Τριαντάρης, αγχωμένος για τη δουλειά του, χωρίς πολλές ουσιαστικές ελπίδες για επαγγελματική ανέλιξη, αναγκασμένος να μένει με τους γονείς για να εξοικονομεί χρήματα. Αυτό είναι το προφίλ του σημερινού 30άρη, όπως αποτυπώνεται από πανελλαδική έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 13.612 αποφοίτους ελληνικών πανεπιστημίων την τριετία 1998 έως 2000. Η έρευνα, με επιστημονική υπεύθυνη την αναπληρώτια καθηγήτρια του Παντείου Παν. κ. Μαρία Καραμεσίνη, διερεύνησε την επαγγελματική πορεία των σημερινών 30άρηδων 5 έως 7 χρόνια μετά την ολοκλήρωση των σπουδών τους. Ο ένας στους τέσσερις δεν έχει βρει ακόμη δουλειά σχετική με τις σπουδές του, ενώ ο ένας στους τρεις νιώθει ανασφαλής στη δουλειά που έχει. Οι ψυχολογικές και οι κοινωνικές παρενέργειες πολλές. Λόγω της ανασφάλειας οι νέοι δεν μπορούν να απεξαρτηθούν οικονομικά από τους γονείς, παραμένουν στην ίδια στέγη, και εύλογα αναβάλουν την απόφαση να κάνουν δική τους οικογένεια, έστω κι αν το επιθυμούν.
Αύξηση αποφοίτων ΑΕΙ
Από την άλλη, οι απόφοιτοι ΑΕΙ διπλασιάστηκαν την τελευταία 15ετία. Μάλιστα, για να αυξήσουν τα επαγγελματικά τους προσόντα όλο και περισσότεροι απόφοιτοι αποφασίζουν να κάνουν μεταπτυχιακά, με αποτέλεσμα οι μεταπτυχιακές σπουδές να έχουν καταστεί τέταρτη βαθμίδα εκπαίδευσης. Όπως ανέφερε στην «Κ» η κ. Καραμεσίνη, σήμερα το 72% των αποφοίτων λυκείου εισάγεται σε ΑΕΙ όταν στα μέσα της δεκαετία του '90 το ποσοστό ήταν 35%. «Φταίει η ελληνική οικονομία που δεν μπορεί να αξιοποιήσει στο σύνολό του το εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό που βγαίνει από τα ΑΕΙ» ανέφερε. Ειδικότερα, μεταξύ των βασικών συμπερασμάτων της έρευνας είναι τα ακόλουθα:
- Το 44% των αποφοίτων για να σπουδάσει είχε μετακινηθεί σε άλλη πόλη από την κατοικία του.
- Οι μισοί πτυχιούχοι ολοκληρώνουν τις σπουδές τους με καθυστέρηση ενός έτους και πάνω από την επίσημη διάρκεια σπουδών της σχολής. Έως τα 25 τους χρόνια το 82% των φοιτητών έχουν ολοκληρώσει τις σπουδές.
- Οι τέσσερις στους δέκα (43%) είναι άνεργοι ή δεν αναζητούν εργασία ή είναι ετεροαπασχολούμενοι ή έχουν μια επισφαλή εργασία.
- Ανεργοι είναι το 6,4% των αποφοίτων. Η ανεργία χτυπά περισσότερο τις γυναίκες (7,2% έναντι 5,3% των ανδρών). Ο κυριότερος λόγος ανεργίας είναι η έλλειψη θέσεων εργασίας στην ειδικότητα (73%). Το 28% των αποφοίτων δήλωσαν ότι δεν έβρισκαν δουλειά επειδή δεν είχαν εργασιακή εμπειρία, το 11% λόγω της έλλειψης κατάρτισης και δεξιοτήτων. Τέλος, το 7% των αποφοίτων απέδωσε ότι δεν έβρισκε δουλειά στις διακρίσεις του φύλου που κάνουν οι εργοδότες.
- Μη ενεργοί είναι το 9,3% των αποφοίτων. Μεταξύ αυτών το 42% κάνει μεταπτυχιακές σπουδές, το 23% είναι γυναίκες που έχουν απορροφηθεί από τις οικογενειακές τους υποχρεώσεις, το 16% άντρες που κάνουν το στρατιωτικό τους, το 7% προετοιμάζεται ή περιμένει αποτελέσματα του διαγωνισμού του ΑΣΕΠ ή άλλων διαγωνισμών πρόσληψης, το 3% είναι γιατροί σε αναμονή έναρξης ειδικότητας.
- Από όσους απασχολούνται οι περισσότεροι είναι μισθωτοί (70,5%) στον ιδιωτικό τομέα (59,5%).
- Με ευέλικτες μορφές απασχόλησης απασχολείται το 45% των μισθωτών, το 21% έχουν σύμβαση έργου σε έναν εργοδότη, το 20% έχει σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και το 14% είναι μερικώς απασχολούμενοι.
Της Μαρίας Καραμεσίνη*
Είναι σύνηθες να κατηγορείται το πανεπιστήμιο για τις δυσκολίες επαγγελματικής ένταξης των πτυχιούχων του επειδή, τάχα, δεν τους παρέχει τις δεξιότητες που χρειάζεται το παραγωγικό σύστημα. Στην πραγματικότητα, είναι η ελληνική οικονομία που δεν μπορεί να αξιοποιήσει στο σύνολό του το εκπαιδευμένο εργατικό δυναμικό. Οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι πτυχιούχοι έχουν βέβαια εν μέρει να κάνουν με την απότομη μαζικοποίηση της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’90. Όμως είναι κυρίως διαρθρωτικού χαρακτήρα. Έχουν να κάνουν με το είδος των θέσεων εργασίας που δημιουργούνται, την αδυναμία στροφής προς δραστηριότητες υψηλής προστιθέμενης αξίας, τεχνολογικής αιχμής και έντασης ειδικευμένης εργασίας, τη διάβρωση των εργασιακών σχέσεων σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα της οικονομίας, και τη στασιμότητα των δημόσιων επενδύσεων σε κοινωνικά αγαθά και υπηρεσίες.
*Η κ. Μ. Καραμεσίνη είναι υπεύθυνη της έρευνας.
Του Απόστολου Λακασά από την "Καθημερινή" της Παρασκευής, 15 Φεβρουαρίου 2008.
Για το ίδιο θέμα ...Για ποσοστό μεγαλύτερο από το 30% οι μηνιαίες αποδοχές δεν ξεπερνούν τα 900 ευρώ, ενώ το 8% δήλωσε καθαρές αποδοχές «περιπτέρου», για τσιγάρα-εφημερίδα αγγελιών. Λιγότερα από 500 ευρώ. Αυτός είναι ο λόγος που οι νέοι κουρνιάζουν στο πατρικό παρατείνοντας μετά τα 30 τους τη συγκατοίκηση με τους γονείς, φοβούνται να κάνουν δική τους οικογένεια και αναβάλλουν για πολύ αργότερα την απόφαση να γίνουν γονείς οι ίδιοι.
Σε πανελλαδική έρευνα που βασίστηκε στα πρωτογενή στοιχεία των γραφείων διασύνδεσης 18 από τα 21 πανεπιστήμια της χώρας (δεν συμπεριελήφθησαν το Ανοικτό και τα Πανεπιστήμια Πελοποννήσου και Στερεάς Ελλάδας), μόνο το 20% των γυναικών με μέση ηλικία τα 29 έτη βρέθηκε να έχει παιδιά πέντε έως και επτά χρόνια μετά την αποφοίτησή του.
Η μεγαλύτερη έρευνα για την απορρόφηση των πτυχιούχων από την αγορά εργασίας διεξήχθη με δείγμα 13.612 αποφοίτων της τριετίας 1998-2000, σχεδόν το ? του συνολικού πληθυσμού αποφοίτων που πήραν πτυχίο τη συγκεκριμένη περίοδο. Διερευνήθηκε η επαγγελματική τους κατάσταση πέντε έως και επτά χρόνια από την αποφοίτησή τους, δηλαδή η μέση ηλικία του δείγματος τη στιγμή της έρευνας ήταν τα 30 έτη.
Το μεγαλύτερο πρόβλημα των πτυχιούχων που κατέγραψε η έρευνα δεν είναι η ανεργία αλλά η επισφαλής απασχόλησή τους. Σε ποσοστό 43% βρέθηκαν να μην είναι «επαγγελματικά ενταγμένοι», όρος που περικλείει τους ετεροαπασχολουμένους, τους επισφαλώς απασχολουμένους και τους ανέργους.
Τους υψηλότερους δείκτες ετεροαπασχόλησης και επισφαλούς απασχόλησης παρουσιάζουν οι λεγόμενες καθηγητικές σχολές (θεολόγοι, φυσικομαθηματικοί, φιλόλογοι, γυμναστές, ιστορικοί-αρχαιολόγοι, βιολόγοι), οι πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες και ο κλάδος της επικοινωνίας.
«Η έλλειψη σταθεροποίησης στην απασχόληση και θετικών προοπτικών επαγγελματικής εξέλιξης, η εμπλοκή σε ευέλικτες μορφές απασχόλησης με μειωμένα εργασιακά δικαιώματα -για χρονικά διαστήματα πολύ μεγαλύτερα της αρχικής περιόδου εισόδου στην αγορά εργασίας- και η ετεροαπασχόληση είναι τα βασικά προβλήματα των πτυχιούχων σήμερα» όπως υπογράμμισε χθες συνοψίζοντας τα συμπεράσματα της έρευνας η επιστημονική της υπεύθυνη, αναπληρώτρια καθηγήτρια του Παντείου, κυρία Μαρία Καραμεσίνη.
Για την ερευνητική ομάδα, αλλά και για πολλούς από τους πανεπιστημιακούς που πήραν το λόγο κατά τη διάρκεια ειδικής ημερίδας στο Πάντειο, «οι δυσκολίες εργασιακής και επαγγελματικής ένταξης των πτυχιούχων δεν είναι μόνο μακροοικονομικής, αλλά και διαρθρωτικής φύσης. Έχουν δηλαδή να κάνουν με τη διαρθρωτική αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να δημιουργήσει θέσεις εργασίας για εργατικό δυναμικό υψηλής εκπαίδευσης».
Το 40% των πτυχιούχων βρέθηκε με μεταπτυχιακούς τίτλους επιβεβαιώνοντας ότι «οι μεταπτυχιακές σπουδές εντάσσονται πλέον ενεργά στις ατομικές στρατηγικές επαγγελματικής ένταξης των πτυχιούχων επαναπροσδιορίζοντας τους επαγγελματικούς στόχους.
Του Μανώλη Γιούλη από την "Ελεύθερο Τύπο" της Παρασκευής, 15 Φεβρουαρίου 2008.Και πάλι για το ίδιο θέμα ...
Η συντριπτική πλειονότητα (84%) των πτυχιούχων πανεπιστημίου, 5-7 χρόνια μετά την αποφοίτηση, είναι μεν «εργασιακά ενταγμένοι», όμως περίπου το 43% δεν είναι ακόμα «επαγγελματικά ενταγμένοι». Δηλαδή, άνεργοι, άεργοι αλλά και επισφαλώς απασχολούμενοι, ενώ ένας σημαντικός αριθμός (ένας στους τέσσερις) αποφοίτων είναι ετεροαπασχολούμενοι.
«Τα βασικά προβλήματα των πτυχιούχων πανεπιστημίου δεν είναι πλέον η ανεργία και το ύψος των αποδοχών», δηλώνει η καθηγήτρια του Παντείου Πανεπιστημίου, Μαρία Καραμεσίνη, η οποία και συντόνισε την πανελλαδική έρευνα απορρόφησης των αποφοίτων πανεπιστημίου 1998-2000 που πραγματοποίησε το πανελλαδικό δίκτυο των Γραφείων Διασύνδεσης των ελληνικών πανεπιστημίων και περιλαμβάνει τα προαναφερόμενα ευρήματα. Σύμφωνα, λοιπόν με τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας τα οποία είχε δημοσιεύσει η «Ε» το Νοέμβριο αλλά παρουσιάστηκαν επισήμως χθες, στο Πάντειο, έχει επέλθει μια μεγάλη ανατροπή στις εργασιακές σχέσεις τις τελευταίες δεκαετίες, μέσω των νεοεισερχομένων στην αγορά εργασίας.
Κατ' αρχάς, οι λόγοι ανασφάλειας των πτυχιούχων πανεπιστημίου. Δεν είναι η ανεργία, αλλά:
α) Η σταθεροποίηση στην απασχόληση. Ενας στους τρεις δεν έχει σταθεροποιηθεί, 5-7 χρόνια μετά την αποφοίτηση, δύο στους τρεις δεν έχουν σταθερή απασχόληση, ενώ τέσσερις στους δέκα αντιμετωπίζουν έλλειψη θετικών προοπτικών επαγγελματικής εξέλιξης (έχουν ευέλικτες μορφές εργασίας με μειωμένα εργασιακά δικαιώματα). Εξ ου και η προτίμηση του 61% για το δημόσιο τομέα.
β) Μετά τη σταθεροποίηση, η πρόσβαση σε εργασία με θετικές προοπτικές επαγγελματικής ανέλιξης (το πρόβλημα αφορά τέσσερις στους δέκα) και η ετεροαπασχόληση. Η τελευταία καταδεικνύει «την αδυναμία της ελληνικής οικονομίας να δημιουργήσει θέσεις εργασίας υψηλής εκπαίδευσης στο ρυθμό που απαιτεί η ετήσια παραγωγή αποφοίτων». Επιπλέον, όσο μεγαλύτερη είναι η έκταση της ετεροαπασχόλησης σ' έναν επιστημονικό κλάδο τόσο εντονότερος είναι ο ανταγωνισμός μεταξύ αυτών και των αποφοίτων ΤΕΙ, γύρω από τις ίδιες θέσεις. Ανάλογος είναι ο ανταγωνισμός και προς τα κάτω, από βαθμίδα σε βαθμίδα.
Ανάμεσα στα σημαντικά συμπεράσματα, η ανάδειξη και της αναμονής (αναζήτησης ή αεργίας) για την απασχόληση. Τέσσερις στους δέκα ανέργους είναι άνεργοι για πάνω από ένα χρόνο, ενώ ένας στους τρεις πτυχιούχους χρειάζεται πάνω από ένα χρόνο για να περάσει από τη μια εργασία στην άλλη. Βασικός λόγος είναι η έλλειψη θέσεων εργασίας στην ειδικότητα. Για την αεργία, όμως, η στρατιωτική θητεία και οι μεταπτυχιακές σπουδές.
Της 'Αννας Ανδριτσάκη από την ¨Ελευθεροτυπία" της Παρασκευής, 15 Φεβρουαρίου 2008.