Εκεί που αρχίζει το μεγαλύτερο απ' τα δεινά που μπορεί να βρει έναν λαό. Η εμφύλια ανθρωποφαγία. Με τα διάφορα ανδρείκελα για κυβερνήτες και αρχηγούς δεν μπορούσε να ήταν διαφορετική η μοίρα του.
Το μεταπολεμικό σκηνικό στην Ελλάδα υπήρξε ταραχώδες, με την Αριστερά να επιχειρεί να αποκτήσει μέρος της πολιτικής εξουσίας και τη Δεξιά να προσπαθεί να συντρίψει τους αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με τη βοήθεια των Βρετανών. Αυτή η διαμάχη εκφράστηκε ανοιχτά με ένοπλο αγώνα στη διάρκεια των Δεκεμβριανών και έληξε προσωρινά με την ήττα του ΕΑΜ στην Αθήνα, αφήνοντάς το να ελέγχει μόνο την ύπαιθρο, εκεί όπου οι κυβερνητικές δυνάμεις δεν ήταν ακόμα ισχυρές. Αμέσως μετά τις δυσμενείς αυτές εξελίξεις για την ελληνική Αριστερά ακολούθησε η Συμφωνία της Βάρκιζας, που υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 και αυτή την εβδομάδα συμπληρώνονται 63 χρόνια από την υπογραφή της στο υπουργείο Εξωτερικών. Προηγουμένως είχε συμφωνηθεί ανακωχή μεταξύ των δύο πλευρών που προετοίμαζε το έδαφος για έναν γενικότερο συμβιβασμό.
Ένα βασικό ερώτημα ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε ο ΕΛΑΣ να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα μετά την ήττα του Δεκεμβρίου. Αν ήταν ικανός δηλαδή να μεταφέρει τη μάχη εκτός πόλης, εκεί όπου οι υπέρτερες δυνάμεις του θα μπορούσαν σίγουρα να καταφέρουν περισσότερα ενάντια στους βρετανούς, που θα δυσκολεύονταν να αναπτυχθούν σε άγνωστες για αυτούς περιοχές, και πολύ μακριά από τη «Σκομπία».
Χαρακτηριστικά, ο Σαράφης δηλώνει πως «ο ΕΛΑΣ είχε δυνατότητες σε τρόφιμα, πυρομαχικά και έμψυχο υλικό να κάνει πόλεμο για πολύ καιρό κατά των άγγλων και των κυβερνητικών ελλήνων και στην περίπτωση αυτή έπρεπε να προετοιμαστεί».
Για την άλλη πλευρά, το ερώτημα ήταν τι ακριβώς χρειαζόταν προκειμένου να αναγκαστεί ο ΕΛΑΣ να συνθηκολογήσει. Μια νέα στρατιωτική ήττα, «απονομιμοποίηση» στα μάτια του λαού ή κάτι άλλο; Ο στρατάρχης των Βρετανών Αλεξάντερ σε επιστολή του προς τον Τσώρτσιλ πιστεύει ότι αυτό μπορεί να γίνει με πολιτικά μέσα: «Σημειώνω τα γεγονότα αυτά για να κάνω σαφή την κατάσταση και να σας υπογραμμίσω ότι, κατά τη γνώμη μου, το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με στρατιωτικά μέσα. Η λύση θα ευρεθεί στον πολιτικό τομέα».
Όπως καταλαβαίνουμε, η Δεξιά, παρά τη νίκη της στα Δεκεμβριανά, κάθε άλλο παρά παντοδύναμη ήταν, μια και η εξουσία της περιοριζόταν στην Αθήνα, ενώ στην επαρχία κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ίδια χρονική περίοδο γίνεται η Διάσκεψη της Γιάλτας, όπου χαράσσεται ο μεταπολεμικός χάρτης της Ευρώπης, ενώ τη δική μας τύχη την είχε καθορίσει το χαρτάκι μεταξύ Τσώρτσιλ - Στάλιν με το περίφημο ποσοστό 90-10. Υπό το βάρος αυτής της συμφωνίας ήταν αναμενόμενο ότι η στάση ουδετερότητας που θα κρατούσε η Μόσχα απέναντι στις δυνάμεις τις Αριστεράς θα καθόριζε και την εξέλιξη της σύγκρουσης. Το αν αυτή η απόφαση της Μόσχας έφτασε στην ηγεσία του ΚΚΕ ή αν αυτή αποσιωπήθηκε η υποβαθμίστηκε είναι από τότε ένα πολύ αγαπημένο θέμα συζήτησης για την Αριστερά, αλλά έχει μόνο φιλοσοφικό ενδιαφέρον για την ιστορία. Γεγονός - κλειδί στο ζήτημα της εξωτερικής ενίσχυσης του ΕΛΑΣ αποτέλεσε το περίφημο τηλεγράφημα του Δημητρώφ τον Ιανουάριο του 1945, στο οποίο αναφέρεται: «Ο Παππούς (Στάλιν) νομίζει ότι με τη σημερινή διεθνή κατάσταση η ένοπλη ενίσχυση προς τους έλληνες συντρόφους απέξω γενικά αδύνατη... Έλληνες και ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν τα περαιτέρω βήματά τους, ξεκινώντας από αυτήν ακριβώς την κατάσταση, όχι ευνοϊκή γι’ αυτούς. Δεν πρέπει τραβήξουν σχοινί...
Για το ελληνικό κόμμα, το σπουδαιότερο είναι να μην επιτρέψει να απομονωθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ». Στις διαπραγματεύσεις της Βάρκιζας, που διήρκεσαν από τις 29 Ιανουαρίου μέχρι τις 12 Φλεβάρη, πήραν μέρος από την κυβέρνηση Πλαστήρα ο υπουργός Εξωτερικών Σοφιανόπουλος, ο Π. Ράλλης και ο Ι. Μακρόπουλος, ενώ το ΕΑΜ εκπροσωπούσε ο Σιάντος, ως γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ο Παρτσαλίδης της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ και ο Η. Τσιριμώκος. Δυστυχώς για το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, ό,τι κέρδιζε στα πεδία των μαχών με το αίμα των αγωνιστών του, το έχανε στα γραφεία των διασκέψεων με το μελάνι της ηγεσίας του. Το ίδιο έγινε και στη Βάρκιζα.
Η συμφωνία προέβλεπε τον αφοπλισμό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και μερική αμνηστία.
Η παράγραφος - κλειδί της συμφωνίας ήταν αυτή στην οποία αναφερόταν ότι «εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος».
Η ερμηνεία που έδωσε η Δεξιά στην παράγραφο αυτή οδήγησε στην κατάρρευση όλων των υπόλοιπων που συμφωνήθηκαν, όπως ήταν η θεμελίωση της ελευθερίας του Τύπου και η κυβερνητική δέσμευση για τη συγκρότηση εθνικού στρατού με συμμετοχή των ΕΛΑΣιτών. Επιπλέον, η κυβέρνηση υποσχόταν να «εξασφαλίσει, σύμφωνα προς το Σύνταγμα και τας απανταχού καθιερωμένας Δημοκρατικάς Αρχάς, την ελευθέραν εκδήλωσιν των πολιτικών φρονημάτων των πολιτών». Συμφωνήθηκε η εκκαθάριση των δωσιλόγων και, τέλος, αποφασίστηκε να γίνει δημοψήφισμα και εκλογές στο προσεχές μέλλον.
Το «Έθνος» εκείνης της ημέρας ανέφερε τα εξής: «Αι συνεννοήσεις ετερματίσθησαν σήμερον την 4ην πρωινήν. Οι ηγέται των δύο αντιπροσωπειών κ.κ. Σοφιανόπουλος και Σιάντος μετά το αίσιον πέρας των διαπραγματεύσεων εξέφρασαν προς τους βρετανούς αντιπροσώπους κ.κ. MacMillan και Leeper τας θερμότατας ευχαριστίας των διά τον τερματισμόν του εμφυλίου σπαραγμού και την ειρήνευσιν της χώρας μας».
Ύστερα από λίγες μέρες, στις 15 Φεβρουαρίου, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ ανακοινώνει πως ο αγώνας είχε φτάσει στο τέλος του, θεωρώντας ότι τερματίστηκε μόνο το σκέλος της αντιστασιακής δράσης, έχοντας όμως σαν δεδομένο ότι για το δεύτερο μέρος που περιελάμβανε την προάσπιση των λαϊκών ελευθεριών ο αγώνας θα ήταν συνεχής και αδιαπραγμάτευτος.
Στην πράξη, τα εννέα άρθρα της Συμφωνίας δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Ο ΕΛΑΣ από τα 70.000 όπλα που κατείχε παρέδωσε περίπου 49.000. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ ήταν διατεθειμένα να διεκδικήσουν μια πολιτική λύση, αλλά η πολιτικά προφητική δυσπιστία του το οδήγησε στο να βρίσκεται σε στρατιωτική ετοιμότητα, την οποία αξιοποίησε μετά τις διώξεις της «λευκής τρομοκρατίας». Πώς έφτασε όμως το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο σημείο να υπογράψει κάτι που ήταν προφανέστατα λιγότερο από αυτό που αρχικά επιθυμούσε αλλά και άξιζε; Από την αρχή των διαπραγματεύσεων φάνηκε η προσπάθεια των δεξιών και των βρετανών να πλήξουν την ευρεία λαϊκή υποστήριξη του ΕΑΜ και να το παρουσιάσουν ως καθαρά αριστερή οργάνωση με ερείσματα μόνο στο ΚΚΕ.
Ενδεικτικό αυτής της τακτικής ήταν το ότι ο αρχιεπίσκοπος - αντιβασιλέας Δαμασκηνός, με την παρακίνηση των βρετανών, είχε ζητήσει να αποτελείται η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ μόνο από κομμουνιστές χωρίς τη συμμετοχή ατόμων από άλλους χώρους, με προφανή στόχο τον εγκλωβισμό του κινήματος αποκλειστικά σε κομμουνιστικά όρια, άρα και την εύκολη στοχοποίησή του στη συνέχεια, όπως και έγινε.
Ένα άλλο ενδιαφέρον γεγονός για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων ήταν ο «περίεργος» ρόλος που έπαιξε ο Τσιριμώκος ως μέλος της τριμελούς αντιπροσωπείας του ΕΑΜ, όταν ζήτησε να συναντηθεί με τον αντιβασιλέα Δαμασκηνό. Όπως μαρτυρά ο Μακ Μίλαν, εκπρόσωπος της αγγλικής κυβέρνησης στην Ελλάδα τότε, ο Δαμασκηνός τους ενημέρωσε σχετικά με τα όσα είπαν στη συνάντησή τους οι δύο άνδρες:
«Ο Τσιριμώκος ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μας, αφού μας είχε δώσει πληροφορίες από τα πριν σχετικά με τη γραμμή που θα ακολουθούσαν, και ήταν διατεθειμένος την κατάλληλη στιγμή να τους προδώσει».
Και με τη σειρά του, το αγγλικό ΥΠΕΞ ενημερώνει τον Τσώρτσιλ πως ο Τσιριμώκος «αποκάλυψε τους όρους που προτίθονταν να θέσουν και δεσμεύτηκε να ψηφίσει εναντίον τους στα δύο βασικά σημεία, δηλαδή τη γενική αμνηστία και την είσοδο των κομμουνιστών στην κυβέρνηση».
Όλα αυτά φανερώνουν πως η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν εν μέρει προϊόν υπόγειων συνεννοήσεων και εν μέρει συνέπεια του δισταγμού του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα, αφού, ενώ πριν από τις διαπραγματεύσεις είχε θέσει ως αυστηρό όρο την εφαρμογή γενικής αμνηστίας, τελικά έκανε πίσω σ’ αυτή τη βασική του θέση δείχνοντας υποχωρητικότητα και ηττοπάθεια. Αντί να γίνει η Βάρκιζα μια συμφωνία μεταξύ ίσων, έγινε τελικά μια συμφωνία ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους.
Παρ’ όλα αυτά οι δυνάμεις της Αριστεράς είχαν φύγει ευχαριστημένες από τη Βάρκιζα και είναι αντιπροσωπευτικές οι δηλώσεις των Σιάντου - Ζαχαριάδη λίγο διάστημα μετά. Ο Σιάντος στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» αναφέρει πως η Βάρκιζα ήταν μια απαραίτητη συμφωνία που εξέφραζε τον συσχετισμό των δυνάμεων και έγινε για να τερματίσει την ένοπλη σύγκρουση, ενώ ο Ζαχαριάδης δήλωνε πως ήταν μια απαραίτητη διπλωματική κίνηση προκειμένου να ανασυνταχθούν οι λαϊκές δυνάμεις, προσθέτοντας όμως πως θα μπορούσαν να είχαν αποσπάσει καλύτερους όρους. Η «λευκή τρομοκρατία» που ξεκίνησε από την επόμενη ημέρα της συμφωνίας οδήγησε στην επίθεση στο Λιτόχωρο, και από εκεί στο επόμενο αιματοβαμμένο στάδιο της εμφύλιας σύγκρουσης που διήρκεσε ώς το 1949, αλλά σημάδεψε την πολιτική ζωή του τόπου για πολλές δεκαετίες.
Η φιλοδυτική κυβέρνηση έσπευσε να χρησιμοποιήσει τη Συμφωνία της Βάρκιζας όχι για να την εφαρμόσει, αλλά για να κερδίσει χρόνο προκειμένου να εδραιώσει το μεταπολεμικό καθεστώς το οποίο ήθελε ο Τσώρτσιλ. Σε αυτή την προσπάθεια καθοριστικό ρόλο έπαιξε η δράση παρακρατικών ακροδεξιών συμμοριών που έδρασαν σε όλη τη χώρα και που μετέφεραν την τρομοκρατία και στο απομακρυσμένο χωριό.
Είναι φανερό πάντως ότι οι δύο πλευρές δεν ήταν έτοιμες ακόμα για μια ουσιαστική προσέγγιση που θα οδηγούσε σε πολιτική λύση, με κύριους υπεύθυνους του άγγλους που επέδειξαν αδιαλλαξία η οποία βασιζόταν στα διεθνώς συμφωνημένα. Βαθύτερο όμως αίτιο του εμφυλίου ήταν η ριζωμένη τάση της νεοελληνικής πολιτικής να εξαρτάται από ξένες δυνάμεις, ανήμπορη να αρθρώσει δικό της λόγο και να χαράξει το δικό της μέλλον.
Από το "Το Ποντίκι" της Πέμπτης, 7 Φεβρουαρίου 2008.
Το μεταπολεμικό σκηνικό στην Ελλάδα υπήρξε ταραχώδες, με την Αριστερά να επιχειρεί να αποκτήσει μέρος της πολιτικής εξουσίας και τη Δεξιά να προσπαθεί να συντρίψει τους αγωνιστές του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ με τη βοήθεια των Βρετανών. Αυτή η διαμάχη εκφράστηκε ανοιχτά με ένοπλο αγώνα στη διάρκεια των Δεκεμβριανών και έληξε προσωρινά με την ήττα του ΕΑΜ στην Αθήνα, αφήνοντάς το να ελέγχει μόνο την ύπαιθρο, εκεί όπου οι κυβερνητικές δυνάμεις δεν ήταν ακόμα ισχυρές. Αμέσως μετά τις δυσμενείς αυτές εξελίξεις για την ελληνική Αριστερά ακολούθησε η Συμφωνία της Βάρκιζας, που υπογράφτηκε στις 12 Φεβρουαρίου 1945 και αυτή την εβδομάδα συμπληρώνονται 63 χρόνια από την υπογραφή της στο υπουργείο Εξωτερικών. Προηγουμένως είχε συμφωνηθεί ανακωχή μεταξύ των δύο πλευρών που προετοίμαζε το έδαφος για έναν γενικότερο συμβιβασμό.
Ένα βασικό ερώτημα ήταν το κατά πόσο θα μπορούσε ο ΕΛΑΣ να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα μετά την ήττα του Δεκεμβρίου. Αν ήταν ικανός δηλαδή να μεταφέρει τη μάχη εκτός πόλης, εκεί όπου οι υπέρτερες δυνάμεις του θα μπορούσαν σίγουρα να καταφέρουν περισσότερα ενάντια στους βρετανούς, που θα δυσκολεύονταν να αναπτυχθούν σε άγνωστες για αυτούς περιοχές, και πολύ μακριά από τη «Σκομπία».
Χαρακτηριστικά, ο Σαράφης δηλώνει πως «ο ΕΛΑΣ είχε δυνατότητες σε τρόφιμα, πυρομαχικά και έμψυχο υλικό να κάνει πόλεμο για πολύ καιρό κατά των άγγλων και των κυβερνητικών ελλήνων και στην περίπτωση αυτή έπρεπε να προετοιμαστεί».
Για την άλλη πλευρά, το ερώτημα ήταν τι ακριβώς χρειαζόταν προκειμένου να αναγκαστεί ο ΕΛΑΣ να συνθηκολογήσει. Μια νέα στρατιωτική ήττα, «απονομιμοποίηση» στα μάτια του λαού ή κάτι άλλο; Ο στρατάρχης των Βρετανών Αλεξάντερ σε επιστολή του προς τον Τσώρτσιλ πιστεύει ότι αυτό μπορεί να γίνει με πολιτικά μέσα: «Σημειώνω τα γεγονότα αυτά για να κάνω σαφή την κατάσταση και να σας υπογραμμίσω ότι, κατά τη γνώμη μου, το ελληνικό πρόβλημα δεν μπορεί να λυθεί με στρατιωτικά μέσα. Η λύση θα ευρεθεί στον πολιτικό τομέα».
Όπως καταλαβαίνουμε, η Δεξιά, παρά τη νίκη της στα Δεκεμβριανά, κάθε άλλο παρά παντοδύναμη ήταν, μια και η εξουσία της περιοριζόταν στην Αθήνα, ενώ στην επαρχία κυριαρχούσαν οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι την ίδια χρονική περίοδο γίνεται η Διάσκεψη της Γιάλτας, όπου χαράσσεται ο μεταπολεμικός χάρτης της Ευρώπης, ενώ τη δική μας τύχη την είχε καθορίσει το χαρτάκι μεταξύ Τσώρτσιλ - Στάλιν με το περίφημο ποσοστό 90-10. Υπό το βάρος αυτής της συμφωνίας ήταν αναμενόμενο ότι η στάση ουδετερότητας που θα κρατούσε η Μόσχα απέναντι στις δυνάμεις τις Αριστεράς θα καθόριζε και την εξέλιξη της σύγκρουσης. Το αν αυτή η απόφαση της Μόσχας έφτασε στην ηγεσία του ΚΚΕ ή αν αυτή αποσιωπήθηκε η υποβαθμίστηκε είναι από τότε ένα πολύ αγαπημένο θέμα συζήτησης για την Αριστερά, αλλά έχει μόνο φιλοσοφικό ενδιαφέρον για την ιστορία. Γεγονός - κλειδί στο ζήτημα της εξωτερικής ενίσχυσης του ΕΛΑΣ αποτέλεσε το περίφημο τηλεγράφημα του Δημητρώφ τον Ιανουάριο του 1945, στο οποίο αναφέρεται: «Ο Παππούς (Στάλιν) νομίζει ότι με τη σημερινή διεθνή κατάσταση η ένοπλη ενίσχυση προς τους έλληνες συντρόφους απέξω γενικά αδύνατη... Έλληνες και ΕΛΑΣ πρέπει να καθορίσουν τα περαιτέρω βήματά τους, ξεκινώντας από αυτήν ακριβώς την κατάσταση, όχι ευνοϊκή γι’ αυτούς. Δεν πρέπει τραβήξουν σχοινί...
Για το ελληνικό κόμμα, το σπουδαιότερο είναι να μην επιτρέψει να απομονωθεί από μάζες ελληνικού λαού και από δημοκρατικές ομάδες που ανήκουν στο ΕΑΜ». Στις διαπραγματεύσεις της Βάρκιζας, που διήρκεσαν από τις 29 Ιανουαρίου μέχρι τις 12 Φλεβάρη, πήραν μέρος από την κυβέρνηση Πλαστήρα ο υπουργός Εξωτερικών Σοφιανόπουλος, ο Π. Ράλλης και ο Ι. Μακρόπουλος, ενώ το ΕΑΜ εκπροσωπούσε ο Σιάντος, ως γραμματέας της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, ο Παρτσαλίδης της Κεντρικής Επιτροπής του ΕΑΜ και ο Η. Τσιριμώκος. Δυστυχώς για το ΕΑΜ - ΕΛΑΣ, ό,τι κέρδιζε στα πεδία των μαχών με το αίμα των αγωνιστών του, το έχανε στα γραφεία των διασκέψεων με το μελάνι της ηγεσίας του. Το ίδιο έγινε και στη Βάρκιζα.
Η συμφωνία προέβλεπε τον αφοπλισμό του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, την απελευθέρωση των αιχμαλώτων και μερική αμνηστία.
Η παράγραφος - κλειδί της συμφωνίας ήταν αυτή στην οποία αναφερόταν ότι «εξαιρούνται της αμνηστίας τα συναφή κοινά αδικήματα κατά της ζωής και της περιουσίας, τα οποία δεν ήσαν απαραιτήτως αναγκαία διά την επιτυχίαν του πολιτικού αδικήματος».
Η ερμηνεία που έδωσε η Δεξιά στην παράγραφο αυτή οδήγησε στην κατάρρευση όλων των υπόλοιπων που συμφωνήθηκαν, όπως ήταν η θεμελίωση της ελευθερίας του Τύπου και η κυβερνητική δέσμευση για τη συγκρότηση εθνικού στρατού με συμμετοχή των ΕΛΑΣιτών. Επιπλέον, η κυβέρνηση υποσχόταν να «εξασφαλίσει, σύμφωνα προς το Σύνταγμα και τας απανταχού καθιερωμένας Δημοκρατικάς Αρχάς, την ελευθέραν εκδήλωσιν των πολιτικών φρονημάτων των πολιτών». Συμφωνήθηκε η εκκαθάριση των δωσιλόγων και, τέλος, αποφασίστηκε να γίνει δημοψήφισμα και εκλογές στο προσεχές μέλλον.
Το «Έθνος» εκείνης της ημέρας ανέφερε τα εξής: «Αι συνεννοήσεις ετερματίσθησαν σήμερον την 4ην πρωινήν. Οι ηγέται των δύο αντιπροσωπειών κ.κ. Σοφιανόπουλος και Σιάντος μετά το αίσιον πέρας των διαπραγματεύσεων εξέφρασαν προς τους βρετανούς αντιπροσώπους κ.κ. MacMillan και Leeper τας θερμότατας ευχαριστίας των διά τον τερματισμόν του εμφυλίου σπαραγμού και την ειρήνευσιν της χώρας μας».
Ύστερα από λίγες μέρες, στις 15 Φεβρουαρίου, η Κεντρική Επιτροπή του ΕΑΜ ανακοινώνει πως ο αγώνας είχε φτάσει στο τέλος του, θεωρώντας ότι τερματίστηκε μόνο το σκέλος της αντιστασιακής δράσης, έχοντας όμως σαν δεδομένο ότι για το δεύτερο μέρος που περιελάμβανε την προάσπιση των λαϊκών ελευθεριών ο αγώνας θα ήταν συνεχής και αδιαπραγμάτευτος.
Στην πράξη, τα εννέα άρθρα της Συμφωνίας δεν εφαρμόστηκαν ποτέ. Ο ΕΛΑΣ από τα 70.000 όπλα που κατείχε παρέδωσε περίπου 49.000. Το ΕΑΜ και το ΚΚΕ ήταν διατεθειμένα να διεκδικήσουν μια πολιτική λύση, αλλά η πολιτικά προφητική δυσπιστία του το οδήγησε στο να βρίσκεται σε στρατιωτική ετοιμότητα, την οποία αξιοποίησε μετά τις διώξεις της «λευκής τρομοκρατίας». Πώς έφτασε όμως το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ στο σημείο να υπογράψει κάτι που ήταν προφανέστατα λιγότερο από αυτό που αρχικά επιθυμούσε αλλά και άξιζε; Από την αρχή των διαπραγματεύσεων φάνηκε η προσπάθεια των δεξιών και των βρετανών να πλήξουν την ευρεία λαϊκή υποστήριξη του ΕΑΜ και να το παρουσιάσουν ως καθαρά αριστερή οργάνωση με ερείσματα μόνο στο ΚΚΕ.
Ενδεικτικό αυτής της τακτικής ήταν το ότι ο αρχιεπίσκοπος - αντιβασιλέας Δαμασκηνός, με την παρακίνηση των βρετανών, είχε ζητήσει να αποτελείται η αντιπροσωπεία του ΕΑΜ μόνο από κομμουνιστές χωρίς τη συμμετοχή ατόμων από άλλους χώρους, με προφανή στόχο τον εγκλωβισμό του κινήματος αποκλειστικά σε κομμουνιστικά όρια, άρα και την εύκολη στοχοποίησή του στη συνέχεια, όπως και έγινε.
Ένα άλλο ενδιαφέρον γεγονός για την κατάληξη των διαπραγματεύσεων ήταν ο «περίεργος» ρόλος που έπαιξε ο Τσιριμώκος ως μέλος της τριμελούς αντιπροσωπείας του ΕΑΜ, όταν ζήτησε να συναντηθεί με τον αντιβασιλέα Δαμασκηνό. Όπως μαρτυρά ο Μακ Μίλαν, εκπρόσωπος της αγγλικής κυβέρνησης στην Ελλάδα τότε, ο Δαμασκηνός τους ενημέρωσε σχετικά με τα όσα είπαν στη συνάντησή τους οι δύο άνδρες:
«Ο Τσιριμώκος ήταν ένα μεγάλο πλεονέκτημα για μας, αφού μας είχε δώσει πληροφορίες από τα πριν σχετικά με τη γραμμή που θα ακολουθούσαν, και ήταν διατεθειμένος την κατάλληλη στιγμή να τους προδώσει».
Και με τη σειρά του, το αγγλικό ΥΠΕΞ ενημερώνει τον Τσώρτσιλ πως ο Τσιριμώκος «αποκάλυψε τους όρους που προτίθονταν να θέσουν και δεσμεύτηκε να ψηφίσει εναντίον τους στα δύο βασικά σημεία, δηλαδή τη γενική αμνηστία και την είσοδο των κομμουνιστών στην κυβέρνηση».
Όλα αυτά φανερώνουν πως η Συμφωνία της Βάρκιζας ήταν εν μέρει προϊόν υπόγειων συνεννοήσεων και εν μέρει συνέπεια του δισταγμού του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ να συνεχίσει τον ένοπλο αγώνα, αφού, ενώ πριν από τις διαπραγματεύσεις είχε θέσει ως αυστηρό όρο την εφαρμογή γενικής αμνηστίας, τελικά έκανε πίσω σ’ αυτή τη βασική του θέση δείχνοντας υποχωρητικότητα και ηττοπάθεια. Αντί να γίνει η Βάρκιζα μια συμφωνία μεταξύ ίσων, έγινε τελικά μια συμφωνία ανάμεσα σε νικητές και ηττημένους.
Παρ’ όλα αυτά οι δυνάμεις της Αριστεράς είχαν φύγει ευχαριστημένες από τη Βάρκιζα και είναι αντιπροσωπευτικές οι δηλώσεις των Σιάντου - Ζαχαριάδη λίγο διάστημα μετά. Ο Σιάντος στην «Κομμουνιστική Επιθεώρηση» αναφέρει πως η Βάρκιζα ήταν μια απαραίτητη συμφωνία που εξέφραζε τον συσχετισμό των δυνάμεων και έγινε για να τερματίσει την ένοπλη σύγκρουση, ενώ ο Ζαχαριάδης δήλωνε πως ήταν μια απαραίτητη διπλωματική κίνηση προκειμένου να ανασυνταχθούν οι λαϊκές δυνάμεις, προσθέτοντας όμως πως θα μπορούσαν να είχαν αποσπάσει καλύτερους όρους. Η «λευκή τρομοκρατία» που ξεκίνησε από την επόμενη ημέρα της συμφωνίας οδήγησε στην επίθεση στο Λιτόχωρο, και από εκεί στο επόμενο αιματοβαμμένο στάδιο της εμφύλιας σύγκρουσης που διήρκεσε ώς το 1949, αλλά σημάδεψε την πολιτική ζωή του τόπου για πολλές δεκαετίες.
Η φιλοδυτική κυβέρνηση έσπευσε να χρησιμοποιήσει τη Συμφωνία της Βάρκιζας όχι για να την εφαρμόσει, αλλά για να κερδίσει χρόνο προκειμένου να εδραιώσει το μεταπολεμικό καθεστώς το οποίο ήθελε ο Τσώρτσιλ. Σε αυτή την προσπάθεια καθοριστικό ρόλο έπαιξε η δράση παρακρατικών ακροδεξιών συμμοριών που έδρασαν σε όλη τη χώρα και που μετέφεραν την τρομοκρατία και στο απομακρυσμένο χωριό.
Είναι φανερό πάντως ότι οι δύο πλευρές δεν ήταν έτοιμες ακόμα για μια ουσιαστική προσέγγιση που θα οδηγούσε σε πολιτική λύση, με κύριους υπεύθυνους του άγγλους που επέδειξαν αδιαλλαξία η οποία βασιζόταν στα διεθνώς συμφωνημένα. Βαθύτερο όμως αίτιο του εμφυλίου ήταν η ριζωμένη τάση της νεοελληνικής πολιτικής να εξαρτάται από ξένες δυνάμεις, ανήμπορη να αρθρώσει δικό της λόγο και να χαράξει το δικό της μέλλον.
Από το "Το Ποντίκι" της Πέμπτης, 7 Φεβρουαρίου 2008.