Τρίτη 18 Μαΐου 2010

Η Ευρώπη μας αδίκησε

Τίποτα δεν είναι πια όπως πριν στις χώρες της Ευρωζώνης από το περασμένο Σαββατοκύριακο. Η έκτακτη Σύνοδος Κορυφής των ηγετών της την προηγούμενη Παρασκευή προσέλαβε δραματικό χαρακτήρα μετά τη διαπίστωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ότι τη Δευτέρα ετοιμαζόταν η μεγαλύτερη κερδοσκοπική επίθεση της ιστορίας με στόχο το ευρώ και υποψήφια θύματα την Ισπανία, την Πορτογαλία και την Ιταλία σε πρώτη φάση. Την Κυριακή οι υπουργοί Οικονομικών συνήλθαν κατεπειγόντως στις Βρυξέλλες και το κολοσσιαίο ποσό του ενός τρισεκατομμυρίου δολαρίων (750 δισεκατομμυρίων ευρώ) υψώθηκε ως ασπίδα προστασίας του ευρώ. Παράλληλα, αποφασίστηκε η ΕΚΤ να αγοράζει κρατικά ομόλογα των χωρών της Ευρωζώνης - το απόλυτο όπλο!

Αποκαλύφθηκε το ψέμα: δεν ήταν λοιπόν η «τεμπελιά» και η «ασωτία» των Ελλήνων ούτε η παραχάραξη των στατιστικών στοιχείων από την κυβέρνηση Καραμανλή η αιτία της εκτόξευσης των επιτοκίων δανεισμού της χώρας μας πέρα από κάθε λογικό όριο, αλλά τα σχέδια των κερδοσκόπων. Καθόλου λιγότερο ευάλωτες από την Ελλάδα δεν ήταν πολλές άλλες χώρες της ΕΕ αν αφήνονταν μόνες τους, υποχρεώθηκαν να αναγνωρίσουν οι Ευρωπαίοι.

Αποκαλύφθηκε η αδικία σε βάρος της χώρας μας. Οι υπόλοιπες 15 χώρες της Ευρωζώνης έσπευσαν να καταρτίσουν κοινό σχέδιο άμυνας μόλις διέγνωσαν τον κίνδυνο εναντίον τους. Την Ελλάδα όμως την είχαν αφήσει εντελώς μόνη. Δεν δίστασαν να μας πετάξουν στα νύχια των κερδοσκόπων και του ΔΝΤ για να μας κατασπαράξουν. Εκλεισαν τους Ελληνες εργαζόμενους και συνταξιούχους σε «δημοσιονομικό Νταχάου» λεηλατώντας τους μισθούς και τις συντάξεις τους. Αποφάσισαν ότι όλοι οι Ελληνες πρέπει να φτωχύνουν και στραγγαλίζουν την οικονομία μας.

Η κυβέρνηση δεν αντέδρασε. Κακώς. Κάκιστα. Οφείλει να δραστηριοποιηθεί έστω και τώρα. Να απαιτήσει αμέσως την επαναδιαπραγμάτευση όλων των μέτρων που επέβαλαν στη χώρα μας το ΔΝΤ και η ΕΕ και τα οποία υλοποιεί κατ’ εντολήν τους η κυβέρνηση Παπανδρέου, ζητώντας να εναρμονιστούν με το πλαίσιο που διαμόρφωσε η ΕΕ το περασμένο Σαββατοκύριακο. Πρέπει να επανορθωθεί η αδικία που διέπραξαν οι Ευρωπαίοι εναντίον μας.

Μέτρα τιμωρίας, όχι σωτηρίας της Ελλάδας είναι αυτά που μας έχουν επιβάλει. Ηθελαν να τιμωρήσουν την Ελλάδα, ορμώμενοι από την εκτίμηση ότι μόνο η χώρα μας είχε πρόβλημα, με αποκλειστικά δική της ευθύνη. Τώρα όμως παραδέχτηκαν εμπράκτως με τις αποφάσεις τους ότι η εκτίμησή τους ήταν λανθασμένη. Αποφασίζοντας τη συγκρότηση «πακέτου άμυνας» της Ευρωζώνης ύψους 750 δισεκατομμυρίων ευρώ, ομολογούν ότι όλες οι χώρες της αντιμετωπίζουν κίνδυνο, ανεξάρτητα από τη δημοσιονομική τους κατάσταση. Είναι αδιανόητο, αν χρειαστεί, οι άλλες χώρες να δανείζονται από την ΕΚΤ δίνοντας τα ομόλογά τους με επιτόκιο 1% ή 2% και εμάς να μας «γδέρνουν» δανείζοντάς μας με 5%. Αυτό δεν μπορεί να γίνει ανεκτό.

Βαθύ αίσθημα αδικίας κυριαρχεί στις συνειδήσεις των Ελλήνων. Γιατί ο μισθός των Πορτογάλων και των Ισπανών δημοσίων υπαλλήλων να περικόπτεται κατά 5% και αυτό να θεωρείται επαρκές, χωρίς περικοπές στις συντάξεις, αλλά από τους Ελληνες δημόσιους υπαλλήλους και όλους τους συνταξιούχους να λεηλατείται από την κυβέρνηση, το ΔΝΤ και την ΕΕ το 15% έως 30% του εισοδήματός τους;

Δεν δείχνει διάθεση η κυβέρνηση Παπανδρέου να θέσει θέμα επαναδιαπραγμάτευσης των μέτρων. Αυτό όμως θα της επέτρεπε ίσως να ανακαλέσει το επαίσχυντο μέτρο της περικοπής μισθών και συντάξεων που διαρρηγνύει τον κοινωνικό ιστό και οδηγεί αναπότρεπτα σε κοινωνικές εντάσεις και συγκρούσεις, οι οποίες θα γίνονται όλο και πιο σφοδρές όσο συσσωρεύονται οι απώλειες του εισοδήματος. Θερμό φθινόπωρο, καυτός χειμώνας, εκρηκτική άνοιξη μας περιμένουν.

Και το πολιτικό σύστημα οδηγεί σε διαρκώς μεγαλύτερη αποσταθεροποίηση η κυβερνητική γραμμή πλεύσης. Κακό του κεφαλιού της. Μετά την εκδήλωση εχθρικών διαθέσεων από δεκάδες χιλιάδες διαδηλωτές, αυτή την εβδομάδα το πολιτικό σύστημα δέχτηκε πρωτοφανή ολομέτωπη επίθεση και από τους βιομήχανους. Με το μανιφέστο του προέδρου του ΣΕΒ Δ. Δασκαλόπουλου διακήρυξαν ευθέως ότι θεωρούν ουσιαστικά «τελειωμένα» τα υφιστάμενα πολιτικά κόμματα. Το λάδι στο καντήλι τους λιγοστεύει...

Του Γιώργου Δελαστίκ. Από το ΕΘΝΟΣ της Κυριακής 16 Μαΐου 2010