Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Ο Εχθρός της Ευρώπης

Αντί να δείξουμε ακλόνητη αλληλεγγύη, καταλήξαμε να δοκιμάζουν οι αγορές την αντοχή του Ευρώ, στοιχηματίζοντας στη διάλυση της Ευρωζώνης από τη Γερμανία – κάτι που γίνεται μέρα με την ημέρα όλο και πιο πιθανό

Η ανθελληνική υστερία των γερμανικών ΜΜΕ”, γράφει χαρακτηριστικά ο Γερμανός ιστορικός κ. A.Ritschl, “είναι εξαιρετικά επικίνδυνη για τη Γερμανία. Ουσιαστικά καθόμαστε μέσα σε ένα γυάλινο σπίτι: η γερμανική ανάπτυξη οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στο ότι, τόσο τα θύματα του πρώτου, όσο και του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου, παραιτήθηκαν από τις απαιτήσεις τους…..Παρά το ότι η Γερμανία είναι υπεύθυνη για δύο παγκοσμίους πολέμους, εκ των οποίων ο δεύτερος ήταν κάτι παραπάνω από καταστροφικός, τα θύματα της συμφώνησαν να διαγραφεί ένα μεγάλο μέρος των χρεών της. Τα ότι η Γερμανία οφείλει την οικονομική της άνοδο στη γενναιοδωρία των άλλων λαών δεν το έχει ξεχάσει κανείς – ούτε οι Έλληνες”.

Οι Έλληνες”, συνεχίζει ο ιστορικός, “γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τα «πολεμικά άρθρα» των γερμανικών ΜΜΕ. Εάν αλλάξουν οι διαθέσεις στην Ελλάδα (εάν «ξυπνήσουν» δηλαδή οι Έλληνες, εάν εκλέξουν επαρκείς, ανιδιοτελείς, ικανούς, θαρραλέους πολιτικούς και διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους), τότε είναι πολύ πιθανόν να ακολουθήσουν και οι άλλες ευρωπαϊκές χώρες – απαιτώντας με τη σειρά τους τα χρήματα που χωρίς καμία αμφιβολία τους χρωστάμε. Εάν λοιπόν υποχρεωθούμε νομικά να εξοφλήσουμε όλες μας τις υποχρεώσεις, τότε θα μας πάρουν και τα πουκάμισα μας – αφού, με βάση τη συμφωνία του Λονδίνου, «οι πολεμικές αποζημιώσεις, οι οποίες δεν πληρώθηκαν το 1953, θα έπρεπε να εξοφληθούν σε περίπτωση τυχόν επανένωσης της Γερμανίας».

Στην περίπτωση αυτή, θα ήταν πολύ καλύτερα όχι μόνο να αναδιοργανώναμε την ελληνική Οικονομία με δικό μας αποκλειστικά κόστος, αλλά να το κάναμε πλουσιοπάροχα. Εάν, αντί να συμμορφωθούμε με τους διεθνείς νόμους και να πληρώσουμε τα χρέη μας, συνεχίσουμε να παριστάνουμε τον πλούσιο τραπεζίτη, ο οποίος καπνίζει ήρεμα το πούρο του και δεν θέλει να πληρώσει τα χρέη του, εκβιάζοντας τους πιστωτές του, τότε κάποια στιγμή θα μας έλθει ένας τεράστιος λογαριασμός (τα χρέη της Γερμανίας προς την Ελλάδα υπολογίσθηκαν πρόσφατα στα 565 δις €, από έναν αξιόπιστο Γάλλο οικονομολόγο – πολύ περισσότερα από το δημόσιο χρέος της).

Η καλύτερη λύση σήμερα για την Ελλάδα και τη Γερμανία, με βάση τις εμπειρίες από τις δικές μας χρεοκοπίες, είναι η διαγραφή ενός μεγάλου μέρους του Ελληνικού χρέους. Κάποιες τράπεζες θα αντιμετώπιζαν βέβαια προβλήματα, αλλά θα μπορούσαν να διασωθούν με ορισμένα βοηθητικά προγράμματα. Για τη Γερμανία ίσως είναι ακριβό, αλλά πρέπει να πληρώσουμε – έτσι ή αλλιώς, αφού χρωστάμε. Σε κάθε περίπτωση, η Ελλάδα θα είχε την ευκαιρία να κάνει μία καινούργια αρχή – μία ευκαιρία που προσφέρθηκε στην αχάριστη Γερμανία πολλές φορές στο παρελθόν, ειδικά από τις Η.Π.Α.”.

Ανεξάρτητα από τις παραπάνω τοποθετήσεις του έγκυρου ιστορικού η Ελλάδα, με δική της σε μεγάλο βαθμό ευθύνη, είναι ξανά αντιμέτωπη με το εκβιαστικό δίλημμα που της τέθηκε το 1940 – ενώ έχει απλά διαφοροποιηθεί ο τρόπος διεξαγωγής του πολέμου: εκείνη την εποχή, τα χρησιμοποιούμενα μέσα ήταν στρατιωτικά, ενώ σήμερα είναι οικονομικά.

Εν τούτοις, το τότε ερώτημα παραμένει το ίδιο: Να συνθηκολογήσει η Ελλάδα με τον πανίσχυρο εχθρό, ο οποίος την απειλεί με έναν πόλεμο που δεν πρόκειται να κερδίσει («είτε υπογράφετε ότι θέλουμε, είτε χρεοκοπείτε», μας εκβιάζουν οι Γερμανοί), ή να αντισταθεί στις προσπάθειες υποδούλωσης και λεηλασίας της, ακόμη και αν οι Πολίτες της υποφέρουν, όπως επίσης υπέφεραν το 1940;

Συνεχίζοντας, οφείλουμε ίσως να θέσουμε ακόμη κάποια ερωτήματα, εάν θέλουμε να είμαστε ρεαλιστές. Ειδικότερα, εάν η όποια κυβέρνηση της Ελλάδας επέλεγε την αντίσταση οι σημερινοί, σχετικά εύποροι Έλληνες, είναι σε θέση να υποστούν τα δεινά ενός πολέμου, ή μήπως προτιμούν την ησυχία τους, έστω και σκλαβωμένοι; Πόσο σημαντική είναι η υπερηφάνεια, η ελευθερία και η αξιοπρέπεια για τους Έλληνες; Είναι αλήθεια σε θέση σύσσωμοι οι Πολίτες να επωμισθούν τα όποια βάρη της ενδεχόμενης άρνησης υποταγής τους, με στόχο τη διάσωση της δημόσιας περιουσίας και την διατήρηση της εθνικής τους ανεξαρτησίας;

Είναι η κυβέρνηση ικανή να πάρει οδυνηρές, «πατριωτικές» αποφάσεις ή μήπως όχι; Γνωρίζει η πολιτική ηγεσία τι ακριβώς επιθυμούν οι Έλληνες, όταν πιέζει ακόμη και τους βουλευτές της να αποδεχθούν ένα πρόγραμμα εξαθλίωσης και λεηλασίας της χώρας τους – ένα πρόγραμμα που δεν πρόκειται να οδηγήσει ποτέ στην έξοδο από την κρίση; Θα προτιμήσουν οι βουλευτές αυτοί να ακολουθήσουν το δύσκολο δρόμο και να αγωνισθούν για τα δικαιώματα των Πολιτών που τους εξέλεξαν ή, μήπως, θα επιλέξουν τις «καρέκλες» τους;

Δεν είναι αλήθεια υποχρεωμένη η κυβέρνηση να διαπιστώσει τι ακριβώς θέλουν οι Πολίτες, με τη βοήθεια ενός δημοψηφίσματος, πριν ακόμη υπογράψει την αποικιοκρατική, μονομερή σύμβαση συνθηκολόγησης με τον εχθρό; Γιατί θέτει εκβιαστικά διλήμματα στους Έλληνες, αφού γνωρίζει πολύ καλά ότι διαθέτει μία σειρά από όπλα, ικανά να αναχαιτίσουν επιτυχημένα τις επιθέσεις της Γερμανίας – όπλα που όμως σύντομα θα έχουν εξουδετερωθεί;

Έχει το κυβερνών κόμμα σαφή γνώση των τεράστιων ευθυνών του απέναντι στους Έλληνες και στους Ευρωπαίους – επίσης απέναντι σε εκείνους τους Γερμανούς Πολίτες, οι οποίοι επιθυμούν μία ευρωπαϊκή Γερμανία, ενώ πανικοβάλλονται στην ιδέα μίας γερμανικής Ευρώπης; Σε σημείο μάλιστα που να αναρωτιούνται έντρομοι οι ίδιοι οι Γερμανοί, «μήπως η κατά τα άλλα συμπαθέστατη καγκελάριος τους εγκυμονεί έναν νέο Χίτλερ»;

Η ΑΡΝΗΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

Περαιτέρω, θεωρούμε σκόπιμη την αναφορά μας στις δύο πλευρές της Γερμανίας, στα δύο πρόσωπα του Ιανού που την διακρίνουν, έτσι ώστε να είμαστε όσο περισσότερο γίνεται αντικειμενικοί – αφού θα μπορούσε κανείς εύλογα να μας χαρακτηρίσει εμπαθείς, επηρεασμένους δηλαδή είτε από τη δύσκολη θέση της χώρας μας, είτε από την «ψυχολογική» ανάγκη μας να ενοχοποιήσουμε άλλους, για τα δικά μας μεγάλα σφάλματα (άρθρο μας).

“Οι Έλληνες μπορούν να παράγουν μόνο ελαιόλαδο, να περιποιούνται υπέρ του δέοντος τους συνταξιούχους τους και να μας φτωχαίνουν. Η Ευρώπη είναι ένα γραφειοκρατικό τέρας”, διαβάζουμε τον τίτλο ενός άρθρου σε μία σοβαρή γερμανική εφημερίδα, ευρείας αποδοχής και κυκλοφορίας, η οποία παραθέτει τα παρακάτω στοιχεία (Πίνακας Ι):

Όπως φαίνεται από τον Πίνακα Ι, ο μέσος μισθός στη Γερμανία είναι υψηλότερος κατά 80% σε σχέση με την Ελλάδα – ενώ η παραγωγικότητα των εκεί εργαζομένων είναι 54% μεγαλύτερη (ποσοστό που υποδηλώνει το μέγεθος της υπερτίμησης του Ελληνικού ευρώ, αλλά και της υποτίμησης του Γερμανικού). Εάν δε στο μισθό προσθέσουμε τις κοινωνικές παροχές (Υγεία, Παιδεία κλπ.), οι οποίες προσφέρονται στους Γερμανούς από το κράτος τους, θα συμπεράνουμε εύκολα ότι, το βιοτικό τους επίπεδο είναι συγκριτικά αρκετά υψηλότερο. Ίσως οφείλουμε να προσθέσουμε εδώ ότι, η παραγωγικότητα δεν είναι μόνο θέμα μισθών αλλά, επίσης, κεφαλαίων, μεθόδων παραγωγής, επενδύσεων, σωστού προγραμματισμού, ορθολογικής λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης κλπ.

Συνεχίζοντας στο θέμα μας, χωρίς να επεκταθούμε σε περιττές λεπτομέρειες, όπως διαπιστώνεται από ένα μέρος των στοιχείων που καταγράφει η εφημερίδα, πρόθεση της είναι αφενός μεν να τεκμηριώσει την ανωτερότητα των Γερμανών σε σχέση με τους Έλληνες, αφετέρου να διαφοροποιηθεί από την Ευρώπη – την οποία θεωρεί πλέον ότι δεν έχει ανάγκη, επικρίνοντας την σκόπιμα.

Εάν τώρα η Ευρώπη είναι πρόθυμη να επιτρέψει σε μία εθνικιστική πλέον, «πρωσική» Γερμανία και σε μία μερκαντιλίστρια καγκελάριο να ηγηθεί, καθώς επίσης εάν η Ελληνική κυβέρνηση δεν έχει καμία αντίρρηση να συμβιβασθεί, παραδίδοντας αμαχητί τη χώρα και τους Πολίτες της, είναι κάτι που δεν μπορούμε να γνωρίζουμε με ασφάλεια.

Η ΘΕΤΙΚΗ ΠΛΕΥΡΑ ΤΗΣ ΓΕΡΜΑΝΙΑΣ

“Οι Γερμανοί χαρακτηρίζονται σαν Ευρωναζί – όχι σαν μία καλοπροαίρετη ηγετική δύναμη της Ευρώπης. Πως τα καταφέραμε αλήθεια;”, αναρωτιέται ο επιφανής Γερμανός οικονομολόγος H.Muller, διευθυντής οικονομικού περιοδικού.

Η Γερμανία βρέθηκε το 2009 και το 2010 στην ιστορική θέση, να εξελιχθεί σε μία μορφή ευρωπαϊκής ηγεμονικής δύναμης – αφού ήταν η μοναδική μεγάλη χώρα της Ευρωζώνης, η οποία διέθετε μία ανταγωνιστική οικονομική δομή, καθώς επίσης ένα σχετικά χαμηλό δημόσιο χρέος. Η Γερμανία μπορούσε να συμπεριφερθεί σαν μία καλοπροαίρετη ηγετική δύναμηέπρεπε να το κάνει, όπως οι Η.Π.Α. μετά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Η καγκελάριος όφειλε να οδηγήσει την ΕΕ σε ένα κοινό μέλλον – να είχε την ικανότητα να το κάνει.

Αντίθετα όμως, επικράτησε δυστυχώς η εθνικιστική μικροπολιτική, βασισμένη στις εκλογικές αναμετρήσεις – στις οποίες «πουλούσε» η ρητορική δημαγωγία, ο λαϊκισμός δηλαδή, με κύριο χαρακτηριστικό τη σκληρή στάση απέναντι στις ελλειμματικές χώρες του Νότου. Στο προσκήνιο δεν βρίσκεται πλέον το κοινό μέλλον της Ευρώπης, αλλά η μονόπλευρη εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων – ή, καλύτερα, αυτό που θεωρεί η κυβέρνηση ότι είναι προς το συμφέρον μας.

Το γεγονός ότι επιμένει η γερμανική κυβέρνηση στη συμμετοχή των ιδιωτών πιστωτών της Ελλάδας, σε ενδεχόμενη «διάσωση» της, είναι μία καθαρά «συμβολική» πολιτική. Η διαγραφή χρεών (haircut) δεν θα βοηθούσε καθόλου την Ελλάδα. Αντίθετα από όσα λέει η καγκελάριος η Ελλάδα, σε μία τέτοια περίπτωση, θα παρέμενε εκτός αγορών για πάρα πολλά χρόνια – ενώ θα έχανε κάθε δυνατότητα να δανεισθεί μόνη της στο μέλλον. Παράλληλα, για να μπορέσει να μειώσει το χρέος της, θα έπρεπε να έχει πρωτογενές πλεόνασμα πάνω από τους τόκους που πληρώνει. Ακόμη καλύτερα, πάνω από 8%, κάτι που δεν έχει καταφέρει ποτέ καμία χώρα – με εξαίρεση τη Νορβηγία, λόγω των πετρελαϊκών κοιτασμάτων της.

Εκτός αυτού, το Βερολίνο ρισκάρει τον κίνδυνο να βρεθεί η ΕΚΤ σε πολύ δύσκολη οικονομική θέση (ίσως θα έπρεπε εδώ να σκεφθούμε την αμυδρή πιθανότητα να χρεοκοπήσει σκόπιμα η Γερμανία την ΕΚΤ, προωθώντας στη θέση της τη δική της Bundesbank). Η κερδοσκοπία αναζωπυρώνεται, οπότε η κρίση βαθαίνει απειλητικά. Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση επιμένει στη διαγραφή χρεών: δήθεν για λόγους «αρχής» αλλά, στην πραγματικότητα, επειδή πολλοί στο κυβερνών κόμμα θεωρούν ότι, πρέπει να δείξουν στις αγορές, στους Έλληνες επίσης, ποιος έχει την εξουσία – ποιος είναι το αφεντικό της Ευρώπης και της Ελλάδας.

Η κυβέρνηση συμπεριφέρεται σαν να ζούμε ακόμη στην εποχή του 90 – σαν να υπάρχουν επιλογές στο σημερινό «συναλλαγματικό κλαμπ» και σαν να μην ήταν τα χρηματοπιστωτικά συστήματα τόσο στενά μεταξύ τους συνδεδεμένα, με κίνδυνο να καταρρεύσουν όλα μαζί. Όχι, δεν υπήρχε από την αρχή καμία εναλλακτική επιλογή, η οποία να μην απαιτούσε τη μεταφορά πόρων από τις πλεονασματικές, προς τις ελλειμματικές χώρες της Ευρωζώνης – τη δημοσιονομική και πολιτική τους ένωση. Όμως, αυτό δεν ταιριάζει με το λαϊκό αίσθημα – δεν πουλάει και δεν φέρνει ψήφους, όπως η παραδειγματική τιμωρία των Ελλήνων.

Έτσι λοιπόν μας έρχεται σήμερα ο λογαριασμός. Η Γερμανία ευρίσκεται σε μία απίστευτα δυσχερή θέση, έχοντας διαθέσει πάρα πολλά χρήματα, χωρίς να καταφέρει τίποτα. Θεωρούμαστε πια σαν Ευρωναζί και όχι σαν μία καλοπροαίρετη ηγετική δύναμη. Το ότι συνέβη κάτι τέτοιο, δεν είναι η καλύτερη απόδειξη μίας επιτυχημένης πολιτικής.

Αντί να δείξουμε λοιπόν ακλόνητη αλληλεγγύη, καταλήξαμε να δοκιμάζουν οι αγορές την αντοχή του Ευρώ, στοιχηματίζοντας στη διάλυση της Ευρωζώνης – κάτι που γίνεται μέρα με την ημέρα όλο και πιο πιθανό. Εάν το ευρώ καταρρεύσει, η Γερμανία θα έχει την αποκλειστική ευθύνη – αφού θα ήταν η χώρα που θα μπορούσε να το σώσει, αλλά δεν το έκανε από ιδιοτελή, μικροπολιτικά συμφέροντα. Φυσικά, η ζημία της Γερμανίας και όχι μόνο από ένα τέτοιο ενδεχόμενο, δεν ζυγίζεται καν με χρήματα”.

Κλείνοντας, ο Πίνακας ΙΙ αναφέρεται στο συνολικό δημόσιο χρέος των κρατών της Ευρωζώνης, καθώς επίσης στο ποσοστό της κάθε χώρας επί αυτού. Θεωρούμε ότι μόνο η απεικόνιση των χρεών, σε σχέση με το ΑΕΠ, δεν είναι αρκετά αντιπροσωπευτική – αφού τα απόλυτα μεγέθη, τα ποσά δηλαδή που χρωστάει η κάθε χώρα, είναι εξ ίσου σημαντικά.

Όπως διαπιστώνουμε από τον Πίνακα ΙΙ, τα χρέη της Γερμανίας, σε απόλυτα νούμερα, δεν είναι καθόλου αμελητέα. Τυχόν αύξηση του επιτοκίου δανεισμού της μόλις κατά 1%, θα της κόστιζε περί τα 18 δις € – ποσό υψηλότερο από τους συνολικούς τόκους που πληρώνει σήμερα η Ελλάδα. Είναι αδύνατο λοιπόν το να μην κατανοεί τη σημασία που θα είχε η ενδεχόμενη ανάδειξη του ευρώ σαν παγκόσμιου αποθεματικού νομίσματος – γεγονός που μας προβληματίζει ακόμη περισσότερο, σε σχέση με τη συμπεριφορά της απέναντι στη Ελλάδα.

Μόνο η υπόθεση λοιπόν ότι, η Γερμανία χρησιμοποίησε αρχικά το ΔΝΤ για τη «βρώμικη δουλειά», έχοντας άλλα σχέδια για τη συνέχεια (όπως τεκμηριώνεται σήμερα από τους εκβιασμούς της στην Ελλάδα), θα απαντούσε κάπως λογικά στις απορίες μας. Εν τούτοις, κρίνοντας από τα τεράστια χρέη της Ιταλίας τα οποία, εκτός των άλλων, υπερβαίνουν το 120% του ΑΕΠ της (μάλλον το 150%, εάν συμπεριλάβουμε τα πιθανά προβλήματα των τραπεζών της), εάν οι εντολείς του ΔΝΤ, οι αγορές δηλαδή, επιτεθούν στην Ιταλία, θα είναι πολύ δύσκολο να ευοδωθούν πλέον τα όποια «μυστικά σχέδια» της Γερμανίας (εννοούμε πάντοτε την τευτονική κυβέρνηση και το γερμανικό Καρτέλ – ποτέ τους Γερμανούς πολίτες, οι οποίοι υποφέρουν ήδη τα πάνδεινα).

Κλείνοντας, οφείλουμε να τονίσουμε μία λανθασμένη εκτίμηση σχεδόν όλων μας, όταν θεωρούμε τη Γερμανία μικρή, συγκριτικά με τις άλλες υπερδυνάμεις. Η χώρα αυτή δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται μόνη της – αλλά σαν την κυρίαρχη δύναμη μίας πλούσιας, παραγωγικής Ευρώπης των 500 εκ. κατοίκων, η οποία είναι πολύ ισχυρότερη από όσο πιστεύει κανείς.

ΤΑ ΟΠΛΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ

Όπως έχουμε ήδη αναφέρει σε μία πρόσφατη ανάλυση μας (Λιτότητα, δραχμή ή υποτίμηση;) “Η Ελλάδα, σε σύγκριση με προηγούμενα υπερχρεωμένα κράτη, έχει μία μεγάλη διαφορά, ένα σημαντικότατο πλεονέκτημα καλύτερα: Το 95% των ομολόγων του δημοσίου έχουν εκδοθεί σύμφωνα με το ελληνικό Δίκαιο – γεγονός που σημαίνει ότι, το ελληνικό κοινοβούλιο έχει τη δυνατότητα να αλλάξει, με την ψήφιση ενός νόμου, τη «συναλλαγματική μορφή» των ομολόγων.

Ειδικότερα, εάν η Ελλάδα εγκατέλειπε την Ευρωζώνη υιοθετώντας τη δραχμή, θα είχε την απόλυτα νόμιμη δυνατότητα, πριν ακόμη απελευθερώσει την ισοτιμία του νομίσματος της, να μετατρέψει τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου σε δραχμές – με την ισοτιμία των 340 δρχ. ανά €, η οποία ίσχυε την περίοδο της εισόδου της στη νομισματική ένωση (ΟΝΕ). Στη συνέχεια, θα μπορούσε να «απελευθερώσει» τη συναλλαγματική ισοτιμία της δραχμής, η οποία πιθανότατα θα υποτιμούταν αμέσως – εις βάρος όμως των δανειστών της και χωρίς να επηρεαστεί αρνητικά το δημόσιο χρέος”. Με βάση τώρα έναν εξαιρετικό Έλληνα δικηγόρο, η οικονομική μας θέση τεκμηριώνεται νομικά ως εξής:

Με νόμο μπορεί το Ελληνικό Δημόσιο να αλλάξει το νόμισμα του ομολόγου εφόσον η έκδοση διέπεται από το ελληνικό Δίκαιο. Οι επενδυτές δικαιούνται φυσικά να προσφύγουν στην ελληνική δικαιοσύνη, αλλά δεν θα έχουν μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. Αυτά φυσικά δεν ισχύουν καταρχήν για το «Δάνειο της Τρόικας», το οποίο διέπεται από το αποικιοκρατικό αγγλικό δίκαιο (με δικαιοδοσία ECJ) – αν και στην πράξη η Σύμβαση αυτή είναι επίσης άκυρη, γεγονός που σημαίνει ότι μπορεί να καταγγελθεί οποτεδήποτε, για δεκάδες λόγους.

Στη διεθνή βιβλιογραφία υπάρχουν βέβαια και οι ονομαζόμενοι «διεθνιστές», οι οποίοι ισχυρίζονται το αντίθετο. Είναι οι ίδιοι που αναφέρουν ότι το κοινοτικό (ή, ορθότερα πλέον, το «ενωσιακό» δίκαιο) υπερισχύει – όχι απλώς του κοινού εσωτερικού αλλά και του συνταγματικού δικαίου των Κρατών Μελών. Οι ίδιοι «παραλλάσσουν» το δήθεν επιχείρημα τους λέγοντας ότι, οι δύο έννομες τάξεις είναι «επάλληλες» – επίσης πως, με βάση τη λεγόμενη αρχή της «επικουρικότητας», υπάρχουν τομείς όπου υπερισχύει το ένα σύστημα Δικαίου και «επικουρεί» το άλλο.

Πρόκειται φυσικά για εσφαλμένους ισχυρισμούς, αφού οι Γερμανοί, οι Γάλλοι, οι Βρετανοί και οι Αμερικανοί, οι οποίοι προωθούν την άποψη αυτή σε διεθνές επίπεδο, αποκλείουν κάθε τέτοια συζήτηση στο εσωτερικό τους. Δηλαδή, θέλουν να ισχύει για όλους ανεξαιρέτως τους άλλους λαούς, αλλά όχι για τους ίδιους (!).

Αυτό θυμίζει κάπως την «πίεση» των Η.Π.Α. σε όλα τα κράτη, να προσχωρήσουν στη Σύμβαση για το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο, την οποία οι ίδιοι δεν υπέγραψαν, για να μην έχει το Δικαστήριο της Χάγης δικαιοδοσία επί Αμερικανών πολιτών (είναι άλλο από το λεγόμενο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης που επιλύει διαφορές μεταξύ κρατών-μελών του ΟΗΕ).

Το κρίσιμο σημείο που αδυνατούν να καταλάβουν όλοι οι οικονομολόγοι, οι οποίοι δεν γνωρίζουν νομικά είναι το ότι, επί της ουσίας, ο όρος «Διεθνές Δίκαιο» είναι παραπλανητικός - διότι το Δίκαιο είναι σύνολο κανόνων που διέπουν ετερόνομα τις βιοτικές σχέσεις στα πλαίσια μίας έννομης τάξης. Αντίθετα, όταν μιλάμε για διεθνή κοινότητα και διεθνή έννομη τάξη, θα πρέπει να μιλάμε για διεθνείς σχέσεις – αφού οι κανόνες του λεγόμενου «Διεθνούς Δικαίου» προκύπτουν αποκλειστικά από συμβάσεις («συνθήκες») κυρίαρχων κρατών.

Ο λόγος είναι προφανής: εις βάρος ενός κράτους δεν μπορεί να επιβληθεί αναγκαστική εκτέλεση στο εσωτερικό του, ει μη μόνο εάν το επιτρέψει το ίδιο το κράτος. Ομοίως είναι εξαιρετικά δυσχερής η επιβολή εκτέλεσης σε περιουσία ενός κράτους στο εξωτερικό, διότι τα κράτη επικαλούνται το προνόμιο της ετεροδικίας (extraterritoriality) – το οποίο, ανάλογα με την εποχή που διανύουμε, είναι απόλυτο ή σχετικό. Δηλαδή οι πιστωτές ενός κράτους, σε περίπτωση που δεν πληρώνει τις οφειλές του (στάση πληρωμών), δεν μπορούν να κατάσχουν περιουσιακά στοιχεία του, ούτε στο εσωτερικό του, ούτε στο εξωτερικό – αντίθετα με όσα ισχύουν για τις επιχειρήσεις.

Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η γνωστή αντιδικία Ιταλίας – Γερμανίας στο Διεθνές Δικαστήριο για τις ναζιστικές αποζημιώσεις, όπου η Ελλάδα έκανε παρέμβαση υπέρ της Ιταλίας (η οποία, ως γνωστό, επέτρεψε εκτέλεση σε βάρος της Γερμανίας στο έδαφος της, για την υπόθεση του Διστόμου – κάτι που δεν επέτρεψε η ίδια η Ελλάδα!).

Συμπερασματικά λοιπόν, τα κυρίαρχα κράτη μπορούν να κάνουν ότι θέλουν – αν και δυστυχώς οι μεγάλες δυνάμεις επιβάλλουν τους όρους τους στις πιο αδύναμες χώρες (η δύναμη «παράγει» Δίκαιο). Αυτό γίνεται παραδοσιακά με δύο τρόπους:

(α) Ο πιο ανώδυνος και φθηνός τρόπος επιβολής όρων, είναι μέσω του εσωτερικού συμμάχου τους, της εκάστοτε ελίτ δηλαδή (κυρίως των ΜΜΕ, των πολιτικών και των κυβερνήσεων, οι οποίοι παίρνουν εντολή να πείσουν τους Πολίτες – να τους κάνουν «πλύση εγκεφάλου καλύτερα»)

β) Ο πιο άκομψος είναι η πίεση από το εξωτερικό – με δηλώσεις, δημοσιεύματα, «αξιολογήσεις», επιθέσεις, εκβιασμούς, ενίοτε δε και με επεμβάσεις, ακόμα και ένοπλες, ή με στρατιωτικές «απειλές» (για παράδειγμα, εισβολή της Τουρκίας). Πιθανολογώ ότι για το λόγο αυτό η Ελλάδα έκανε ανέκαθεν αυτό που της ζητούσαν δανειστές της”.

Με βάση τα παραπάνω, αν και θεωρούμε λύση έσχατης ανάγκης, «ύστατη λύση» δηλαδή (last resort) την επιστροφή της χώρας μας στη δραχμή, έχουμε την άποψη πως η Ελλάδα οφείλει να το σκεφθεί σοβαρά – εάν βέβαια δεν βοηθηθεί από τους εταίρους της, παράλληλα με την άμεση εκδίωξη του ΔΝΤ από την επικράτεια της (της Τρόικας καλύτερα και της Γερμανίας, αφού αυτή επιβάλλει πλέον τους όρους).

Με την έννοια «βοήθεια» δεν εννοούμε φυσικά τον περαιτέρω δανεισμό της (πόσο μάλλον αφού η Τρόικα απλά «αναπληρώνει» τις «αγορές», μετά την ευρωελληνική κρίση δανεισμού που προκάλεσε ο απίστευτα καταστροφικός χειρισμός της Γερμανίδας καγκελαρίου), αλλά ένα αποτελεσματικό «σχέδιο Marshall», για την αναδιοργάνωση της οικονομίας της. Άλλωστε, αφενός μεν τα δάνεια δεν λύνουν προβλήματα, αφετέρου μεταφέρουν τα βάρη επαυξημένα στο μέλλον – αφού κάποια στιγμή πρέπει να πληρωθούν, συνήθως με τοκογλυφικούς τόκους.

Στην αντίθετη περίπτωση, η Ελλάδα δεν πρέπει ούτε στιγμή να διστάσει – παίρνοντας τις οδυνηρές μεν, αλλά απόλυτα υποχρεωτικές αποφάσεις που χρειάζονται, για την εξασφάλιση της ευημερίας των Πολιτών της. Άλλωστε, με το καινούργιο υφεσιακό πρόγραμμα της Τρόικας και όχι πλέον του ΔΝΤ (μεσοπρόθεσμο), το οποίο κατά την άποψη μας θα ήταν έγκλημα να ψηφισθεί, δεν φαίνεται να αποφεύγουμε τη στάση πληρωμών. Απλούστατα θα εξουδετερωθεί, αργά και μεθοδικά, η βόμβα της χρεοκοπίας, η οποία απειλεί όχι μόνο την Ευρωζώνη, αλλά ολόκληρο τον πλανήτη.

Για την Ευρώπη των Πολιτών της φυσικά, πόσο μάλλον για την ευρωπαϊκή ιδέα της διαρκούς ειρήνης και ευημερίας όλων των Ευρωπαίων, καθώς επίσης για την Ελλάδα, θα ήταν απείρως προτιμότερη η εκδίωξη της Γερμανίας από την Ευρωζώνη – εάν βέβαια δεν επικρατήσει ο καλός της εαυτός και εάν παραμείνει η εμμονή της πρωσικής της κυβέρνησης, να κυριαρχήσει απολυταρχικά σε μία Ευρώπη των 500 εκ. κατοίκων (θυσιάζοντας αυτούς που αντιστέκονται, για τον παραδειγματισμό και την υποδούλωση των υπολοίπων).

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Ολοκληρώνοντας, αναφέρουμε ξανά ότι, η Ελλάδα έκανε μεν πάρα πολλά λάθη στο παρελθόν (ιδίως κάποιοι πολιτικοί της – τους οποίους όμως δεν μπορεί κανείς να παραλληλίσει με τους ναζί, όσο ανεπαρκείς ή διεφθαρμένοι και να ήταν), αλλά δεν σκότωσε κανέναν. Δεν οδήγησε δηλαδή τον κόσμο σε δύο παγκόσμιους πολέμους όπως η Γερμανία, για τους οποίους, αντί να τιμωρηθεί, βοηθήθηκε από τις Η.Π.Α. και την Ευρώπη για να ανακάμψει – ταυτόχρονα με τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους των οφειλών της.

Όσον αφορά δε τη σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας, το πρόβλημα μας δεν είναι μόνο το μνημόνιο: το πρόβλημα μας είναι κυρίως η Τρόικα και το «μεσοπρόθεσμο έγκλημα» που θέλει να μας επιβάλλει – ιδιαίτερα δε οι ιδιωτικοποιήσεις των κοινωφελών μας επιχειρήσεων, το ξεπούλημα τους καλύτερα σε εξευτελιστικές τιμές, καθώς επίσης ο καταστροφικός «εφαρμοστικός» νόμος, χωρίς δημοψήφισμα. Η δημόσια περιουσία ανήκει σε όλους τους Έλληνες, οπότε αυτοί πρέπει να αποφασίσουν – πόσο μάλλον όταν η κυβέρνηση δεν ενημέρωσε κανέναν με το προεκλογικό της πρόγραμμα, σε σχέση με τον τρόπο που θα διαχειριζόταν την εξουσία της.

Ένα εξαιρετικό άρθρο που υπογράφει ο Βασίλης Βιλιάρδος (copyright)

Αθήνα, 26. Ιουνίου 2011

viliardos@kbanalysis.com

Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011

Ο εκφυλισμός της ελληνικής “μεγαλοαστικής τάξης”

Η ιστορία με τους «στημένους» αγώνες, γνωστή εδώ και χρόνια στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ, δεν είναι ξεκομμένη από το γενικότερο ημεδαπό οικονομικό και κοινωνικό πλαίσιο.
Ο -σε μεγάλο βαθμό- παρασιτικός χαρακτήρας της ελληνικής μεγαλοαστικής τάξης, είχε κάποτε την έννοια της αποβιομηχάνισης Η μεταπρατική φύση του τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες εξελίχθηκε σε χρηματιστηριακή-τραπεζική, γενικότερα υπηρεσιών, εξυπηρετήσεων και διευκολύνσεων (Το εφοπλιστικό κεφάλαιο εξαιρείται καθώς οι δραστηριότητες του σε μεγάλο βαθμό ήταν και είναι έξω από τα στενά όρια της ελληνικής οικονομίας).

Η πρόσδεση της λεγόμενης ελληνικής «αστικής τάξης» στο άρμα της εκάστοτε εξουσίας, εξασφάλιζε την αναπαραγωγή της. Παράλληλα δημιουργούσε νέους αντιπαραγωγικούς πόλους. Η ποιότητα των μελών της έφθινε, καθώς το δαιμόνιο της επιχειρηματικότητας, αντικαταστάθηκε από τον δαίμονα της πρόσβασης στα πολιτικά κλιμάκια. Η στενή αυτή σχέση που έμεινε στην καθημερινή ορολογία ως «διαπλοκή» ήταν στην πραγματικότητα ο εκφυλισμός της μεγαλοαστικής τάξης, σε μια εκδοχή «λούμπεν αστική».

Οι «φωτογραφικοί» διαγωνισμοί, τα «φιλέτα» του Δημοσίου, η «επιστήμη των μεσαζόντων» γαλούχησαν γενιές επί γενεών «αστών» κρατικοδίαιτους, εξαρτώμενους, αντιπαραγωγικούς

Δεν ήταν λίγες οι φορές που για να πετύχουν τους στόχους τους, «τάιζαν» ολόκληρα συστήματα. Στην πραγματικότητα υπερτιμολογούσαν έργα και υπηρεσίες προκειμένου να πάρουν όλοι το «μερτικό» τους, να μείνουν όλοι ευχαριστημένοι και να μην «κελαηδήσει» κανείς στα ΜΜΕ. Στην πράξη επιβάρυναν τον φορολογούμενο και το χρέος με δυσθεώρητα και αναίτια ποσά.

Με λίγα λόγια η δομή των κρατικών προμηθειών κάθε είδους, έκρυβε από πίσω της μια θλιβερή παθογένεια. Οι αρχές της ελεύθερης οικονομίας αλλά και της λογικής αντικαταστάθηκαν από τις απαιτήσεις των συμμετεχόντων στο πάρτι.

Ο εύκολος και γρήγορος πλουτισμός, οι «παράγοντες» του οικονομικού βίου που φύτρωναν σαν τα μανιτάρια και πόζαραν φιλάρεσκα για τις κυριακάτικες εκδόσεις, ήταν στην πραγματικότητα η ελληνική εκδοχή μιας λατινοαμερικανικού τύπου αστικής τάξης: Διαβρωμένη, εκφυλισμένη, αποϊδεολογικοποιημένη, η τάξη αυτή όχι μόνο δεν μπόρεσε να παίξει το ρόλο της ως εγχώριο «κεφάλαιο» αλλά ταυτίστηκε και με ξένα συμφέροντα και εταιρείες, απεμπολώντας την όποια εθνική της ταυτότητα.

Οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι κονδυλοφόροι – προπαγανδιστές των «ιδανικών» της Νέας Τάξης, της Παγκοσμιότητας και της πολιτισμικής άλωσης δεν είναι παρά μίσθαρνα όργανα αυτής της χωρίς ιδανικά, αρχές και πατρίδα «αστικής τάξης». Το γεγονός ότι χάρις στο ΠΑΣΟΚ του Ανδρέα αυτή η τάξη κατάφερε να αποκτήσει και τον έλεγχο του ΜΜΕ είχε ως αποτέλεσμα και τον εκμαυλισμό της κοινωνίας. Η οποία καθισμένη στον καναπέ της έπαιρνε μάτι στα απόκρυφα της «καλής κοινωνίας» και ονειρευόταν να γίνει σαν κι αυτήν.

Επίορκοι δικαστές και αστυνομικοί, επαγγελματίες δολοφόνοι και κουστουμαρισμένοι εκτελεστές κρατικών συμβολαίων, λαθρέμποροι ναρκωτικών και ιδεών, ντοπαρισμένοι αθλητές και πουλημένοι διαιτητές, κράτος και παρακράτος, παιδεραστές και αργυρώνητοι προστάτες των ηθών, παρήλαυναν καθημερινά στα τηλεοπτικά «παράθυρα» και την ζωή μας, διαπλεκόμενοι με «ροζ ιστορίες» και σκοτεινές διαμεσολαβήσεις, υπό την αιγίδα σκανδαλοθήρων δημοσιογράφων που λάτρευαν μόνο το λογαριασμό τους στην τράπεζα.

Αυτή ήταν η ζωή που πλάσαραν στον λαό. Καθ’εικόνα και ομοίωση τους.

Φτάσαμε όμως στο τέλος. Και στην αποκάλυψη της πραγματικής φύσης τους. Δεν χρειάζεται να αναφερθούμε σε ονόματα. Τους βλέπουμε όλοι στην τηλεόραση και τους διαβάζουμε στις δικογραφίες των κοριών. Ποια είναι η ουσία; Η καθημερινή συναναστροφή και η επιχειρηματική διαπλοκή σε στοιχηματικές και άλλες μπίζνες των σπουδαίων και τρανών που αγόραζαν πολιτικούς και ΜΜΕ με άτομα του κοινού ποινικού δικαίου. Οι πολίτες αντιλαμβάνονται πλέον μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική από την γκλαμουριά και το «δήθεν» που αποπνέουν συνήθως τα ρεπορτάζ για τους γάμους, τα βαφτίσια και τις ευεργεσίες τους.

Αλλά όπως έλεγε και ο Μαρξ «ο καπιταλισμός φτιάχνει το σκοινί που θα τον κρεμάσει». Θα “σφαχτούν” μεταξύ τους όσο η κρίση θα βαθαίνει.

Από το Antinews

Δευτέρα 13 Ιουνίου 2011

Στη ρωγμή του χρόνου

Στις αρχές της δεκαετίας του '80, ζούσαμε σ' ένα μεταίχμιο: «στη ρωγμή του χρόνου», όπως θα έλεγε ο Ρασούλης, με τη φωνή του Παπάζογλου.

Ήμουν τότε ανάμεσα στα 20 και στα 25 μου, και μπορεί να ξέραμε τι είχε προηγηθεί, όχι όμως τι θα επακολουθούσε. Πίσω μας, η γενιά του 1970
, με τα ξεφτισμένα συλλογικά οράματα. Και μπροστά μας, οι νεότεροι, που έμελλε να παραδοθούν στον πιο έξαλλο ατομικισμό, μέσω της καταναλωτικής αφθονίας και του ευδαιμονισμού. Ιδίως από το '89 και μετά, οπότε υπερίσχυσε ο ασύδοτος χρηματοπιστωτικός καπιταλισμός, που μας οδήγησε στην οικονομική κρίση.Από μια πλευρά ήταν χρυσή εποχή. Μια δεκαετία σφραγισμένη από την πασοκική Αλλαγή. Και από τον εφηρμοσμένο φεμινισμό, όπου το «μάτσο» αρσενικό έγινε καταγέλαστο. Ο αντιαμερικανισμός κόχλαζε σε βαθμό υστερίας (η φωτιά του σιγοκαίει τώρα ως αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση). Την αρχική μας άρνηση απέναντι στην ΕΟΚ θα τη διαδεχόταν η αποδοχή της, όπως σε κάθε πένθος, μολονότι εν προκειμένω βοήθησαν και τα ευρωπαϊκά κονδύλια. Πρώτη φορά μετά τους χίπις, η επιδημία του AIDS θα ύψωνε ένα ανάχωμα στην ερωτική ελευθεριότητα, προκαλώντας έναν παροξυσμό της πορνογραφίας. Θα θριάμβευε η επώνυμη μάρκα στο ντύσιμο: ο μαζάνθρωπος και η στολή του. Ήταν η εποχή που πρωτονιώσαμε στο πετσί μας τον καύσωνα, και το Μεγάλο Ελληνικό Καλοκαίρι άρχιζε να μετατρέπεται από όνειρο σε εφιάλτη.

Όμως, ειδικά τα πρώτα εκείνα χρόνια, η γενιά μου είχε την τύχη να βρεθεί σ' ένα σπάνιο σημείο ισορροπίας. Μετέωρη ανάμεσα στη συλλογικότητα και στον ατομικισμό, στην παράδοση και στο μοντέρνο, στο ρομαντισμό και στον πραγματισμό. Σε σύγκριση με τους προηγούμενους, είχαμε φτωχές εμπειρίες: ούτε έπος
της Αντίστασης κι Εμφύλιο, ούτε Πολυτεχνείο. Αλλά είχαμε συνείδηση αυτής της έλλειψης, της απογύμνωσης από ηρωισμούς και μεγάλα λόγια - όχι όπως οι ακόμα νεότεροι, που μεγάλωσαν αντιμέτωποι με το σκέτο τίποτα και αυταπατώνται ότι «παγκοσμιοποιήθηκαν». Μπροστά στις καταπιεστικές συμβάσεις των μεγαλύτερων και στην κυνική αφασία των μικρότερων, εμείς βιώναμε μια αναζωογονητική ελευθερία, που μας επέτρεπε να κρίνουμε με μια σχεδόν αιρετική ματιά.

Βλέπαμε, φέρ' ειπείν, ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου ήτα
ν ο ηγέτης που άλλαξε τη χώρα όσο κανείς άλλος μεταπολεμικά. Όμως, εξίσου προς το καλύτερο και προς το χειρότερο, αφού συνόψιζε τα εθνικά μας προτερήματα κι ελαττώματα. Ο Κοσκωτάς ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι τα ΜΜΕ αποκτούσαν την πρωτοκαθεδρία. Η Μελίνα Μερκούρη μας δίδασκε ότι το πάθος στην πολιτική, έστω και το θεατρινίστικο, είναι καλύτερο από το τίποτα. Όσο για τον Χαρίλαο Φλωράκη, απορούσαμε: πώς κολλάνε το αρχέτυπο του κατσαπλιά καπετάνιου με τη λαμπρή κοινοβουλευτική καριέρα;

Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ο διεθνής βάρδος του βαθύτερου και του πιο εκλεπτυσμένου λυρισμού μας. Και ο Θεοδωράκης: ο ακόμα πιο διεθνής μας, επικολυρικός αυτός. Όμως, συμφωνούσαμε και με την κριτική που τους έκανε ο μέγας σόουμαν της γενιάς του Πολυτεχνείου, ο Σαββόπουλος: «Χατζιδάκια μ', Θοδωράκια μ', ισείς τρώτι κι πίνιτι κι εμένα μι τρώει η αρκούδα». Ο Παπάζογλου μας φαινόταν η κα
λόκαρδη και εναλλακτική πλευρά της ίδιας γενιάς. Κι ο Τζίμης Πανούσης: έξοχος, και μαζί αδικαιολόγητα χυδαίος. Οι αδελφοί Κατσιμίχα, αν και κατά βάθος ροκάδες, διέθεταν την αβίαστη γνησιότητα του παλιού λαϊκού τραγουδιού. Όμως, οι χαρακτηριστικοί εκπρόσωποι της γενιάς μου ήταν οι Φατμέ κι ο Πορτοκάλογλου, που έτυχε να τους ζήσω από κοντά.

Χάρη στο ίδιο εκείνο πνεύμα ελευθερίας, κατόρθωσα να μαθητεύσω στο εργαστήριο ενός λογοτέχνη όπως ο Κουμανταρέας, που ταξικά και αισθ
ητικά ήταν πολύ πιο συντηρητικός, και να γίνουμε φίλοι. Για τη γενιά μου, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος ήταν όντως σπουδαίος. Και την ίδια στιγμή, υποψιαζόμασταν ότι ακόμα σπουδαιότερο έργο του ίσως ήταν το πώς επέβαλε το έργο του, όπως ισχυριζόταν ο Νίκος Νικολαΐδης, ο ανατρεπτικός πρίγκιπας του ντόπιου σινεμά.

Από την άλλη, ο Μένιος Κουτσόγιωργας δεν ήταν καλ
ός ή κακός, αλλά ένα πρόσωπο τραγικό. Από χαλίφης στη θέση του χαλίφη όσο νοσούσε ο Αντρέας στο Λονδίνο, σύρθηκε στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά, αποφασίστηκε η προφυλάκισή του, κι εκεί μες στην αίθουσα υπέστη εγκεφαλικό επεισόδιο, που τελικά τον έστειλε στον τάφο. Ακόμα πιο φρικτή ιστορία, για την οποία θα χρειαζόταν τουλάχιστον ένας Ντοστογιέφσκι, η διαβόητη υπόθεση Νάσιουτζικ, κι ο φόνος στο Κολωνάκι του 73χρονου εμπόρου και συγγραφέα Θανάση Διαμαντόπουλου από 94 σφυριές στο κεφάλι.Ξεχωριστή θέση στην πινακοθήκη του Κακού καταλάμβανε κι ο «δράκος» της Βόρειας Ελλάδας, Κυριάκος Παπαχρόνης, βιαστής και σίριαλ κίλερ, με τρομερές ερωτικές κατακτήσεις, αφότου μπήκε φυλακή. Ο «ισοβίτης ή δραπέτης», σύμφωνα με τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του, Βαγγέλης Ρωχάμης, ήταν για μας ο νέος λήσταρχος Νταβέλης (τη θέση του διεκδικεί σήμερα ο Βασίλης Παλαιοκώστας και οι χολιγουντιανές αποδράσεις του με ελικόπτερα). Ακόμα και σ' ένα μνημείο φτήνιας και κακογουστιάς, όπως ο αστέρας της βιντεοκωμωδίας Στάθης Ψάλτης, εμείς διακρίναμε σπίθες αυτοπαρωδίας.

Όταν η ομάδα μπάσκετ του Άρη δοξάστηκε, κι η Ελλάδα έγινε πρωταθλήτρια στο «ευρωμπάσκετ», μάθαμε απέξω τα ονόματα των Γκάλη, Φασούλα και Γιαννάκη, και καμαρώναμε σαν γύφτικα σκεπάρνια. Απολαμβάναμε την τηλεοπτική όαση «Ζήτω το ελληνικό τραγούδι», που σκάρωνε ο Σαββόπουλος, και νιώσαμε ορφανοί όταν, μετά από μερικά ακόμα δημιουργικά βήματα, αποφάσισε να σιωπήσει. Να που δεν κρατήθηκε, όμως, και το έριξε στη νοσταλγική αυτοεπανάληψη, φλερτάροντ
ας αναπόφευκτα με την αυτοπαρωδία.

Θεωρούσαμε ότι το ΕΣΥ θα έπρεπε να είχε γίνει από καιρό, και παράλληλα το αντιμετωπίζαμε σαν να ήταν ένας θεσμός εκ γενετής προβληματικός. Και το βρίσκαμε φυσικό που έντιμοι πολιτικοί σαν τον Γεννηματά είχαν ακόμα τότε τον πρώτο ρόλο. Στη διασκέδαση συνδυάζαμε τρόπους που για τους παλιότερους ήταν αντιφατικοί σε βαθμό σχιζοφρένειας: μπαράκια και καφετέριες, με ντισκοτέκ και σκυλάδικα. Περαστικός από τα Εξάρχεια, έβλεπα τον Νικόλα Ασίμο να παίζει τα τραγούδια του στο δρόμο, εξα
θλιωμένος και κακομοίρης. Όσο συνεπής κι αν υπήρξε στο εναλλακτικό όραμά του, η μετά θάνατον αγιοποίησή του πάντα θα με εκπλήσσει.

Σχεδόν με το που εφαρμόστηκε το Μονοτονικό, άρχισαν να μας λείπουν οι περισπωμένες και οι δασείες. Όσο για τις τηλεφωνικές υποκλοπές, πώς να σε εντυπωσιάσουν, όταν σε λίγο θα κατέφταναν τα κινητά, για τα οποία είχε πλήρη άγνοια μέχρι και η επιστημονική φαντασία; Νιώσαμε τρόμο με το πυρηνικό ατύχημα στο Τσέρνομπιλ, και παρά τα λεγόμενα του Μαρξ, μόνο φάρσα δεν αποδείχτηκε η επανάληψη της Ιστορίας πρόσφατα στη Φουκουσίμα της Ιαπωνίας.

Στο νου μας, ο 15χρονος Μιχάλης Καλτεζάς, που δολοφονήθηκε από αστυνομικό το '85, συνδέθηκε με τις καταλήψεις στο Χημείο και στο Πολυτεχνείο. Από εκεί και μετά, σαν να θέριεψε ο αντιεξουσιαστικός χώρος, που σήμερα μας θυμίζει περισσότερο από κάθε άλλον τους προδικτατορικούς «κομμουνιστοσυμμορίτας». Ο Χατζιδάκις, μέσ' απ' τις στήλες τού καλαίσθητου και πολυφωνικού περιοδικού του «Τέταρτο», έβλεπε με θετικό μάτι τους αναρχικούς. Τι θα έλεγε, άραγε, για τους τωρινούς μηδενιστές μπαχαλάκηδες;

Θυμάμαι, επίσης, πόσο είχα νιώσει μειονεκτικά βλέπον
τας ότι, ενώ σε άλλες χώρες οι πολιτικά στρατευμένοι δημιουργοί προβιβάζονταν σε κορυφαίους θεσμικούς παράγοντες (ο θεατρικός συγγραφέας Βάτσβαλ Χάβελ, πρόεδρος της Τσεχοσλοβακίας), εδώ σ' εμάς, αντί για τον συγγραφέα του «Ζ» (Β. Βασιλικός), έγινε πρόεδρος της Δημοκρατίας ένας από τους ήρωές του (Χρ. Σαρτζετάκης).

Τα ναρκωτικά μεταβάλλονταν σε μάστιγα και οι θεραπευτικές κοινότητες ξεφύτρωναν σαν μανιτάρια. Παραδόξως, ωστόσο, κανείς από την πεζογραφική «γενιά του 1980» (Τατσόπουλος, Σφακιανάκης, Ταμβακάκης, Βακαλόπουλος, εγώ) δεν έγραψε κάποιο μείζον έργο, για το μείζον αυτό σύγχρονο θέμα. Ζούσαμε
την άνθηση και το μαρασμό των ραδιοπειρατών (το σκηνικό της νουβέλας μου «Διόδια») και βαυκαλιζόμασταν ότι η επερχόμενη ιδιωτική ραδιοτηλεόραση θα ήταν «ελεύθερη».

Η δομή του νεοφερμένου βίντεο κλιπ άρχιζε να επιδρά στον εγκέφαλό μας, κι ήμασταν τα πειραματόζωα όπου πρωτοδοκιμάστηκε η πρόσληψη της πραγματικότητας με τον τρόπο του τηλεοπτικού ζάπινγκ. Εννοείται ότι χαιρόμασταν βλέποντας τα κόμικς να μετατοπίζονται στο επίκεντρο της κυρίαρχης κουλτούρας. Και να επιβάλλεται ως αυταξία η αργκό της νεολαίας. Οι σημερινοί πιτσιρικάδες αγνοούν ότι, προηγουμένως, το να γράφεις εκφράσεις όπως «μου τη σπάει» ή «τη βρίσκω», σχεδόν απαγορευόταν.

Τότε ακόμα δείχναμε κατανόηση στο «αντάρτικο πόλης» της 17 Νοέμβρη και του ΕΛΑ, πριν τους γυρίσουμε τελικά την πλάτη. Χάσαμε τα αυθεντικά λαϊκά, αλλά βρήκαμε τα νεορεμπέτικα-νεολαϊκά: Οπισθοδρομική Κομπανία, «Η εκδίκηση της γυφτιάς» των Ρασούλη-Ξυδάκη, Χειμερινοί Κολυμβητές, Παιδιά από την Πάτρα. Το «νέφος» προλείαινε μέσα μας το έδαφος για την εξάπλωση της οικολογίας. Και οι Νεοορθόδοξοι επανόρθωναν, σαν γενιά κι αυτοί, το σφάλμα της νεότητάς τους, τότε που ως φανατικοί αριστεροί διέγραφαν τη θρησκεία. Τι αχαρακτήριστη ευκολία, ιδίως σε μια χώρα άσχετη με επιστήμες, Αναγέννηση και Διαφωτισμό, όπου η θρησκεία έπαιζε ανέκαθεν μετωπικό ρόλο.

Η αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης παραάργησε: εμείς αντιμετωπίζαμε ήδη σχεδόν αδιάφορα τα τραύματα του Εμφυλίου. Κάπου βάλαμε το χεράκι μας να μετατραπεί η γιορτή του Πολυτεχνείου σ' εμποροπανήγυρη (εδώ ο Μαρξ δικαιώνεται: υπό μορφήν εορτασμού, η επανάληψη της Ιστορίας καταλήγει μοιραία σε φάρσα). Θεωρούσαμε σχήμα οξύμωρο τη διατύπωση «κυβερνητικός συνδικαλισμός». Και ήμασταν διστακτικοί απέναντι στην καθιέρωση των γκάλοπ και των σφυγμομετρήσεων του κοινού (
λες και σφυγμομετρούν κανέναν άρρωστο). Είχαμε συνείδηση ότι τα ΚΑΠΗ υποκαθιστούν τα «κομμάτια και θρύψαλα» της παραδοσιακής νεοελληνικής οικογένειας. Και καλωσορίσαμε την απενοχοποίηση της γυμναστικής και το ναρκισσισμό του σώματος.Στις αρχές της δεκαετίας του '90, είχε αρχίσει ήδη να ξηλώνεται το ύφασμα. Με την επαναστατικότητα της νεολαίας να εξαντλείται στο λάιφσταϊλ του περιοδικού «Κλικ», και με την ΚΝΕ ν' αντιπροσωπεύει μια αντίθετη, αλλά επίσης ψευδεπίγραφη επαναστατικότητα. Το ίδιο ψευδεπίγραφος αποδεικνυόταν κι ο αντιαμερικανισμός μας: ακόμα και στα χάμπουργκερ επιμείναμε ελληνικά, αλά Goody'ς. Κάποτε θεωρούσα εικαστικό σύμβολο του «εδώ και τώρα» τον Δρομέα του Βαρώτσου, στημένον όχι όπως σήμερα απέναντι από το Χίλτον, αλλά μες στο συντριβάνι της Ομόνοιας. Σταδιακά, όμως, ο αγχωμένος μεταμοντέρνος άνθρωπος από γυαλί και σίδερο, σαν να ξεθώριασε μέσα μου.

Τώρα πια, ο καθένας μας έχει γίνει ένας Μοναχικός Πλανήτης, και τα διδάγματα ελευθερίας από τη μεταιχμιακή εκείνη εποχή, σαν να χάθηκαν μέσα στο ωκεάνιο κύμα κομφορμισμού, συμφεροντοκρατίας και κυνισμού που μας σάρωσε έκτοτε. Κι έτσι, εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στην κρίση. Όσο βαθαίνει, κομματιάζοντας τη γυαλιστερή βιτρίνα του νεοπλουτισμού, ίσως αφήσει ν' αναδυθεί η ευκαιρία για μια «επιστροφή στο μέλλον» των αρχών της δεκαετίας του '80. Ίσως μας περιμένει ξανά παρακάτω, άλλη μια «ρωγμή του χρόνου».
.