Σάββατο 9 Φεβρουαρίου 2008

Στα ελληνικά δεν γράφουμε με ελληνικά;

Πρέπει να ξεκινούμε από το αυτονόητο. Που δεν μπορεί να είναι άλλο από το γεγονός ότι μιλούμε και γράφουμε με τους νόμους που διέπουν τη γλώσσα μας: τη φωνητική και το αλφάβητό της

Ένα θέμα που έχει συχνά επισημανθεί μα παραμένει ενοχλητικά ανοιχτό είναι η πλεγματική στάση μας απέναντι στις γλώσσες των ευρωπαίων εταίρων. Μιλώ για την πεισματική τάση να μεταφέρουμε στα ελληνικά ξένες λέξεις και ονόματα με ξενική προφορά, όταν μιλούμε, και με λατινικούς χαρακτήρες, όταν γράφουμε. Και όσο για την ξενική προφορά, όπως σημείωνα σε παλαιότερη επιφυλλίδα, διεκδικεί κυρίως τίτλους ξιπασιάς. Είναι όμως λίγο διαφορετικό το θέμα της ξενογράμματης γραφής, που κάποτε ανταποκρίνεται σε ουσιαστικές ανάγκες.

Πρόκειται για τα ξένα κύρια ονόματα που μεταφέρονται στα κείμενά μας όπως γράφονται στη γλώσσα τους, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται η σελίδα κατάστικτη από λέξεις συχνά απροσπέλαστες στον αναγνώστη.* Κι όμως, αν μη τι άλλο, είναι θέμα ορθογραφίας της ελληνικής γλώσσας, όπως σημειώνει εύστοχα ο Άγγελος Ελεφάντης σε σχετικό άρθρο του (Δεκαπενθήμερος πολίτης 53, 1998, σ. 11-13). Φυσικά –και μοιάζει όντως φυσικό σε όλους μας– στις εφημερίδες ή στα σχολικά βιβλία όλα τα ξένα ονόματα γράφονται ανέκαθεν στα ελληνικά. Το πρόβλημα αρχίζει μόλις περνούμε σε χώρους «ειδικότερους», καλλιτεχνικούς, επιστημονικούς. Σε περιοδικά, και εδώ στο δικό μας αίφνης, σε προγράμματα συναυλιών, σε δοκίμια και σε επιστημονικές μελέτες ο Καντ γίνεται Kant, και ο Μπετόβεν Beethoven. Και καλά ο Kant και ο Beethoven, που εύκολα αναγνωρίζονται. Τόσα άλλα όμως ονόματα, που δεν είναι πάντοτε γνωστά στους αναγνώστες, πέρα από τον συντάκτη ή έναν κύκλο ειδικών;

Δικηγόρος του διαβόλου: και τι θα τον κάνω ελληνικά τον γάλλο συγγραφέα Huysmans; Ουυσμάνς, Υυσμάνς, Υϊσμάνς, ή, σύμφωνα με την τάση των εφημερίδων, Ιισμάνς; Και ποιος θα τον αναγνωρίσει; Διότι το κύριο, και όχι αβάσιμο, επιχείρημα υπέρ της ξενογράμματης γραφής είναι αυτό: πώς θα αναγνωρίσει ο ειδικός το όνομα ενός συγγραφέα π.χ., ώστε να αναζητήσει το έργο του. Εύκολα όμως θα μπορούσαμε να θυσιάσουμε το δικαίωμα 5 ή 10 ειδικών αναγνωστών, που θα ταυτίσουν τελικά το όνομα και θα το βρουν στη βιβλιοθήκη τους, προς όφελος όλων των υπολοίπων, που τους στερείται ακόμη και η δυνατότητα να το διαβάσουν.

Υπάρχει άλλωστε και το χειρότερο από τον Huysmans, ακραίο αλλά όχι μοναδικό παράδειγμα: ο Robert Hue. Πολιτικός αυτός, και όχι επιστήμονας ή καλλιτέχνης, μπορεί και κυκλοφορεί ολοένα, καθότι γραμματέας του Γαλλικού ΚΚ, σε όλες τις εφημερίδες στα ελληνικά: σαν ανατριχιαστικό, λιπόσαρκο Ι στην αρχή, κάπως αντιπροσωπευτικότερο Υ αργότερα. Μας αρέσει δε μας αρέσει, διαβάζουμε πάντως όλοι ένα Υ: Ρομπέρ Υ, αντί να δοκιμάζουμε αβοήθητοι αμήχανα: Hue=Χιου; Χούε; Χουέ; Υέ; Ουέ; Σαν αναγνώστες λοιπόν, μιας εφημερίδας εν προκειμένω, κάποια στιγμή μαθαίνουμε, αντλούμε γνώση, πληροφορίες, έστω και μέσα από ένα Υ, όπως εδώ. Και μαζί μ’ εμάς και ο ειδικός, ο επιστήμονας· που θα επιφυλαχτεί όμως, μόλις περάσει στα δικά του τα λημέρια, να «επανορθώσει»: Hue. Όμως η ξενογράμματη γραφή απλώς συγκαλύπτει το πρόβλημα, τη δυσκολία να αποδοθεί ελληνικά κάποιο όνομα. Και οπωσδήποτε αρνείται την πρωταρχική λειτουργία της γραφής: τη μετάδοση πληροφορίας.

Η λύση είναι εξαιρετικά απλή, και δοκιμασμένη: την πρώτη φορά που απαντά σε κάποιο κείμενο ένα ξένο όνομα, να δίνεται σε παρένθεση στη γλώσσα του. (Στη βιβλιογραφία, για τον ειδικό λοιπόν, το όνομα ούτως ή άλλως γράφεται όπως είναι στον τίτλο του βιβλίου, δηλαδή στη γλώσσα του.)

Είναι άραγε ατιμωτικό να δεχτούμε ότι η γλώσσα μας δεν διαθέτει παχιά σύμφωνα, κλειστά φωνήεντα και ορισμένα γράμματα στο αλφάβητό της, ώστε να αποδώσει τη διαφορά: s-ch, ts-tch, e-eu, i-u, b-mp-mb, d-nt-nd, και άλλα; Αλλά σάμπως μπορεί ο Γάλλος να διαβάσει και να προφέρει σωστά το αγγλικό ή το γερμανικό όνομα; Και πρέπει δηλαδή να μιλούμε και να γράφουμε ελληνογαλλοξφορδιανά; Τότε όμως θα έπρεπε να μάθουμε να προφέρουμε και να τυπώνουμε και αραβικά και ρωσικά και ιαπωνικά, που εύκολα τα εξαιρούμε αυτομάτως: πώς να γράψουμε στα αραβικά ή με κυριλλικό αλφάβητο και ιδεογράμματα!

Πιο σοβαρά: Όλοι σταθήκαμε κάποτε αμήχανοι μπροστά σε αδιάγνωστα ονόματα. Έχουμε παρακολουθήσει έργα συνθετών που δεν μπορούμε έπειτα να πούμε το όνομά τους, να πούμε το στοιχειώδες: «άκουσα ένα υπέροχο τραγούδι τού τάδε»! Έχουμε διαβάσει για κάποιους συγγραφείς, που δεν μπορούμε να μπούμε στο βιβλιοπωλείο να ζητήσουμε ένα έργο τους: «το βιβλίο τού τάδε»! Πρέπει δηλαδή να κυκλοφορούμε και να συνεννοούμαστε, θαρρείς αναλφάβητοι, με χαρτάκια, όπου θα έχουμε αντιγράψει το ξένο όνομα; Και πόσες γλώσσες να γνωρίζουμε; Εδώ ακόμη και με την ευρύτατα διαδεδομένη αγγλοσαξονική δεν μπορούμε να πορευόμαστε ήσυχοι. Αυτή πια κι αν μας εκθέτει! Που, κατά το γνωστό αστείο, γράφουμε Μάντσεστερ αλλά προφέρουμε Λίβερπουλ. Πώς να αναγνωρίσεις πράγματι στο Leicester το Λέστερ, στο Worcester το Γούστερ; Πώς να ταυτίσεις αμέσως με το Maugham τον (Σόμερσετ) Μωμ;

Έτσι, εθισμένοι σε μια παραπλανητική, συχνά, οπτική εικόνα, όταν χρειαστεί να προφέρουμε ή επιτέλους να γράψουμε καμιά φορά και στα ελληνικά, διαπράττουμε ή αναπαράγουμε παραμορφωτικά λάθη: «Βώγκαν» Ουίλλιαμς έκανε πρόσφατα τον Ραλφ Βων-Ουίλλιαμς (Vaughan-Williams) ένας μουσικός παραγωγός στο Τρίτο Πρόγραμμα, και μάλιστα κατά συρροήν, σε σειρά εκπομπών με έργα άγγλων συνθετών των αρχών του 20ού αιώνα. Το ίδιο έγινε και με τη Σάρα Βων (Vaughan), την περίφημη αμερικανίδα τραγουδίστρια της τζαζ: «Βώγκαν» την παρουσίασε άλλος μουσικός παραγωγός. «Μιλώ» ακούγεται συχνά ο γάλλος συνθέτης Νταριούς Μιγιώ (Milhaud), και «Μιλώ» πάλι γράφεται, ακόμα και σε φροντισμένες, ειδικές εκδόσεις.

Να τελειώσουμε εδώ μ’ αυτό από το οποίο πρέπει να ξεκινούμε: το αυτονόητο. Που δεν μπορεί να είναι άλλο από το γεγονός ότι μιλούμε και γράφουμε με τους νόμους που διέπουν τη γλώσσα μας: τη φωνητική και το αλφάβητό της. Και προκειμένου για το θέμα ειδικότερα της γραφής: στα ελληνικά γράφουμε με ελληνικά.

* Κι αν για την ξενική γραφή των κυρίων ονομάτων υπάρχουν πολλά και σοβαρά επιχειρήματα (κυρίως στον δοκιμιακό-επιστημονικό χώρο), δεν υπάρχει κανένα για την ξενική γραφή κοινών λέξεων. Εδώ είναι φανερή αφενός η γραμμή της ξιπασιάς και της επιδεικτικής γλωσσομάθειας, η κλασική «ξενομανία», ιδιαίτερα στα έντυπα λάιφστάιλ, και αφετέρου η «καθαριστική» γραμμή που ξεχωρίζει τα αμιγώς ελληνικά από τα ξένα. Έτσι, όταν κλίνουμε ξαφνικά «το κλαμπ - τα κλαμπς», αναγόμαστε αυτομάτως στη γλώσσα καταγωγής, τα αγγλικά, ή βρισκόμαστε αυτομάτως σε γλωσσικό περιβάλλον τέτοιο που οδηγεί, ψυχαναγκαστικά σχεδόν, και στην ξενική γραφή: «το club - τα clubs». Κι αν είναι τώρα αυτονόητη η τάση αυτή στα έντυπα λάιφστάιλ, αξίζει να σταθούμε στις εφημερίδες μας, όπου π.χ. στη σχετικά συντηρητική Καθημερινή διαβάζουμε: «πρώην κατοικίδια, νυν clochard της υπαίθρου», «apartheid» τρεις φορές σε μια επιφυλλίδα, «η star-γυναίκα του star-ποδοσφαιριστή», «straight ζευγάρι και gay ζευγάρι», «δεν είναι stars οι δημοσιογράφοι»· στο Βήμα: «galleries του Κολωνακίου», «να κάνει baby-sitting», «έκαναν τα παιδιά μικρούς businessmen», «οι διανοούμενοι ως accessoire» (και μάλιστα σε τίτλο), «να δίνει στις μάζες τροφή για show»· στα Νέα: rock και rocker, restaurant αλλού, και talk shows· «ο mini καύσων» στην Αυγή· και πιο πολύ το «καραrealitοπαίχνιδο» στην Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία και το «θύμα των mediaκών μοδών», πάλι στην Καθημερινή (όλα νεότατης εσοδείας).

** Άραγε «το ους του Beethoven» που γράφει ο Ελύτης πώς θα διαβαστεί; Του Μπετόβεν ή του Μπέετ[χ]όβεν, όπως το λένε κάποιοι του Τρίτου λόγου χάρη; Κι αν αυτό μοιάζει ελαφρά προβοκατόρικο, ο Arthur Rimbaud, πάλι του Ελύτη, στα Τρία ποιήματα με σημαία ευκαιρίας, πώς θα διαβαστεί: Αρτύρ (και με κλειστό άραγε -υ, γαλλοπρεπώς;), κι ενώ αλλού ο ποιητής γράφει: Αρθούρος; Και η Mercedes στη Μαρία Νεφέλη είναι Μερτσέντες ή Μερσεντές; Και δεν είναι σχολαστικισμός αυτά: η ανάγνωση εν προκειμένω, το να ξέρουμε δηλαδή τι και πώς πρέπει να διαβάσουμε, έχει άμεση σχέση με το ρυθμό, την προσωδία, με τον ποιητικό λόγο.


Του Γιάννη Χάρη από "ΤΑ ΝΕΑ" του Σαββάτου, 5 Ιουνίου 1999