιαμάντης, ο Ελύτης, ο Χατζιδάκις, ο Τσιτσάνης, ο Καζαντζίδης και τόσοι άλλοι, που μετά θάνατον έγιναν σημεία αναφοράς για να θαφτούν οι ζωντανοί.
Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο· υπήρχε πάντοτε και θα υπάρχει. Μόνο που σήμερα τα πράγματα έχουν πολύ αγριέψει. H θεσμοθετημένη ελευθεροτυπία δίνει το δικαίωμα σε οποιονδήποτε να κρίνει το έργο οποιουδήποτε ασχέτως αν η σκευή του το επιτρέπει. Κανένας σεβασμός, καμία λεπτότητα για μορφές του τόπου μας με έργο και προσφορά δεκαετιών. Αν διέθεταν κάποια ψήγματα πολιτισμού, οι ασχολούμενοι με τον πολιτισμό, θα ήξεραν πως για τους προικισμένους ανθρώπους «απαιτούνται ειδικά κριτήρια» (Montaigne).
Ο Γκαίτε μας έχει εγκαίρως προειδοποιήσει: «Μπροστά στις μεγάλες αρετές, η μοναδική σωτηρία είναι η αγάπη».
Τα πιο αναξιοπρεπή σχόλια και τις πιο κτηνώδεις επιθέσεις εναντίον των ταλαντούχων, εξαπολύουν συνήθως κάποιοι ελλειμματικοί που επικαλούνται ιδεολογικές αξίες και υψηλά πολιτιστικά πρότυπα. Από ό,τι φαίνεται, η παρουσία και μόνο των προικισμένων ανθρώπων είναι μια παρατεταμένη και μόνιμη «βρισιά» για τους ίδιους. Ποια όνειρά τους διαψεύστηκαν και τι προσωπικά ζόρια τραβάνε για να γράφουν αυτά που γράφουν, το μαξιλάρι τους το ξέρει.
Το σίγουρο είναι ότι δεν κινούνται από την αγαθή πρόθεση να διορθώσουν κάποια κακώς κείμενα. Όταν μνησικακείς, όπως γράφει ο Σέλερ, βιώνεις «έναν ψυχικό αυτοδηλητηριασμό που τείνει να προκαλέσει μια λίγο - πολύ διαρκή στρέβλωση τού νοήματος των αξιών, όπως επίσης και της κριτικής ικανότητας». Και παρακάτω: «Το ιδιάζον της "μνησίκακης κριτικής" είναι ότι δεν "θέλει" σοβαρά εκείνο που διατείνεται ότι επιζητεί· δεν επικρίνει το κακό για να το αποτρέψει, αλλά το χρησιμοποιεί σαν πρόσχημα για λοιδορίες».
Ο Μίκης Θεοδωράκης από τα πρώτα του βήματα αντιμετώπισε και την ολομέτωπη επίθεση των «διανοούμενων» της Αριστεράς· οργάνωσαν ακόμη και δημόσια συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Αθήνα το 1961 επειδή τόλμησε να μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» - ασχέτως αν ήταν επιθυμία του Ρίτσου
H κοινωνία βέβαια, κατά βάση τούς αγνοεί και η δύναμη που αισθάνονται χύνοντας δηλητήριο είναι αυταπάτη. Ούτε οι μειωτικοί χαρακτηρισμοί που εκτοξεύουν λαμβάνονται υπόψη από κανέναν, ούτε να ανακόψουν τον δρόμο κάποιου μπορούν. Παράδειγμα ο Θεοδωράκης που δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τις διώξεις και τις απαγορεύσεις του έργου του από το σκληρό μετεμφυλιακό κράτος και εν συνεχεία τη χούντα. Από τα πρώτα του βήματα αντιμετώπισε και την ολομέτωπη επίθεση των «διανοούμενων» της Αριστεράς· οργάνωσαν ακόμη και δημόσια συγκέντρωση διαμαρτυρίας στην Αθήνα το 1961 επειδή τόλμησε να μελοποιήσει τον «Επιτάφιο» - ασχέτως αν ήταν επιθυμία του Ρίτσου. Και συνέχισαν επί χρόνια να επιτίθενται στον Μίκη, υπερασπιζόμενοι δήθεν την ποίηση. Από ποιους την υπερασπίζονταν; Από τον Ρίτσο, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, τον Βάρναλη, τον Λειβαδίτη και τους άλλους ποιητές που του πρόσφεραν τα έργα τους.
Αλλά κανένας πληρωμένος (με την έννοια της πληρότητας) άνθρωπος, ευχαριστημένος με τη ζωή του, δεν βγαίνει να ασχημονεί με το έργο και τη ζωή των άλλων. H μνησικακία θάλλει πάντοτε σε τραυματισμένα Εγώ: «Μπορώ να συγχωρήσω τα πάντα· εκτός από το να είσαι αυτό που είσαι· εκτός από το να μην είμαι αυτό που είσαι εσύ».
Γι' αυτό όλα τα πληγωμένα γατιά που κάθε φορά σκληρίζουν δημοσίως για κάποιον δημιουργό, έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό:
Τους φταίει η ζωή τους.
Του Διονύση Χαριτόπουλου, από "ΤΑ ΝΕΑ" του Σαββάτου, 17 Σεπτεμβρίου 2005.