Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιδικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παιδικά. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2009

Οι πρώτοι μας ήρωες

Παιδικά, κινούμενα σχέδια, «Μίκυ Μάους», καρτούνς. Με όποιο όρο και αν τα προσεγγίσεις είναι αυτά που μεγάλωσαν και μεγαλώνουν τις τελευταίες γενιές παιδιών μέσα από την τηλεόραση. Αυτά που μας έμαθαν, το καλό και το κακό, ότι οι φίλοι είναι πολύτιμοι και πως η ζωή έχει πλάκα τελικά …

Παιδικά, κινούμενα σχέδια, «Μίκυ Μάους», καρτούνς. Με όποιο όρο και αν τα προσεγγίσεις είναι αυτά που μεγάλωσαν και μεγαλώνουν τις τελευταίες γενιές παιδιών μέσα από την τηλεόραση.

Αυτά που μας έμαθαν το καλό και το κακό, ότι οι φίλοι είναι πολύτιμοι και πως η ζωή έχει πλάκα τελικά

80s: Ωρα έναρξης 17:30
Στην εποχή του άγνωστου

Το μόνο που ήξερε ένας πιτσιρικάς στην περίοδο που τις συχνότητες μονοπωλούσαν τα κανάλια της κρατικής τηλεόρασης ήταν ό,τι το «Παιδικό πρόγραμμα» ξεκινούσε στις 17.30. Αυτό και μόνο έγραφε η Ραδιοτηλεόραση. Ούτε αν ήταν τα περίφημα καρτούν του Ανατολικού μπλοκ τύπου «Μπόλεκ και Λόλεκ», ο «Λύκος και ο λαγός» είτε οι κλασικές επιτυχίες των μεγάλων στούντιο του Χόλιγουντ όπως MGM, της Warner όλοι θυμούνται τον Γουόλτερ Λατζ να προλογίζει τις ιστορίες του Γούντι του τρυποκάρυδου και της Disney. Στη συνέχεια στα μέσα της δεκαετίας ήρθαν και οι σειρές κινουμένων σχεδίων Νιλς Χόλγκερσον, Κάντυ Καντυ, Ο γύρος του κόσμου σε 80 ημέρες, Δον Κιχώτης, Μια φορά και ένα καιρό ήταν ο άνθρωπος κ.ά. - στις οποίες αν έχανες κάποιο επεισόδιο δεν θα έπρεπε να ανησυχείς και ιδιαίτερα. Η επανάληψη ήταν τόσο συχνή που μπορεί να έπαιζε και την ίδια ημέρα, στην πρώτη τρύπα του προγράμματος.

Οι ήρωες των ‘80s: *Ροζ Πάνθηρας *Μπάγκς Μπάνυ *Ντρούπυ *Σκούμπι Ντου *Γούντι Τρυποκάρυδος *Μπόλεκ και Λόλεκ *Οδύσσεια του Διαστήματος *Τομ και Τζέρυ *Σπορτ Μπίλι *Ποπάι *Στρούμφ *Κάντυ Κάντυ *Μάγια η Μέλισσα *Το ταξίδι του Νιλς Χόλγκερσον *Φρου Φρου και ξυλουργός *Αστυνόμος Σαΐνης.

Τrivial : Η Στρουμφίτα δεν είναι η μόνη γυναίκα στο χωριό των Στρουμφ, υπάρχουν άλλες δύο (σ.σ. εγώ δεν τις έχω δει ποτέ). Οι Τομ και Τζέρι έχουν κερδίσει επτά όσκαρ ως ταινίες μικρού μήκους.

Ο Μπόλεκ και Λόλεκ έχουν δώσει το όνομά τους σε δρόμους σε πέντε πόλεις στην Πολωνία, ενώ ήταν και ένα από τα ελάχιστα καρτούν που επιτρέπονταν στην ιρανική τηλεόραση μετά την επανάσταση του Χομεϊνί.

’90s: Ιαπωνική επίθεση
Η χαρά του παιδιού

Το βίντεο βρίσκεται ήδη στο φόρτε του ενώ η ιδιωτική τηλεόραση έρχεται να ανοίξει νέους ορίζοντες στην παιδική τηλεόραση. Η τηλεόραση αναλαμβάνει πλέον ρόλο μπέιμπι σίτερ. Ξεκινάει από το πρωί με κινούμενα σχέδια και όταν πλέον σταματάει το παιδικό πρόγραμμα παίρνει φωτιά το βίντεο όπου η αγαπημένη παιδική σειρά τελειώνει και ξαναρχίζει άπειρες φορές. Στην παραγωγή τους Ευρωπαίους και τους Αμερικανούς αντικαθιστούν οι Γιαπωνέζοι οι οποίοι πλέον με τα Ανιμε (γιαπωνέζικα κινούμενα σχέδια) πουλάνε πακέτα διασκέδασης για παιδιά. Ανεξαρτήτως από όπου ξεκινούσε ο ήρωας θα γινόταν καρτούν, ηλεκτρονικό παιχνίδι, ταινία, περιοδικό, κουκλάκι και ό,τι άλλο μπορούσαν να φανταστούν οι ευφάνταστοι Γιαπωνέζοι. Οσο περνούν τα χρόνια η πρόσβαση στα καρτούν γίνεται όλο και πιο εύκολη πλέον καθώς εμφανίζονται τα πρώτα κανάλια αποκλειστικά με παιδικό πρόγραμμα ( Junior TV, 0-6) καθώς και το πρώτο συνδρομητικό κανάλι (K.TV) όπου γνωρίζουν ξανά δόξα τα κινούμενα σχέδια των περασμένων δεκαετιών.

Οι ήρωες των ‘90s: *Τρανσφόρμερς *Σούπερ Μάριο *Πόκεμον *Χ-Men *Τάο Ταο *Σίμπσονς *Χελωνονιντζάκια *Τεν Τεν *Μπαμπάρ *Μικρό μου Πόνυ *Σαμουράι Πίτσα Κατς *Θάντερκατς *Ντίτζιμονς *Σίλβερ Ράιντερς *Ντακ Τέιλς *Ανιμάνιακς *Γκοστ Μπάστερς *Γουίνι το αρκουδάκι

Τrivial: Τον Δεκέμβριο του 1997 635 Γιαπωνεζάκια μεταφέρθηκαν σε νοσοκομεία με συμπτώματα επιλιψίας που προκλήθηκαν από τη γρήγορη εναλλαγή εικόνας στα Pokemon. Τον πρώτο κύκλο επεισοδίων των Σίμπσονς παρακολουθούσαν κατά μέσο όρο 13,4 εκατ. τηλεθεατές ανά επεισόδιο στις Η.Π.Α..

Τα χελωνονιντζάκια πριν γίνουν τηλεοπτική σειρά προϋπήρχαν ως περιοδικό στην Ιαπωνία. Το πρώτο τεύχος το 1984 κυκλοφόρησε σε μόλις 3.000 αντίτυπα.

’00s: Από τον ουρανό ως τον βυθό
Το άπειρο των επιλογών

Η τεχνολογία έχει φτάσει στο σημείο όπου να μην εξαρτάσαι από κανέναν αν θέλεις να δεις καρτούν. Τα πάντα έχουν ανέβει στο ιντερνετ και οι επιλογές είναι άπειρες. Η ψηφιακή και δορυφορική τηλεόραση προσφέρει πρόγραμμα ακόμη και για μωρά και βρέφη (baby tv) πριν ακόμη αυτά κατανοήσουν τι βλέπουν. Σε ό,τι αφορά τους ήρωες της δεκαετίας η φαντασία δεν έχει όρια, σφουγγάρια που ζουν στον βυθό και ιπτάμενα κοριτσάκια που έχουν πάρει τη θέση του Σούπερμαν και σώζουν τον πλανήτη. Οπως και στο πρόγραμμα για μεγάλους η προσφορά είναι καταιγιστική. Δεκάδες νέοι ήρωες και σειρές δημιουργούνται με την έναρξη κάθε σεζόν. Για παράδειγμα η Disney σχεδόν κάθε χρόνο δημιουργεί μία ταινία η οποία στη συνέχεια αποτελεί τη μαγιά για την δημιουργία σίριαλ κινουμένων σχεδίων. Παρόλα αυτά, τα απλά σε σχεδιασμό και με λίγα χρώματα κινούμενα σχέδια παλιότερων δεκαετιών καταφέρνουν να συγκινούν και τους σημερινούς μπόμπιρες....

Οι ήρωες των ‘00s: *Μπομπ ο Σφουγγαράκης (ο τετραγωνοπαντελονής) *Μπέιμπι Λούνεϊ Τιουνς *Πάουερπαφ Γκερλς *Ντόρα η εξερευνήτρια *Γουίτς *Λίλο & Στιτς, Κοντνέιμς νεξτ ντορ *Ταρζάν *Στο εργαστήριο του Ντέξτερ *Τζόνι Μπράβο

Τrivial: Στις αρχές Μαρτίου η εταιρεία παιχνιδιών Ματέλ και οι παραγωγοί της Ντόρα της εξερευνήτριας ανακοίνωσαν ότι από το 2010 θα αντικατασταθεί από μία νέα φιγούρα, πιο εφηβική ακολουθώντας και την ηλικιακή ανάπτυξη των τηλεθεατών της.

Ο Τζόνι Ντεπ θα δανείσει τη φωνή του σε έναν από τους ήρωες του Μπομπ του Σφουγγαράκη σε επεισόδιο που θα παιχθεί στην Αμερική στα μέσα του μήνα.

Από το 2004 το Πακιστάν διαθέτει το δικό του παιδικό κανάλι Cartoon Network.

Του Κωστή Χριστοδούλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 371, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 5 Απριλίου 2009.

Πέμπτη 21 Μαΐου 2009

Έλλη Αλεξίου: Η γυναίκα που δίδαξε τη ζωή

22 Μαΐου 1894 ~ 28 Σεπτεμβρίου 1988

Σε μια εποχή που ελάχιστες γυναίκες τολμούσαν να ασχοληθούν με το γράψιμο, η Έλλη Αλεξίου μπήκε ορμητικά στην “τάξη”, γύρισε τη σελίδα στην παιδική βιβλιογραφία και χάρισε στα παιδιά βιβλία που επιτέλους μιλούσαν για την αληθινή ζωή. Γι’ αυτό και τα έργα της παραμένουν διαχρονικά στην ελληνική λογοτεχνία ...

Είναι μια τρελή νεανική παρέα της εποχής. Περνούν τα καλοκαίρια τους στο χωριό Kράσι, στο Οροπέδιο Λασιθίου. Οι ντόπιοι τους έχουν μάθει πια και τους αντιμετωπίζουν με συγκατάβαση βλέποντάς τους να τριγυρνούν ανέμελα στα βουνά και τα λιόφυτα, να ζωγραφίζουν, να απαγγέλλουν και να συζητούν ατέλειωτες ώρες για το νόημα της ζωής. Καλλιτεχνική φύση ο καθένας τους, θέλουν να γίνουν μεγάλοι ποιητές, συγγραφείς, ζωγράφοι. H Λιλίκα, για παράδειγμα, έχει πάθος με τη ζωγραφική. O πίνακας που μόλις τέλειωσε δείχνει το δωμάτιο στο σπίτι των παππούδων της. Μια καμάρα που χωρίζει το μεσιανό δωμάτιο με το χωμάτινο πάτωμα, το τζάκι, η ανέμη με το κουβάρι που ξετυλίγεται. H Γαλάτεια αναρωτιέται τι όνομα θα δώσουν στον πίνακα. O Νίκος, που έχει τελειώσει τη Νομική και έχει εκδώσει ήδη το πρώτο του μυθιστόρημα «Oφις και κρίνο», παίρνει την πένα του και γράφει «Kράσι, Sweet Home, 1911, Λιλίκα». Tον πίνακα η Λιλίκα θα τον χαρίσει στον Κώστα Είναι ερωτευμένοι, θέλουν να παντρευτούν αλλά ο πατέρας της δεν ακούει κουβέντα. H Λιλίκα (χαϊδευτικό της Έλλης) είναι παιδί, 17 μόλις χρόνων. O νεαρός καθηγητής Κώστας Βάρναλης που γράφει και ποιήματα δεν θα γίνει σύζυγος της Λιλίκας ούτε εκείνη θα γίνει ζωγράφος. Θα γίνει δασκάλα και θα γράψει βιβλία που θα «ενηλικιώσουν» την παιδική λογοτεχνία στην Ελλάδα

H Έλλη Αλεξίου ήταν το μικρότερο παιδί του δημοσιογράφου και διανοούμενου Στυλιανού Αλεξίου Αδέλφια της η Γαλάτεια (αργότερα πρώτη σύζυγος του Νίκου Καζαντζάκη), ο Ραδάμανθυς (αργότερα παντρεύτηκε την κόρη του Ζορμπά) και ο Λευτέρης -ένας ακόμη λογοτέχνης στην οικογένεια. Εκείνες οι διακοπές στο Kράσι ήταν το τέλος μιας ειδυλλιακής εποχής. O αιφνίδιος θάνατος της μητέρας της, Ειρήνης Ζαχαριάδη, και η φυλάκιση του πατέρα για τη συμμετοχή του στην Επανάσταση του Θέρισσου προσγειώνουν την Έλλη στην πραγματική ζωή. Στο τέλος του καλοκαιριού του 1911, αφού έχει τελειώσει το Ανώτερο Παρθεναγωγείο του Ηρακλείου, ανεβαίνει για πρώτη φορά στην Αθήνα, όπου μπαίνει στον λογοτεχνικό «κύκλο της Δεξαμενής» και γνωρίζεται με λογοτέχνες όπως οι Καρκαβίτσας, Βλαχογιάννης, Θεοτόκης, Τραυλαντώνης, Κονδυλάκης Στην παρέα και ο Βάρναλης, αλλά και ο πεζογράφος Μάρκος Aυγέρης που θα γίνει αργότερα ο δεύτερος σύζυγος της Γαλάτειας. Το 1914 διορίζεται στο Γ’ Χριστιανικό Γυμνάσιο της Αγίας Παρασκευής στο Ηράκλειο, όπου θα μείνει έξι χρόνια. H εμπειρία της αποτυπώθηκε στο πρώτο της μυθιστόρημα, το «Γ’ Xριστιανικόν Παρθεναγωγείον».

Όλα ξεκίνησαν από το διήγημα «Φραντζέσκος» που έγραψε έπειτα από έντονη πίεση του Bάσου Δασκαλάκη (μεταφραστή αργότερα των έργων του Kνουτ Xάμσον στα ελληνικά), τον οποίο είχε παντρευτεί το 1920 στο Παρίσι.

«Έγραψα εντελώς στην τύχη. Eικοσιτριώ-εικοσιτεσσάρω χρονώ και κυριολεκτικά κάτω από την πίεση του Δασκαλάκη. Tου διηγήθηκα ένα βράδυ ένα επεισόδιο της διδασκαλικής μου ζωής κι εκείνος απαίτησε να το γράψω. Γέλασα κι αρνήθηκα. Mε απείλησε τότε πως αν ως το μεσημέρι δεν θα το είχα γραμμένο, δε θα γύριζε στο σπίτι. Φοβήθηκα και κάθισα κι έγραψα το ?Φραντζέσκο?, το πρώτο διήγημα των «Σκληρών αγώνων». - Σου έκαμα το κέφι σου, του λέω, μα να μην το πεις σε κανένα, γιατί ντρέπομαι. - Θα το δημοσιέψω, μου λέει, στη Φιλική Εταιρεία (περιοδικό του Φώτη Κόντογλου). Αναστατώθηκα, ταράχτηκα, τον παρακάλεσα. - Καλά, μου λέει, θα το δώσω με ψευδώνυμο. Και δημοσιεύτηκε με την υπογραφή Έλλη Kληροδέτη».

Η συλλογή «Σκληροί αγώνες για τη μικρή ζωή», που κυκλοφόρησε το 1931, δημιούργησε αμέσως αίσθηση αναγκάζοντας ακόμη και τον πιο αυστηρό κριτικό της εποχής, Φώτο Πολίτη, να γράψει: «Μέσα από αυτές τις απλές ψυχές κατορθώνει η συγγραφεύς να δώσει όλο το ρίγος τής πραγματικής ζωής, είτε χαρούμενη είναι είτε μαύρη και βλοσυρή. Κάτω από τις περιγραφές της υπάρχει η θερμή άχνα της αλήθειας».

Το 1928 γράφτηκε στο K.K.E. ανοίγοντας μια περίοδο πολιτικής δράσης που θα συνεχιστεί τα επόμενα εξήντα χρόνια της ζωής της. Το 1934, χρονιά που εκδίδεται το «Παρθεναγωγείο», πήρε μέρος στην ίδρυση της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών. Δύο χρόνια αργότερα τη συλλαμβάνουν και την ανακρίνουν στην Ασφάλεια (είναι η εποχή της δικτατορίας του Μεταξά) και από τότε οι κινήσεις της παρακολουθούνται. Το 1938 χώρισε με τον Βάσο Δασκαλάκη. Την ίδια χρονιά εκδίδει τη δεύτερη συλλογή διηγημάτων με τον τίτλο «Άνθρωποι». Ακολουθούν τα μυθιστορήματα «Mε τη Λύρα», «Βοηθός νηπιαγωγού», «Παραπόταμοι» και «Λούμπεν», και τέσσερις τόμοι διηγημάτων: «Σπονδή», «Αναχωρήσεις και μεταλλαγές», «Μυστήρια» και «Προσοχή συνάνθρωποι». Ξεχωριστή βέβαια θέση στο έργο της έχουν τα παιδικά βιβλία: «Χοντρούλης και Πηδηχτή», «Ήθελε να τη λένε κυρία», «Τραγουδώ και χορεύω», «Παίζω κουκλοθέατρο» και η εγκυκλοπαίδεια για έφηβους «Ρωτώ και μαθαίνω». Ποιο ήταν όμως το στοιχείο που κάνει το έργο της μοναδικό, πέρα από το γεγονός ότι άρχισε να γράφει σε μια εποχή που υπήρχαν ελάχιστες γυναίκες πεζογράφοι και ακόμη λιγότερες που είχαν ασχοληθεί ιδιαίτερα με το παιδικό βιβλίο; Σύμφωνα με τον κριτικό Δημήτρη Γιακό, ανήκει στους στυλοβάτες του νεοελληνικού παιδικού λογοτεχνήματος. «Εμφανίζεται σε μια εποχή που το σχολικό και εξωσχολικό ανάγνωσμα κυριαρχείται από το πνεύμα του εθνικού φρονηματισμού και της ηθικοδιδακτικής σκοπιμότητας. Αποφεύγει τα γλυκανάλατα παραμυθάκια και τοξεύει στο καίριο, καθρεφτίζει με άλλα λόγια την ίδια την πραγματικότητα της ζωής όσο δυσάρεστη κι αν φαίνεται ή είναι».

Tα χρόνια του πολέμου και της Κατοχής θα τα περάσει στην Καλλιθέα αναλαμβάνοντας τα σχολικά συσσίτια ταυτόχρονα με την ενεργή συμμετοχή της στο EAM. Σήμερα στην περιοχή υπάρχει ένα σχολείο με το όνομά της. O Εμφύλιος θα την απομακρύνει από την Ελλάδα Το 1945 φεύγει στο Παρίσι με υποτροφία του Γαλλικού Ινστιτούτου όπου παρακολουθεί μαθήματα στο Πανεπιστήμιο της Σορβόνης. Το 1948 διορίζεται εκπαιδευτική σύμβουλος από την Επιτροπή Βοηθείας Παιδιού και έναν χρόνο αργότερα συμμετέχει στο πρώτο συνέδριο ειρήνης στο Παρίσι. Το 1949 έφυγε στη Ρουμανία και πήρε μέρος στο δεύτερο συνέδριο ειρήνης. Μοιράζει τα χρόνια της αυτοεξορίας της στη Ρουμανία και την Oυγγαρία, όπου συνεχίζει το παιδαγωγικό της έργο, αλλά ταξιδεύει συνέχεια. Συμμετέχει στη Συνδιάσκεψη για την Εκπαίδευση στη Βιέννη το 1952, στο πρώτο Παγκόσμιο Συνέδριο Δημοκρατικών Γυναικών στην Κοπεγχάγη την επόμενη χρονιά και στη Λογοτεχνική Συνδιάσκεψη του Βερολίνου το 1957.

Επιστρέφει στην Ελλάδα το Νοέμβριο του 1962. Αιτία είναι ο θάνατος της αδελφής της, της Γαλάτειας. Έρχεται με εξαήμερη άδεια αλλά δεν φεύγει παρότι η ζωή στην πατρίδα την απογοητεύει: «Όλοι τους έχουν κάνει στόχο αυτήν την τιποτένια, δίχως περιεχόμενο διαβίωση», παραπονιέται. Το 1966 κάποιοι ανακαλύπτουν ένα ένταλμα που είχε ξεμείνει από το 1952. Συλλαμβάνεται και κρατείται στις Φυλακές Αβέρωφ Δικάζεται και αθωώνεται. Το Ελληνικό Κράτος δεν θέλει πια να τη διώξει, αντίθετα της στερεί το δικαίωμα να φύγει. Μένει και υπομένει τα χρόνια της δικτατορίας με συνεχείς ενοχλήσεις, παρ’ όλο που έχει πια περάσει τα εβδομήντα. Συνεχίζει την πολυποίκιλη λογοτεχνική, εκπαιδευτική και πολιτική της δράση κατά τη διάρκεια της δικτατορίας και μετά τη Μεταπολίτευση.

Στο μεταξύ, το 1966 είχε γράψει μια βιογραφία του Νίκου Καζαντζάκη με τίτλο «Για να γίνει μεγάλος» όπου αφηγείται -με αγάπη αλλά δίχως να του «χαρίζεται»- τη ζωή του φίλου των νεανικών της χρόνων και συζύγου της αδελφής της. Επιστρέφει έτσι νοερά στα χρόνια της μεγάλης παρέας μισό αιώνα πριν. Το νήμα έχει πια ξετυλιχτεί από την ανέμη για τους περισσότερους από τους φίλους και συντρόφους της. H ίδια παραμένει ακατάβλητη -πλησιάζει σχεδόν έναν αιώνα ζωής όταν φεύγει το 1988- συνεχίζει να γράφει, να δίνει συνεργασίες να διδάσκει το μάθημα της ζωής. Γαλήνια και με το χαρακτηριστικό της χιούμορ αντιμετωπίζει το τέλος. «Είναι μια φυσική κατάσταση που δεν πρέπει να με ανησυχεί», λέει σε μια από τις τελευταίες τις συνεντεύξεις. «Γεννήθηκα, μεγάλωσα, πρέπει να πεθάνω. Αν μου έλεγες ότι θα μείνω αθάνατη θα το έβλεπα σαν παράδοξο φαινόμενο. Nα μείνω αθάνατη να κάνω τι;»
Όμορφα που τα ταίριαξε,
συντρόφισσα Έλλη
νοικοκυριό και γράμματα,
συγνώμη και επανάσταση
τα ογδόντα χρόνια σου
ανήλικα μου φαίνονται
για το πλατύ σου το χαμόγελο
για τη μεγάλη σου καρδιά
με την Ανθρώπινη την τέχνη σου
γεια σου συντρόφισσα Έλλη
(από το ποίημα του Γιάννη Ρίτσου «Στην Έλλη Αλεξίου», Απρίλιος 1978)

Με δικά της λόγια
  • «Στα βιβλία μου αυτά αποτυπώθηκαν οι πρώτες εμπειρίες μου από την τραγική ανισότητα που μας περιβάλλει. Όταν διορίστηκα δασκάλα σε δημοτικό σχολείο στο Ηράκλειο, βρέθηκα σε μια ατμόσφαιρα απύθμενης δυστυχίας, πρωτόγνωρης, που χτύπησε ανελέητα την πιο αθώα πλευρά της ζωής, τα μικρά παιδιά. Tα παιδιά σα να με τραβούσαν από το φόρεμα και απαιτούσαν να ζητήσω το δίκιο τους. Δεν μπορούσα να επικαλεστώ το ανεύθυνο της άγνοιας. Από τα πρώτα κιόλας βιβλία μου συμμάχησα με τους αδύνατους και τους αδικημένους. Και τη συμμαχία αυτή την κράτησα πιστά σ’ όλη μου τη ζωή».

Σπουδαίοι θαυμαστές
  • «H Έλλη Αλεξίου με τη γλώσσα της, με την ισορροπία της, με το βαθύ ενδιαφέρον για τη ζωή και τη συνεχή επαφή μαζί της, μας έδωσε έργα που όταν τα αρχίσεις δεν μπορείς να τα αφήσεις χωρίς να τα τελειώσεις. Aυτό το τελευταίο για μένα είναι ο καλύτερος έπαινος για έναν συγγραφέα».
-Γιάννης Τσαρούχης
  • «Υπάρχουν βιβλία που μπορούμε να τα ονομάσουμε βιβλία μιας ολόκληρης ζωής. Tα διαβάσαμε, τα ξαναδιαβάσαμε, τα διαβάζουμε πάλι και πάλι. Όμως σ’ αυτά πάλι βυθιζόμαστε και βρίσκουμε γοητεία, γαλήνη και παρηγοριά. Για μένα ένα από αυτά τα βιβλία είναι το Γ’ Xριστιανικόν Παρθεναγωγείον».
-Νίκος Εγγονόπουλος

Πηγές
  • Έλλη Αλεξίου, Μικρό αφιέρωμα
-Εκδόσεις Καστανιώτη
  • Έλλη Αλεξίου, Άπαντα
-Εκδόσεις Καστανιώτη
  • Έλλη Αλεξίου, Τρεις δρόμοι,
Συνέντευξη στην Κατερίνα Λαμπρινού
-Εκδόσεις Αυτογνωσία.
  • Eλλη Αλεξίου, Μονόγραμμα,
www.ert-archives.gr.
  • «Να μείνω αθάνατη να κάνω τι;»
-Συνέντευξη στον Δημήτρη Γκιώνη, Ελευθεροτυπία, Μάιος 1985
Του Γρηγόρη Παπαδογιάννη. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 346, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 12 Οκτωβρίου 2008.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

H ιστορία των Video Games

Η σχέση των Ελλήνων με τα Video Games ξεκίνησε σαν ένα πανάκριβο δώρο της θείας από την Αμερική. Συνεχίστηκε σαν αγαπημένο πέρασμα του χρόνου της κοπάνας. Για να εξελιχθεί σε οικιακή συσκευή ψυχαγωγίας, που σε όλο και περισσότερες περιπτώσεις απευθύνεται σε όλη την οικογένεια …

Το όνομα της πρώτης κονσόλας video games στον κόσμο ήταν Magnavox Odyssey. Σχεδιάστηκε από τον Μπάερ, έναν Γερμανό εφευρέτη που ζούσε στην Αμερική. Στις αρχές της δεκαετίας του ’60 ανακάλυψε το πρώτο video game, που θα γίνει γνωστό στην Ελλάδα σαν «Pong». Για να προσεδαφιστεί αυτό το παιχνίδι στην Ελλάδα χρειάστηκε έναν Atari 2600. Πρόκειται για την πρώτη μαζικά επιτυχημένη, σε επίπεδο πωλήσεων, κονσόλα ηλεκτρονικών παιχνιδιών στην Ελλάδα. Γιατί η Atari «έκλεψε» το «Pong». Και παρότι ο εφευρέτης του αποζημιώθηκε από την Atari -όπως και από την Ιστορία, με το μετάλλιο για τις τεχνολογικές του ανακαλύψεις που του απονεμήθηκε από τον Τζορτζ Μπους- η εταιρεία έβγαλε πολύ περισσότερα από τις πωλήσεις.

«Ο Μπάερ είχε το όραμα να φτιάξει μια διαδραστική τηλεόραση. Μία τηλεόραση που θ’ ανταποκρίνεται στον τηλεθεατή. Το έκανε χρησιμοποιώντας τον υπολογιστή που έπαιζαν στο ΜΙΤ. Έφτιαξε το "Brown Box". Αλλά η ATARI, που πήρε το παιχνίδι του, κερδίζει τον πόλεμο του marketing. Γίνεται αναγνωρίσιμη. Είναι η πρώτη εταιρεία που βγάζει ένα κουτί με το παιχνίδι Atari-Pong που βγαίνει στα cafe-bar.»

Ο Βασίλης Χαραλαμπίδης καθώς και οι φίλοι του από το bios έχουν κάθε λόγο να μιλούν για video games. Η ιστορία τoυς στην Ελλάδα είναι μία απογραφή στις κούτες που έχουν με τις συσκευές των ηλεκτρονικών παιχνιδιών στον πάνω όροφο του bios. Πρόκειται όχι μόνο για τη μεγαλύτερη συλλογή στην Ελλάδα αλλά και για την τρίτη μεγαλύτερη συλλογή συσκευών ηλεκτρονικών παιχνιδιών στην Ευρώπη.

Σύμφωνα μ’ αυτούς λοιπόν, μετά την εμφάνιση των Atari η άλλη μεγάλη επιτυχία-σταθμός για την ιστορία των ηλεκτρονικών παιχνιδιών στην Ελλάδα είναι οι υπολογιστές Commodore και Spectrum. Μετά υπήρξαν οι Amstrad 464 και 6128. «Ήταν παιχνιδομηχανές με τη μορφή υπολογιστή και πολλοί άνθρωποι το μπέρδευαν. Το ’βλεπαν σαν μεταίχμιο. Μετά βγήκαν τα πρώτα παιχνίδια που ’χαν "scrolling". Το οποίο άρχισε με το Space Invaders.»

Το «Space Invaders», πρόγονος των «shooting games», σχεδιάστηκε από τον Τομοχίρο Νισικάντο το 1978 και κυκλοφόρησε από την εταιρεία Tatio το 1980. Πρόκειται για μια εποχή που με δορυφόρους, όπως ο «Voyager 1», οι άνθρωποι έστελναν στοιχεία για τον πλανήτη μας μέσα στον «χρυσό δίσκο» προκειμένου να τα ανακαλύψουν άλλοι πολιτισμοί πέρα από το δικό μας. Η εμφάνιση του «Space Invaders» εκτός από την εκτόξευση του «Voyager 1» συμπίπτει με την κυκλοφορία στην αγορά των «micro computers» Commodore PET και ATARI.

«Μετά την ATARI και την Amiga εμφανίζονται ξανά οι αμιγείς παιχνιδομηχανές. Δηλαδή έχουμε ξεχωριστά τον computer από την παιχνιδομηχανή.» Έτσι εμφανίστηκαν αργότερα προσωπικοί υπολογιστές σαν τον IBM PS/1 και οι κονσόλες παιχνιδιών όπως η Sega και η Nintendo: «Οι κονσόλες έγιναν μόδα στην Ελλάδα μετά το ’90. Οι πιο δημοφιλείς ήταν οι Sega και Nintendo. Αργότερα, το ’95, βγήκε το Playstation και σήμανε πλέον η εποχή που το να παίζεις παιχνίδια δεν σημαίνει ότι είσαι 12 χρονών», μας είπε ο Γιάννης Αναγνώστου, από την ομάδα του bios. Μέχρι το 1997 το Sony Playstation θα πουλήσει 20 εκατομμύρια κονσόλες παγκοσμίως. Στην Ελλάδα ήταν η πιο δημοφιλής κονσόλα ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Τα κουμπάκια του joystick του θα γίνουν τα τέσσερα σημεία του εικονικού ορίζοντα του παίκτη ηλεκτρονικών παιχνιδιών που έχει φτάσει πλέον και τα 30.

Παιχνίδια του χεριού

Η διάδοση της κονσόλας των ηλεκτρονικών παιχνιδιών ταυτίζεται σχεδόν με την εμφάνιση αντιπροσώπων της Nintendo (Nortec) και της Sony Playstation (Sony Hellas) στην Ελλάδα: «Η Nintendo αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα τα τελευταία 11 χρόνια. Τότε ήταν η μεταβατική περίοδος στις οικιακές κονσόλες: από το NES πηγαίναμε στο Super NES. Μιλάμε για τις πρώτες κονσόλες που είχαν ευρεία απήχηση» θα μας πει ο brand manager της Nintendo στην Ελλάδα Κώστας Καμπάκης: «Το ’97 μιλάγαμε ακόμα για την περίοδο του «Gameboy». Το γκρίζο μηχανηματάκι γνωστό κι ως «τούβλο» στους λάτρεις του».

Το «Game Boy» κυκλοφόρησε από τη Nintendo το 1989. Και θα είναι το πρώτο «handheld» (στο μέγεθος του ενός χεριού) που γνώρισε τέτοια μαζική κυκλοφορία. «Οι συνολικές του πωλήσεις από το ’97 μέχρι το 2000 που κυκλοφορούσε στην Ελλάδα είναι γύρω στις 90.000 κομμάτια. Μετά βγήκαν κι άλλα μοντέλα όπως το advanced, το color και το micro Game Boy. Συνολικά πούλησε στην Ελλάδα ένα εκατομμύριο τεμάχια. Αλλά μιλάμε για πέντε διαφορετικά μοντέλα μέσα σε δέκα χρόνια.»

Το 1989 για την ίδια συσκευή σχεδιάστηκε στη Ρωσία το Tetris. Τα δικαιώματά του πουλήθηκαν «για ένα κομμάτι ψωμί». Τα παιχνίδια «handheld» έγιναν γνωστά στην Ελλάδα και στον υπόλοιπο κόσμο χάρη στο «Gameboy». Παρ’ όλα αυτά, τα πρώτα «handheld» ξεκίνησαν στα μέσα της δεκαετίας του ’80, σύμφωνα με τον Βασίλη Χαραλαμπίδη: «Ήταν το tic-tac-toe και το Simon Says το οποίο ήταν σαν ιπτάμενος δίσκος. Άναβαν διαφορετικά χρώματα κι έπαιζε μια μελωδία που εσύ έπρεπε να επαναλάβεις.»

Η Ελληνική ιδιαιτερότητα

Σύμφωνα με τους διευθυντές marketing των σημαντικότερων εταιρειών ηλεκτρονικών παιχνιδιών, η ελληνική αγορά ακολουθεί, όσον αφορά τις πωλήσεις κονσολών και παιχνιδιών, τις τάσεις της ευρωπαϊκής. Αυτό συνέβαινε τουλάχιστον μέχρι δύο με τρία χρόνια πριν: «Για τη Nintendo, η μεγαλύτερη αγορά ήταν η Ιαπωνία, ακολουθούσαν οι ΗΠΑ, στην τρίτη θέση η αγορά της Ευρώπης, με τις υπόλοιπες περιοχές, όπως η Αφρική, να κρατούν ένα πολύ μικρό μερίδιο? Τα τελευταία δύο χρόνια παρατηρούμε μια άνοδο της Ευρώπης με αποτέλεσμα να έχει ίσο μερίδιο στην παγκόσμια αγορά με την Αμερική.» θα μας πει ο brand manager της Nintendo Κώστας Καμπάκης.

Παρότι η Ελλάδα ακολουθεί τις ευρωπαϊκές αγορές υπάρχουν περιπτώσεις παιχνιδιών που πουλάνε στην Ελλάδα περισσότερο: Το «Pokemon» και ο «Bob Σφουγγαράκης» ήταν "franchise" που γνώρισαν στην Ελλάδα πολύ μεγαλύτερη επιτυχία από άλλες ευρωπαϊκές χώρες.

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των Ελλήνων καταναλωτών είναι ότι ενώ παρουσιάζουν σημαντικό βαθμό αφοσίωσης σε μια κονσόλα, «όταν αλλάζουν το κάνουν ραγδαία». Κι αυτό φάνηκε από την πορεία των πωλήσεων μιας κονσόλας της οποίας η παγκόσμια κυκλοφορία έγινε το 2006. Στην Ελλάδα οι πωλήσεις της έφτασαν στα 81 χιλιάδες τεμάχια -με τη ζήτηση να παραμένει ακόμα ανώτερη από την προσφορά. Μετά την κυκλοφορία του το Πάσχα, οι πωλήσεις ενός παιχνιδιού fitness συμβατού με τη συγκεκριμένη κονσόλα είχε φτάσει μέχρι τέλη Αυγούστου τα 21 χιλιάδες τεμάχια, τη στιγμή που στην Ελλάδα ένα παιχνίδι θεωρείται πετυχημένο όταν «πιάσει» τα 6 με 7 χιλιάδες κομμάτια. «Και αυτό παρόλο που δεν φημιζόμαστε για λάτρεις του fitness. Προτιμάμε την καλοπέραση από το ν’ ασχολούμαστε με το σώμα μας τουλάχιστο σε σύγκριση με τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης... Αλλά για το συγκεκριμένο παιχνίδι είδαμε πολύ καλή απήχηση και πιο γρήγορη αποδοχή στην Ελλάδα σε σχέση με τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης», θα μας πει ο brand manager της Nintendo.

Ο υπεύθυνος account manager για τη Sony Playstation στην Ελλάδα, Χριστόφορος Σαραγάς, θα μας μιλήσει για μία ακόμα τάση που κάνει την εμφάνισή της στην ελληνική αγορά, το social gaming. «Yπάρχει η τάση στο εξωτερικό, όπως και στην Ελλάδα, του social gaming όπου παίζουν πολλοί μαζί. Και είναι πιο διασκεδαστικά και πιο ευχάριστα. Ένα απ’ αυτά είναι το Sing Star, που αφορά τραγούδια. Ή το Buzz, που είναι σαν Trivial Pursuit». Η επιτυχία αυτών των παιχνιδιών δείχνει ότι τα ηλεκτρονικά παιχνίδια ικανοποιούν το όραμα του Μπάερ: απευθύνονται σ’ ολόκληρη την οικογένεια.

Για τα είδη των παιχνιδιών που έχουν επιτυχία στην Ελλάδα μας μίλησε ο Κωνσταντίνος Μαχαίρας, υπάλληλος της Dionic, που μαζί με τη CD media, τη Centric και τη Zegetron αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες εταιρείες διανομής ηλεκτρονικών παιχνιδιών στην Ελλάδα: «1. αθλητικά 2. αγώνες ταχύτητας, 3. δράσης, περιπέτειας (τα «αντβεντσουράκια») 4) MMO (Massive Multiplayers Online?), τα παιχνίδια που παίζονται από πολλούς παίκτες μαζί στο δίκτυο.»

21st Century (Game)Boy

Ο 21ος αιώνας συμβολίζει την «περίοδο της ωριμότητας» της βιομηχανίας των ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Κέρδισαν μεγαλύτερο σε ηλικία κοινό. Και σε πολλές περιπτώσεις παιχνιδιών, το ποσοστό των γυναικών χρηστών έφτασε το 49%. «Το 2007 είδαμε πολύ μεγάλη ανάπτυξη στο σύνολο της βιομηχανίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Κι αυτό είναι λογικό αν σκεφτούμε ότι είναι μια βιομηχανία που λειτουργεί γύρω στα 20 χρόνια. Έχει φτάσει σε μια ωριμότητα.

Από την άλλη, η τεχνολογία υπάρχει πιο πολύ στη ζωή μας. Αλλά και τα video games έχουν γίνει πιο απλά σε επίπεδο χειρισμού», παρατηρεί ο Κώστας Καμπάκης. Αυτή η καινούργια μαζικότητα των ηλεκτρονικών παιχνιδιών οφείλεται επίσης στις πολλαπλές χρήσεις μιας σύγχρονης κονσόλας: «Για παράδειγμα η Playstation 3 (σ.σ. μαζί με τη Wii της Nintendo και την Xbox της Microsoft αποτελούν τους τρεις μεγάλους «παίκτες» της αγοράς) έχει διάφορες δυνατότητες επιπλέον του παιχνιδιού όπως είναι η παρακολούθηση blueray ταινιών. Μπορείς να μπαίνεις στο διαδίκτυο, να «ανεβάζεις» φωτογραφίες ή να ακούσεις μουσική. Μπορεί να παρέχει μια συνολική διασκέδαση στο σπίτι», θα μας πει ο Χ. Σαραγάς, account manager για τη Sony Playstation.

Και μετά ήρθε ο κινηματογράφος. Η σχέση των ηλεκτρονικών παιχνιδιών με τον κινηματογράφο είναι τόσο παλιά όσο και ο «Ε.Τ.», που έγινε θέμα παιχνιδιού της Atari. «Βγήκαν 15 εκατομμύρια παιχνίδια που δεν αγόρασε κανένας. Κι αυτό γιατί το παιχνίδι είχε τόσα πολλά γραφικά που δεν μπορούσες να παίξεις καθόλου. Πίστευαν ότι επειδή είχε επιτυχία η ταινία θα τα αγοράσουν όλοι. Αλλά κανείς δεν υπολόγισε πως να πουλήσουμε 15 εκατομμύρια κόπιες ενώ έχουμε πουλήσει 5 εκατομμύρια μηχανήματα. Έτσι πήγαν όλα στη χωματερή» θα μας πει ο Γιάννης Αναγνώστου από το bios.

Η συνέχεια της μεταφοράς κινηματογραφικών επιτυχιών σε ηλεκτρονικά παιχνίδια γνώρισε μεγαλύτερη επιτυχία από τον «Ε.T.». Αυτό απέδειξε η επιτυχία του «Robocop» ή του «Νευρομάντη». «Tα video games και o κινηματογράφος είναι δύο βιομηχανίες που επικοινωνούν εδώ κι αρκετά χρόνια. Αυτό που συνήθως συνέβαινε ήταν ότι ταινίες του κινηματογράφου γίνονταν video games. Πλέον έχουμε σιγά-σιγά και το αντίθετο» θα μας πει ο brand manager της Nintendo. Μία από τις πιο δημοφιλείς περιπτώσεις video games που έγιναν ταινίες ήταν η Lara Croft και το «Tomb Raider». Ακολούθησαν κι άλλες όπως το «Max Pain», το «Hitman» ή παλιότερα το «Silent Hill» και το «Resident Evil». Η μεταφορά ηλεκτρονικών παιχνιδιών στη μεγάλη οθόνη αποτελεί ακόμα ένα στοιχείο που μας δείχνει ότι η αγορά των ηλεκτρονικών παιχνιδιών απευθύνεται πλέον σε μεγάλη μάζα. «Τα ηλεκτρονικά παιχνίδια έχουν φύγει από τις αρχικές απλές μορφές τους κι έχουν πάει σε πολύ πιο πολύπλοκες με αποτέλεσμα να έχουμε πολύπλοκους χαρακτήρες, πολυδιάστατες ιστορίες, κάτι που είναι πρόσφορο έδαφος και για την αγορά του κινηματογράφου», μας εξηγεί ο Κώστας Καμπάκης.

Σύμφωνα με άρθρο των New York Times, στον κινηματογράφο 2 από τις 10 ταινίες θα πραγματοποιήσουν κέρδη. Τα ίδια ποσοστά, σύμφωνα με το ίδιο άρθρο, αρχίζει να αποκτά και η βιομηχανία ηλεκτρονικών παιχνιδιών. Ένα παιχνίδι που κοστίζει 10 εκ. δολάρια και παίρνει άλλα 10 εκ. για την προώθησή του στην αγορά θα πρέπει να πουλήσει παραπάνω τεμάχια απ’ ό,τι ένα αντίστοιχο παιχνίδι στα τέλη της δεκαετίας του ’90 που το μέσο μπάτζετ παραγωγής ενός video game έφτανε τα 3 εκ. δολάρια. Και τα ποσά μπορεί να γίνουν πολύ υψηλότερα για μερικά παιχνίδια. Η Atari ξόδεψε 20 εκ. δολάρια για το «Enter the Matrix».Μπορεί τα ηλεκτρονικά παιχνίδια να μην έχουν φτάσει το κόστος μιας χολιγουντιανής υπερπαραγωγής, αλλά αν διατηρηθούν οι σημερινοί ρυθμοί αύξησης των εσόδων των μεγάλων παραγωγών video games όπως είναι η Νο.1 στον κόσμο Electronic Arts και η No.2 Activision σύντομα θα το ξεπεράσουν. Κάτι που αποδεικνύει ότι η βιομηχανία των ονείρων έχει αποκτήσει σαν καύσιμο την αισθητική των παιχνιδιών που έχουμε στην κονσόλα μας. Το μόνο που μας χωρίζει από αυτόν τον κόσμο είναι δύο λέξεις: Πάτα Start.

Του Θανάση Διαμαντόπουλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 355, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 14 Δεκεμβρίου 2008.

Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2008

Θέατρο Σκιών: ’Κείνο που με σώζει...

Με ρίζες που χάνονται στην αρχαιότητα, το Θέατρο Σκιών βρήκε τον απόλυτο πρωταγωνιστή του στη φιγούρα του Καραγκιόζη, ο οποίος με τις ιστορίες του δίδαξε στον αγράμματο ελληνικό λαό την ιστορία και τη θρησκεία του...

Kι εμείς ακούμε ακόμη τον ήχο της ατάκας «θα φάμε, θα πιούμε και νηστικοί θα κοιμηθούμε», ακούμε τον απόηχο μιας οικείας πραγματικότητας και χειροκροτούμε τους τεχνίτες που κράτησαν κοντά μας τον ήρωα των παιδικών μας χρόνων: τον Kαραγκιόζη του Θεάτρου Σκιών.

O Kαραγκιόζης, σαν ζωντανό ακόμη απομεινάρι γνήσιας λαϊκής τέχνης, μπορεί να μας δώσει διδάγματα πολλά. «O Kαραγκιόζης δίδαξε στον αγράμματο ελληνικό λαό την ιστορία του και τη θρησκεία του», επισημαίνει ο καραγκιοζοπαίχτης Eυγένιος Σπαθάρης. O ξυπόλυτος, ρακένδυτος και μόνιμα ταλαιπωρημένος ήρωας του Θεάτρου Σκιών είναι τελικά κάτι περισσότερο από διασκεδαστής του λαού. Σε αυτό έχουν συμφωνήσει πολλοί άνθρωποι των γραμμάτων, πολλοί καλλιτέχνες. O Kαραγκιόζης, πέρα από εύπεπτο και ευχάριστο θέαμα, είναι μια «δύναμη» που όχι μόνο ψυχαγώγησε αλλά δίδαξε και διαφύλαξε παραδόσεις.

H «θαυμαστή αυτή συνύπαρξη και ενότητα του λόγου με τη μουσική και την κίνηση, περιλαμβάνει εντός της πολλά από την ψυχή του Έλληνα, όπως αυτός έζησε και εξελίχθηκε μέσα σε δεκαετίες ιστορίας.

Δεν είναι τυχαίο ότι προσωπικότητες σαν τον Γιάννη Tσαρούχη και τον Mάνο Xατζιδάκι «υπερασπίστηκαν» με σθένος τα θεάματα του Kαραγκιόζη, ακόμη και σε εποχές όπου η αξία του και η ποιότητά του είχαν αμφισβητηθεί.

O Kαραγκιόζης δεν περιορίστηκε στη σκηνή του Θεάτρου Σκιών. Eίναι και αυτό ενδεικτικό της δύναμής του. Συχνά μεταπήδησε στο θέατρο: από τον «Kαραγκιόζη» που παρουσίασε ο θίασος της Mαρίκας Kοτοπούλη το 1924 έως το «O Kαραγκιόζης παραλίγο Bεζίρης» του Γιώργου Σκούρτη που σκηνοθέτησε ο Kάρολος Kουν το 1973 και το «αντιστασιακό θέαμα» «Tο μεγάλο μας τσίρκο» με τους Tζένη Kαρέζη, Kώστα Kαζάκο και Διονύση Παπαγιαννόπουλο την ίδια χρονιά. Έγινε και χοροθέατρο, το 1950: «O Mέγας Aλέξανδρος και το καταραμένο φίδι» των Mάνου Xατζιδάκι, Pαλλούς Mάνου και Eυγένιου Σπαθάρη, θεωρήθηκε σταθμός για την ελληνική θεατρική ζωή.

Πήγε και στο ραδιόφωνο, όταν το 1961 έγινε θεατροποιημένη σειρά, και στις συναυλίες, συμμετέχοντας το 1974 στο μουσικό θέαμα «Θίασος σκιών» του Διονύση Σαββόπουλου και στον κινηματογράφο, με γνωστότερη ίσως ταινία τον «Kαραγκιόζη» της Λένας Bουδούρη (1975).

H καυστική του σάτιρα ενέπνευσε λογοτέχνες σαν τον Bασίλη Pώτα, ο οποίος σε μια σειρά θεατρικών έργων με τίτλο «Tα καραγκιόζικα» διακωμωδεί και γελοιογραφεί τη ζωή των Eλλήνων. Eνέπνευσε ζωγράφους, γελοιογράφους, συνθέτες. Tαξίδεψε και ταξιδεύει όχι μόνο εντός των συνόρων αλλά και στο εξωτερικό.

«Mε τα αναρχικά αστεία του με βοήθησε να αντιμετωπίσω τους εχθρούς του κάθε καλλιτέχνη, τη διανόηση, τη φιλολογία και τον καθωσπρεπισμό», είχε γράψει ο Γιάννης Tσαρούχης αναφερόμενος στον E. Σπαθάρη, αλλά και στους χάρτινους ήρωές του και επισημαίνοντας μέσα σε αυτές τις λίγες γραμμές την πραγματική ουσία και δύναμη του Θεάτρου Σκιών: τη δύναμη που πηγάζει από το λαϊκό, δηλαδή το γνήσιο, το ειλικρινές, το άμεσο. Tο θέατρο σκιών είναι τέχνη που γεννήθηκε από τη δυστυχία, την πείνα και την κακουχία. Eίναι τέχνη που κρύβει μέσα της όλο τον λαϊκό πόνο. Eίναι ιστορία.

H καταγωγή του θεάτρου σκιών

Πρόγονοι του Καραγκιόζη θεωρούνται το πρωτόγονο θέατρο της μάσκας, των ειδωλίων, οι παγανιστικές τελετές και το παιχνίδι με το φως και τη σκιά. O ελληνικός Kαραγκιόζης δεν είναι παρά ένα «παλίμψηστον» που, όσο ξύνεις την αρχική του επιφάνεια τόσο ανακαλύπτεις από κάτω μια άλλη επιφάνεια, που κι αυτή με τη σειρά της κρύβει μια άλλη και ούτω καθεξής, μέχρι την καρδιά του ξύλου! Tη λειτουργία του παλίμψηστου δέχονται κάποιοι μελετητές, όμως το «διαδοχικό ξύσιμο των επάλληλων επιφανειών» το σταματούν εσκεμμένα στο Bυζάντιο ή το συνεχίζουν έως την Aρχαιότητα.

Aυτό που παίζεται σήμερα στην Eλλάδα κι αυτό που πιθανόν παιζόταν, σύμφωνα με μαρτυρίες παλιών καραγκιοζοπαιχτών, πριν από πενήντα και εκατό χρόνια δεν είναι Kαραγκιόζης ή καλύτερα δεν είναι μόνο Kαραγκιόζης. Eίναι ένα ελληνικό λαϊκό Θέατρο Σκιών, με πρωταγωνιστή τον Kαραγκιόζη (...όχι πάντα), που όμοιό του από πλευρά δραματουργίας και τεχνικής δεν υπάρχει σε κανένα άλλο σημείο του πλανήτη μας.

Ο ελληνικός πολιτισμικός χώρος ήταν αυτός, για παράδειγμα, που παρέδωσε στον παγκόσμιο πολιτισμό την τραγωδία (από τον τράγο) και την κωμωδία (από τον κώμο, την εύθυμη συντροφιά), που και τα δυο θυμίζουν τον θεό Διόνυσο, ο οποίος έδωσε και έχασε τη μάχη με τον Δία, για να επικρατήσει από τότε η πατριαρχική κατάθλιψη και η καθημερινή μελαγχολία που παραβιάζεται μόνο ελάχιστες μέρες τον χρόνο. Kαι, φυσικά, παραβιάζεται και στις ίδιες τις παραστάσεις του Θεάτρου Σκιών, που στα χέρια ενός καλού τεχνίτη απογειώνεται για να καταστεί θέαμα διονυσιακό, μέσα από την αθυροστομία και την ενίοτε προκλητική συμπεριφορά των ηρώων του.

O μεγάλος της ελληνικής πεζογραφίας Γιάννης Σκαρίμπας είχε πει: «O Kαραγκιόζης είναι ο μόνος που μπορεί να λέει ελεύθερα την αλήθεια, συνοδεία γέλωτος και όχι κλάματος των θεατών του»! Πόση σοφία κρύβουν αυτά τα λόγια... H Aθήνα είχε ήδη από την εποχή του Eυριπίδη το Θέατρο Σκιών της, πρόδρομο των Kαραγκιόζηδων της Aνατολής, αυτό που ίσως εννοούσε ο Πλάτωνας όταν δημιουργούσε το περίφημο σύμβολο των «σκιών του σπηλαίου».

Σ’ αυτόν λοιπόν τον πολιτισμικό χώρο της Eλλάδας οι νομαδικές φυλές της Aνατολής (Tούρκοι, Oθωμανοί, Oύννοι και Γύφτοι -πιθανόν δε κυρίως αυτοί) έφεραν μαζί τους ένα μικροθέατρο που δανείστηκαν από κάποιον από τους χώρους απ’ όπου πέρασαν και το δοκίμασαν σε ένα νέο πολιτιστικό περιβάλλον, που το αποτελούσαν σε πρώτη φάση οι εξισλαμισμένοι αυτόχθονες πληθυσμοί και αργότερα και οι ίδιοι οι χριστιανικοί πληθυσμοί. Aλλωστε, κοινή ήταν και στους δυο η παράδοση της αρχαίας ελληνικής κωμωδίας, των μίμων του Bυζαντίου και του επικοθρησκευτικού λόγου του ελληνικού Mεσαίωνα.

Nα γιατί ρίζωσε λοιπόν ο Kαραγκιόζης στην Eλλάδα! Nα ’ναι καλά ο αρχαίος Διόνυσος και η νεότερη Oρθοδοξία, αλλά κι αυτοί που στα «ντέγκια και στα χαράγια» τους δεν κουβαλούσαν μόνο όπλα, αλλά και κάποιες δερμάτινες ή χάρτινες φιγούρες, οι ποίες θα αποτελούσαν τη βάση για τη δημιουργία, αρκετές εκατοντάδες χρόνια μετά, ενός Θεάτρου Σκιών που, απ’ όλες τις χώρες της Mεσογείου, επιβιώνει και αναπτύσσεται μόνο στην Eλλάδα.

Oι Έλληνες καραγκιοζοπαίχτες

Ποιοι ηταν αυτοί όμως που καλλιέργησαν την τέχνη του Kαραγκιόζη και την ταύτισαν τόσο πολύ με την Eλλάδα και τον ελληνισμό;

Παρότι ο Πατρινός Mίμαρος υπήρξε εκείνος που θεμελίωσε (ουσιαστικά εξελλήνισε) το θέαμα, όλοι οι παλιοί καραγκιοζοπαίχτες αναγνωρίζουν την ύπαρξη τριών αρχικών μαστόρων-δασκάλων που δημιούργησαν σχολές καραγκιοζοπαιχτών. Aυτοί ήταν ο Mίμαρος, ο Pούλιας και ο Mέμος.

Oι «σχολές» αυτές δεν διακρίνονταν μόνο για τη διαφορετική προφορά και παρουσίαση των έργων, αλλά και για το διαφορετικό τους ρεπερτόριο και τις ξεχωριστές τεχνικές που απαιτούνταν για να παιχτούν! H σειρά αυτή των μεγάλων δασκάλων του ελληνικού Θεάτρου Σκιών συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας, με σπουδαιότερους εκπροσώπους, εκτός από τους παλαιότερους και τους νεότερους Aντώνη Mόλλα, Nτίνο Θεοδωρόπουλο, Kώστα Mάνο και Δημήτρη Mανωλόπουλο.

Tο εξασκημένο μάτι και αυτί ενός θεατή που παρακολουθεί σήμερα παράσταση Kαραγκιόζη διακρίνει -μέσα από το παίξιμο του καραγκιοζοπαίχτη, τα έργα και τις φιγούρες του, τις μιμήσεις και τις μουσικές- τη δουλειά αυτών των αρχικών τριών-τεσσάρων μεγάλων μαστόρων, άντε και εκείνη των επίσης σπουδαίων Kωνσταντίνου Kαράμπαλη, Xρήστου Xαρίδημου, Bασίλαρου, Kωνσταντίνου Nταμαδάκη, Tάκη Mελλίδη και Oρέστη. Kαι από τους σημερινούς (και μεγάλης ηλικίας) καραγκιοζοπαίχτες σίγουρα θα αφήσουν το όνομά τους γραμμένο με χρυσά γράμματα στην ιστορία του Kαραγκιόζη ο Mάνθος Aθηναίος, ο Bάγγος, ο Θανάσης Σπυρόπουλος και ο Eυγένιος Σπαθάρης.

Πολλοί νέοι τους μιμούνται και τους ακολουθούν και γι’ αυτό ούτε η φωνή τους ούτε το έργο τους πρόκειται ποτέ να χαθούν.

Της Μαρίνας Ζιώζιου. Από τις "Εικόνες" τέυχος Νο 342, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 14 Σεπτεμβρίου 2008.

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2008

Γιατί στα παιδιά αρέσει να παίζουν;

Παιχνίδι. Βασικό στοιχείο για την σωστή ανατροφή των παιδιών και πηγαία ανάγκη, εξίσου σημαντική με την τροφή και τον ύπνο. Μέρος του παιχνιδιού και το ψέμα. Τα σύγχρονα παιδιά όμως λένε ψέματα, αλλά δεν παίζουν. Και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα ...

Τα παιδία πρέπει να παίζει
Τα τελευταiα χρόνια όλο και περισσότεροι επιστήμονες που ασχολούνται με τα παιδιά (από παιδαγωγούς μέχρι ψυχολόγους) κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στους γονείς που δεν παίρνουν το θέμα στα σοβαρά και τους καλούν να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να παίζουν, αυθόρμητα, φυσικά, ανεπιτήδευτα. Και αυτό γιατί το παιχνίδι, όπως για τα λοιπά θηλαστικά έτσι και για τους ανθρώπους, αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις διαδικασίες μέσα από τις οποίες το παιδί μαθαίνει, αναπτύσσει τη μνήμη του, καλλιεργεί την ψυχή του, την κριτική του σκέψη το σώμα του και ταυτόχρονα το διασκεδάζει. Φυσιολογικά, το παιχνίδι στην κλίμακα προτεραιοτήτων έπεται του φαγητού και ενός καλού ύπνου (απαραίτητα και τα δύο για την ανάπτυξη). Στην πράξη, απολαμβάνει της ίδιας ή ακόμη και μεγαλύτερης σημασίας: ένα παιδί μπορεί να είναι νηστικό, να έχει κοιμηθεί λίγο, αλλά αδυνατεί να πει όχι στην πρόταση για παιχνίδι.

Ακόμη και μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, μέσα στη φρίκη του πολέμου -γράφει στο βιβλίο του «Παιδιά και Παιχνίδι στο Ολοκαύτωμα» ο Τζoρτζ Αϊζεν- τα παιδάκια ενστικτωδώς ενέδιδαν σε παιχνιδιάρικες διαθέσεις και έφτιαχναν αυτοσχέδια παιχνίδια, πλάι στις βόμβες, τους καπνούς, τα συντρίμμια. Ο πόλεμος πόλεμος, αλλά το παιχνίδι παιχνίδι. «Το παιχνίδι είναι εκπαίδευση ζωής. Μέσα από αυτό το παιδί εκφράζει την επιθυμία του να οργανώσει τη ζωή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της ζωής που βλέπει» σημειώνει σχετικά ο Δημήτρης Καραγιαννόπουλος, καθηγητής παθολογίας, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος η ηθοποιός Ντορέττα Παπαδημητρίου (μητέρα δύο παιδιών) έχει παρατηρήσει από την πείρα της: «Τα παιδιά θέλουν να παίζουν από την ώρα που ξυπνούν μέχρι την ώρα που κοιμούνται. Άρα το παιχνίδι μπορεί να γίνει το μέσον με το οποίο θα προσεγγίσουν και θα επικοινωνήσουν οι γονείς με τα παιδιά τους. Το πρόσχημα με το οποίο θα τα διδάξουν».

Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, με τις ριζικές αλλαγές σε μοντέλα και πρότυπα, φαίνεται να αναιρούν τον ζωτικό ρόλο του παιχνιδιού. Τα παιδιά δεν παίζουν πια ή όταν το κάνουν δεν χρησιμοποιούν και τις πέντε αισθήσεις τους. Βρίσκονται συνήθως μπροστά από μια οθόνη δοκιμάζοντας τις ικανότητές στα video games ή παίζουν σε προστατευμένο περιβάλλον υπό το άγρυπνο βλέμμα των ενηλίκων, στον παιδότοπο ή στο πάρκο. «Εκεί όμως οι συνθήκες είναι πλαστές. Ο αντίπαλος δεν κλωτσάει. Δεν δέρνει. Δεν ξεδιπλώνει την αγριάδα της φύσης που θα δημιουργήσει τα ανάλογα ψυχικά αντισώματα», προσθέτει ο Δ. Καραγιαννόπουλος.

Πού χρόνος για παιχνίδι όμως; Η εξαντλητικά υπερπρογραμματισμένη καθημερινότητα των σημερινών παιδιών- σχολείο, φροντιστήρια, ιδιαίτερα- δεν αφήνει περιθώριο για την ουσιαστική παιδική υποχρέωση: το ανέμελο, άσκοπο, δημιουργικό, αυθόρμητο και ελεύθερο παιχνίδι. Η μανιώδης προετοιμασία των παιδιών για την πανεπιστημιακή και αργότερα επαγγελματική τους καριέρα χορηγεί το διαρκές ντέρμπι: δημιουργικός χρόνος εναντίον χτίσιμο βιογραφικού. Το άγχος των γονέων να τα εφοδιάσουν επαρκώς για τις μάχες της ζωής γεμίζει την παιδική τους ατζέντα με ένα σωρό υποχρεώσεις. Υπάρχουν όμως σημαντικά μαθήματα που δεν θα μάθουν στην τάξη, αλλά στην αυλή του σχολείου και στο δρόμο. Εμπειρικά.

Παίζω και μαθαίνω
Το παιχνiδι διδάσκει στα παιδιά τη χρήσιμη τέχνη της εξαπάτησης, του δόλου, της παρενόχλησης, της μαντείας, του «βρώμικου» παιχνιδιού, της προσπάθειας, της στρατηγικής. Όχι, δεν πρόκειται για ανήθικες πρακτικές, αλλά για απαραίτητα συστατικά για τη δημιουργία υγιών κοινωνικών σχέσεων, για την απόκτηση ευελιξίας, αυτοπροστασίας, αυτοσυντήρησης και αυτόνομης σκέψης. «Βλέπω το παιχνίδι σαν προπόνηση για το απρόσμενο», σχολιάζει ο Μαρκ Μπέκοφ, εξελικτικός βιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Ο Μπέκοφ ανήκει σε μια νέα γενιά επιστημόνων που παίρνει το παιχνίδι πολύ σοβαρά. Από το ερευνητικό του έργο προκύπτει ότι από κάθε παιχνίδι προκύπτει και ένας διαφορετικός χαρακτήρας. Είναι διαφορετικό να παίζεις κυνηγητό ή κρυφτό από το να παίζεις επιτραπέζια. Γι’ αυτό και θεωρεί το παιχνίδι κάτι σαν «καλειδοσκόπιο της συμπεριφοράς», που βοηθάει τον παιδικό νου να εμπλουτίσει το ρεπερτόριό του, να εξασκήσει την τέχνη της προσαρμογής στο κοινωνικό περιβάλλον, με ελαστικότητα και ποικιλομορφία.

Όπως τα ζώα, έτσι και οι άνθρωποι όταν παίζουν εξασκούν τη νοητική τους ευλυγισία. Σαν τζαζίστες όταν αυτοσχεδιάζουν, παρομοίως τα παιδιά καλούνται να εξασκήσουν την ικανότητα του να επιλέγουν μεταξύ διαφορετικών προτάσεων. Για παράδειγμα, όταν τα αγόρια παίζουν «πόλεμο», δεν πρόκειται απλώς για ένα παιχνίδι. Είναι ένα σεμινάριο συμπεριφορικής ελαστικότητας με έμφαση στην αναρχία και τον φόβο, όπου τα πειράγματα, οι κλωτσιές, τα κτυπήματα, οι αψιμαχίες, ο αιφνιδιασμός και το ψέμα έχουν την τιμητική τους.

Αθώα ψέματα
Εδώ και δύο δεκαετίες, υποστηρίζουν οι ερευνητές, οι γονείς ιεραρχούν την ειλικρίνεια ως το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας των παιδιών τους, σπρώχνοντας γνωρίσματα όπως η «αυτοπεποίθηση» και η «καλή κρίση» χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων τους. Στη θεωρία, 98 στα 100 παιδιά δηλώνουν οπαδοί της άποψης ότι η ειλικρίνεια και η εμπιστοσύνη είναι θεμελιώδη συστατικά σε μια σχέση. Στην πράξη παρόλα αυτά, έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε έφηβους μέχρι 18 χρονών διαπιστώθηκε πως το ίδιο ακριβώς ποσοστό (98%) ψεύδεται στους γονείς του. Τι είδους παρεξήγηση οδήγησε στη διαμόρφωση μιας τόσο ακραίας αντίθεσης;

Οι επιστήμονες που σκαλίζουν τα άδυτα της παιδικής ηλικίας συνδέουν το ψεύδος με τη νοημοσύνη, διότι το ψέμα προϋποθέτει δεξιοτεχνία: απαιτεί προηγμένη νοητική ανάπτυξη και κοινωνική επιδεξιότητα. Ένα παιδί που πρόκειται να πει ψέματα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει την αλήθεια, κατόπιν διανοητικής διαδικασίας να διαμορφώσει μία εναλλακτική απεικόνιση αυτής της αλήθειας και έπειτα πειστικά να «πουλήσει» αυτή τη νέα πραγματικότητα. Για την Πένι Τάλγουαρ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Mc Gill του Μόντρεαλ, η διαδικασία αυτή αποτελεί αναπτυξιακό ορόσημο. Η ίδια είναι ειδικευμένη στην παιδική ψευδολογία και γνωρίζει όσο ελάχιστοι τη σχέση των αθώων παιδικών ψυχών με το ψέμα. Μέχρι τα τέταρτα γενέθλιά τους, όλα σχεδόν τα παιδιά έχουν αρχίσει να πειραματίζονται με το ψέμα, αρχικά με σκοπό να αποφύγουν την τιμωρία. Στη συνέχεια, μεγαλώνοντας μέσα σε έναν κυκεώνα καθημερινών γονικών μικρών παραποιήσεων της αλήθειας (γνωστά και ως λευκά ψέματα), αποκτούν μια άνεση και εξοικείωση με την ανειλικρίνεια. Βέβαια, τις περισσότερες φορές, τα παιδιά αδυνατούν να διακρίνουν πότε λένε αλήθεια και πότε ψέματα. Οι ονειροφαντασίες τους μοιάζουν άλλοτε με κραυγαλέα ψέματα και άλλοτε με μεγάλες αλήθειες, καθότι - όπως λέει και η παροιμία? από μικρό μαθαίνεις την αλήθεια. «Είναι δύσκολο να διακρίνεις το σημείο όπου σταματά η φαντασία και αρχίζει το επιτηδευμένο ψέμα αφού η αλήθεια και το ψέμα, είναι έννοιες ακόμα εύπλαστες στον παιδικό νου», παρατηρεί η Ντορέττα Παπαδημητρίου. Ποια είναι η αντιμετώπιση που πρέπει να έχουν οι γονείς όμως; «Οι γονείς δεν πρέπει να διδάσκουν στα παιδιά τους να μην λένε ποτέ ψέματα - γιατί αφενός δεν ισχύει κι αφετέρου οι ίδιοι θα πουν ψέματα στην καθημερινότητα τους», λέει ο Ανδρέας Αρματάς, κλινικός ψυχολόγος. Παρηγορούμενοι από πληθώρα βιβλίων και ιστοσελίδων τα οποία τους ενθαρρύνουν να κρατήσουν παθητική στάση απέναντι στην παιδαριώδη ψευδολογία, πιστεύουν λανθασμένα πως τα παιδιά θα ωριμάσουν κάποτε αρκετά, ώστε να ξεκόψουν από τη συνήθεια του ψεύδειν. Τουναντίον. Επέρχεται εθισμός. Η αποφυγή τιμωρίας εξακολουθεί να αποτελεί πρωταρχική αιτία ψέματος, η διαδικασία όμως έχει προσδώσει στην παιδική ψυχολογία μία αίσθηση κύρους, έναν τρόπο γρήγορης απόκτησης δύναμης και ελέγχου. Ετσι διαιωνίζεται, παίρνοντας διαστάσεις συμπτώματος- συχνά υποδηλώνοντας την ύπαρξη σπουδαιότερων συμπεριφερολογικών προβλημάτων. «Το παιδί δεν θα έχει μάθει να επικοινωνεί, αλλά να εξαπατά. Αν τα ψέματα ξεφύγουν από τον έλεγχο, τότε θα μπει εμπόδιο στις σχέσεις τού παιδιού μεγαλώνοντας». Το πλέον ανησυχητικό γεγονός είναι ότι οι γονείς οι ίδιοι μαθαίνουν εν αγνοία τους στα παιδιά την άνεση στην ανειλικρίνεια. Η αλήθεια πολλές φορές προκαλεί συγκρούσεις ενώ η ατιμία σπάνια.

Πάντως, ο Πλάτωνας είχε πει πως πολλά περισσότερα μαθαίνεις παίζοντας μια ώρα με κάποιον, παρά συζητώντας μαζί του επί ένα χρόνο.

Ας αφήσουμε λοιπόν τα «έλα να το συζητήσουμε» κι ας αρχίσουμε τα «έλα να παίξουμε». Κι αν πουν και κανένα ψεματάκι, δεν βαριέσαι. Χρειάζεται και αυτό. Με μέτρο, φυσικά.

Των Φανής Αποστολίδου και Χαράλαμπου Νικόπουλου, από το εβδομαδιαίο περιοδικό "Εικόνες", (τεύχος Νο 324), ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 11 Μαΐου 2008

Τετάρτη 9 Απριλίου 2008

Σκρούτζ Μακ Ντακ: Ο φιλάργυρος κροίσος της Λιμνούπολης

«Μάλιστα! Είμαι στη μεγάλη βαρετή έπαυλή μου και περιμένω να περάσουν τα Χριστούγεννα. Πφφ… Αυτή η σαχλή περίοδος του χρόνου, που όλοι κάνουν δώρα και ανταλλάσουν ευχές. Τι αηδία! Εγώ όμως είμαι διαφορετικός! Όλοι με μισούν … Και εγώ τους μισώ όλους!».

Με αυτές τις σκέψεις μας συστήνεται ο Σκρούτζ Μακ Ντακ στην πρώτη του εμφάνιση στον κόσμο των κόμικς τα Χριστούγεννα του 1947. Ο πατέρας και εμπνευστής του, Καρλ Μπαρκς, εισήγαγε τον χαρακτήρα του εντελώς συμπτωματικά στο εορταστικό τεύχος της σειράς «Ντόναλντ Ντακ» με τίτλο «Χριστούγεννα στο βουνό της αρκούδας». Το σχέδιο έλεγε ότι ο ανυποψίαστος Ντόναλντ θα ανέβαινε σε μια καλύβα στο βουνό όπου θα ερχόταν αντιμέτωπος με μια αρκούδα. «Η καλύβα αυτή έπρεπε σε κάποιον να ανήκει, και έτσι επινόησα τον θείο Σκρουτζ» εξήγησε ο Μπάρκς λίγα χρόνια αργότερα.

Στην αρχή ο θείος έπαιζε τον ρόλο του γκεστ σταρ ή καλύτερα του περιστασιακού ατακαδόρου για τον ανιψιό του. Σταδιακά όμως οι «αρετές» του χαρακτήρα του(όπως η φιλαργυρία, ο αμοραλισμός, η μισανθρωπία) και κυρίως η ακόρεστη δίψα του για όλο και περισσότερα πλούτη τον οδήγησαν σε περιπετειώδη ταξίδια στα πέρατα της οικουμένης. Οι ιστορίες αυτές ανέβαζαν σταδιακά τις μετοχές του σε σχέση με τον γκαφατζή Ντόναλντ που ήταν ως τότε ο αδιαφιλονίκητος πρωταγωνιστής. Κι έτσι, μόλις τεσσεράμισι χρόνια μετά το ντεμπούτο του, ο τζαναμπέτης και πολυμήχανος θείος αυτονομήθηκε από τον ανιψιό και, το 1952, απέκτησε το δικό του περιοδικό με κεντρικό ήρωα τον ίδιο και τον (αυτονόητο) τίτλο «Θείος Σκρουτζ». Σύντομα το ηλικιωμένο παπί και ο κορυφαίος παραμυθάς που το γέννησε σκαρφάλωσαν στην κορυφή των πωλήσεων κόμικς στις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ο Σκρουτζ Μακ Ντακ είναι σήμερα με διαφορά το πλουσιότερο παπί στον κόσμο. Μάλιστα, στην ετήσια λίστα του περιοδικού «Forbes» με τους 15 πλουσιότερους φανταστικούς χαρακτήρες, το οποίο υπολογίζει την περιουσία του σε κάπως ρεαλιστικότερη βάση σε σχέση με την Disney(*1), o Σκρουτζ ανέβηκε από την έκτη θέση το 2005 (με συνολική περιουσία 8,2 δις $) στην τρίτη το 2006, με 10,9 δις $. Το περιοδικό αποδίδει τα αίτια της ανόδου στο γεγονός ότι αποφάσισε επιτέλους να ξεμυτίσει από το οχυρό του πύργου του –στο οποίο είχε ταμπουρωθεί επί μήνες το 2005 εξαιτίας φόβων του για τη γρίπη των πουλερικών- και άρχισε πάλι τα διάσημα ταξίδια του προς άγραν χαμένων θησαυρών. Η αγαπημένη του στιγμή της ημέρας είναι μακράν το να βουτάει από βατήρα σαν σε πισίνα μέσα σε ένα πακτωλό δολαρίων και να τσαλαβουτά περιχαρής σε γυαλιστερά νομίσματα. Άλλωστε, ζει για να υψώνει την στάθμη των χρημάτων στην δεξαμενή του θησαυροφυλακίου του, στην οποία συσσωρεύει τα πλούτη του, από τη πρώτη μέχρι την τελευταία δεκάρα, εντελώς απενοχοποιημένος, με τη αφέλεια και τον ενθουσιασμό μικρού παιδιού. Σε κάποιο επεισόδιο το ειδικό για αυτή τη δουλειά μέτρο δείχνει «στάθμη χρημάτων» τα …30 μέτρα.

Τι έκανε όμως όταν ήταν νέος; Και πως έφτασε ως εκεί; Γιατί όταν ο Μπαρκς μας τον σύστησε το 1947 ήταν ήδη ένα παπί-«δισεκατομμυριούχος» με μπόλικα χρονάκια στην πλάτη του. Ψηφίδες του παρελθόντος του υπάρχουν διάσπαρτες σε διάφορα τεύχη που σχεδίασε ο εμπνευστής του, πουθενά όμως μια ολοκληρωμένη διαδρομή. Μαθαίνουμε ότι είναι Σκωτσέζος γεννημένος στην Γλασκώβη, ότι πήγε στην Αμερική σε μικρή ηλικία, ότι χρειάστηκε να γίνει «πιο σκληρός από τους σκληρούς και πιο πονηρός από τους πονηρούς» για να συγκεντρώσει τα αμύθητα πλούτη του.

Το επίπονο έργο της ανασύνθεσης του παρελθόντος του Σκρουτζ Μακ Ντακ, με βάση τις σκόρπιες αυτές αναφορές, ανέλαβε ο κομίστας Ντον Ρόσα, που θεωρείται ο σημαντικότερος δημιουργός ιστοριών με χαρακτήρες της Disney της γενιάς του. Πέτυχε να αφηγηθεί την βιογραφία του Σκρουτζ από την Γλασκώβη του 1877, τη χρονιά που απέκτησε την πρώτη του δεκάρα σε ηλικία δέκα ετών, ως τα Χριστούγεννα του 1947, όταν και ντεμπουτάρισε στα κλασικά αριστουργήματα του Μπαρκς. Το βιβλίο του «Ο βίος και η πολιτεία του Σκρουτζ Μακ Ντακ» (εκδ. Νέα Ακτίνα, 2004) αποτελεί την συνένωση 12 επεισοδίων (δημοσιεύτηκαν στα ελληνικά στο περιοδικό «Κόμιξ», τ.100-111, Οκτώβριος 1996-Σεπτέμβριος 1997) και τιμήθηκε με το βραβείο Αϊσνερ, τη σημαντικότερη διάκριση στον χώρο της ένατης τέχνης. Το 2006 κυκλοφόρησε η συνέχεια του παραπάνω έργου («Τα χαμένα επεισόδια» εκδ. Νέα Ακτίνα, 2006) με ιστορίες που εμπλουτίζουν την αρχική εικονογραφημένη βιογραφία.

Αφού λοιπόν απέκτησε την πρώτη του δεκάρα γυαλίζοντας παπούτσια στους λασπωμένους δρόμους της Γλασκώβης, ο μικρούλης Σκρούτζ εγκατέλειψε το φτωχικό της οικογένειάς του και μπαρκάρισε ως καμαρότος σ’ ένα εμπορικό πλοίο που τον μετέφερε στην Αμερική. Τα μετέπειτα ταξίδια του από τον Μισισιπή ως τους λόφους της Μοντάνα και από τις χρυσοφόρες εκτάσεις του Καναδά ως τα αδαμαντορυχεία της Νότιας Αφρικής, μετέτρεψαν σταδιακά το αμούστακο αγόρι σε σκληροτράχηλο χρυσοθήρα και επιχειρηματία. Στην αυγή του 20ου αιώνα ήταν ήδη εκατομμυριούχος. Με ορμητήριο το στρατηγείο-θησαυροφυλάκιό του στη Λιμνούπολη, δεν έπαψε να αλωνίζει τις τέσσερις γωνιές της Γης (συχνά πιλοτάροντας ο ίδιος του ιδιωτικό του αεροσκάφος) κάνοντας μπίζνες και αναζητώντας χαμένους θησαυρούς. Μεταξύ άλλων, δεν δυσκολεύτηκε να πουλήσει ψυγεία σε Εσκιμώους αλλά και …άνεμο σε Ολλανδούς κατασκευαστές ανεμόμυλων. Τα επαγγελματικά ταξίδια τον έφεραν σε επαφή με διαφορετικές γλώσσες και πολιτισμούς. Ως εκ τούτου μιλάει απταίστως αραβικά, ισπανικά, ολλανδικά, γερμανικά, φινλανδικά, μογγολικά αλλά και διάφορες κινεζικές διαλέκτους.

Ο θείος Σκρούτζ είναι οξύθυμος στις συναλλαγές του. Δεν διστάζει να κυνηγήσει και να ξυλοφορτώσει όσους προκαλούν την οργή του, ή –ακόμη χειρότερα- όσους τολμούν να απειλήσουν την περιουσία του, όπως οι περίφημοι «μουργόλυκοι». Ο Σκρούτζ θα είναι πάντα μια φιγούρα-σύμβολο της αθεράπευτης φιλαργυρίας. Ότι κι αν κάνει αδυνατεί να δραπετεύσει απ’ αυτήν την ταυτότητα. Ακόμη και όταν αποφασίζει να αρνηθεί τον ίδιο του τον εαυτό. Στην ιστορία «Περιπέτεια στην Τραλλά Λα» (κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ ΤΟ 1954, «Κόμιξ» τ.66) ο μεγιστάνας υφίσταται νευρικό κλονισμό και δηλώνει ότι δεν θέλει ποτέ πια να ξανακούσει για χρήματα! Αποφασίζει λοιπόν να αναζητήσει έναν τόπο μακρινό « …όπου δεν υπάρχει χρήμα και ο πλούτος δεν σημαίνει απολύτως τίποτε». Παίρνοντας μαζί του τον Ντόναλντ και τα ανιψάκια του Χιούι, Λιούι και Ντιούι εγκαθίσταται στην κοινότητα Τραλλά Λα, σε μια ειδυλλιακή κοιλάδα ανάμεσα σε ψηλά βουνά. Στην αρχή όλα κυλούν ήρεμα και οι πάπιες ζουν ευτυχισμένες στο νέο τους περιβάλλον. Όλα αλλάζουν όμως όταν ο Σκρουτζ αρχίζει να πετάει δεξιά και αριστερά τα τσίγκινα καπάκια από τα μπουκάλια με τα φάρμακά του. Τα καπάκια θεωρούνται πολύτιμοι θησαυροί από τους ιθαγενείς της κοιλάδας και γίνονται η βάση για το πρώτο νομισματικό σύστημα της κοινότητας. Αυτό είναι ικανό να φέρει τις έριδες και τη διαφθορά στον επίγειο παράδεισο…

Ο Ντον Ρόσα , ο άνθρωπος που πήρε τη σκυτάλη από τον «πατέρα» του Σκρουτζ, τον σχεδιαστή Καρλ Μπαρκς, και είναι πλέον ο επίσημος σκιτσογράφος του καρτούν, τοποθετεί τον θάνατο του διάσημου παπιού το 1967, σε ηλικία 100 ετών.

(*1) : Σύμφωνα με την Disney, η περιουσία του Θείου Σκρουτζ φτάνει τα …6 απιθανομμύρια, 7 φανταστικομμύρια, 8 πολυμυριαδομμύρια, 9 δισεκατομμύρια, 1 εκατομμύριο, 23 δολάρια και 45 σεντς.

Του Αργύρη Παπαστάθη από το ΒΗΜΑgazino.