Ο Αργύρης Σαλιαρέλης είχε μιλήσει κάποτε για τους «επιστήμονες» των γηπέδων. Τα γήπεδα όμως δεν έχουν μόνο επιστήμονες –έχουν και ποιητές. Κάποιους μάλιστα πολύ εμπνευσμένους, αν κρίνουμε από τα συνθήματα που ακούγονται.
Ακόμα και από τους ίδιους τους προέδρους μερικές φορές …
Έκανε κρύο εκείνο το βράδυ στη Πράγα. Στο γήπεδο οι οπαδοί του ΠΑΟΚ είχαν προφυλαχτεί όσο μπορούσαν ενδυματολογικά, ζητώντας λίγη θαλπωρή, αλλά αυτή δεν ερχόταν καθώς το θερμόμετρο φλέρταρε με το αρνητικό πρόσημο. Βρίσκονταν όμως σ’ ένα γήπεδο, εκεί που νόμος είναι το δίκιο του φιλάθλου. Και η προσωρινή λύση δόθηκε με ένα σύνθημα με αναπάντεχη σημειολογία:
Έχει και το ποδόσφαιρο την (υπο)κουλτούρα του, την λαϊκή σοφία του. Ανάμεσα σε τσιμεντένιες εξέδρες, ηλιόσπορους και κραυγές, η μυθολογία των συνθημάτων ξετυλίγεται, άλλοτε ευρηματική, άλλοτε απρόσμενη, τις περισσότερες φορές ακατάλληλη για ανήλικα αυτιά, αλλά κατά βάση αυθεντική. Τόσο που όταν ο ιδιοκτήτης της ΠΑΕ Παναθηναϊκός , Γιάννης Βαρδινογιάννης, λίγες μέρες πριν από ντέρμπυ με τον Ολυμπιακό, ξέχασε την αστική του ευγένεια και ζήτησε από τους παίκτες να « …σοδομίσουν τον κίναιδο τον Ολυμπιακό» (για να το θέσουμε κομψά) τα φρύδια ανασηκώθηκαν με αισθήματα ανάμεσα στη φρίκη και την έκπληξη. Η είδηση δεν είναι όταν σκύλος δαγκώνει άνθρωπο αλλά όταν άνθρωπος δαγκώνει σκύλο. Και στην προκειμένη περίπτωση η διοίκηση του Παναθηναϊκού υιοθετούσε την ρητορική της εξέδρας και τα συνθήματα έμπαιναν στα σαλόνια. Δεν είναι άλλωστε και η πρώτη φορά. Πριν μερικά χρόνια ο ιδιοκτήτης της ΠΑΕ Ολυμπιακός, Σωκράτης Κόκκαλης, μιλούσε για «κότες» και για «πελάτες», ενώ σαν δημοσιογραφικό ανέκδοτο έχει καταγραφεί μια ιστορία με τον ίδιο πρωθυπουργό της χώρας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, να σιγοτραγουδάει υβριστικά συνθήματα για τον «αιώνιο αντίπαλο» του Παναθηναϊκού κατά την διάρκεια γεύματος της ΔΕΘ.
Από πού ξεκίνησαν όμως αυτά τα συνθήματα ώσπου να φτάσουν να μπουν και στα σαλόνια;
Η ερώτηση είναι παρόμοια με την ενστικτώδη απορία για το ποια είναι η διαδικασία κατασκευής ενός ξεκαρδιστικού ανέκδοτου. Και η απάντηση βρίσκεται στις ποδοσφαιρικές παρέες. Στις άπειρες ώρες εκδρομών προς ένα εκτός έδρας γήπεδο, «εκεί όπου είσαι και λίγο λιώμα» θα παραδεχθεί ένας εκ των ηγετών της πάντα ευρηματικής εξέδρας της ΑΕΚ. Στις ατελείωτες καθημερινές μαζώξεις, στις οποίες τα μέλη των συνδέσμων βρίσκονται για να συζητήσουν οπαδικά. Στις ιστοσελίδες του YouTube, όπου γίνεται αντικατασκοπεία στις εξέδρες του εξωτερικού.
Παλαιότερα τα πράγματα ήταν πιο απλά. Προτού δημιουργηθούν οι σύνδεσμοι φιλάθλων, οι οπαδοί του Ολυμπιακού ήταν οι «μαουνιέρηδες γαύροι», οι του Παναθηναϊκού οι «βάζελοι φλώροι» της υπόθεσης, οι ΑΕΚτζήδες «Τούρκοι», οι ΠΑΟΚτζήδες «μανάβηδες», οι Αρειανοί «σκουλήκια» και οι Ηρακλειδείς «γριές». Τα συνθήματα ήταν αθώα, σχεδόν παιδικά. «Έμπαινε Γιούτσο» φώναζαν οι μεν, «ΑΕΚ – θρησκεία» απαντούσαν οι δε, «Τριφυλλάρα σ’ αγαπώ» έκλειναν ρομαντικά τη χορωδία οι Πράσινοι.
Κι ύστερα ήλθαν τα 80’s. Οι σύνδεσμοι των οργανωμένων. Τα μπουλούκια με τα μηχανάκια στα γήπεδα. Τα πανό. Τα σεξουαλικά απωθημένα. Τα μυαλά στα κάγκελα. Και οι ανώνυμοι στιχουργοί στην υπηρεσία της φανέλας.
Ο «ποιητής» και οι παρέες
Η διαδικασία της δημιουργίας διαφέρει από περίσταση σε περίσταση. Στον Ολυμπιακό παλαιότερα υπήρχε ο θρυλικός «Ποιητής», που σκαρφιζόταν στίχους ακόμη και την ώρα του αγώνα. «Τώρα πια είναι στα 50 του, έχει αποσυρθεί, αλλά τότε εκείνος τα έβγαζε» θα μας πει ένας εκ των βετεράνων της ερυθρόλευκης εξέδρας. Στην ΑΕΚ και στον Παναθηναϊκό η διαδικασία είναι πιο συλλογική, με τους πρωταγωνιστές-στιχουργούς να κρύβονται στη μάζα. Και στον ΠΑΟΚ, όπως θυμάται ο Τάσος –ο «μασκοφόρος- Τερζίδης, ο οργανωτής της εξέδρας της Θύρας 4 για 15 χρόνια, «τα πράγματα έχουν μια συντροφικότητα. Πρωταγωνιστές είναι οι καθημερινές μορφές της εξέδρας. Πρώτα κάναμε πλάκα με τους στίχους, βρίσκαμε τον ρυθμό από τραγούδια της εποχής και μετά τα τραγουδούσαμε. Πρόσφατα είπαμε και τα κάλαντα του ΠΑΟΚ, με τον γνωστό ρυθμό. Την παραμονή των Χριστουγέννων αρκετά σπίτια γύρω από την Τούμπα ζητούσαν από τα παιδιά να τους πουν τα δικά μας κάλαντα»
Η πληθώρα των λεκτικών ανακαλύψεων και παρηχήσεων είναι αφάνταστη και καλύπτει μια ποικιλία θεμάτων.
Έκανε κρύο εκείνο το βράδυ στη Πράγα. Στο γήπεδο οι οπαδοί του ΠΑΟΚ είχαν προφυλαχτεί όσο μπορούσαν ενδυματολογικά, ζητώντας λίγη θαλπωρή, αλλά αυτή δεν ερχόταν καθώς το θερμόμετρο φλέρταρε με το αρνητικό πρόσημο. Βρίσκονταν όμως σ’ ένα γήπεδο, εκεί που νόμος είναι το δίκιο του φιλάθλου. Και η προσωρινή λύση δόθηκε με ένα σύνθημα με αναπάντεχη σημειολογία:
- «Κρύο, γαμιέται η μάνα σου»!
- «Αγρότη πεινάς, γαμιέται ο θρύλος κι ο Πειραιάς»!
- «Αργύρη, καργιόλη, δώσε το πορτοφόλι»!
Έχει και το ποδόσφαιρο την (υπο)κουλτούρα του, την λαϊκή σοφία του. Ανάμεσα σε τσιμεντένιες εξέδρες, ηλιόσπορους και κραυγές, η μυθολογία των συνθημάτων ξετυλίγεται, άλλοτε ευρηματική, άλλοτε απρόσμενη, τις περισσότερες φορές ακατάλληλη για ανήλικα αυτιά, αλλά κατά βάση αυθεντική. Τόσο που όταν ο ιδιοκτήτης της ΠΑΕ Παναθηναϊκός , Γιάννης Βαρδινογιάννης, λίγες μέρες πριν από ντέρμπυ με τον Ολυμπιακό, ξέχασε την αστική του ευγένεια και ζήτησε από τους παίκτες να « …σοδομίσουν τον κίναιδο τον Ολυμπιακό» (για να το θέσουμε κομψά) τα φρύδια ανασηκώθηκαν με αισθήματα ανάμεσα στη φρίκη και την έκπληξη. Η είδηση δεν είναι όταν σκύλος δαγκώνει άνθρωπο αλλά όταν άνθρωπος δαγκώνει σκύλο. Και στην προκειμένη περίπτωση η διοίκηση του Παναθηναϊκού υιοθετούσε την ρητορική της εξέδρας και τα συνθήματα έμπαιναν στα σαλόνια. Δεν είναι άλλωστε και η πρώτη φορά. Πριν μερικά χρόνια ο ιδιοκτήτης της ΠΑΕ Ολυμπιακός, Σωκράτης Κόκκαλης, μιλούσε για «κότες» και για «πελάτες», ενώ σαν δημοσιογραφικό ανέκδοτο έχει καταγραφεί μια ιστορία με τον ίδιο πρωθυπουργό της χώρας, Κωνσταντίνο Καραμανλή, να σιγοτραγουδάει υβριστικά συνθήματα για τον «αιώνιο αντίπαλο» του Παναθηναϊκού κατά την διάρκεια γεύματος της ΔΕΘ.
Από πού ξεκίνησαν όμως αυτά τα συνθήματα ώσπου να φτάσουν να μπουν και στα σαλόνια;
Η ερώτηση είναι παρόμοια με την ενστικτώδη απορία για το ποια είναι η διαδικασία κατασκευής ενός ξεκαρδιστικού ανέκδοτου. Και η απάντηση βρίσκεται στις ποδοσφαιρικές παρέες. Στις άπειρες ώρες εκδρομών προς ένα εκτός έδρας γήπεδο, «εκεί όπου είσαι και λίγο λιώμα» θα παραδεχθεί ένας εκ των ηγετών της πάντα ευρηματικής εξέδρας της ΑΕΚ. Στις ατελείωτες καθημερινές μαζώξεις, στις οποίες τα μέλη των συνδέσμων βρίσκονται για να συζητήσουν οπαδικά. Στις ιστοσελίδες του YouTube, όπου γίνεται αντικατασκοπεία στις εξέδρες του εξωτερικού.
Παλαιότερα τα πράγματα ήταν πιο απλά. Προτού δημιουργηθούν οι σύνδεσμοι φιλάθλων, οι οπαδοί του Ολυμπιακού ήταν οι «μαουνιέρηδες γαύροι», οι του Παναθηναϊκού οι «βάζελοι φλώροι» της υπόθεσης, οι ΑΕΚτζήδες «Τούρκοι», οι ΠΑΟΚτζήδες «μανάβηδες», οι Αρειανοί «σκουλήκια» και οι Ηρακλειδείς «γριές». Τα συνθήματα ήταν αθώα, σχεδόν παιδικά. «Έμπαινε Γιούτσο» φώναζαν οι μεν, «ΑΕΚ – θρησκεία» απαντούσαν οι δε, «Τριφυλλάρα σ’ αγαπώ» έκλειναν ρομαντικά τη χορωδία οι Πράσινοι.
Κι ύστερα ήλθαν τα 80’s. Οι σύνδεσμοι των οργανωμένων. Τα μπουλούκια με τα μηχανάκια στα γήπεδα. Τα πανό. Τα σεξουαλικά απωθημένα. Τα μυαλά στα κάγκελα. Και οι ανώνυμοι στιχουργοί στην υπηρεσία της φανέλας.
Ο «ποιητής» και οι παρέες
Η διαδικασία της δημιουργίας διαφέρει από περίσταση σε περίσταση. Στον Ολυμπιακό παλαιότερα υπήρχε ο θρυλικός «Ποιητής», που σκαρφιζόταν στίχους ακόμη και την ώρα του αγώνα. «Τώρα πια είναι στα 50 του, έχει αποσυρθεί, αλλά τότε εκείνος τα έβγαζε» θα μας πει ένας εκ των βετεράνων της ερυθρόλευκης εξέδρας. Στην ΑΕΚ και στον Παναθηναϊκό η διαδικασία είναι πιο συλλογική, με τους πρωταγωνιστές-στιχουργούς να κρύβονται στη μάζα. Και στον ΠΑΟΚ, όπως θυμάται ο Τάσος –ο «μασκοφόρος- Τερζίδης, ο οργανωτής της εξέδρας της Θύρας 4 για 15 χρόνια, «τα πράγματα έχουν μια συντροφικότητα. Πρωταγωνιστές είναι οι καθημερινές μορφές της εξέδρας. Πρώτα κάναμε πλάκα με τους στίχους, βρίσκαμε τον ρυθμό από τραγούδια της εποχής και μετά τα τραγουδούσαμε. Πρόσφατα είπαμε και τα κάλαντα του ΠΑΟΚ, με τον γνωστό ρυθμό. Την παραμονή των Χριστουγέννων αρκετά σπίτια γύρω από την Τούμπα ζητούσαν από τα παιδιά να τους πουν τα δικά μας κάλαντα»
Η πληθώρα των λεκτικών ανακαλύψεων και παρηχήσεων είναι αφάνταστη και καλύπτει μια ποικιλία θεμάτων.
Πολιτιστικά:Οι καιροί όμως αλλάζουν. Και η τεχνολογία τίθεται και αυτή στην υπηρεσία της μπάλας. Τα λαγωνικά των εξεδρών έχουν ξεχυθεί στο Internet και πρόσφατα μια ανακάλυψή τους έκανε αίσθηση. Το σύνθημα «Oh Campeones» πρωτοακούστηκε στα γήπεδα της Αργεντινής κατά την διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1978. Τα λόγια του ήταν απλά, αλλά ο μονότονος και στιβαρός ρυθμός του το έκαναν hit φτιαγμένο για να κολλάει σαν τσίχλα στο μυαλό. Οι οπαδοί του ΠΑΟΚ το βρήκαν. Το υιοθέτησαν, προσάρμοσαν ελληνικούς στίχους και περίμεναν την κατάλληλη στιγμή. Αυτή ήλθε στην τελετή γενεθλίων των 80 ετών του μεγάλου συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Σε μια κατάμεστη αίθουσα του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, παρουσία του Οικουμενικού Πατριάρχη κκ. Βαρθολομαίου, ξεκίνησε ένα σύνθημα που σύντομα απλώθηκε σ’ όλη την αίθουσα:Παραισθησιογόνα:
- «Μύρτσο γερά, το βράδυ στον Καρρά»
Στυλιστικά:
- «Επαλέ – Επαλέ, να’ χαμε έναν ναργιλέ, να σε βλέπαμε Πελέ»
Αριθμητικά:
- «ΑΕΚ, χαίτη και αλητεία σκέτη»
Εκδρομικά:
- «Εσείς του Ηρακλή, δεν γεμίζετε ταξί, ούτε με τον ταξιτζή»
Κατά της υπογεννητικότητας (από γυναίκες κατά την περίοδο του Euro 2004):
- «Ήλθες στην Ελλάδα για πικ-νικ, Ντομινίκ, Ντομινίκ»
Οικονομικά:
- «Κάνε μου σου λέω ένα παιδάκι, Ζαγοράκη, Ζαγοράκη»
Περί χλωρίδας:
- «Ότο Ρεχάγκελ, με έκανες μάγκα, μάνα στείλε κι άλλα φράγκα»
Περί κομμωτικής:
- «Τα φυτά στη Καλαμάτα ειν’ ωραία, Γεωργέα, Γεωργέα»
Κτηνοτροφικά (προς Λαρισαίους):
- «Είναι παρθένα του Ελληνιάδη η χτένα»
Τρομοκρατικά:
- «Κάντε σιωπή, για να πήξει το τυρί»
Γαστρονομικά, κριτικάροντας την αιώνια κόντρα Βορρά και Νότου για την ετυμολογία της σούβλας:
- «Ρε Μπιν Λάντεν, τι να κάνω, που δεν ξέρω να οδηγώ αεροπλάνο, στον Περαία να το ρίξω …»
Και φυσικά (και πάνω απ’ όλα) σεξουαλικά, με κάθε δυνατό συνδυασμό στάσης, διάθεσης και διαστροφής.
- «Οεο, Οεο, το καλαμάκι δεν τρώγεται σας λέω»
- «Οοοο, ΠΑΟΚάρα, έχω τρέλα μες το μυαλό …»
Συγκλονιστικό ...! Δείτε το.
Τα συνθήματα δημιουργούν νέους εθνικούς ύμνους. Όπως το 2004, όταν το:
Πριν από λίγες μέρες, σε έναν άλλο ποδοσφαιρικό κόσμο, μακριά από την σουρεαλιστική και φωνακλάδικη ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα, ο προπονητής της Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ, σερ Άλεξ Φέργκιουσον, ξέσπασε:
Ότι και να είναι αυτό που πρέπει να γίνει, είναι δουλειά της εξέδρας. Να δημιουργήσει θόρυβο είτε με ποίηση, είτε με οχετό. Πάντα όμως με ρυθμό.
Τι φωνάζουν οι ξένοι
Μάϊος 2007. Ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ έχει μόλις τελειώσει, όταν η πόρτα των αποδυτηρίων της Μίλαν, θριαμβεύτριας επί της Αγγλικής Λίβερπουλ, στο ΟΑΚΑ, ανοίγει. Με επικεφαλής τον Ρονάλντο δέκα δισεκατομμυριούχοι πρωταθλητές Ευρώπης, ανάμεσα σε φλας φωτογράφων και σαμπάνιες, χοροπηδάνε σαν παιδιά δημοτικού, τραγουδώντας έναν χαρούμενο σκοπό στα ιταλικά.
Αντίθετα, στην Αγγλία, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα στιχάκια είναι περισσότερο αθλητικοκεντρικά, αφορούν ήρωες και όχι εχθρούς και η αναφορά στους αντιπάλους γίνεται με φλεγματική ειρωνεία και όχι με κρυμμένη (ή καταπιεσμένη) σεξουαλικότητα. Στο εξωτερικό υιοθετούνται περισσότερο ρυθμοί τραγουδιών (π.χ. οι οπαδοί της Ρόμα έχουν το Senen Nation Army, οι της Μάιντζ το τραγούδι από τα στρουμφάκια!, οι της Γουϊμπλεντον το Smells Like Teen Spirit) που γίνονται ύμνοι των οπαδών.
Το πιο αγαπησιάρικο σύνθημα όλων των εποχών προέρχεται από το μουντό Λίβερπουλ. Το «You ‘ll never walk alone» -τραγούδι γραμμένο το 1945 για το μιούζικαλ Carousel- ερμηνεύτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 από τους γλυκανάλατους Gerry & the Pacemakers, ενός γκρουπ αρχικά ανταγωνιστικού των Beatles –καθώς ήταν και αυτοί από το Λίβερπουλ. Έτσι έγινε ο εμβληματικός ύμνος της Λίβερπουλ και παράλληλα η βάση των περισσότερων αγγλικών συνθημάτων: ρυθμός, πάθος, αγάπη, λυρισμός. Και για τους αντιπάλους, απλή ειρωνεία. Όπως όταν ένας παίκτης χάσει μια μεγάλη ευκαιρία. Τότε, από την εξέδρα των γηπέδων της Πρέμιερ Λιγκ ακούγεται το έμπλεο σαρκαστικών νοημάτων:
Με μεγαλύτερο προβληματισμό αντιμετωπίζει το ζήτημα της γηπεδικής συνθηματολογίας η κοινότητα των ψυχολόγων. «Δεν θα έλεγα ότι αυτά πρέπει να χαρακτηρίζονται ή να προβάλλονται ως χαριτωμένα. Και τούτο ανεξάρτητα απ’ το αν περιλαμβάνουν βωμολοχίες ή όχι, αλλά επειδή πηγάζουν απ’ τον φανατισμό και διότι κίνητρο για την ‘δημιουργία’ τους είναι η ένταση της στιγμής» λέει η Κα Ίλια Θεοτοκά, κλινική ψυχολόγος και εξηγεί: «Μέσα απ’ αυτά ο εμπνευστής, που είναι ένας κάθε φορά και ίσως να βρίσκεται υπό την επήρεια ουσιών, εκφράζει παρορμητικά τη δική του, εξατομικευμένη ψυχολογία, τυχόν επιθετικότητα που έχει ανάγκη να εκτονώσει, συγκρουσιακές οικογενειακές σχέσεις, προσωπικά βιώματα και απωθημένα. Ο γηπεδικός όχλος υιοθετεί το σύνθημα, χωρίς απαραιτήτως να ταυτίζεται με την ψυχολογία του ‘δημιουργού’ μέσα στο πλαίσιο του φαινομένου της κοινωνικής επιρροής, όπως αποκαλείται». Η ψυχολόγος απορρίπτει και τον ισχυρισμό περί ταλέντου του στιχουργού. «Ούτε ο συνδυασμός των στίχων, ούτε ο εγγενής ρυθμός θεωρώ ότι αποκαλύπτουν κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο. Όλοι, από την βρεφική μας ηλικία, διαθέτουμε αίσθηση του ρυθμού. Αν πρόκειται όντως για κάποια κλίση, θα μετουσιωνόταν σε καλλιτεχνική δραστηριότητα και δεν θα περιοριζόταν στην ευκαιριακή έκφραση. Επιπλέον και ο αυθορμητισμός του πράγματος αμφισβητείται, καθώς πλέον τα συνθήματα παράγονται από οργανωμένες ομάδες οπαδών, οι οποίες ‘εξάγουν’ επίσης τα πιο επιτυχημένα συνθήματα τους στα γήπεδα του εξωτερικού»
Του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου, από το «ΒΗΜagazino», ένθετο περιοδικό στο «ΒΗΜΑ» της Κυριακής, 20 Ιανουαρίου 2008.
- «Σήκωσέ το, το γαμημένο, δεν μπορώ, δεν μπορώ να περιμένω»
Πριν από λίγες μέρες, σε έναν άλλο ποδοσφαιρικό κόσμο, μακριά από την σουρεαλιστική και φωνακλάδικη ελληνική ποδοσφαιρική πραγματικότητα, ο προπονητής της Μάντσεστερ Γιουνάϊτεντ, σερ Άλεξ Φέργκιουσον, ξέσπασε:
«Το παρακάναμε με την πολυτέλεια. Μπαίνοντας μέσα στο γήπεδο ακούω τους φιλάθλους να τρώνε τσιπς και να κοιτάζουν απαθείς τον αγώνα, σαν να είναι στην όπερα. Κάτι πρέπει να γίνει».
Ότι και να είναι αυτό που πρέπει να γίνει, είναι δουλειά της εξέδρας. Να δημιουργήσει θόρυβο είτε με ποίηση, είτε με οχετό. Πάντα όμως με ρυθμό.
Τι φωνάζουν οι ξένοι
Μάϊος 2007. Ο τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ έχει μόλις τελειώσει, όταν η πόρτα των αποδυτηρίων της Μίλαν, θριαμβεύτριας επί της Αγγλικής Λίβερπουλ, στο ΟΑΚΑ, ανοίγει. Με επικεφαλής τον Ρονάλντο δέκα δισεκατομμυριούχοι πρωταθλητές Ευρώπης, ανάμεσα σε φλας φωτογράφων και σαμπάνιες, χοροπηδάνε σαν παιδιά δημοτικού, τραγουδώντας έναν χαρούμενο σκοπό στα ιταλικά.
- «όποιος δεν πηδάει είναι Ίντερ»
- «Όποιος δεν πηδάει, γαύρος είναι ρε …»
- «Αλκοόλ, αλκοόλ, αλκοόλ. Ήρθαμε να πιούμε και δεν μας νοιάζει το αποτέλεσμα»
Αντίθετα, στην Αγγλία, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Τα στιχάκια είναι περισσότερο αθλητικοκεντρικά, αφορούν ήρωες και όχι εχθρούς και η αναφορά στους αντιπάλους γίνεται με φλεγματική ειρωνεία και όχι με κρυμμένη (ή καταπιεσμένη) σεξουαλικότητα. Στο εξωτερικό υιοθετούνται περισσότερο ρυθμοί τραγουδιών (π.χ. οι οπαδοί της Ρόμα έχουν το Senen Nation Army, οι της Μάιντζ το τραγούδι από τα στρουμφάκια!, οι της Γουϊμπλεντον το Smells Like Teen Spirit) που γίνονται ύμνοι των οπαδών.
Το πιο αγαπησιάρικο σύνθημα όλων των εποχών προέρχεται από το μουντό Λίβερπουλ. Το «You ‘ll never walk alone» -τραγούδι γραμμένο το 1945 για το μιούζικαλ Carousel- ερμηνεύτηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’60 από τους γλυκανάλατους Gerry & the Pacemakers, ενός γκρουπ αρχικά ανταγωνιστικού των Beatles –καθώς ήταν και αυτοί από το Λίβερπουλ. Έτσι έγινε ο εμβληματικός ύμνος της Λίβερπουλ και παράλληλα η βάση των περισσότερων αγγλικών συνθημάτων: ρυθμός, πάθος, αγάπη, λυρισμός. Και για τους αντιπάλους, απλή ειρωνεία. Όπως όταν ένας παίκτης χάσει μια μεγάλη ευκαιρία. Τότε, από την εξέδρα των γηπέδων της Πρέμιερ Λιγκ ακούγεται το έμπλεο σαρκαστικών νοημάτων:
- «Δεν μπορείς να σκοράρεις ούτε σε μπορντέλο …»!
Με μεγαλύτερο προβληματισμό αντιμετωπίζει το ζήτημα της γηπεδικής συνθηματολογίας η κοινότητα των ψυχολόγων. «Δεν θα έλεγα ότι αυτά πρέπει να χαρακτηρίζονται ή να προβάλλονται ως χαριτωμένα. Και τούτο ανεξάρτητα απ’ το αν περιλαμβάνουν βωμολοχίες ή όχι, αλλά επειδή πηγάζουν απ’ τον φανατισμό και διότι κίνητρο για την ‘δημιουργία’ τους είναι η ένταση της στιγμής» λέει η Κα Ίλια Θεοτοκά, κλινική ψυχολόγος και εξηγεί: «Μέσα απ’ αυτά ο εμπνευστής, που είναι ένας κάθε φορά και ίσως να βρίσκεται υπό την επήρεια ουσιών, εκφράζει παρορμητικά τη δική του, εξατομικευμένη ψυχολογία, τυχόν επιθετικότητα που έχει ανάγκη να εκτονώσει, συγκρουσιακές οικογενειακές σχέσεις, προσωπικά βιώματα και απωθημένα. Ο γηπεδικός όχλος υιοθετεί το σύνθημα, χωρίς απαραιτήτως να ταυτίζεται με την ψυχολογία του ‘δημιουργού’ μέσα στο πλαίσιο του φαινομένου της κοινωνικής επιρροής, όπως αποκαλείται». Η ψυχολόγος απορρίπτει και τον ισχυρισμό περί ταλέντου του στιχουργού. «Ούτε ο συνδυασμός των στίχων, ούτε ο εγγενής ρυθμός θεωρώ ότι αποκαλύπτουν κάποιο ιδιαίτερο ταλέντο. Όλοι, από την βρεφική μας ηλικία, διαθέτουμε αίσθηση του ρυθμού. Αν πρόκειται όντως για κάποια κλίση, θα μετουσιωνόταν σε καλλιτεχνική δραστηριότητα και δεν θα περιοριζόταν στην ευκαιριακή έκφραση. Επιπλέον και ο αυθορμητισμός του πράγματος αμφισβητείται, καθώς πλέον τα συνθήματα παράγονται από οργανωμένες ομάδες οπαδών, οι οποίες ‘εξάγουν’ επίσης τα πιο επιτυχημένα συνθήματα τους στα γήπεδα του εξωτερικού»
Του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου, από το «ΒΗΜagazino», ένθετο περιοδικό στο «ΒΗΜΑ» της Κυριακής, 20 Ιανουαρίου 2008.