Στις 22 Ιουνίου 1994 στην Καλιφόρνια, απειλητικά μηνύματα φθάνουν στο ξενοδοχείο που έχει καταλύσει η εθνική ομάδα ποδοσφαίρου της Κολομβίας, με αφορμή τη συμμετοχή της στο Παγκόσμιο κύπελλο, που εκείνη τη χρονιά διεξαγόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Δεκαπέντε (15) ημέρες αργότερα, ξημερώματα της 3ης Ιουλίου, ο αρχηγός της ομάδας, Andrés Escobar, δολοφονείται εν ψυχρώ στη γενέτειρα του, το Medellin της Κολομβίας. Ήταν μόλις 27 χρονών. Στην ίδια πόλη έξι μήνες νωρίτερα, είχε χάσει τη ζωή του ένας άλλος Escobar, ο διαβόητος Pablo, γνωστός και ως "Ο βασιλιάς της κοκαΐνης". Ας ταξιδέψουμε νοερά στην Κολομβία.
Ο Andrés Escobar μεγάλωσε στη συνοικία Calasanz της πόλης Medellin. Ήρεμος και πράος χαρακτήρας, πειθαρχικός μαθητής επίσης και με ταλέντο στο ποδόσφαιρο στο οποίο αφιερώθηκε όταν αποφοίτησε από το κολλέγιο, έχοντας χάσει πρόωρα την μητέρα του από την επάρατη νόσο.
Η πρώτη ομάδα της επαγγελματικής του καριέρας, ήταν η Atletico Nacional του Medellin. Αγωνιζόταν ως αμυντικός και διακρινόταν για την αυτοσυγκέντρωση και την σοβαρότητα του. Άρπαξε από τα μαλλιά την ευκαιρία που του έδωσε ο προπονητής του, Francisco Maturana και έγινε ένας από τους ακρογωνιαίους λίθους της. Η Atletico Nacional του Medellin, έγινε το 1989 η πρώτη ομάδα από την Κολομβία που κατέκτησε το Copa Libertadores, με τον Andrés μάλιστα να πρωταγωνιστεί στον τελικό. Ο πραγματικός όμως πρωταγωνιστής για λογαριασμό του κολομβιανού συλλόγου εκείνη την εποχή, ήταν άλλος.
Ο Pablo Escobar, βαρόνος των ναρκωτικών που θεωρείται μέχρι και σήμερα, ο πλουσιότερος κακοποιός στην παγκόσμια ιστορία, με μια αμύθητη περιουσία που ανάγκασε κάποτε το περιοδικό Forbes να τον συμπεριλάβει στη λίστα με τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο, είχε λατρεία στο ποδόσφαιρο και ανάγκη να ξεπλύνει μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια. Κάπως έτσι η Nacional μετατράπηκε σε ένα τεράστιο, προσωπικό του πλυντήριο.
Μετά την κατάκτηση του Copa Libertadores, o Pablo κάλεσε όλη την ομάδα στην έπαυλή του, για να συγχαρεί τους ποδοσφαιριστές. Όλοι τους γνώριζαν ποιος ήταν ο πραγματικός εργοδότης τους. Ο Andrés, παρότι ο τρομερός συνονόματος του, τον είχε σε μεγάλη εκτίμηση, ήταν διστακτικός απέναντι του, (κάτι που ομολόγησε δημόσια η αδερφή του, χρόνια αργότερα) ωστόσο έδωσε κανονικά το παρόν στους εορτασμούς. Άλλωστε για πολλούς από τους ποδοσφαιριστές, ο Pablo Escobar ήταν σχεδόν ένας σωτήρας.
● Κατηγορούσαν τον Pablo ότι διακινεί ναρκωτικά, αλλά εμείς ήμασταν χαρούμενοι γιατί αποκτήσαμε αξιοπρεπή ποδοσφαιρικά γήπεδα, αφιερωθήκαμε στο ποδόσφαιρο και μπορέσαμε να μείνουμε μακριά από τα ναρκωτικά.
Leonel Alvarez (Πρώην διεθνής ποδοσφαιριστής)
● Το ποδόσφαιρο δεν είναι ένα απροσπέλαστο νησί. Αποτελεί μέρος της κοινωνίας και τα καρτέλ μοιάζουν με ένα τεράστιο χταπόδι. Απλώνουν τα πλοκάμια τους παντού. Το μαύρο χρήμα μας βοήθησε να διατηρήσουμε το επίπεδο του πρωταθλήματος υψηλό και κρατούσαμε στη χώρα τους καλύτερους παίκτες. Αυτή ήταν η πραγματικότητα.
Francisco Maturana (Πρώην Ομοσπονδιακός προπονητής)
O Pablo δεν ήταν ο μόνος που μέσω της αγάπης του για το ποδόσφαιρο, ξέπλενε μαύρο χρήμα. Το ίδιο συνέβαινε και με άλλα καρτέλ. Κάπως έτσι ξεκίνησε στην Κολομβία η εποχή του NarcoFootball. Το καρτέλ του Escobar ήλεγχε την Nacional και την Medellin, το καρτέλ του “El Mexicano” José Gonzalo Rodríguez Gacha πατρονάριζε την Millonarios και το καρτέλ του Miguel Rodríguez Orejuela την America de Calli. Όλες τους, ομάδες με πολλούς φιλάθλους και υψηλή δημοφιλία.
Στην έπαυλη του Pablo, διοργανώνονταν μικρά τουρνουά με σημαντικούς ποδοσφαιριστές της εποχής, όχι μόνο κολομβιανούς, (τα ονόματα των οποίων δεν διέρρευσαν ποτέ, για ευνόητους λόγους) στα πλαίσια στοιχημάτων που έβαζε ο ίδιος με τον “El Mexicano”, με τον οποίο διατηρούσε καλές σχέσεις, παρά τον μεταξύ τους ανταγωνισμό. Το έπαθλο για τους ποδοσφαιριστές, που ταξίδευαν εκεί με ιδιωτικά ελικόπτερα, ήταν χρηματικά ποσά πολύ υψηλότερα και από τα ετήσια συμβόλαια τους.
● Πρώτα βλέπεις την ομάδα στην οποία επενδύεις σαν παιχνίδι, αλλά μετά θέλεις το δικό σου παιχνίδι να είναι το καλύτερο.
Fernando Rodriguez Modragon (πρώην μέλος καρτέλ)
Στο πρωτάθλημα του 1989, η Medellin αγωνιζόταν με την America de Calli. Παρότι φαβορί, ηττήθηκε έχοντας φρικτά παράπονα από την διαιτησία του Alvaro Ortega. Ο Pablo Escobar, εξοργισμένος διέταξε την εκτέλεση του άτυχου άντρα. Όπερ και εγένετο. Ο άνθρωπος που είχε λάβει την εντολή για την δολοφονία του Ortega, ήταν γνωστός στην πιάτσα με το προσωνύμιο "Popeye".
● Έχω σκοτώσει πάνω από 250 ανθρώπους, αλλά από ένα σημείο και μετά, μόνο αν είσαι ψυχοπαθής συνεχίζεις να τους μετράς. Ήμουν το δεξί χέρι του Pablo Escobar.
Jhon Jairo Velásquez Vásquez "Popeye"
Ενώ τα καρτέλ έκαναν κουμάντο στο ποδοσφαιρικό γίγνεσθαι της χώρας, η εθνική ομάδα προήλαυνε προς το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994. Έχοντας μείνει μακριά από τον κορυφαίο ποδοσφαιρικό θεσμό για 28 χρόνια, η παρέα των Carlos Valderrama, Faustino Asprilla, Adolfo Valencia, René Higuita και του Andrés Escobar, έμοιαζε ασταμάτητη. Η απευθείας πρόκριση για το USA ‘94, ήρθε με μια εμφατική νίκη με τελικό σκορ 5-0, μέσα μάλιστα στην Αργεντινή. Πίσω στην πατρίδα, οι προσδοκίες του κόσμου ήταν υψηλές.
Στο μεταξύ ο Pablo (ουσιαστικά με δική του πρωτοβουλία) είχε φυλακιστεί. Οι διεθνείς τον επισκέπτονταν στη φυλακή κρυφά και έπαιζαν ποδόσφαιρο μαζί του! Μια απρόσεκτη σχετική επίσκεψη του René Higuita, (βασικού τερματοφύλακα της εθνικής) έμελλε να στοιχίσει την θέση του στο παγκόσμιο κύπελλο. Δεν ήταν καν στην αποστολή για το Παγκόσμιο Κύπελλο. Ο τότε ομοσπονδιακός προπονητής και πρώην της Nacional, Francisco Maturana, υπερασπίζεται μέχρι και σήμερα εκείνη την επιλογή των παικτών του, λέγοντας:"Ποιος θα τολμούσε να αρνηθεί μια πρόσκληση σε δείπνο, από τον Don Vito Corleone."
Στις 2 Δεκεμβρίου του 1993 ο Pablo Escobar, που στο μεταξύ είχε δραπετεύσει, σκοτώνεται μετά από μια τρομερά αιματηρή επιχείρηση που διήρκεσε σχεδόν έναν χρόνο και ένας νέος κύκλος τρομακτικής βίας ξεσπά στη χώρα, την ώρα που η εθνική ομάδα ετοιμάζεται για τη συμμετοχή της στο παγκόσμιο κύπελλο. Ο Pablo Escobar ήταν κακοποιός, αλλά όταν βρισκόταν στα πράγματα, καμία παραβατική ενέργεια δεν λάμβανε χώρα, χωρίς την δική του άδεια. Και ο Pablo Escobar λάτρευε τους ποδοσφαιριστές. Με τον θάνατο του, εκατοντάδες μικρότερες οργανώσεις άρχισαν να δρουν ανεξέλεγκτα.
Η Κολομβία ταξιδεύει στις Η.Π.Α. και ο Andrés Escobar, που στο μεταξύ φαίνεται να έχει συμφωνήσει με την ιταλική AC Milan, κάνει τις πρώτες δηλώσεις: "Βιώνουμε πολύ δύσκολες καταστάσεις στη χώρα μας και ο μόνος τρόπος να πετύχουμε κάτι καλό εδώ, είναι να μείνουμε συγκεντρωμένοι στο ποδόσφαιρο" λέει, συμπληρώνοντας ότι διαβάζει καθημερινά αποσπάσματα από τη Βίβλο για να ηρεμεί. Ωστόσο η ηρεμία δεν πρόκειται να συντροφεύσει την αποστολή της ομάδας, ούτε για μία ημέρα.
Η Κολομβία, που λογιζόταν από τα φαβορί για την κατάκτηση του τροπαίου, χάνει στο εναρκτήριο παιχνίδι της από τη Ρουμανία με 3-1 και τα γεγονότα που ακολουθούν, αγγίζουν τα όρια της παραφροσύνης. Με την επιστροφή της ομάδας στο ξενοδοχείο, γίνεται γνωστό ότι ο αδερφός ενός ποδοσφαιριστή, του Luis Fernando “Chonto” Herrera, έχει δολοφονηθεί. Ο Andrés προσπαθεί να τον παρηγορήσει. Πολύς κόσμος πίσω στην πατρίδα, έχασε πολλά λεφτά από την ήττα της εθνικής και έτσι ο επόμενος αγώνας, εκείνος απέναντι στην διοργανώτρια Αμερική, απέκτησε κυριολεκτικά, σημασία ζωής ή θανάτου. Οι ποδοσφαιριστές ήταν τρομοκρατημένοι.
● Όλοι καλέσαμε τις οικογένειες μας. Η αστυνομία πήγε στα σπίτια μας.
Faustino Asprilla
Λίγη ώρα πριν την αναμέτρηση με την Αμερική, στα αποδυτήρια των κολομβιανών επικρατούσε νεκρική σιγή. Ο προπονητής μπήκε στα αποδυτήρια κλαίγοντας. Νωρίτερα, είχε δεχθεί ξεκάθαρη προειδοποίηση ότι ένας παίκτης κλειδί, ο Gabriel Jaime “Barrabas” Gómez, ΔΕΝ θα έπρεπε να αγωνιστεί. Σε διαφορετική περίπτωση, οι εκβιαστές απείλησαν ότι θα σκότωναν όλα τα μέλη της αποστολής. Ο Maturana δεν είχε επιλογή. Ο Barrabas δεν αγωνίστηκε, η Κολομβία αν και καλύτερη έχασε και το χειρότερο ήταν, ότι η ήττα ήρθε με ένα αυτογκόλ του Andrés Escobar στο 34ο λεπτό του αγώνα. Μέχρι εκείνον τον αγώνα, ο Andrés δεν είχε πετύχει ποτέ αυτογκόλ στη καριέρα του.
● Όταν ο γιος μου, είδε το αυτογκόλ του θείου του στην τηλεόραση, μου είπε χωρίς δισταγμό ότι, τώρα μαμά θα τον σκοτώσουν τον θείο.
Maria Esther Escobar (αδερφή του Andrés)
Η ομάδα επέστρεψε στην Κολομβία και ο Andrés προσπάθησε με την βοήθεια της οικογένειας του, να προσπεράσει την άτυχη στιγμή που έμοιαζε να τον στιγματίζει, παρότι η γενικότερη εκτίμηση των συμπατριωτών του, προς το πρόσωπο του, ήταν δεδομένη. Δυο εβδομάδες μετά την επιστροφή από την Αμερική, στις 2 Ιουλίου του 1994, αποφάσισε να βγει με μερικούς φίλους του, παρότι η σύντροφος του Pamela Cascardo, αλλά και ο προπονητής του, τον συμβούλεψαν να μην το κάνει. Ο ίδιος πίστευε ότι έπρεπε να ορθώσει ανάστημα, για χάρη των δικών του ανθρώπων.
Επισκέφθηκε ένα nightclub το “El Indio” στη γενέτειρα του, το Medellin και όλα έμοιαζαν να κυλάνε ομαλά, μέχρι την στιγμή που κάποιοι θαμώνες άρχισαν να τον περιπαίζουν, με αφορμή το περιβόητο αυτογκόλ του. Χωρίς να διστάσει, προσπάθησε να μιλήσει μαζί τους. "Ήταν ένα ειλικρινές λάθος" τους είπε. Ενοχλημένος, έφυγε από το μαγαζί και καθώς κατευθυνόταν στον χώρο όπου βρισκόταν σταθμευμένο το αυτοκίνητό του, βρέθηκε μπροστά σε τρεις άνδρες οι οποίοι άρχισαν να τον πυροβολούν. Ο Escobar δέχθηκε 6 σφαίρες. Διακομίστηκε στο νοσοκομείο της πόλης αλλά 45 λεπτά αργότερα ανακοινώθηκε ο θάνατός του.
Η δολοφονία του συγκλόνισε την χώρα και η τραγική είδηση έκανε τον γύρο του κόσμου. Στο τελευταίο αντίο, παραβρέθηκαν περισσότεροι από 120.000 άνθρωποι. Την ίδια νύχτα της δολοφονίας, συνελήφθη για την υπόθεση ο Humberto Castro Muñoz, ο οποίος ομολόγησε τελικά την ενοχή του την επομένη. Ο Muñoz εργαζόταν για λογαριασμό διαφόρων καρτέλ της χώρας, ενώ είχε εργαστεί ως οδηγός των αδελφών Peter David “Pedro” και Juan Santiago Gallón, οι οποίοι φέρονταν να έχουν στοιχηματίσει και να έχουν χάσει σημαντικά ποσά στο Μουντιάλ των ΗΠΑ. Ο Muñoz τελικά έμεινε στο απυρόβλητο. Το 1995 καταδικάστηκε σε 45 χρόνια φυλάκισης, τα οποία το 2001 μειώθηκαν σε 26. Αποφυλακίστηκε τελικά το 2005, έχοντας συμπληρώσει 11 χρόνια φυλάκιση, λόγω καλής διαγωγής. Πραγματική παραφροσύνη.
Παρότι οι φήμες οργίασαν και έλεγαν ότι η δολοφονία είχε να κάνει με εμπλοκή του Andrés σε παράνομο στοιχηματισμό, κάτι τέτοιο δεν αποδείχθηκε ποτέ και από πουθενά. Ο Andrés Escobar ήταν ένας καλά αμειβόμενος ποδοσφαιριστής, γόνος αρκετά πλούσιας οικογένειας. Πατέρας του ήταν ο τραπεζίτης Darío Escobar. Ο ίδιος ετοιμαζόταν για το ποδοσφαιρικό άλμα στην Ευρώπη. Ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα. Ο θάνατος του, ήταν αποτέλεσμα της εγωπάθειας ορισμένων κακοποιών, που δεν μπορούσαν να δεχθούν, ότι ένας απλός ποδοσφαιριστής θα τολμούσε να τους αντιμιλήσει. Αυτό ήταν το κοινωνικό καθεστώς στην Κολομβία στα μέσα της δεκαετίας του 90.
Μετά την δολοφονία του Escobar, το ποδόσφαιρο στη Κολομβία δεν θα ήταν ποτέ ξανά το ίδιο. Ο Carlos Valderama σταμάτησε το ποδόσφαιρο, ο Faustino Asprilla δεν έπαιξε ποτέ ξανά για την εθνική, πολλοί άλλοι διεθνείς ακολούθησαν τον δρόμο της απόσυρσης. Το ίδιο έκανε και ο προπονητής της ομάδας.
● Πολλοί από την κοινωνία μας, λένε ότι το ποδόσφαιρο σκότωσε τον Andres. Η αλήθεια είναι όμως, πως ο Andres ήταν ποδοσφαιριστής που σκοτώθηκε από την κοινωνία μας.
Franscisco Maturana
O Pablo Escobar και ο Andrés Escobar, ήταν δυο προσωπικότητες τελείως διαφορετικές, που η μοίρα δεν υπήρχε περίπτωση να τους φέρει πρόσωπο με πρόσωπο, αν δεν μεσολαβούσε το ποδόσφαιρο. Ακόμη και η απλή συνωνυμία τους, έμοιαζε παράταιρη σε σχέση με τον χαρακτήρα των δύο ανδρών. Κι' όμως, ακόμη και σήμερα υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι στην Κολομβία, μεταξύ των οποίων και πολλοί επώνυμοι, που πιστεύουν ότι αν ο Pablo ζούσε, κανένας δεν θα τολμούσε να αγγίξει τον Andrés.
Λίγες ημέρες πριν την δολοφονία του, ο Andrés Escobar παρακινούμενος από έναν καλό του φίλο, δημοσιογράφο, είχε απευθυνθεί μέσω μιας ανοικτής επιστολής του σε εφημερίδα, στους συμπατριώτες του.
● Ή θα συνεχίσουμε στον κύκλο της βίας, ή θα αποφασίσουμε να βοηθήσουμε ο ένας τον άλλο, ως κοινωνία. Το παγκόσμιο κύπελλο ήταν μια τρομερή εμπειρία. Θα τα πούμε σύντομα. Γιατί η ζωή, δεν τελειώνει εδώ.
Πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια, από την ημέρα (Τετάρτη, 6 Σεπτεμβρίου 1995) που στο παλαιό Wembley Stadium όλος ο ποδοσφαιρικός κόσμος, έγινε μάρτυρας μιας από τις εντυπωσιακότερες αποκρούσεις που έχουμε δει ποτέ από τερματοφύλακα. Ο άνθρωπος που εκείνη την βραδιά, χωρίς να το γνωρίζει, θα περνούσε στην ιστορία, ήταν ο Κολομβιανός René Higuita.
Η Λατινική Αμερική, έχει αναδείξει κατά καιρούς, πολλούς σπουδαίους αλλά και “τρελούς” τερματοφύλακες, όπως ο Αργεντινός Hugo Orlando Gatti, ο Παραγουανός José Luis Chilavert και ο Περουβιανός Ramón Quiroga. Κανείς όμως δεν έφτανε σε “τρέλα” τον σημερινό μας ήρωα. Ο Higuita, ήταν γνωστός στο παγκόσμιο στερέωμα, πριν επιχειρήσει το “χτύπημα του σκορπιού” αλλά για λάθους λόγους. Στο παγκόσμιο κύπελλο του 1990, εναντίον του Καμερούν, ο Higuita είχε φτάσει (όπως συνήθιζε) με την μπάλα στα πόδια, σχεδόν στο κέντρο του γηπέδου, όταν ο μεγάλος Roger Milla, του την απέσπασε, πετυχαίνοντας ίσως το πιο εύκολο γκολ της καριέρας του, εκθέτοντας ταυτόχρονα τον Higuita, στα μάτια όλης της υφηλίου.
● Πριν φτάσουμε λοιπόν στην νύχτα της “μεγάλης απόκρουσης”, αξίζει να πάρουμε μια μικρή γεύση από την καριέρα και την ζωή του Higuita, που θα μπορούσε πολύ εύκολα, να γίνει μια επιτυχημένη χολιγουντιανή ταινία.
Γεννήθηκε στην Κολομβία, μια χώρα όπου τα καρτέλ ναρκωτικών και η εγκληματικότητα, δεν είναι καθόλου άγνωστες έννοιες. Στα τέλη του 1980, οι βαρόνοι ναρκωτικών, χρησιμοποιούσαν πολύ συχνά ποδοσφαιρικές ομάδες, για να μπορούν να ξεπλένουν “βρώμικο” χρήμα και ο Higuita αγωνιζόταν στην Atlético Nacional του Medellín, την ομάδα στην οποία πρόεδρος αλλά και βασικός χρηματοδότης, ήταν ο περιβόητος Pablo Escobar, ένας από τους μεγαλύτερους βαρόνους ναρκωτικών στον κόσμο.
Με την χρηματοδότηση του Escobar, η Nacional, έγινε η πρώτη κολομβιανή ομάδα που κατέκτησε διεθνή τίτλο, το Copa Libertadores του 1989, σε έναν τελικό που κρίθηκε στα πέναλτι, με τον Higuita να αναδεικνύεται σε ήρωα. Η Κολομβία άκμασε ποδοσφαιρικά, τόσο σε εθνικό, όσο και διεθνές επίπεδο, ωστόσο η τραγωδία ήταν πολύ κοντά.
Στο παγκόσμιο κύπελλο του 1994, ο πολύ αγαπητός στους Κολομβιανούς φιλάθλους, Andrés Escobar (απλή συνωνυμία με τον διαβόητο εγκληματία) πέτυχε ένα αυτογκόλ, στον αγώνα με τις Ηνωμένες Πολιτείες, που στοίχησε τον αποκλεισμό στην εθνική του ομάδα. Ο άτυχος νέος, έξι (6) ημέρες μετά τον αποκλεισμό της εθνικής ομάδας της Κολομβίας και ένα (1) μήνα πριν τον προγραμματισμένο γάμο του, δολοφονήθηκε από άνθρωπο που δούλευε για βαρόνο ναρκωτικών, ο οποίος, εξαιτίας του αυτογκόλ του Escobar, είχε χάσει πολλά λεφτά στο στοίχημα! Όλη η Κολομβία πένθησε για τον αδικοχαμένο νεαρό, ωστόσο τα καρτέλ συνέχισαν να κάνουν κουμάντο. Αυτά τα καρτέλ ήταν άλλωστε και η αιτία που ο Higuita δεν αγωνίστηκε ούτε λεπτό στο παγκόσμιο κύπελλο του 1994.
Ο λόγος; Όταν η κόρη του Carlos Molina (επίσης εμπόρου ναρκωτικών) απήχθη από άντρες του Escobar, του προέδρου της Nacional δηλαδή, ο Higuita μεσολάβησε, βοηθώντας στην απελευθέρωση της. Κατηγορήθηκε όμως, πως για την βοήθεια που προσέφερε, έλαβε χρηματική ανταμοιβή και πέρασε έξι (6) μήνες στην φυλακή. Μετά δε, την αφελή δήλωση του στα ΜΜΕ της χώρας, ότι είχε σχέσεις με τον Escobar, έχασε και την θέση του στην εθνική ομάδα, από τον Óscar Córdoba.
Τον Σεπτέμβρη του 1995 λοιπόν, με τις μνήμες από την δολοφονία του Escobar, ακόμη νωπές και ενώ ο Higuita προσπαθούσε να χτίσει από την αρχή, την ποδοσφαιρική και προσωπική του υπόληψη, ήρθε ο φιλικός αγώνας με την Αγγλία, στο παλαιό Wembley Stadium.
Η εθνική ομάδα και πολύ περισσότερο, ο λαός πίσω στην Κολομβία, είχε ανάγκη, από μία σπουδαία παράσταση. Ο Carlos Valderrama και ο Faustino Asprilla, ήταν οι επικρατέστεροι για να την προσφέρουν, αλλά ο Higuita τους έκλεψε κυριολεκτικά την δόξα. Η μπάλα έφυγε από τα πόδια του Jamie Redknapp, σε κάτι που ξεκίνησε σαν σέντρα, αλλά κατέληξε να πάρει τροχιά προς την εστία της Κολομβίας.
● Ο Higuita φάνηκε για ένα μόνο κλάσμα του δευτερολέπτου, να το σκέφτεται. Αμέσως μετά, έκανε ένα βήμα πίσω και εκτινάχθηκε προς τα εμπρός, σε μια κίνηση, που θυμίζει τους σημερινούς skydivers. Τα πόδια του, σαν άλλο κεντρί σκορπιού, γύρισαν προς το κεφάλι του και απομάκρυναν με εντυπωσιακό τρόπο την μπάλα.
Ο Higuita σηκώθηκε αμέσως και ύψωσε τα χέρια του, δείχνοντας στους συμπαίκτες του τον επόπτη, ο οποίος όμως δεν είχε υποδείξει οφσάιντ! Ο René προσπάθησε να δικαιολογήσει την ενέργεια του, αλλά είναι βέβαιο ότι βαθιά μέσα του, ήταν ιδιαίτερα χαρούμενος.
Μπορεί ο αγώνας να ήταν φιλικός, μπορεί η συγκεκριμένη κίνηση για τον Higuita, να μην ήταν ιδιαίτερα δύσκολη (συνέχισε να την επαναλαμβάνει και μάλιστα επιτυχημένα, μέχρι τα 40 του χρόνια), ωστόσο εκείνο το βράδυ, μπροστά σε 60.000 φιλάθλους και εκατομμύρια ακόμη που παρακολουθούσαν από τους τηλεοπτικούς δέκτες, μέσα σε έναν ναό του ποδοσφαίρου και με τα περίστροφα, πίσω στην πατρίδα του, να γυαλίζονται, ο Higuita απέδειξε, πρώτα από όλους στον εαυτό του, ότι μπορεί να ήταν ένας άνθρωπος που είχε υποπέσει σε επανειλημμένα σφάλματα, που του κόστισαν ακριβά, αλλά διέθετε σπουδαία προσωπικότητα και εμπιστοσύνη στον εαυτό του, χαρακτηριστικά που του έδωσαν την δύναμη να ξανασηκωθεί και να περάσει στην ιστορία, όχι τόσο για την απόδοση του στους αγωνιστικούς χώρους, αλλά για αυτό που πραγματικά ήταν: ένας εκκεντρικός καλλιτέχνης δηλαδή, με φανατικούς αμφισβητίες και φανατικούς φίλους. Στην περίπτωση του, λίγα δευτερόλεπτα τρέλας, αρκούσαν για την αιωνιότητα.
Η αλήθεια είναι πως την Αθλέτικ Μπιλμπάο την περίμενα να δυσκολέψει τη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αλλά έως το σημείο να την παίζει σαν τη γάτα με το ποντίκι μέσα στο Ολντ Τράφορντ , η απόσταση είναι τεράστια.
Η εικόνα μίας ομάδας που έβγαζε πάνω στο χορτάρι υγεία και που είναι αποτέλεσμα σκληρής δουλειάς από έναν χαρισματικό προπονητή, τον Μαρσέλο Μπιέλσα. Και κάτι ακόμη: αυτή η ομάδα δεν δημιουργήθηκε με πακτωλό χρημάτων, ούτε με μεταγραφές, αλλά -τηρώντας τις επιθυμίες των δημιουργών της- στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε Βάσκους! «Το ποδόσφαιρο όπως θα έπρεπε να είναι», έγραφε ένας τίτλος σε αγγλική εφημερίδα και είχε απόλυτο δίκιο! Από τους 27 παίκτες που έχει στο ρόστερ η Μπιλμπάο, οι 8 είναι από τη Ναβάρα και άλλοι 8 από τη Βισκονία, οι πέντε από τη Γκιπουθκόα, (δηλαδή την ευρύτερη περιοχή του Σαν Σεμπαστιάν) τέσσερις από την Αλάβα, ένας από τη Βενεζουέλα ( αλλά μεγαλωμένος στις ακαδημίες της Αθλέτικ) και μόνο ένας από τη Λα Ριόχα. Μία περιοχή της Βορείου Ισπανίας, ελάχιστα έξω από τα γεωγραφικά όρια της χώρας των Βάσκων!
Τη μία και μοναδική φορά που βρέθηκα στο Μπιλμπάο, ομολογώ πως περίμενα το περίφημο μουσείο Γκούγκενχάϊμ πιο εκθαμβωτικό. Η πόλη καυχιέται για το εντυπωσιακό κτίριο, αλλά για πολλά χρόνια ήταν μέρος με το οποίο οι σχεδιαστές πόλεων και οι αρχιτέκτονες δεν ήθελαν να συνδέονται. Ένα τρομακτικό κτίριο που εξάπλωσε έναν γκρι τσιμεντένιο εφιάλτη σε μια πόλη με δρόμους πνιγμένους στην κίνηση και τα ποτάμια της εγκαταλελειμμένα από οτιδήποτε μοιάζει με ψάρι! Ο λόγος, φυσικά, ήταν τα εργοστάσια της περιοχής, αφού τουλάχιστον μέχρι τις πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα ο σίδηρος και ο χαλκός του Μπιλμπάο «οδηγούσαν» την ισπανική οικονομία και προσέλκυαν οικονομικούς μετανάστες από όλη τη χώρα. Με τίτλο «Ούτε καλύτεροι ούτε χειρότεροι, απλά διαφορετικοί», στο πρώτο κεφάλαιο του προηγούμενου βιβλίου μου «Παιχνίδι χωρίς όρια» επέλεξα ως πρώτο κεφάλαιο αυτή την ιστορία, της Αθλέτικ Μπιλμπάο, θεωρώντας πως καλό είναι να αντιλαμβάνονται όλο και πιο πολλοί πόσο σημαντική είναι η διατήρηση της κουλτούρας και της διαφορετικότητας στον αθλητισμό!
Η ομάδα προήλθε ως επακόλουθο του γεγονότος ότι στα τέλη του 19ου αιώνα η πόλη είδε πολλούς ξένους επισκέπτες, κυρίως Βρετανούς, να έχουν διάφορους ρόλους στη βιομηχανική επανάσταση της Ισπανίας. Τα παιδιά των μορφωμένων Βάσκων ζούσαν με την ελπίδα να βρουν θέση σε ένα καράβι που θα τους μετέφερε στα βρετανικά νησιά για να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους ως πολιτικοί μηχανικοί και έμποροι. Αυτό συνέπεσε με τις πρώτες δεκαετίες του αγγλικού ποδοσφαίρου -και ό,τι έβλεπαν, το μετέφεραν στην πατρίδα τους. Αλλά και ανάποδα, οι μεταλλωρύχοι από τα βορειοανατολικά της Αγγλίας, με συμβόλαια μικρής διάρκειας στην Βισκονία και οι εργάτες από τα ναυπηγεία του Σαουθάμπτον και του Πόρτσμουθ που μετανάστευσαν, έφεραν μαζί τους την αγαπημένη τους συνήθεια: το ποδόσφαιρο! Αν και τα πρώτα χρώματα της Αθλέτικ ήταν μπλε και άσπρο , προτιμήθηκαν οι κόκκινες και άσπρες ρίγες, με μαύρα σορτσάκια, πιθανότατα λόγω της Σάντερλαντ και της Σαουθάμπτον, παρότι οι απόψεις διίστανται, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοια θέματα.
Ο Χοσέ Μαρία Αράτε, ο μεγαλέμπορος κρασιών που εκλέχθηκε πρόεδρος της Αθλέτικ Μπιλμπάο, πριν από δύο δεκαετίες, σε μια σύσταση στο βιβλίο εκατονταετηρίδας του συλλόγου έγραψε:
«Η Αθλέτικ είναι κάτι παραπάνω από μια ποδοσφαιρική ομάδα, είναι συναίσθημα ― και ειδικά ο τρόπος με τον οποίο διευθύνεται συχνά ξεφεύγει από τον ορθολογικό τρόπο ανάλυσης. Βλέπουμε τους εαυτούς μας ως μοναδικούς στο παγκόσμιο ποδόσφαιρο και αυτό καθορίζει την ταυτότητά μας. Δεν λέμε ότι είμαστε καλύτεροι ή χειρότεροι από τους άλλους, απλά είμαστε διαφορετικοί. Ευχόμαστε στα παιδιά της ομάδας να εκπροσωπήσουν τον σύλλογό μας ως μια αθλητική οντότητα και όχι ως μια επιχειρηματική σκέψη. Ευχόμαστε να μετατρέψουμε τους παίκτες μας σε άνδρες, όχι απλά ποδοσφαιριστές, και κάθε φορά που ένας παίκτης από την Cantera κάνει το ντεμπούτο του, νιώθουμε σαν να έχουμε πραγματοποιήσει τον στόχο, που εναρμονίζεται με τις ιδεολογίες των ιδρυτών μας και των προπατόρων μας».
Η Cantera είναι το διάσημο φυτώριο της Αθλέτικ, μιας ομάδας που θέλει πάντα να δίνει ευκαιρίες σε δικά της παιδιά. Η λέξη σημαίνει «λατομείο» και κατανοεί εύκολα κανείς τον συνειρμό. Ο προσδιορισμός κάθε φυτωρίου ομάδας ως “cantera” είναι ωδή στους πρωτοπόρους Βάσκους, αλλά μόνο στην Αθλέτικ συνεχίζουν να εφοδιάζουν την πρώτη ομάδα συστηματικά με δικά τους παιδιά.
Η Αθλέτικ είναι, μαζί με τη Ρεάλ και την Μπαρτσελόνα, οι μόνες ομάδες που δεν έχουν ποτέ υποβιβαστεί από την πρώτη κατηγορία. Συχνά κινδύνεψε παλεύοντας μέχρι το τέλος και -όποτε χρειάστηκε- οι υπόλοιποι Βάσκοι δεν δυσκολεύτηκαν να τη βοηθήσουν, δίνοντάς της κρίσιμους πόντους! Η τωρινή φουρνιά της, όμως, με Γιορέντε, Χάβι Μαρτίνεθ, Μουνιάιν, Ιτουράσπε και Σουσαέτα είναι χαρισματική και -όπως είδαν όλοι και στο «Θέατρο των ονείρων»- στόχο έχει πάντα να κερδίσει παίζοντας, πρώτα, καλή μπάλα!
Το Μπιλμπάο είναι πόλη που «μυρίζει» ποδόσφαιρο. Είναι μέρος όπου ακόμη και οι αγώνες των αναπληρωματικών ελκύουν γύρω στα 10.000 άτομα. Μπορεί να μην υπάρχει κάτι συγκεκριμένο αλλά το καταλαβαίνεις από κάτι που πλανάται στην ατμόσφαιρα, κάτι στον τρόπο με τον οποίο κινούνται οι άνθρωποι και τα αυτοκίνητα, κάτι που σου λέει ότι ανυπομονούν να έρθει το Σαββατοκύριακο.
Ο σύλλογος ιδρύθηκε το 1898, έναν χρόνο πριν από τη Μπαρτσελόνα. Ονομάστηκε Ποδοσφαιρικός Όμιλος Μπιλμπάο και όχι Αθλέτικ. Από τη στιγμή που δεν υπήρχε επίσημη υπογραφή για αυτή την υποτιθέμενη ίδρυση, ο εορτασμός της επετείου των εκατό χρόνων της Αθλέτικ το 1998 άρχισε να μοιάζει με υπεκφυγή από μια αυστηρά ιστορική διάσταση -αλλά οι περισσότεροι ιστορικοί του συλλόγου, στις λιγότερο εθνικιστικές τους στιγμές, αναφέρουν το 1901 ως έτος ίδρυσης. Στο «Καφέ Γκαρσία», στις 11 Ιουνίου, ο Λουίς Μάρκεζ υπέγραψε την σύσταση του διοικητικού συμβουλίου. Αν κάποιος προσθέσει σε αυτό το γεγονός ότι το 1901 άρχισε να εμφανίζεται η ονομασία στα αγγλικά ως Αθλέτικ, οι ισχυρισμοί της Μπιλμπάο πως είναι η πρώτη σπουδαία ομάδα στην Ισπανία μοιάζει, τελικά, με απόπειρα να κλέψει από την Μπαρτσελόνα το «στέμμα». Έτσι και αλλιώς και οι δύο υστερούν από την «ταπεινή» Ρεκρεατίβο Ουέλβα η οποία ιδρύθηκε το 1889 σύμφωνα με το βιβλίο “Historia del fútbol Espaňol”.
Οι βλέψεις των Βάσκων, που αντιμετώπιζαν τον εαυτό τους ως πολιτική κοινότητα περιμένοντας να τους πάρουν στα σοβαρά, αναπτύσσονταν σε παράλληλη πορεία. Το Partido Nacionalista Vasco (PNV – Εθνικιστικό Κόμμα των Βάσκων ) ιδρύθηκε το 1894 από τον Σαμπίνο ντε Αράνα, του οποίου ο πατέρας είχε εξοριστεί στη Γαλλία λόγω των πεποιθήσεών του. Ο Αράνα έγινε γνωστός επινοώντας τον όρο «Euskadi», που σήμαινε «ένωση Βάσκων», μια κοινότητα η οποία υπάρχει από αμνημονεύτων χρόνων αλλά ποτέ δεν είχε προσπαθήσει να δώσει στην ίδια όνομα που να την προσδιορίζει.
Το αυξανόμενο εθνικιστικό ενδιαφέρον ανησύχησε τη Μαδρίτη σε τέτοιο βαθμό που ο Αράνα πολύ σύντομα φυλακίστηκε (το 1895), αλλά η σπίθα είχε βάλει πια φωτιά. Αυτό που είχαν κάνει φαίνεται πως συνδεόταν με το πρόβλημα των maketos, όπως αποκαλούσαν το πλήθος των Βάσκων που έμεναν εκεί αλλά ήταν εναντίον τους. Αυτοί ήταν οι Ισπανοί εργάτες που είχαν μεταναστεύσει ερχόμενοι προς τα βόρεια, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους, και αντιμετωπίστηκαν ως απειλή για την παραδοσιακή μορφή της κοινότητας των Βάσκων. Η Ναβάρα, η Αλάβα και το Γκιπουθκόα, οι άλλες τρεις επαρχίες των Βάσκων, είχαν έλλειψη της βιομηχανικής μέσης τάξης και το PNV παρείχε σημαντική υποστήριξη στις παραθαλάσσιες περιοχές.
Η σύμπτωση της εμφάνισης της Αθλέτικ και της αυξανόμενης επιρροής της PNV, τα πρώτα χρόνια του 20ού αιώνα, δεν μπορεί να υποτιμηθεί, καθώς από τότε οι δύο θεσμοί έχουν προχωρήσει χέρι-χέρι. Οι πρώτες διακρίσεις της Αθλέτικ εξασφάλισαν ότι η πολιτική φόρα του εθνικισμού των συντηρητικών Βάσκων θα μπορούσε να ευδοκιμήσει στην πλάτη του αθλητικού ηρωισμού των εκπροσώπων της, μια ιστορία η οποία επαναλήφθηκε τη δεκαετία του ’50 στην Καταλονία, όπου οι συνεχείς προσπάθειες της Μπαρτσελόνα να αντιταχθεί στην ηγεμονία της Ρεάλ Μαδρίτης ενθάρρυνε την ανάπτυξη του GiU Party (Convergencia i Union) υπό την ευθύνη του Ζόρντι Πουγιόλ, του μετέπειτα προέδρου της Generalitat της Καταλονίας.
Έχοντας δει πολλά στάδια, ομολογώ ότι το γήπεδο της Αθλέτικ που ονομάζεται «Σαν Μαμές», και έχει το προσωνύμιο «La Catedral» (Ο καθεδρικός), είναι επιβλητικό! Χτίστηκε το 1913, μετά την κατάκτηση του τέταρτου Κυπέλλου Ισπανίας από τον σύλλογο στα οχτώ πρώτα χρόνια της διοργάνωσης. Χρειάστηκαν μόνο εφτά μήνες για να χτιστεί, αλλά ήταν σίγουρα ένα φιλόδοξο αρχιτεκτονικό εγχείρημα, το οποίο ήταν έτοιμο μόλις δώδεκα μήνες μετά την αρχή των έργων! Η Ρεάλ Ουνιόν αποδέχτηκε τη πρόσκληση για το πρώτο ματς σε αυτό το γήπεδο όπου σημειώθηκε ένα από τα πιο σπουδαία γκολ στην ιστορία του ισπανικού ποδοσφαίρου. Σκόρερ ο Ράφαελ Μορένο Αρανθάντι ή αλλιώς «Πιτσίτσι», ο σημαντικότερος παίκτης στην αρχή της εξέλιξης του ποδοσφαίρου στην χώρα αυτή. Μία μορφή τόσο δημοφιλής όσο ο οποιοσδήποτε ταυρομάχος. Ο θρήνος του ποιητή Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα για τον Ιγκνάθιο Σάντσεθ Μεχίας, ο οποίος σκοτώθηκε τη δεκαετία του 1920, Las Cinco de la tarde (στις πέντε το απόγευμα) κάνοντας αίσθηση, παραμένει το πιο διάσημο ποίημα της Ισπανίας, αλλά ο πίνακας ζωγραφικής του «Πιτσίτσι» από τον Βάσκο καλλιτέχνη Αουρέλιο Αρτέτα είναι μία από τις πιο διάσημες συνεισφορές των σπορ στην τέχνη. Ο Μορένο, γιος πατέρα μετανάστη και εργάτη και μητέρας από τη χώρα των Βάσκων, τεμπελιάζει κάπως προκλητικά και λίγο ανήσυχα πάνω στον άσπρο φράχτη του παλιού εδάφους Jolaseta, με τον τέλειο λαιμό του να γέρνει προς το αντικείμενο του πόθου του, την μελλοντική γυναίκα του. Η μακριά και λεπτή πλάτη της είναι σφιχτή και κυρτή, με ιδιαίτερα σεξουαλικό τρόπο, και τα μάτια της αποκλίνουν διακριτικά από τον καλλιτέχνη, σαν οι προθέσεις του ποδοσφαιριστή να μην συμβαδίζουν με τους κανόνες συμπεριφοράς της εποχής εκείνης και το ραντεβού δεν θα έπρεπε να γίνει, ειδικά στο ημίχρονο.
Ο Πιτσίτσι Μορένο πέθανε το 1922 στην ηλικία των 29 χρόνων, πέφτοντας θύμα μιας ξαφνικής εμφάνισης τύφου. Τέσσερα χρόνια μετά, ένα άγαλμα του θρυλικού φορ αποκαλύφθηκε στο Σαν Μαμές και οι αντίπαλες ομάδες εκφράζουν ακόμα τη θλίψη τους, με ένα μπουκέτο λουλούδια στη βάση του. Το 1953 η ισπανική ομοσπονδία αποφάσισε να εγκαινιάσει τρόπαιο για τους κορυφαίους σκόρερ της πρώτης και δεύτερης κατηγορίας και το ονόμασε El trofeo Pichichi. Από τη στιγμή που δεν έχει διασωθεί κάποιο στοιχείο του παίκτη, είναι δύσκολο να διαχωρίσεις το γεγονός από τον θρύλο, αν και το ρεκόρ των γκολ του ήταν απίστευτο. Ο Πιτσίτσι ξεκίνησε μια παράδοση στην Μπιλμπάο που οι επιτελικοί μέσοι χρίζονταν και σκόρερ.
Τις καλύτερες στιγμές της η Αθλέτικ τις έζησε με έναν Βάσκο, τον Χαβιέρ Κλεμέντε στο πάγκο στις αρχές της δεκαετίας του 1980, με την κατάκτηση δύο σερί πρωταθλημάτων, το 1983 και το 1984. Ο Κλεμέντε επέστρεψε για μία τελευταία βοήθεια στην ομάδα που λάτρεψε το 2006, όταν όλα έδειχναν πως η αδιάλειπτη παρουσία της Αθλέτικ στην Πριμέρα Ντιβιζιόν θα ολοκληρωνόταν. Με την ομάδα βιδωμένη στην τελευταία θέση της βαθμολογίας μόνο ένας τρελός θα αναλάμβανε, όπως έγραφε και η Marca. Ο Κλεμέντε δήλωσε τρελός και τόλμησε. Στο τέλος της χρονιάς γιόρτασε την σωτηρία και έφυγε όπως είχε κάνει και πριν από δύο δεκαετίες.
Κάποτε ο ηγέτης του PNV, Τσαμπιέρ Αρθαλούθ, υποστήριξε πως ανθρωπολογικά οι Βάσκοι διαφέρουν από τους υπόλοιπους Ισπανούς από τη μορφή του κρανίου τους! Δεν ήταν ο πρώτος που το είπε, αλλά η τοποθέτηση του δημιούργησε μεγαλύτερη αίσθηση και επειδή τα ΜΜΕ ήταν περισσότερα στη δεκαετία του 90 από ότι παλιότερα πήρε δημοσιότητα ο ισχυρισμός. «Το να πηγαίνεις κόντρα στο ρεύμα και να αντέχεις τη διαφορετικότητα είναι η μεγαλύτερη δύναμη αυτής της ομάδας» έλεγε πάντα ο Κλεμέντε.
Σε ένα σύγχρονο κόσμο, που γίνεται πολύ δύσκολος για ποδοσφαιρικούς πρίγκιπες, οι Βάσκοι της Αθλέτικ ξεχωρίζουν από μια φιλοσοφία που όμοια της δεν υπάρχει πουθενά. Μόνο που και αυτοί αναγκάζονται να υποκύψουν στις …Σειρήνες. Το 2004-05 (με τον Βαλβέρδε στον πάγκο), η λέξη EUSKADI στη φανέλα έμπαινε όχι ως διαφήμιση, αλλά για να θυμίσει στον υπόλοιπο κόσμο την ονομασία της Χώρας των Βάσκων στη δική τους γλώσσα. Το 2007 η συμφωνία να μπει για πρώτη φορά διαφήμιση στη φανέλα, με την εταιρεία Petronor, σφράγισε μια εποχή και άλλαξε οριστικά ένα κεφάλαιο στη ζωή του τόπου. Τα χρήματα θα βοηθήσουν τη διοίκηση να ανταποκριθεί στις ολοένα και αυξανόμενες ανάγκες. Η φιλοσοφία, όμως, για ντόπιους παίκτες που αποτελεί οξυγόνο στον οργανισμό του ίδιου του ποδοσφαίρου στις εποχές Μποσμάν, δεν αλλάζει. Και τα αποτελέσματα αυτής της φιλοσοφίας, που παραμένει αναλλοίωτη, να βγαίνουν παιδιά μέσα από τις ακαδημίες και να συνεχίζουν αυτή τη διαφορετικότητα, τα είδαμε ξανά απλόχερα μπροστά στα μάτια μας τη Πέμπτη το βράδυ , στη νίκη επί της Γιουνάιτεντ!
Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου από το aixmi.gr . Ένα μικρό αφιέρωμα σε μια ομάδα, που μαζί με τη Napoli, είναι οι αγαπημένες μου.
Γεννημένος την αυγή του 20ου αιώνα στις 18 Μαρτίου του 1900 από μία παρέα σπουδαστών στο Άμστερνταμ, ο Άγιαξ έμελλε να κάνει στις αρχές της δεκαετίας του '70 την πιο μεγάλη ποδοσφαιρική επανάσταση.
Η ίδρυση αυτής της τεράστιας ομάδας μπαίνει με χρυσά γράμματα στην ιστορία του ποδοσφαίρου, που ποτέ δεν θα ήταν πια το ίδιο από την ώρα που ο επιθετικός προσδιορισμός «ολοκληρωτικό» θα προστίθετο μπροστά του.
Το να παίζεις ποδόσφαιρο δεν είναι τέχνη. Τέχνη είναι να κάνεις πράγματα με την μπάλα που άλλοι δεν φαντάζονται.
Ο Γιόχαν Κρόιφ χρησιμοποιούσε πολλές φορές αυτή τη φράση για να δείξει τη διαφορά σε αυτό που κάποιοι έβλεπαν, αλλά λίγοι καταλάβαιναν. Και με την φυγή του άρχισε η πτώση της τελευταίας αληθινής αυτοκρατορίας που είδε το σπορ. Ο μεγάλος Άγιαξ τελείωσε από πείσμα και εγωισμό! Εκείνος ο Αγιαξ, που δεν υπήρχε στον χάρτη μέχρι που ανέλαβε τις τύχες του ο αείμνηστος Ρίνους Μίχελς στην δεκαετία του '60, έμελλε να αλλάξει για πάντα το ποδόσφαιρο με τη συνεχή κίνηση, το τεχνητό οφσάιντ και το ανηλεές πρέσινγκ. Η τριετία 71-73 έδωσε στον κόσμο την ευκαιρία να δει το πλησιέστερο στην τελειότητα ποδοσφαιρικό σύνολο που φάνηκε ποτέ.
Χρόνια αργότερα, ο Γκερντ Μιούρεν, ένας εξαιρετικός φορ που μεταγράφηκε το καλοκαίρι του '75 στη Βαλένθια, έκανε την πιο σκληρή αυτοκριτική για κείνη την ομάδα. «Είμασταν μία παρέα στην αρχή, αλλά μετά ο καθένας πήρε το δρόμο του. Γίναμε αλαζόνες και γελάγαμε με τον αντίπαλο. Θυμάμαι πως, όταν διαπιστώσαμε ότι η Γιουβέντους μας έτρεμε στο Βελιγράδι στον τελικό του 1973, κάναμε πλάκα στα αποδυτήρια. Και ο καθένας πίστευε πώς ήταν ένας μικρός Θεός. Ο Κρόιφ όμως έκανε τη διαφορά. Και μόλις έφυγε, χάσαμε τη γη κάτω από τα πόδια. Αν μέναμε μαζί πιστεύω πως θα φτάναμε έξι, ακόμη και επτά Κύπελλα σερί». Ακούγεται υπερφίαλο. Μπορεί όμως να μην ήταν. Γιατί ο μέσος όρος ηλικίας του Άγιαξ τότε ήταν μόλις 25 ετών! Εκπληκτικό και συνάμα πολύ εκφοβιστικό για τους υπόλοιπους.
Ο Άγιαξ δεν έγινε από μόνος του ένα θαύμα. Η νευρωτική ανάγκη των Ολλανδών να φτιάχνουν χώρο, σε μία χώρα που λογικά θα ήταν κάτω από το νερό χωρίς τα φράγματα, οδήγησε σε μία ολική επανάσταση τη δεκαετία του '6O. Η ολοκληρωτική αρχιτεκτονική και το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο είχαν στενή σχέση. Δημιουργήθηκαν ολόκληρες πόλεις από το πουθενά και, σε μίνιμουμ χώρο, ένα αεροδρόμιο, το Schipholl, που αποτελεί ακόμη και σήμερα την πιο τέλεια εκδοχή στον τομέα του. Ταυτόχρονα, η μαθηματική προσέγγιση στο ποδόσφαιρο έφερε το ολοκληρωτικό στην πλήρη εφαρμογή του. Όταν ο Ρίνους Μίχελς συνέλαβε τη λογική πως οι διαστάσεις του γηπέδου είναι πάντα 105 επί 68, αλλά μπορούν να αλλάξουν κατά τη διάρκεια του ματς, πολλοί τον είπαν τρελό! Αυτό που εννοούσε ήταν ότι όταν αμύνεσαι πρέπει να μεταβάλεις το γήπεδο σε 70 επί 30, πρεσάροντας όλους τους χώρους, ενώ όταν επιτίθεσαι να κερδίζεις κάθε γωνία με αποτέλεσμα να «μεγαλώνεις» τις διαστάσεις σε 130 επί 90! Αυτό ακούγεται κάπως φυσιολογικό σήμερα, αλλά πριν από τριάντα χρόνια ήταν αιρετικό! Ο Αγιαξ άλλαξε τα πάντα. Και αυτό που μπέρδευε ακόμη περισσότερο τον αντίπαλο ήταν τα τρελά νούμερα! Οχι από το 1 έως το 11, αλλά ό,τι ήθελε ο καθένας, με τον Κρόιφ να διαλέγει το 14! Ηταν η απόλυτη επανάσταση!
Ο Άγιαξ έπαιξε έναν τελικό το '69 όπου συνετρίβη από τη Μίλαν του Ριβέρα με 4-1, αλλά ήταν το καλύτερο μάθημα! Ο Βάσοβιτς ήταν ο αρχηγός και ταυτόχρονα ο προπονητής μέσα στο γήπεδο. Τον είχε πάρει ο Άγιαξ από την Παρτιζάν Βελιγραδίου και ήταν ο άνθρωπος που το 1971 σήκωσε το τρόπαιο στο Γουέμπλεϊ με αντίπαλο τον Παναθηναϊκό. Ήταν μπακ, αλλά έβγαινε μαζί με τον Σουρμπίρ με εξαιρετική ταχύτητα μπροστά. Ο Μπάρι Χουλσόφ με τον Γερμανό Χορστ Μπλάκενμπουργκ μπορούσαν να κατεβάσουν την μπάλα. Τερματοφύλακας ήταν ένας χοντρούλης και λίγο βαρύς, ο Στούι, που όμως είχε τρομερό μυαλό. Η μπάλα, όταν γύριζε πίσω, δεν πιανόταν με τα χέρια, αλλά αμέσως με τα πόδια έφευγε για πάσα και η ομάδα κέρδιζε έναν παίκτη παραπάνω! Η πρώτη φουρνιά στα χαφ είχε τον Πιτ Κάιζερ και τον Σάακ Σβαρτ, τον ρέκορντμαν συμμετοχών στην ιστορία του Άγιαξ, καθώς και τον Άρι Χάαν, που μπήκε αλλαγή και σκόραρε –με την άθελη βοήθεια του Άνθιμου Καψή- στον τελικό του '71, αποτελώντας μία άλλη φοβερή περίπτωση με το πέρασμα των χρόνων. Ικανός σουτέρ, αλλά και μπαλαδόφατσα, μπορούσε να είναι φορ και λίμπερο με την ίδια άνεση!
Τον Ιούλιο του 1971 έφτασε στον Αγιαξ ο Στέφαν Κόβατς, αφού ο Μίχελς αποφάσισε να πει «ναι» στη μυθική πρόταση της Μπαρτσελόνα. Για τον Ρουμάνο ο (χαρισματικός φορ που ξεπετάχτηκε επί των ημερών του) Τζόνι Ρεπ δήλωνε: «Ο Μίχελς εφηύρε το Total Voetball, αλλά χωρίς τον Κόβατς δεν θα ήμασταν υπερομάδα». Ο ευφυής Κόβατς χαμογελώντας σχολίασε για αυτό: «Ο Άγιαξ ήταν το τέλειο αυτοκίνητο. Εγώ απλά έβγαλα το χειρόφρενο!» Το 1971-72 έμελλε να είναι η πιο τέλεια σεζόν. Δεύτερο πρωταθλητριών (2-0 επί της Ίντερ), το πρώτο Σούπερ Κύπελλο της ιστορίας, με δυο νίκες επί της σκωτσέζικης Ρέιντζερς και το Διηπειρωτικό Κύπελλο επί της κορυφαίας ομάδας εκείνης της δεκαετίας στη Λατινική Αμερική, της Ιντεπεντιέντε. Καμία ομάδα ποτέ στο μέλλον δεν κατάφερε να πάρει τέτοια γκάμα τίτλων σε μία χρονιά, δηλαδή τρεις στη χώρα της (Νταμπλ και σουπερ Κύπελλο), δυο ευρωπαϊκούς και έναν διηπειρωτικό! Το 1972-73 η ωριμότητα ακουμπούσε το τέλειο. Το 4-0 επί της Μπάγερν και οι δύο νίκες επί της Ρεάλ στα ημιτελικά ακολουθήθηκαν από το άνετο 1-0 με την Γιουβέντους στον τελικό. Αν το ποδόσφαιρο είναι τέχνη, τότε αυτό που παίζει ο Αγιαξ είναι μπαλέτο και πίνακας ζωγραφικής μαζί, επέμενε ο Γαλλοαλγερινός συγγραφέας και λάτρης της μπάλας Αλμπέρ Καμί!
Ο χρόνος φθείρει, αλλά αυτή η ενδεκάδα ακόμη ήταν σε ακμή. Και φρόντισε μόνη της να βγάλει τα μάτια της! Μετά από απουσία χρόνων, η ομάδα που δημιούργησε ο Κρόιφ ως προπονητής το '87 με τον Μάρκο Φαν Μπάστεν αρχηγό πήρε στην Αθήνα ένα Κύπελλο Κυπελλούχων και ξαναμπήκε στα σαλόνια. Ο Φαν Γκάαλ, με ένα ΟΥΕΦΑ το '92 και το Τσάμπιονς Λιγκ το '95, έφερε και πάλι στην κορυφή τον Αίαντα με τους αδελφούς Ντε Μπουρ, τον Λίτμανεν, τον Κλάιφερτ, τον Ντάβιντς και τον Φαν ντερ Σάαρ. Σαν την ιστορία που επαναλαμβάνεται ως φάρσα ή τραγωδία, όπως και το '73, η ενδεκάδα διαλύθηκε γρήγορα. Ο νόμος Μποσμάν σκόρπισε στους πέντε άνεμους μία ομάδα που έδειχνε ικανή για νέο κύκλο. Την φανέλα του Άγιαξ τα τελευταία χρόνια φόρεσαν ο Νίκος Μαχλάς, που παραμένει η πιο ακριβή μεταγραφή στην ιστορία του συλλόγου του Άμστερνταμ, ο Γιάννης Αναστασίου και ο Άγγελος Χαριστέας, δίνοντας ελληνικό χρώμα σε αυτό το τεράστιο κλαμπ.
Η ιστορία συνήθως γράφεται μετά από χρόνια. Για τον Άγιαξ είναι αλήθεια πως δεν χρειάστηκε καιρός για να απονεμηθεί έπαινος για αυτά που είχε καταφέρει!
Ακόμα και σήμερα που έχουμε συνηθίσει τις πρώτες μέρες του Αυγούστου να παίζονται τα επίσημα ποδοσφαιρικά παιχνίδια ακούγεται παράδοξο αυτό που συνέβη το 1966. Δηλαδή ο τελικός του Παγκοσμίου Κυπέλλου να διεξάγεται την τελευταία μέρα του Ιουλίου! Δεν ήταν, όμως, μόνο αυτό το ξεχωριστό γεγονός εκείνης της συνάντησης. ..
Υπήρχε και κάτι διαφορετικό, που δημιουργούσε αντίθεση στην κορύφωση του τελικού στο «Γουέμπλεϊ». Η Αγγλία έκανε τον γύρο του θριάμβου με το τρόπαιο (νικήτρια με 4-2 στην παράταση) ενώ η Γερμανία έκανε... παρέλαση με την μπάλα.
Σύμφωνα με τη βρετανική παράδοση, η μπάλα του αγώνα θα έπρεπε να δοθεί στον σκόρερ του χατ τρικ, Τζεφ Χαρστ (φωτό). Σύμφωνα, όμως, με τη γερμανική παράδοση, όποιος την άρπαζε πρώτος μετά το τελευταίο σφύριγμα μπορούσε να την κρατήσει. Φυσικά, στη συνέχεια έπρεπε να τη βγάλει κρυφά από τη χώρα και να την έχει δική του για πάντα.
Ο κατεργάρης Γερμανός που πήρε τη «χρυσή» μπάλα ήταν ο μέσος Χέλμουτ Χάλερ, σκόρερ του πρώτου γκολ του αγώνα. Ήταν, μάλιστα, χωμένη κάτω από το χέρι του ακόμα και όταν χαιρέτησε διά χειραψίας τη βασίλισσα της Αγγλίας. Επρεπε να περάσουν τριάντα χρόνια για να την πάρει πίσω ο Τζεφ Χαρστ, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε γίνει σερ. Ο Χάλερ γνώρισε το προσωπικό του Βατερλό στις 26 Απριλίου 1996, αλλά προηγουμένως χρειάστηκε η πιο δυναμική διεκδίκηση μπάλας στην ιστορία του ποδοσφαίρου.
Το 1966, πάντως, δεν είχε διαμαρτυρηθεί κανείς. Τα αναμνηστικά τρόπαια δεν είχαν τότε κάποια ιδιαίτερη αξία. Ο Χάλερ έκανε την μπάλα δώρο στον γιο του, Γιούργκεν, για τα πέμπτα γενέθλιά του. Ύστερα από είκοσι και πλέον χρόνια και αφού την είχαν υπογράψει ο Πελέ, ο Εουσέμπιο και άλλοι μεγάλοι του ποδοσφαίρου, ξεχάστηκε στην αποθήκη του σπιτιού τους. Όταν, όμως, η Αγγλία ανέλαβε τη διοργάνωση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1996 το περιοδικό «Total Football» ανέφερε ότι η μπάλα του 1966 «έπρεπε να επιστρέψει στο σπίτι της». Οι εφημερίδες «Sun» και «Mirror» άρχισαν καμπάνιες για την επιστροφή της στα πάτρια εδάφη. Η οικογένεια Χάλερ έδειξε να έχει σαστίσει με όλη αυτή τη φασαρία. «Η μπάλα κύλησε προς το μέρος μου και απλώς την πήρα. Πώς μπορεί να την έχω κλέψει;», υποστήριζε ο Χέλμουτ. «Είμαστε έτοιμοι να ακούσουμε προσφορές», έλεγε ο Γιούργκεν. Σύντομα τα δύο βρετανικά ταμπλόιντ ξεκίνησαν τον δικό τους πόλεμο, αφού θα ήταν μεγάλο «λαβράκι» να φέρουν το συγκεκριμένο λάφυρο πίσω στην Αγγλία.
Ερευνητές-δημοσιογράφοι απεστάλησαν στο Αουγκσμπουργκ για να βρουν τα ίχνη της οικογένειας Χάλερ, την ώρα που διάφοροι χρυσοθήρες παρουσίαζαν στον Τύπο τουλάχιστον τριάντα (υποτίθεται αυθεντικές) μπάλες. Ωστόσο, η εφημερίδα «Observer» είχε την απάντηση, η οποία αποτυπωνόταν στον τίτλο της «Ο Χάλερ έχει στην κατοχή του τη μοναδική μπάλα» και ακολουθούσε φωτογραφία-πειστήριο!
Τελικά, η «Mirror» κατάφερε να εξασφαλίσει την μπάλα. Ο πρώην Γερμανός διεθνής χαφ θα έπαιρνε βάσει της συμφωνίας 70.000 λίρες σε μετρητά, ποσό που δόθηκε από τον πρόεδρο της Virgin, Ρίτσαρντ Μπράνσον, και ιδιοκτήτη των τρένων Eurostar. Το αντικείμενο του πόθου θα έφτανε στο αεροδρόμιο «Stansted» του Λονδίνου και από εκεί θα μεταφερόταν με ελικόπτερο σε μυστική τοποθεσία, όπου θα το παραλάμβανε ο Τζεφ Χαρστ. Ρεπόρτερ της «Mirror» θα απαθανάτιζαν την παράδοση των χρημάτων και στη συνέχεια θα φωτογράφιζαν την μπάλα με τον Ρίτσαρντ Μπράνσον στον σταθμό τρένου Waterloo στην αγγλική πρωτεύουσα, όπου θα τοποθετείτο ως έκθεμα στη διάρκεια του Euro 1996.
Το σενάριο της ιστορίας εξελίχθηκε σαν κατασκοπικό θρίλερ. Μια μερίδα απελπισμένων φωτογράφων της «Sun» ακολούθησαν αυτούς της «Mirror» προσπαθώντας να «κλέψουν» μία φωτογραφία της μπάλας και γιατί όχι και την ίδια! Το σκηνικό περιελάμβανε μαύρα γυαλιά, μυστικές συναντήσεις, καταδιώξεις με αυτοκίνητα και παρακολουθήσεις με τηλεσκόπια. Ο Τζεφ Χαρστ είχε κλείσει δωμάτιο σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο του Χέρτφορντσαϊρ με το ψευδώνυμο Αλμπερτ Χολ. Στη διάρκεια της καταδίωξης βρέθηκε να κρύβεται σε μια καφετέρια.
Τελικά, η «Mirror» κέρδισε τη μάχη και η μπάλα «προσγειώθηκε» στις 26 Απριλίου. Ο Χαρστ, ο Μπράνσον και ο Χέλμουτ Χάλερ φωτογραφήθηκαν για το φύλλο της επόμενης μέρας. Ο τίτλος της «Mirror» ήταν θριαμβευτικός, χρησιμοποιώντας μία ατάκα που έμεινε ιστορική στην Αγγλία από τη μετάδοση του αγώνα του 1966: «They think it's all over, it is now»! Ο τίτλος της «Sun» φανέρωνε την πικρία της εφημερίδας: «Ο πιο άπληστος Γερμαναράς στη γη». Οι «Times» ανέφεραν, σε πιο ήπιο τόνο, ότι η επιστροφή αυτού του αντικειμένου συμβολικής σημασίας έβαλε τέλος σε έναν πόλεμο τριάντα ετών.
Το τρελό Σαββατοκύριακο συνεχίστηκε. Ο Χάλερ παραέφαγε σε ένα ιταλικό εστιατόριο και πέρασε το πρωί του Σαββάτου περιπλανώμενος στο Λονδίνο έχοντας ένα φοβερό πονοκέφαλο από το ποτό. Ο Τζεφ Χαρστ συναντήθηκε ξανά με τον Γερμανό τερματοφύλακα Χανς Τιλκόφσκι για να αναπαραστήσουν το χατ τρικ του τελικού το 1966.
Η «Sun» απαιτούσε από «τους άπληστους Γερμαναράδες» να δώσουν τις 70.000 λίρες για φιλανθρωπικούς σκοπούς, κάτι που φημολογείται ότι τελικά έκαναν. Ύστερα από αυτό το περιπετειώδες ταξίδι το ιερό ποδοσφαιρικό σύμβολο των Αγγλων από το 1966 βρήκε μόνιμη θέση στο Εθνικό Ποδοσφαιρικό Μουσείο, στο γήπεδο της Πρέστον. Όποιος το αγγίζει πλέον πρέπει να φορά χειρουργικά γάντια, ακόμα και αν είναι η βασίλισσα ή ο πρωθυπουργός. Οι πολύτιμες υπογραφές που έφερε το τρόπαιο έχουν χαθεί, μια και η μπάλα είχε εκτεθεί στον ήλιο.
Ολόκληρη η ιστορία για την πιο πολυσυζητημένη μπάλα στην ιστορία του ποδοσφαίρου περιγράφεται από τον Πίτερ Αλαν σε ένα βιβλίο 90.000 λέξεων! Ετσι, για να μην ξαναπεί κανείς πως η μπάλα του ποδοσφαίρου είναι μονάχα ένα πανί γεμάτο αέρα.
*Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα από το βιβλίο του Χρήστου Σωτηρακόπουλου «Παιχνίδι χωρίς όρια» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΤΟΠΟΣ».
Βρισκόμασταν μπροστά στις οθόνες, όμως η σύνδεση της κρατικής τηλεόρασης με το στάδιο Χέιζελ στις Βρυξέλλες καθυστερούσε πέραν του συνηθισμένου. Όταν τελικά έγινε, αντί για το ποδοσφαιρικό υπερθέαμα που προσδοκούσαμε από τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών, μεταξύ της Λίβερπουλ και της Γιουβέντους, γίναμε μάρτυρες της πρώτης ποδοσφαιρικής τραγωδίας σε απευθείας μετάδοση…
Η φωνή του Γιάννη Διακογιάννη αρχικά έκανε λόγο για εκτεταμένα επεισόδια που είχαν σαν αποτέλεσμα τραυματισμούς οπαδών και, ενδεχομένως, ένα νεκρό. Αργότερα ακούστηκε πως τα θύματα ήταν 24. Λίγο μετά, ο αριθμός ανέβηκε στους 36. Ο μακάβριος αριθμός αποκαλύφθηκε τις επόμενες μέρες. 39 άνθρωποι έγιναν θυσία και ταυτόχρονα κραυγή για αλλαγές στο Ευρωπαϊκό ποδόσφαιρο. Κατά τη διάρκεια του αγώνα υπήρξαν στιγμές που ακόμη και αυτός ο γίγαντας της δημοσιογραφίας παρέμενε σιωπηλός, ακολουθώντας τη ρήση του Πυθαγόρα: «Πρέπει να σιωπάς ή να λες λόγια ανώτερα της σιωπής». Μα τι λόγια θα μπορούσαν να μεταφέρουν το βουβό θρήνο τόσων ανθρώπων στις κερκίδες του «Χέιζελ», δίπλα σε άλλους που τραγουδούσαν, αγνοώντας ή ακόμη και αδιαφορώντας για το μέγεθος του κακού;
Το χρονικό της τραγωδίας
Στις 29 Μαΐου 1985 γύρω στις 19:00 τοπική ώρα και μία πριν αρχίσει το παιχνίδι, οι ποδοσφαιριστές βγαίνουν για το καθιερωμένο ζέσταμα. Η ατμόσφαιρα είναι ήδη τεταμένη από 60.000 ανθρώπους που έχουν κατακλείσει τις εξέδρες, στην πλειοψηφία τους Ιταλοί και Άγγλοι. Όπως εκμυστηρεύθηκε αργότερα ο Άλαν Χάνσεν, βλέποντας τους υποστηρικτές των δύο ομάδων να έχουν επιδοθεί σε πετροπόλεμο, ψέλλισε πως ήταν η πρώτη φορά στην καριέρα του που έβλεπε ανθρώπους να πετάνε τούβλα. Ο συμπαίκτης του στη Λίβερπουλ, Άλαν Κένεντι του απάντησε αφοπλιστικά και - δυστυχώς- προφητικά: «Δεν πετάνε τούβλα, πετάνε το ίδιο το στάδιο». Καθώς πλησίαζε η ώρα για την έναρξη του αγώνα, η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Κάτω από συνθήκες που ποτέ δεν αποσαφηνίστηκαν πλήρως, στη διαβόητη κερκίδα «Ζ», μια μεγάλη ομάδα Άγγλων χούλιγκανς εφόρμησε εναντίον των Ιταλών. Η ισχνή αστυνομική δύναμη και το υποτυπώδες συρματόπλεγμα δεν ήταν δυνατό να σταθεί εμπόδιο. Μη έχοντας καμία έξοδο διαφυγής, χιλιάδες «τιφόζι» υποχώρησαν προς τον εξωτερικό τοίχο της εξέδρας. Τότε, συνέβηκε αυτό που γίνεται όταν ένα σταθερό αντικείμενο βρεθεί στο διάβα ενός ανθρώπινου ποταμού. Ο τοίχος κατέρρευσε υπό το βάρος φιλάθλων και χρόνου και οι στιγμές που ακολούθησαν οδήγησαν στο θάνατο 39 ανθρώπων και τον τραυματισμό εκατοντάδων άλλων, με πολλούς να ποδοπατούνται ή να συνθλίβονται στα χαλάσματα.
Ακόμα και τα 24 χρόνια που έχουν περάσει δεν αρκούν για να σβήσουν τη φρίκη εκείνων των εικόνων.
Κι όμως … ο τελικός ξεκινά
Μετά από αυτή την πρωτοφανή τραγωδία, οι φωνές των αρχηγών των δύο ομάδων, Φιλ Νιλ και Γκαετάνο Σιρέα, ακούστηκαν από τα μεγάφωνα του γηπέδου, ενημερώνοντας τον κόσμο ότι το παιχνίδι θα διεξαχθεί κανονικά! Ήταν η πιο αμφιλεγόμενη απόφαση στην ιστορία του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Η UEFA δικαιολογήθηκε, υποστηρίζοντας πως ενδεχόμενη αναβολή του αγώνα θα πυροδοτούσε νέο κύμα τυφλής βίας, στους δρόμους των Βρυξελλών. Η Γιουβέντους κατακτά το Κύπελλο Πρωταθλητριών, το πρώτο της ιστορίας της, χάρη σε εύστοχο χτύπημα(ανύπαρκτου) πέναλτι του Μισέλ Πλατινί. Οι έντονοι πανηγυρισμοί του σημερινού προέδρου της UEFA αποτελούν το μελανότερο σημείο της λαμπρής του καριέρας…
Τα αίτια του κακού
Επί της ουσίας, ακέραια η ευθύνη της τραγωδίας χρεώθηκε στους οπαδούς της Λίβερπουλ. Για πολλά χρόνια στην αγγλική πόλη, το «Χέιζελ» ήταν ένα θέμα ταμπού, και η αναφορά σε αυτό γινόταν ως «η λέξη που ξεκινά από Χ», με τους κατοίκους να προσπαθήσουν να ζήσουν με τη ντροπή που δημιούργησε η διεθνής κατακραυγή. Η αλήθεια είναι ότι σίγουρα υπήρξαν χούλιγκανς ανάμεσα στους 25.000 Άγγλους, αλλά επίσης είναι γεγονός πως οι φίλοι της Λίβερπουλ τις δεκαετίες του ’70 και του ’80 δεν είχαν ιστορικό βίας σε αντίθεση με τους οπαδούς άλλων συλλόγων που ήταν διαβόητοι για την ακραία συμπεριφορά τους.
Πολλοί, ακόμη και σήμερα υποστηρίζουν πως τα πραγματικά αίτια που οδήγησαν στην τραγωδία του «Χέιζελ» είχαν συμβεί ένα χρόνο πριν, όταν η Λίβερπουλ επικρατούσε για τον ίδιο θεσμό στο «Ολίμπικο» της Ρόμα. Υπήρξαν κατηγορίες για κακομεταχείριση των Άγγλων εκδρομέων τόσο από την αστυνομία, όσο και από τους Ιταλούς σαν αντίδραση για την απώλεια του Κυπέλλου. Έγιναν καταγγελίες για πολυάριθμες επιθέσεις και τραυματισμούς φίλων των «κόκκινων». Ένα χρόνο μετά δόθηκε η ευκαιρία για ρεβάνς σε ουδέτερο έδαφος.
Έχουν υπάρξει ατέλειωτες συζητήσεις σχετικά με το αν στο «Χέιζελ» βρέθηκαν ενωμένοι σε ένα Εθνικό Μέτωπο χούλιγκανς από διαφορετικές αγγλικές ομάδες. Οι υποστηρικτές αυτού του σεναρίου- που δεν αποδείχθηκε ποτέ- λένε πως στις Βρυξέλλες συμμάχησαν παλιοί εχθροί απέναντι στους Ιταλούς. Οι διαβόητοι «Bushwalkers» της Μίλγουολ, οι «MIGS» της Λούτον, οι «ICF» της Γουέστ Χαμ και οι «Toon Army» της Νιούκαστλ, λέγεται πως πήραν μέρος σε ότι συνέβη στο Βέλγιο.
Πίσω στην Αγγλία συνελήφθησαν τελικά 27 άτομα με βάση φωτογραφίες και βίντεο των επεισοδίων, σχεδόν όλοι κάτοικοι του Μέρσεισαϊντ, και 14 καταδικάστηκαν το 1989 σε φυλάκιση με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας.
Δεν υπήρξε ποτέ καμία επίσημη έρευνα για τα αίτια της καταστροφής και κανείς δεν ζήτησε ευθύνες από την UEFA, τη διοίκηση του σταδίου ή τη Βελγική αστυνομία ,τους ανθρώπους δηλαδή που πήραν αποφάσεις για τη διεξαγωγή ενός τελικού Κυπέλλου Πρωταθλητριών κάτω από συνθήκες που σήμερα φαντάζουν αδιανόητες. Όμως , τα γεγονότα λένε πως ένας τέτοιος ποδοσφαιρικός αγώνας έγινε σε ένα γήπεδο ηλικίας 55 ετών, σε πολλά σημεία ετοιμόρροπο. Οπαδοί των δύο ομάδων βρέθηκαν στην ίδια θύρα, από αβλεψία των διοργανωτών και τη μαύρη αγορά. Ελάχιστη αστυνομική δύναμη, συρματόπλεγμα και μια υποτυπώδης νεκρή ζώνη μεταξύ των οπαδών στην κερκίδα «Ζ»…
Μετά την καταστροφή
Μερικές ημέρες αργότερα ο πρόεδρος της Λίβερπουλ, ανακοίνωσε πως η ομάδα δεν θα αγωνιζόταν στην Ευρώπη την επόμενη σεζόν. Δεν πέρασαν ούτε μερικές ώρες, για να γίνει γνωστό πως η Αγγλική Ποδοσφαιρική Ομοσπονδία, υπό την ασφυκτική πίεση της Μάργκαρετ Θάτσερ, απέσυρε όλες τις ομάδες από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Ούτε αυτό όμως ήταν αρκετό. Δυο μέρες αργότερα η UEFA πήρε την απόφαση να αποκλείσει για πέντε χρόνια κάθε αγγλική ομάδα, ενώ για τη Λίβερπουλ η τιμωρία θα ίσχυε για αόριστο χρονικό διάστημα.
Λέγεται πως η «Σιδηρά Κυρία», πρωθυπουργός Μάργκαρετ Θάτσερ, αντιμετώπισε το θέμα της βίας στα γήπεδα με την ίδια σκληρότητα που είχε επιδείξει λίγα χρόνια πριν απέναντι στην απεργία των ανθρακωρύχων. Η διαφορά είναι ότι ενώ στη δεύτερη περίπτωση συνάντησε την παγκόσμια κατακραυγή, σε αυτή των χούλιγκανς κατάφερε να οδηγήσει το άθλημα, στα χρόνια που ακολούθησαν, σε μια πορεία που απέδειξε πως η Ευρώπη δεν έσφαλλε όταν τελικά συγχωρούσε το αγγλικό ποδόσφαιρο…
Η UEFA αντιλήφθηκε ότι έπρεπε να αλλάξει πολλά πράγματα σχετικά με τη διεξαγωγή αγώνων ποδοσφαίρου στις ευρωπαϊκές διοργανώσεις και θέσπισε κανόνες ασφαλείας των γηπέδων, αντίστοιχες δικλείδες για τους ταραξίες, αστυνόμευση και πλήθος άλλων μέτρων. Χρειάστηκε όμως η θυσία 39 ανθρώπων, 32 Ιταλών, 4 Βέλγων, 2 Γάλλων και ενός Ιρλανδού για να φτάσουμε στο σημερινό θαύμα του Champions League.
Η συγνώμη δεν έγινε δεκτή…
20 χρόνια μετά την τραγωδία, Λίβερπουλ και Γιουβέντους βρέθηκαν και πάλι αντιμέτωπες στο γήπεδο. Είναι η ευκαιρία για το λαό μιας ομάδας, μιας πόλης να δείξει ότι μετάνιωσε. Η ευρείας κυκλοφορίας «Liverpool Echo» παραμονή του αγώνα κυκλοφορεί με τίτλο «WE ‘RE SORRY». Στο θρυλικό «Kop», οι φίλοι της Λίβερπουλ φτιάχνουν τη λέξη «Amicizia», δηλαδή φιλία. Πλατινί και Ρας κάνουν το γύρο του γηπέδου κρατώντας ένα συμβολικό πανό συμφιλίωσης. Για το Λίβερπουλ, η 29η Μαΐου σταματά να είναι ταμπού. Το Λίβερπουλ ωρίμασε, κατάλαβε, ανέλαβε την ευθύνη και ζήτησε συγνώμη. Οι οπαδοί της Γιουβέντους γύρισαν την πλάτη τους και έδειξαν ότι δεν έχουν ξεχάσει, είναι δύσκολο να τους κατηγορήσει κανείς…
Η τραγωδία του «Χέιζελ» έχει χαρακτηρισθεί ως η «στιγμή JFK» του ποδοσφαίρου. Όπως συμβαίνει με τους Αμερικανούς για τη στιγμή της δολοφονίας του προέδρου Κένεντι μπροστά στις κάμερες, έτσι και όσοι είδαν τις σκηνές στις Βρυξέλλες, θυμούνται που ακριβώς ήταν και τι έκαναν εκείνα τα λεπτά που γραφόταν η πιο μαύρη σελίδα στην ιστορία των ευρωπαϊκών διοργανώσεων. Και συνεχίζουν να αγαπούν το «βασιλιά των σπορ», ελπίζοντας να μην υπάρξει καμία άλλη.
Υπήρξε ό,τι καλύτερο είχε βγάλει το ιταλικό ποδόσφαιρο σε επίπεδο συλλόγων. Αγαπήθηκε παράφορα και έφυγε τόσο γρήγορα, που δεν πρόλαβε να φθαρεί. Στο διάβα της δεν νικούσε απλώς. Ανάγκαζε τον αντίπαλο να υποκλιθεί. Σε εκείνη τη μοιραία πτήση της 4ης Μαΐου του 1949 η μοίρα θαρρείς πως ήθελε να βάλει τέρμα στη μεγαλύτερη ομάδα που είχε δει έως τότε ο πλανήτης. Η Τορίνο -που έσβησε σε εκείνα τα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν, το συννεφιασμένο απόγευμα στη Σουπέργκα, όταν το αεροπλάνο που τη μετέφερε από τη Λισσαβόνα συνετρίβη στην Μπαζίλικα- είναι ένας μύθος. Και δεν πρόκειται ποτέ να ξεπεραστεί. Ακριβώς γιατί έφυγε ενώ ακόμα δεν είχε κάνει τον κύκλο της.
Σε εκείνα τα πρώτα χρόνια, μετά τη δίνη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, η Ιταλία, ντροπιασμένη και ηττημένη, δεν είχε πολλά πράγματα που την άφηναν να έχει ψηλά το κεφάλι. Εκτός από την «Γκρανάτα». Ως ομάδα δεν είχε αντίπαλο. Στο εσωτερικό άφηνε τη σκόνη της να καλύπτει τους υπόλοιπους. Και εκτός συνόρων αντιμετώπιζε στα ίσα οποιονδήποτε. Οποιονδήποτε εκτός από τη μοίρα, όπως αποδείχθηκε!
Ο Βαλεντίνο Ματσόλα ήταν ο αδιαφιλονίκητος ηγέτης ανάμεσα σε μία ενδεκάδα που ήταν πολλοί σταρ, με την έννοια της εποχής φυσικά. Απλά παιδιά με χάρισμα στο να χαϊδεύουν και όχι να κλοτσούν την μπάλα! Ο Μπατσικαλούπο, ο Μπαλαρίν, ο Οσόλα, ο Γκρέζαρ, ο Καστιλιάνο, ο Γκαμπέτο, ο Γκράβα, ο Λόικ, ο Σούμπερτ, ο Ριγκαμόντι. Οι περισσότεροι απ' αυτούς, εργάτες στη βιομηχανία της FIAT. Αυτή που ανήκε στον δογματικό... εχθρό, την οικογένεια Ανιέλι, ιδιοκτήτρια της Γιουβέντους. Μάλιστα ο Ματσόλα, με τη μεταγραφή από τη Βενέτσια στην Τορίνο, έφυγε από το εργοστάσιο της Alfa Romeo για να ενταχθεί και αυτός στη FIAT!
Η μοιραία πτήση εκείνο το συννεφιασμένο απόγευμα πήρε στον άλλο κόσμο 31 ανθρώπους. Από αυτούς οι 18 ήταν τα μέλη του πραγματικά πρώτου μεταπολεμικού ποδοσφαιρικού κολοσσού. Της μόνιμης πρωταθλήτριας για πέντε σερί σεζόν, Τορίνο.
Μια ομάδα που έπαιζε (βασισμένη στο WM του Χέρμπερτ Τσάπμαν) με 5 επιθετικούς και με βασικό σκοπό το θέαμα. Γιατί το αποτέλεσμα ήταν διαδικαστικό θέμα. Δηλαδή πόσο (και όχι αν) θα κέρδιζε. Και αυτή η… ανία που προκαλούσε η συνεχιζόμενη κυριαρχία της Τορίνο, αντί να δημιουργεί συσπείρωση απέναντί της, ως εκ θαύματος γεννούσε καινούργιους φίλους και θαυμαστές!
Τα ρεκόρ που έκανε εκείνη η ομάδα παραμένουν αξεπέραστα και μόνο η ξέφρενη κούρσα της Ιντερ προς τον τίτλο το 2007 απείλησε κάποια απ' αυτά. Το 10-0 επί της Αλεσάντρια είναι ακόμα η μεγαλύτερη νίκη που σημειώθηκε ποτέ στο Καμπιονάτο, οι 21 σερί νίκες μοιάζουν ασύλληπτη επίδοση, τα 125 γκολ σε μία σεζόν ζαλίζουν, τα 89 εκτός έδρας τέρματα σε μία περίοδο ακούγονται εξωπραγματικά. Και, ακόμα, οι 19 νίκες σε 20 εντός έδρας ματς με το 3,78 μέσο όρο στα γκολ ανά παιχνίδι είναι η επιβεβαίωση πως τέτοια υπερομάδα δεν εμφανίστηκε ποτέ στο ιταλικό ποδόσφαιρο.
Η Τορίνο του Ματσόλα, όπως και η Χόνβεντ του Πούσκας, ήταν οι μεγαλύτερες άτυχες όσον αφορά τον χρόνο που ξεκίνησε το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Αν η ιδέα για τη δημιουργία του σπουδαιότερου διασυλλογικού Κυπέλλου είχε συλληφθεί λίγα χρόνια νωρίτερα, η Τορίνο μπορεί να ήταν εκεί δίπλα με τη Ρεάλ, τη Μίλαν, τη Λίβερπουλ, την Μπάγερν και τον Αγιαξ.
Στην ισοπεδωτική σύγχρονη κοινωνία δεν μπορεί κανείς να συνειδητοποιήσει το μεγαλείο αυτού του εκπληκτικού γκρουπ παικτών που χάθηκε, σαν κάστρο από άμμο στην ακροθαλασσιά, πριν από ακριβώς 60 χρόνια. Μέσα, όμως, από τα ασπρόμαυρα φιλμ της εποχής αναδύεται μια μαγεία. Μια διαφορετικότητα. Μια ξεχωριστή ποιότητα που πηγάζει από καθετί το οποίο εσύ αναγκάζεσαι να χρωματίσεις και να ζωντανέψεις με τη φαντασία σου. Πιθανότατα αυτός ο ρομαντισμός δεν έχει πλέον θέση στον 21ο αιώνα.
Ίσως γιατί με το χρώμα στα φιλμ (και στη ζωή μας) χάθηκε και η δύναμη για όνειρα. Όνειρα τα οποία ομάδες όπως η «Invincibile Granata», η αήττητη «Γκρανάτα», κρατούσαν ζωντανά. Ένας Ιταλός σκηνοθέτης προσπάθησε το 2001 να δημιουργήσει μια ταινία με θέμα την Τορίνο. Στην πορεία «κόλλησε». Δεν συγκέντρωσε το υλικό που χρειαζόταν, βρήκε και κάποιες πόρτες κλειστές, οπότε παραιτήθηκε της προσπάθειας. Ίσως αυτό να ήταν θέλημα Θεού. Γιατί τους αληθινούς θρύλους δεν μπορείς να τους φυλακίσεις σε ένα φιλμ. Να τους αιχμαλωτίσεις σε γήινες διαστάσεις.
Το ερειπωμένο «Φιλαντέλφια», το γήπεδο στο οποίο μεγαλούργησε η τεράστια «Τόρο», στέκεται στοιχειωμένο. Οι οπαδοί θαρρείς πως περιμένουν τη μέρα που η ομάδα θα ξαναγυρίσει στο σπίτι της σαν τον ερχομό της Δευτέρας Παρουσίας. Συγκεντρώνουν υπογραφές, κάνουν εκκλήσεις, προσπαθούν να ξαναζωντανέψουν το άδειο αυτό κουφάρι, δίνοντάς του ζωή και πνοή μέσα από τις ενέργειές τους. Αυτό δεν φαίνεται, όμως, να συμβαίνει. Παρ' όλα αυτά, δεν απογοητεύονται και παλεύουν.
Μέχρι τότε οι άνθρωποι που μένουν γύρω από το στάδιο ορκίζονται πως τις νύχτες ακούνε φωνές. Πως διακρίνουν σκιές μέσα στο σκοτάδι να αλλάζουν μπαλιές. Να προσφέρουν σκηνές αληθινής ποδοσφαιρικής μαγείας. Αυτές που δεν πρόλαβαν να δώσουν απλόχερα σε όλο τον πλανήτη εξαιτίας της μοιραίας πτήσης της 4ης Μάη του 1949.
Συμπληρώνονται 60 χρόνια από την ημέρα που μια αεροπορική τραγωδία άλλαξε την ιστορία του ιταλικού και ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου, αφανίζοντας μια από τις μεγαλύτερες ομάδες που γνώρισε ο κόσμος. Η Τορίνο, η θρυλική «Granata» που είχε σαρώσει τα πάντα στο πέρασμά της, σταμάτησε να υπάρχει στις 4 Μαΐου 1949, στις 17:05, όταν το αεροπλάνο που την μετέφερε συνετρίβη στο λόφο Superga , λίγο έξω από την πόλη.
Εκείνη την ημέρα 18 ποδοσφαιριστές και πέντε μέλη του τεχνικού επιτελείου της ομάδας χάθηκαν στα συντρίμμια του αεροσκάφους και πήραν μαζί τους και τις εικόνες μιας ολόκληρης εποχής χωρίς ευρωπαϊκές διοργανώσεις και δυστυχώς, χωρίς τηλεόραση. Ανάμεσά τους οι Μέντι , Οσόλα , Γκαμπέτο, Ριγκαμόντι και κυρίως ο Βαλεντίνο Ματσόλα. Ο πατέρας του Σάντρο Ματσόλα που αγωνίστηκε στη μεγάλη Ίντερ της δεκαετίας του ’60, φορώντας πάντα τη φανέλα με το 10, όπως και ο πατέρας του. Η «Grande Torino» ήταν ένα δημιούργημα του Φερούτσιο Νόβο ο οποίος συγκέντρωσε ότι καλύτερο είχε αφήσει ο πόλεμος στην Ιταλία. Με ηγέτη τον Ματσόλα και άλλους 9 διεθνείς ποδοσφαιριστές, σάρωσε τα πάντα. Κατέκτησε πέντε πρωταθλήματα από το 1943 έως το 1949 (το 1944 και 1945 δεν έγινε πρωτάθλημα λόγω του πολέμου), με αποκορύφωμα τον τίτλο του 1948, όταν και σε 40 αγώνες πέτυχε 125 γκολ! Μια ομάδα που έμεινε 93 παιχνίδια αήττητη στο γήπεδό της, το Θρυλικό «Stadio Filadelfia». Είναι χαρακτηριστικός ο αγώνας της εθνικής Ιταλίας απέναντι στην Ουγγαρία στις 11 Μαΐου 1947, όταν η αρχική ενδεκάδα απαρτίστηκε από ποδοσφαιριστές της Τορίνο, με εξαίρεση τον τερματοφύλακα της Γιουβέντους, Σεντιμέντι!
Το χρονικό της τραγωδίας…
Όπως συμβαίνει συνήθως με τα ιστορικά γεγονότα, όλα θα μπορούσαν να ήταν διαφορετικά εάν δεν υπήρχαν κάποιες φαινομενικά αθώες συνισταμένες. Ο Ζοζέ Φερέιρα, ο άσος της Μπενφίκα, που είχε περάσει από την Ιταλία και την Τζένοα, εκμυστηρεύθηκε στον φίλο του, Βαλεντίνο Ματσόλα, ότι πριν σταματήσει το καλοκαίρι το ποδόσφαιρο, θα ήθελε να έχει την τιμή να αγωνιστεί για τελευταία φορά με αντίπαλο την «Granata».
Ο Ματσόλα αποφάσισε να σεβαστεί την επιθυμία του και η Τορίνο ζήτησε από την Ιταλική Ομοσπονδία την μετάθεση του αγώνα πρωταθλήματος με την Ιντερ για τις 30 Απριλίου, κάτι που έγινε δεκτό. Οι Ιταλοί βρέθηκαν στην Λισαβόνα στις 3 Μαΐου. Ο εορταστικός αγώνας ανάμεσα στην Μπενφίκα και την Τορίνο ήταν ένα εκπληκτικό παιχνίδι με τους Πορτογάλους να κερδίζουν με 4-3. Έμελλε να είναι και η τελευταία παράσταση της ομάδας.
Δύο μέρες μετά τη τραγωδία, 500.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν στους δρόμους της πόλης για να πουν το τελευταίο αντίο σε μια ομάδα που έπαιξε ποδόσφαιρο πολύ μπροστά από την εποχή της και να αποχαιρετήσουν τους παίκτες της Τορίνο που έμειναν αθάνατοι… Ομάδες σαν και αυτή της «Granata» ίσως δεν έχουν την ανάγκη της τεχνολογίας. Ζούνε στις μνήμες των ανθρώπων που είχαν το προνόμιο να τις δουν να αγωνίζονται και, όπως όλοι οι μύθοι, μεταφέρθηκαν από στόμα σε στόμα.
Η Τορίνο δεν ήταν ποτέ η ίδια παρά της κατά καιρούς αναλαμπές της, ενώ υπήρξαν και φορές που βρέθηκε να αγωνίζεται και στη Serie B. Οι πιστοί της οπαδοί έμειναν πάντα δίπλα της, παρά την πίκρα τους. Φέτος η ομάδα αντιμετωπίζει και πάλι το φάσμα του υποβιβασμού. Αν τελικά συμβεί κάτι τέτοιο θα είναι ότι χειρότερο για την επέτειο των 60 χρόνων από το δυστύχημα της Superga. Οι σημερινοί ποδοσφαιριστές της Τορίνο γνωρίζουν πως κουβαλάνε πολύ περισσότερα στις πλάτες τους από τις τύχες μιας ομάδας, στις τέσσερις αγωνιστικές που απομένουν μέχρι τη λήξη του πρωταθλήματος…
Το ποδόσφαιρο στην Αυστρία αναπτύχθηκε με τόση ταχύτητα μόλις έγινε επαγγελματικό, το 1924, ώστε η εφημερίδα «NeuesWienerJournal» το περιέγραφε ως κοινωνικό φαινόμενο. «Πού αλλού θα δει κάποιος 50.000 θεατές να μαζεύονται είτε βρέχει, είτε χιονίζει, είτε έχει καλό καιρό βδομάδα με βδομάδα; Μόνο στην Αγγλία και σε εμάς εδώ στην Αυστρία!». Μόνο που οι συζητήσεις μετά τους αγώνες στις βρετανικές παμπ γίνονταν με τη συνοδεία μπίρας, ενώ στην Αυστρία σε μαγαζιά επιπέδου με βιενέζικη σοκολάτα και καφέ. Άλλωστε, στην Κεντρική Ευρώπη το ποδόσφαιρο δεν ήταν άθλημα της λαϊκής τάξης, αλλά της καλής κοινωνίας.
Η Βιέννη, η Βουδαπέστη και η Πράγα είχαν γίνει το επίκεντρο των εξελίξεων. Τα λεγόμενα «coffeehouses» ήταν μαγαζιά που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και στα οποία άνδρες και γυναίκες συναναστρέφονταν διαβάζοντας εφημερίδες και αναλύοντας την επικαιρότητα. Φυσικά δεν ήταν όλοι μαζί –ακόμη και τότε–, αφού οι οπαδοί της Αούστρια μαζεύονταν στο «CafeParcifal» και εκείνοι της Ραπίντ στο «CafeHolub». Επίσης, στα χρόνια του Μεσοπολέμου υπήρχε και το «RingCafe», όπου η αγγλική αριστοκρατία που έμενε στη Βιέννη συγκεντρωνόταν συζητώντας κυρίως για κρίκετ, χωρίς όμως από την ατζέντα να λείπει το ποδόσφαιρο.
Εκεί άρχισε και η γκρίνια για κάποιες επιλογές στην εθνική ομάδα, την περιβόητη «Βούντερτιμ» που δημιούργησε ο Ούγκο Μάισλ. Η επιλογή ενός παίκτη από την εβραϊκή κοινότητα, η οποία ανήκε στην μπουρζουαζία, προκαλούσε διαφωνίες, αλλά ο Μάισλ ήξερε πως αυτός ο νεαρός με τα λεπτά πόδια, για τα οποία οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν «Χάρτινο», ήταν ο βατήρας για την εκτόξευση του δημιουργήματός του. Το όνομά του Ματίας Ζίντελαρ.Ήταν το μεγάλο κανόνι της Αούστρια Βιέννης. Φόρεσε τη φανέλα της 700 φορές από το 1926 μέχρι το 1938 –διάστημα κατά το οποίο πέτυχε 600 γκολ. Έγινε γρήγορα η σημαία της σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ένα νέο στυλ σέντερ φορ χωρίς τη δύναμη των Βρετανών επιθετικών, αλλά βασισμένο στην τεχνική. Ο Φρίντριχ Τόρμπεργκ, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του Μεσοπολέμου στην Αυστρία, έχει γράψει για τον Ζίντελαρ: «Είχε μεγάλη ποικιλία στο παιχνίδι του και ιδέες χωρίς σύστημα, αλλά με αρμονία. Ήταν απλά ιδιοφυής».
Η εθνική Αυστρίας τη δεκαετία του '30 μεσουρανούσε και μπορεί να μην πήρε μέρος στο Μουντιάλ του 1934, αλλά συμμετείχε στο επόμενο (1938) και έφτασε μέχρι τα προημιτελικά. Εκεί η Αυστρία αντιμετώπισε την Ιταλία και ο Ζίντελαρ έκανε ό,τι μπορούσε για να δώσει τη νίκη στην ομάδα του. Τα έβαλε με όλους, αλλά δεν κατάφερε να λυγίσει και τον Μουσολίνι, ο οποίος δεν θα δεχόταν το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα να χάσει μέσα στη χώρα του. Έτσι, φρόντισε να γίνουν τα πάντα για να λήξει τελικά το ματς με 1-0 υπέρ των «ατζούρι».
Ο Ζίντελαρ ήταν ένας παίκτης που μπορούσε από μόνος του να αλλάξει τη ροή ενός αγώνα. Στο ξεκίνημα της καριέρας του αντιμετώπισε πρόβλημα στον μηνίσκο. Σήμερα ακούγεται αστείο, αλλά τότε έπρεπε να αντιμετωπιστεί με πολύωρη εγχείρηση και με τα δεδομένα εκείνης της εποχής κινδύνευε η καριέρα του. Ο ίδιος όμως φρόντισε να τους διαψεύσει όλους και από εκεί που τον φώναζαν «χάρτινο», σύντομα το παρατσούκλι του έγινε «Μότσαρτ» των γηπέδων. Μάλιστα, αυτός και ο Γιόζεφ Ούριντιλ της Ραπίντ και παρτενέρ του στην επίθεση της «Βούντερτιμ», της ομάδας-θαύμα του Μάισλ, έγιναν αστέρες πρώτης διαλογής διαφημίζοντας ρολόγια και ρούχα και έπαιξαν και σε ταινία!
Ο Ζίντελαρ αποτελούσε φόβητρο για πολλούς αντιπάλους του και όχι μόνο. Ο Πόλγκαρ είχε γράψει γι' αυτόν πως έπαιζε σαν να είχε μυαλό στα πόδια. Αυτό επιχείρησε να αναλύσει ο βιολόγος Στίβεν Τζέι Γκουλντ, ο οποίος υποστήριζε πως οι μεγάλοι αθλητές δεν ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους μόνο για τα σωματικά τους προσόντα, αλλά για την ικανότητα να παίρνουν σημαντικές αποφάσεις σε κλάσματα δευτερολέπτου. «Αυτό συμβαίνει γιατί έχουν αναπτύξει αυτόνομα κέντρα εκτέλεσης των εντολών του εγκεφάλου», επέμενε ο Γκουλντ, του οποίου οι θεωρίες προκάλεσαν επανάσταση στη βιολογία. Η στιγμή της απόλυτης αποθέωσης του Ζίντελαρ ήταν, όσο και αν αυτό ακούγεται περίεργο, μία ήττα. Το 1932 η Αυστρία αντιμετώπισε την Αγγλία στο Λονδίνο, σε ένα τεστ που θα δοκίμαζε τις αντοχές του Μάισλ και των παικτών του. Το 1929 Αγγλία είχε χάσει για πρώτη φορά από ομάδα πέραν της Μάγχης, όταν η Ισπανία τη νίκησε στη Μαδρίτη. Λίγο καιρό όμως πριν από το παιχνίδι με την Αυστρία πήρε το αίμα της πίσω, σκορπίζοντας με 7-1 τους Ισπανούς στο «Χάιμπουρι». Από το 1871 που η εθνική Αγγλίας ξεκίνησε να δίνει αγώνες στην έδρα της παρέμενε αήττητη με αντιπάλους εκτός των Βρετανών. Το ματς εξελίχτηκε σε ένα σόου του Ζίντελαρ, ο οποίος, αν και η Αυστρία έχασε 4-3, τρομοκράτησε την αγγλική άμυνα. Η βουλή στη Βιέννη είχε διακόψει τις εργασίες της και χιλιάδες κόσμου είχαν συγκεντρωθεί στη Χέλντενπλατς ακούγοντας το ματς από τα τεράστια μεγάφωνα που είχαν τοποθετηθεί σε κάθε γωνιά. Την επόμενη μέρα οι αγγλικές εφημερίδες αποθέωσαν τον Ζίντελαρ και τη «Βούντερτιμ». Η «DailyMail» σημείωνε πως η Αυστρία ήταν αποκάλυψη, ενώ οι «TIMES» την αποκαλούσαν ηθική νικήτρια.
Ο Ζίντελαρ ως Εβραίος δεν μπόρεσε ποτέ να δεχτεί τη συγχώνευση της Αυστρίας με τη Γερμανία το 1938. Το διαβόητο Anschluss σήμαινε το τέλος της βιενέζικης αριστοκρατίας. Ταυτόχρονα υποχρέωνε τους Αυστριακούς παίκτες να αγωνίζονται στην εθνική Γερμανίας και τις ομάδες τους να παίζουν πλέον στο γερμανικό πρωτάθλημα. Στις 3 Απριλίου 1938 οι δύο χώρες έδωσαν ένα φιλικό με αφορμή την «ένωση», το οποίο και είχε κανονιστεί να έρθει ισόπαλο. Ο Ζίντελαρ όμως είχε άλλη γνώμη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά τη διάρκεια του αγώνα έπαιρνε την μπάλα και περνούσε μόνος του όλους τους Γερμανούς και, όταν έφτανε στο αντίπαλο τέρμα και μπορούσε να βάλει το γκολ, πετούσε την μπάλα άουτ. Μετά το ημίχρονο δεν μπόρεσε να... αντισταθεί και έβαλε γκολ, το οποίο και πανηγύρισε επιδεικτικά. Όταν ο φίλος του, Καρλ Σέστα, έκανε το 2-0, ο «Μότσαρτ» άρχισε να πανηγυρίζει μπροστά από την κερκίδα όπου βρίσκονταν οι επίσημοι των Γερμανών.
Το ματς εκείνο ήταν το τελευταίο του Ζίντελαρ, καθώς λίγο καιρό μετά βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του μαζί με τη σύντροφό του ΚαμίλαΚαστανιόλα. Δεν υπήρχε κάποια ένδειξη δολοφονίας και οι αρχές δήλωσαν πως ήταν αυτοκτονία με γκάζι. Ήταν 23 Ιανουαρίου 1939. Όποια και αν είναι η αλήθεια, δεν μαθεύτηκε ποτέ. Οι Γερμανοί βολεύτηκαν με το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, καθώς ακόμα και τότε δεν θα μπορούσαν να πουν ότι ήταν δικό τους έργο, μια και ο «Μότσαρτ» είχε χιλιάδες θαυμαστές.
Ο θεατρικός κριτικός ΑλφρεντΠόλγκαρ στον επικήδειο που έγραψε για τον Ματίας αναφέρθηκε στο πόσο πολύ η παρουσία του είχε επηρεάσει την Αυστρία. «Μέχρι την εμφάνισή του κάποιοι κλωτσούσαν μία μπάλα. Αυτός έπαιζε όπως οι γκραν μετρ σε μία παρτίδα σκάκι. Με ποιότητα και φινέτσα. Διαλέγοντας πάντα την κατάλληλη κίνηση».
* Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο «Παιχνίδι χωρίς όρια» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΤΌΠΟΣ
Εντάξει. Δεν είναι ακριβώς και «ατραγούδιστος» ο Ράιαν, αλλά η αλήθεια είναι πως, αν ρωτήσεις εκατό ανθρώπους ποιο είναι το πρώτο όνομα που τους έρχεται στο μυαλό από τη Μάντσεστερ, δύσκολα θα σου απαντήσουν πολλοί «Γκιγκς». Και όσοι το κάνουν πιθανότατα θα είναι... «connoisseur» της μπάλας ή προπονητές (δυστυχώς, δεν ταυτίζονται απαραιτήτως αυτά τα δύο...). Αυτές οι δύο κατηγορίες, θέλω να πω, είναι που, κυρίως, μπορούν να εκτιμήσουν όσο και όπως πρέπει το μέγεθος αλλά και το είδος της προσφοράς στο γήπεδο ενός ποδοσφαιριστή όπως ο 35χρονος Ουαλός, που το προχθεσινό του γκολ έβαλε τη σφραγίδα στην κατάκτηση του τίτλου από τους «κόκκινους διαβόλους».
Ο Γκιγκς, βλέπετε, δεν είναι «φαντεζί» όπως ο Ρονάλντο, δεν είναι «πληθωρικός» όπως ο Ρούνεϊ, δεν είναι «φάτσα» όπως ήταν ο Μπεστ, δεν είναι σόουμαν όπως ο Καντονά. Είναι ένα ατρόμητο, ακατάβλητο, επιδέξιο, φιλότιμο «σκυλί του πολέμου», που δεν γαυγίζει ούτε απειλεί. Μόνο δαγκώνει. Οταν και όποτε και όσο πρέπει. Είναι ένας παίκτης που δεν αγωνίζεται καλά σε μία θέση, αλλά είναι μια θέση μόνος του: όντας εξίσου καλός με την μπάλα στα πόδια και στην αριστερή και στη δεξιά γραμμή, αλλά και πολύ ικανός ως δεύτερος κυνηγός περιοχής, ο Γκιγκς αποτέλεσε -και εξακολουθεί να αποτελεί- έναν «κρυφό» άσο που, παίζοντάς τον την κατάλληλη στιγμή, ο σερ Αλεξ Φέργκιουσον έχει κερδίσει παρτίδες και παρτίδες.
Μόλις χθες ο μέγας Μπόμπι Τσάρλτον αποκάλεσε τον προπονητή της Γιουνάιτεντ «ιδιοφυΐα». Είναι ένας τίτλος που και τίποτε άλλο να μην είχε κάνει για τη Μάντσεστερ θα αρκούσε για να κερδίσει μόνο και μόνο από το γεγονός ότι πριν από 21 χρόνια, στις 29 Νοεμβρίου του 1987, ανήμερα στα 14α γενέθλια του Ράιαν, πήγε αυτοπροσώπως στο σπίτι του μικρού για να τον πείσει να υπογράψει στη Γιουνάιτεντ αντί στη Σίτι. Οι φήμες έλεγαν από τότε, βέβαια, ότι ο Γκιγκς προπονούνταν μεν στη Σίτι, αλλά φορώντας από μέσα την κόκκινη φανέλα. Ομως, το να σου δείξει με τέτοιον τρόπο ένας προπονητής ότι σε πιστεύει δεν είναι και μικρό πράγμα. Εκτοτε, ο 65 (μία με τη Νέων) φορές διεθνής με την Ουαλία επιθετικός έχει ανταποδώσει την τιμή με τρόπο πρωτοφανή.
Σε 758 εμφανίσεις με τη Μάντσεστερ (όσες και ο σερ Μπόμπι, που, αν όλα πάνε καλά, στον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ θα χάσει έτσι και το ρεκόρ) ο Γκιγκς έχει πετύχει 144 γκολ, έχει μοιράσει 291 ασίστ και είναι ήδη ο πλέον «φορτωμένος» με τίτλους παίκτης στο αγγλικό ποδόσφαιρο: μετράει δέκα πρωταθλήματα Αγγλίας, τέσσερα Κύπελλα, δύο Λιγκ Καπ, ένα Τσάμπιονς Λιγκ, ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ και ένα Διηπειρωτικό και το παλμαρέ του πλουτίζουν ένα σωρό ακόμη μικρές και μεγάλες, ατομικές και ομαδικές διακρίσεις. Είναι ένα «ήσυχο», σεμνό φαινόμενο που, παρόμοιό του, πάρα πολύ δύσκολα θα εμφανιστεί ξανά. Δεν αποζήτησε ποτέ τη διασημότητα, ζει στο Γουόρσλεϊ, ένα μικρό, ήσυχο χωριό έξω από το Μάντσεστερ με την επί χρόνια σύντροφό του (αλλά μόλις από πέρυσι και σύζυγό του) Στέισι Κουκ και τα δύο τους παιδιά, τη Λίμπερτι και τον Ζακ, και όλα όσα ξέρει ο κόσμος γι' αυτόν τα έχουν πει άλλοι.
Τα περισσότερα, όπως φαντάζεστε, είναι από διθυραμβικά έως... κάτι παραπάνω. Δεν θα μπορούσε να είναι και αλλιώς. Περιπτώσεις όπως αυτή του Γκιγκς αποτελούν κάτι σαν το «αλάτι της ποδοσφαιρικής γης». Να είσαι παίκτης-σύμβολο της φανέλας, τέρας επαγγελματισμού, ταλαντούχος όσο δεν παίρνει και, συγχρόνως, πρότυπο συμπεριφοράς είναι ένας συνδυασμός σπάνιος ακόμη και στο... κέρλινγκ. Πόσο μάλλον στο (ολοένα και πιο -σόου- μπίζνα αγγλικό) ποδόσφαιρο και δη στη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Είναι ένας λόγος παραπάνω (απ' όσους... ήδη έχω, βέβαια) να τον χαρώ ξανά και πρωταθλητή Ευρώπης. Αντε να δούμε τι θα δούμε (και) στη Μόσχα, λοιπόν...
Δεν βρίσκω τον λόγο να αλλάξω ούτε λέξη από το κομμάτι που έγραψα πριν από ένα χρόνο για την τραγωδία του «Χίλσμπορο». Κυρίως επειδή, αν και πέρασαν 19 χρόνια, το μυαλό ακόμα αδυνατεί να συλλάβει το μέγεθος της τραγωδίας εκείνου του απογεύματος. Η κακιά στιγμή αρκεί να φέρει όσα δεν μπορεί ο χρόνος. Θέλεις να ξεχάσεις την τραγωδία, αλλά ο νους που σαλεύει μπορεί να μην το επιθυμεί. Θα ήταν καλύτερα, λες, να επέλεγε την απώθηση των εφιαλτικών αναμνήσεων στο βάθος του εγκεφάλου. Προσδοκώντας τη λήθη. Τη βουβή παρηγοριά. Είναι, όμως, χρέος όσων από εμάς ζήσαμε τον εφιάλτη να μην τον αφήνουμε να στοιχειώσει στη λησμονιά. Να μη μένουν στη σκιά αυτά τα γεγονότα που οδηγούν στην καταστροφή.
Είναι η υπόσχεση που δίνω στον εαυτό μου κάθε φορά που περνάω από το μνημείο που υπάρχει έξω από το «Ανφιλντ». Κάνω τον σταυρό μου, αναλογιζόμενος τις 96 ψυχές που χάθηκαν λίγα λεπτά μετά τις τρεις το μεσημέρι στις 15 Απριλίου 1989. Ανθρώπους που δεν ήθελαν τίποτα περισσότερο από το να δουν ένα παιχνίδι. Την αγαπημένη τους ομάδα. Αν νικούσε κιόλας, κάτι πολύ συνηθισμένο εκείνη την εποχή, ακόμα καλύτερα. Ο τραγικός φόρος αίματος δεν θα ήταν μόνο οι 89 άνδρες και οι 7 γυναίκες που άφησαν την τελευταία τους πνοή στην πιο ακατάλληλη γηπεδική εξέδρα της εποχής, στο «Λέπινγκς Λέιν» του «Χίλσμπορο» στο Σέφιλντ. Θα ήταν και οι εκατοντάδες τραυματίες και οι πληγωμένες ψυχές που θα άφηναν πίσω τους εκείνα τα δραματικά δευτερόλεπτα. Ανθρωποι που δεν άντεξαν τους επόμενους μήνες από τον χαμό των δικών τους. Κάποιοι που άρχισαν να παίρνουν αντικαταθλιπτικά χάπια. Κάποιοι άλλοι που επιχείρησαν να δώσουν τέλος στο βάσανό τους επιλέγοντας τον δρόμο της αυτοκτονίας. Τα σημάδια στην πόλη του Λίβερπουλ είναι χαραγμένα βαθιά. Στην ιστορία της ομάδας μία ακόμα μαχαιριά. Επειτα από εκείνη της αυτοχειρίας, που αμαύρωσε το όνομά της με τις ενέργειες εγκληματικών στοιχείων κάποιων οπαδών της την αποφράδα νύχτα του «Χέιζελ».
Η εγκληματική αμέλεια της Αστυνομίας, που σε μία ήδη γεμάτη εξέδρα στον ημιτελικό του Κυπέλλου Αγγλίας Λίβερπουλ – Νότιγχαμ άφησε να εισέλθουν πάνω από 1.000 υπεράριθμοι οπαδοί χωρίς εισιτήριο, ήταν η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι. Στην εποχή που τα απαρχαιωμένα αγγλικά γήπεδα είχαν κάγκελα το «Χίλσμπορο» ήταν από τα χειρότερα. Η καθυστερημένη αντίδραση, όταν διαφάνηκε πως υπήρχε πρόβλημα και ο κόσμος πηδούσε μέσα στο γήπεδο για να γλιτώσει, ήταν ο επόμενος κρίκος στην αλυσίδα που έσπασε. Η πολύ αργοπορημένη κινητοποίηση του κρατικού μηχανισμού αποτέλεσε το επόμενο σκαλοπάτι ενός αργού και βασανιστικού θανάτου (από ασφυξία) των πιο πολλών θυμάτων!
Αλλά και πάνω από το αίμα τους παίχτηκε ένα πόκερ εντυπώσεων. Μία φυλλάδα (η «Sun») επιδίωξε να βγάλει χούλιγκαν αυτούς τους ανθρώπους! Την ώρα που δεν είχαν προκαλέσει το παραμικρό πρόβλημα. Και αυτή η ηλιθιότητα αναπαράγεται κατά καιρούς και στην Ελλάδα! Ο τότε πρόεδρος της ΟΥΕΦΑ, ο Γάλλος Ζακ Ζορζ, παρασυρόμενος από το αντιβρετανικό μένος των συμπατριωτών του βιάστηκε να μιλήσει για «ζώα»! Την επόμενη μέρα αναγκάστηκε να καταπιεί τη γλώσσα του και να ζητήσει συγγνώμη.
Η Αστυνομία δεν έδωσε ποτέ στη δημοσιότητα τους φακέλους με το τι αληθινά συνέβη εκείνο το δραματικό μεσημέρι. Και επί σειρά ετών οι δικηγόροι των οικογενειών και οι δύο οργανώσεις που φτιάχτηκαν μετά το τραγικό συμβάν, η «Hillsborough Justice Campaign» και η «Hillsborough Family Support Group», πάλεψαν με τα κύματα για να οδηγηθούν στο εδώλιο οι υπεύθυνοι. Ο Τρέβορ Χικς, γέννημα θρέμμα Linerpudlian, έχασε εκείνη τη μέρα και τις δύο κόρες του! Πρωτοστατεί από τότε στην προσπάθεια να αποδοθεί δικαιοσύνη και, όπως λέει, αυτό τον κρατά ζωντανό! Στα περσινά εντός έδρας ματς στο Τσάμπιονς Λιγκ με την Μπαρτσελόνα, την Αϊντχόφεν και την Τσέλσι, ο κόσμος βρήκε την ευκαιρία να φωνάξει εν χορώ «Justice for the ’96». Το ίδιο και την Κυριακή με την Μπλάκμπερν.
Φυσικά ενοχλεί η μη απονομή δικαιοσύνης, αλλά η πικρή αλήθεια είναι πως δεν θα έφερνε πίσω αυτούς που χάθηκαν τόσο άδικα. Οπως άλλωστε το ίδιο συμβαίνει σε κάθε τόπο που ένα τέτοιο γεγονός σημάδεψε ένα παιχνίδι. Μία διασκέδαση. Στη θύρα 7, στο «Χέιζελ», στην Κορσική, στη Μόσχα, στη Γλασκώβη, στη Λίμα, στην Ακρα. Αλλάζουν τα μέρη, η γλώσσα, το χρώμα. Ο αριθμός των θυμάτων. Αλλου 340 ψυχές, αλλού 126, αλλού 318, αλλού 40, αλλού 21. Ο πόνος όμως είναι ο ίδιος. Το βουβό κλάμα της μάνας που δεν θα ξαναδεί το παιδί της. Του πατέρα που χάνει το βλαστάρι του. Του γιου και της κόρης που δεν θα αγκαλιάσουν ξανά τον γονιό. Της χήρας που ξαφνικά μένει μόνη. Το τιτίβισμα από τις χαρούμενες φωνές που γιορτάζουν μία νίκη μετατρέπεται σε οδυρμό. Ο θόρυβος από τα αρπακτικά πτηνά, σαν σε ταινία του Χίτσκοκ, που σου παγώνει το αίμα και έρχεται από πολύ μακριά. Ψυχές χαρωπές μέχρι πριν από λίγο, τις οποίες έρχεται ο μακάβριος βαρκάρης να πάρει στον κάτω κόσμο.
Εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι όσοι βρέθηκαν στην εξέδρα «Λέπινγκς Λέιν» πέρασαν χωρίς να ξέρουν όχι την πόρτα ενός ποδοσφαιρικού σταδίου, αλλά τις Πύλες της Κολάσεως. Εχω ξαναγράψει πως όλοι νομίζαμε με το σφύριγμα της σέντρας ότι μας χώριζαν 90 αγωνιστικά λεπτά από το «Γουέμπλεϊ». Αποδείχτηκε μακάβρια στην πράξη πως 96 αθώες ψυχές ήταν απλώς μόλις έξι λεπτά μακριά από έναν τραγικό θάνατο!
ΥΓ.: Τον Τζέιμι τον είχα γνωρίσει παιδάκι και είχε γίνει έφηβος πια όταν εκείνο το ηλιόλουστο πρωινό πήγε νωρίς στο Σέφιλντ, γιατί ο παππούς του τού είχε κάνει δώρο καλό εισιτήριο και πρώτη θέση στο τρένο για τα πρόσφατα γενέθλιά του! Ποιος ξέρει; Αν δεν πήγαινε από τους πρώτους στο γήπεδο, μπορεί να ήταν ακόμα στη ζωή, ολόκληρος άνδρας. Ονειρευόταν πάντα να δει τη Λίβερπουλ πρωταθλήτρια Ευρώπης. Τα ερωτήματα σχετικά με το πώς έφυγε από τη ζωή, όπως και οι άλλοι 95, παραμένουν αναπάντητα. Κοιτώντας προς τον ουρανό το βράδυ της «επικής» ανατροπής στην Πόλη τον Μάη του 2005, την ώρα που σήκωνε ο Στίβεν Τζέραρντ το Κύπελλο, είμαι απολύτως βέβαιος ότι τον πήρε το μάτι μου να χαμογελά...
Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου από την "SportDay" της Τρίτης, 15 Απριλίου 2008