Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θέατρο. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2009

Ελία Καζάν: Ο δημιουργός που θα κρίνει η Ιστορία

7 Σεπτεμβρίου 1909 ~ 28 Σεπτεμβρίου 2003

Εάν η Έβδομη Τέχνη σφραγίστηκε από τον τυφώνα που προκάλεσαν ο Μάρλον Μπράντο και ο Τζέιμς Ντιν, αυτό οφείλεται στην οξυδερκή ματιά και το τεράστιο ταλέντο εκείνου του μικρόσωμου Ανατολίτη που βάλθηκε να κυνηγάει το Αμερικάνικο όνειρο ως σερβιτόρος και κατέληξε ένας από τους σπουδαιότερους σκηνοθέτες του 20ου αιώνα ...

Ποιος ξέρει πώς θα σειόταν η αίθουσα του Kodak Theatre τον Μάρτιο του ’99 εάν 57 χρόνια νωρίτερα ο Ελία Καζάν δεν έσπευδε να προβεί στην ενέργεια που τελικά θα στιγμάτιζε την καλλιτεχνική του πορεία; Κανείς δεν μπορεί να ξέρει. Η μνήμη είναι ύπουλο στοιχειό, σε πιάνει στ’ αγκίστρι της και σε κρατάει αιχμάλωτο μια ζωή. Ως σκηνοθέτης υπήρξε τεράστιος. Ως άνθρωπος στιγματίστηκε από τα ίδια του τα νύχια. Τι μετράει περισσότερο; Και τα δύο, απάντησαν οι συνάδελφοί του, μισό αιώνα αργότερα. Όταν η Ακαδημία του απένειμε το τιμητικό Όσκαρ για το σύνολο της καριέρας του, το κοινό διχάστηκε. Κάποιοι, όπως ο Τομ Χανκς και ο Ρόμπιν Γουίλιαμς χειροκρότησαν θερμά. Άλλοι, όπως ο Εντ Χάρις, ο Νικ Νόλτε και ο Σον Πεν έμειναν στις θέσεις τους και ανταποκρίθηκαν με ένα χλιαρό χειροκρότημα.

Εάν η συντηρητική πλευρά της κινηματογραφικής βιομηχανίας υποκλινόταν στα αριστουργήματά του, η προοδευτική τοποθετούσε δίπλα στον σκηνοθέτη και τον άνθρωπο: τον άνθρωπο που, μια κρύα μέρα της άνοιξης του ’52 -στις 10 Απριλίου συγκεκριμένα- στάθηκε απέναντι από μια «σκοτεινή» επιτροπή την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών, και κατονόμασε συναδέλφους του για να τους στείλει στην Πυρά του Μακαρθισμού. Αυτό που, στην ουσία, θα επιβεβαίωνε μακροπρόθεσμα με την πράξη του ήταν η ίδια η ψευδαίσθηση του κινηματογράφου: το ότι στη ζωή, οι πραγματικοί ήρωες είναι πολύ διαφορετικοί από τους ήρωες της μεγάλης οθόνης.

Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει: τι μετράει πιο πολύ; Το ότι ως σκηνοθέτης άνοιξε δρόμους πρωτοποριακούς και ανέδειξε ταλέντα που θα σφράγιζαν την κουλτούρα της εποχής μας; Ή το ότι, για να ανανεώσει τόσο καθοριστικά την Έβδομη Τέχνη, χρειάστηκε να καταθέσει στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών; Ας προσπεράσουμε το δίλημμα γιατί ίσως μια απάντηση δεν είναι αρκετή. Καμιά φορά, η εξήγηση μιας ενέργειας, όσο ομιχλώδης κι αν είναι, ριζώνει στη ψυχή. Αλλά πολύ βαθιά στην ψυχή, εκεί όπου το έρεβος των ενστίκτων συνορεύει με τα κατάλοιπα της παιδικής ηλικίας. Ο Καζάν δεν έδωσε ποτέ μια καθαρή εξήγηση για την πράξη του. Ωστόσο, όσοι τον γνώριζαν καλά έλεγαν ότι πίσω από τους προσωπικούς ανταγωνισμούς και το ψυχρό κλίμα της εποχής, παραμόνευε η αίσθηση της αποτυχίας που τον καταδίωκε μέσα από την τρομαχτική σκιά ενός τυραννικού πατέρα. Του Γιώργου Καλαντζόγλου, ενός σκληρού και κυνικού εμπόρου χαλιών.

Ο Καζάν είχε την ατυχία να υπάρξει γιος αυτού του ανθρώπου, και το ότι στράφηκε προς την Τέχνη το όφειλε στην τύχη να είναι γιος της Αθηνάς Σισμανόγλου, μιας ευαίσθητης γυναίκας που, ασφυκτιώντας κι αυτή κάτω από τη σκιά του συζύγου της, είχε βρει διέξοδο στο παιδί της, μεταφέροντας του όλα όσα έπρεπε να τον διαφοροποιήσουν από την σκληρότητα του πατέρα του. Ο ίδιος ο Καζάν δεν μίλησε ποτέ ευθέως για την αβάσταχτη πατρική φιγούρα. Μίλησε, όμως, μέσα από τις ταινίες του.

Στο «Ανατολικά της Εδέμ», καθώς βλέπουμε τον ήρωα που υποδύεται ο Τζέιμς Ντιν να εκλιπαρεί για λίγη αγάπη, καταλαβαίνουμε ότι, πίσω απ’ όλα τα θέματα που θίγει ο Τζον Στάινμπεκ στο ομώνυμο βιβλίο, αυτό που απασχολεί περισσότερο τον σκηνοθέτη είναι να αποδώσει με κάθε λεπτομέρεια την πατρική τυραννία που σκιάζει έναν κόσμο δίχως τρυφερότητα, που παλεύει για να είναι ανθρώπινος. Και στον «Συμβιβασμό», που μαζί με το «Αμέρικα, Αμέρικα» αποτελούν την κατάθεση της ίδιας του της ζωής.

Kαθώς βλέπουμε τον ήρωα που ενσαρκώνει ο Κερκ Ντάγκλας να εκλιπαρεί για λίγη ελπίδα, καταλαβαίνουμε ότι, πίσω απ’ όλες τις ματαιώσεις της μέσης ηλικίας, αυτό που απασχολεί περισσότερο τον Καζάν είναι να δείξει ότι τα πάντα ξεκινούν από τα ρημαγμένα ερείπια των παιδικών χρόνων, εκεί όπου ένας πατέρας-τύραννος εξωθεί τον γιο του στο κυνήγι της επιτυχίας μέσα από κάθε κόστος και κάθε τίμημα. Ομολογία ή εξιλέωση; O,τι κι αν προτιμάτε, ένα είναι σίγουρο: ο πανικός της απόρριψης και ο φόβος του περιθωρίου ρίζωσαν στο πετσί του Καζάν μέσα από τη σχέση του με τον πατέρα του και δεν τον εγκατέλειψαν ποτέ. Γι’ αυτό και όταν ένας μακρινός θείος έγινε η αφορμή, στα 1913, να μεταναστεύσει όλη η οικογένεια από την Πόλη στη Νέα Υόρκη, ο μικρός Ηλίας βρήκε στη φιγούρα εκείνου του θείου τον πατέρα που θα ήθελε να έχει. Τον ίδιο θείο θα σκιαγραφούσε, πολύ αργότερα, και στη ταινία «Αμέρικα, Αμέρικα», αποδίδοντάς του το πρόσωπο του ήρωα. Στην πραγματικότητα, αυτό που προσπαθούσε πάντα να ξορκίσει ήταν το φάντασμα εκείνου του εμπόρου χαλιών που έλεγε διαρκώς στον γιο του ότι «ένας καλός έμπορος πρέπει να πουλάει πρώτα τον εαυτό του και ύστερα να προσπαθεί να πουλήσει το εμπόρευμά του». Τελικά, ο γιος θα πούλαγε και τα δύο.

Παρ’ ότι παιδί μεταναστών, ο Καζάν δεν γνώρισε την ανέχεια. Γνώρισε, όμως, το περιθώριο. Σπουδάζοντας στο Κολέγιο Γουίλιαμς, δούλευε και ως σερβιτόρος και εκεί, σε μια Νέα Υόρκη που άλλαζε δραματικά αντλώντας τα νέα ρεύματα της Τέχνης, προσπάθησε να δοκιμάσει την τύχη του ως ηθοποιός. Δεν τα κατάφερε. «Το τμήμα κομμώσεως προσπαθούσε να φτιάξει τα μαλλιά μου για να μην φαίνομαι τόσο πολύ Ανατολίτης, αλλά μάταια», θα έγραφε στην αυτοβιογραφία του. «Τίποτα δεν μπορούσε να βοηθήσει τη θλιβερή μου εμφάνιση». Τελικά, έμελλε να ξεχωρίσει ως σκηνοθέτης.

Αρχικά ίδρυσε το Group Theater, τον πρόδρομο του θρυλικού Actor’s Studio. Εκεί άρχισε να δουλεύει με τον Μάρλον Μπράντο, τον Μοντγκόμερι Κλιφτ, τον Τζακ Πάλανς και άλλους άγνωστους ηθοποιούς. Η αίσθηση που προκάλεσαν οι θεατρικές του παραστάσεις τον έστρεψαν στο σινεμά. Ισχυρό χαρτί στα χέρια του, πέρα από το ταλέντο του, στάθηκε και το ξαφνικό ενδιαφέρον που του έδειξε η 20th Century Fox. Και όλοι οι δρόμοι άνοιξαν με μιας. Πρώτα το «Ένα δέντρο μεγαλώνει στο Μπρούκλιν», από το μπεστ σέλερ της Μπέτυ Σμιθ. Έπειτα το «Θάλασσα από γρασίδι». Και κάπου εκεί, στα 1948, το πρώτο Όσκαρ σκηνοθεσίας για την «Συμφωνία Κυρίων». Η αυλαία είχε πλέον σηκωθεί και ο κόσμος ήταν έτοιμος να υποδεχθεί τον ηθοποιό που θα άλλαζε όλους τους κώδικες της υποκριτικής. Ο Καζάν πήρε τον Μάρλον Μπράντο από τις off-Broadway παραστάσεις τους και μαζί γκρέμισαν όλα τα κινηματογραφικά στερεότυπα του παρελθόντος. Είτε ως Κοβάλσκι στο «Λεωφορείον ο Πόθος» είτε ως Εμιλιάνο Ζαπάτα στο «Βίβα Ζαπάτα», το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο: το κοινό έμοιαζε μαγεμένο. Μέσα από τη ματιά του Καζάν, ο Μπράντο δεν συστήθηκε απλώς στον κόσμο. Κέρδισε και το πρώτο του Όσκαρ για την ερμηνεία του στην ταινία «Το Λιμάνι της Αγωνίας».

Φυσικά, ο Μπράντο δεν ήταν ο μόνος που όφειλε την καριέρα του στον Καζάν. Στα μέσα της δεκαετίας του ’50, η σκυτάλη του οργισμένου νέου κατέληξε στα χέρια ενός προβληματικού πιτσιρικά που φαινόταν ότι θα επισκίαζε τους πάντες. Ο Καζάν πήρε τον Τζέιμς Ντιν από τον εφηβικό πυρετό του «Επαναστάτη χωρίς αιτία» και του έδωσε τη στόφα του γνήσιου εκπροσώπου μιας ολάκερης γενιάς. Και ο κόσμος έστρεψε το βλέμμα του «Ανατολικά της Εδέμ» για να αποθεώσει τον πρώτο ηθοποιό που θα γινόταν μύθος για πάντα. Την ίδια προσοχή έμελλε να νιώσει, στη δεκαετία του ’60, και ένα μυθικό ζευγάρι νεαρών πρωταγωνιστών, ο Ουόρεν Μπίτι και η Νάταλι Γουντ, που μέσα από την κάμερα του Καζάν θα μετέτρεπαν το φιλμ «Πυρετός στο αίμα» σε μια σύγχρονη εκδοχή του «Ρωμαίος και Ιουλιέτα».

Αλλά η ζωή παίζει παράξενα παιχνίδια. Γιατί παρά την αδιαμφισβήτητη προσφορά του στην Τέχνη και το στίγμα που άφησαν οι «ανακαλύψεις» του στην σύγχρονη κουλτούρα, κάποιοι στο τέλος του αιώνα δεν θα χειροκροτούσαν όρθιοι τον μεγάλο σκηνοθέτη. Θα θυμούνταν το μοιραίο σφάλμα.

Για εκείνο το μοιραίο σφάλμα, ο ίδιος δεν μίλησε ποτέ ξεκάθαρα. Στην αυτοβιογραφία του έγραψε κάτι διφορούμενο και εξίσου ομιχλώδες. «Όταν τα πράγματα έφτασαν στο κρίσιμο σημείο», έγραψε, «έλεγα και ξανάλεγα στον εαυτό μου "δεν μπορείς να δώσεις στην επιτροπή τα ονόματά τους". Γιατί θα έπρεπε να στέκομαι εγώ μόνος στο κρύο; Δεν άκουσα κανέναν άλλο στον πυρήνα μας να ανοίγει το στόμα του, αν και όλοι ήξεραν τι συνέβαινε. Ξαφνικά άρχισα να γίνομαι παρανοϊκός. Στριμωγμένος κι έξω φρενών, ήθελα να κατονομάσω τους πάντες και να βγάλω στη φόρα τα μυστικά τους, όχι μόνο εκείνων που ανήκαν στον πυρήνα μας, αλλά και όσων είχαν κάποια σχέση με αυτόν, οπουδήποτε και αν βρίσκονταν». Αυτό που τελικά κατάφερε ήταν να πέσει στην παγίδα εκείνου του πατέρα και να γίνει ό,τι ο ίδιος μισούσε: ο έμπορος που πουλάει πρώτα τον εαυτό του.

Στην απονομή του τιμητικού Όσκαρ εμφανίστηκε καταβεβλημένος από το φορτίο των ενενήντα χρόνων ζωής, στάθηκε μόνος πάνω στη σκηνή και ψέλλισε ένα τρεμάμενο ευχαριστώ. Και όταν κάποιοι από κάτω φώναξαν «Speak! Speak!» περιμένοντας επιτέλους μιαν ύστατη, έστω και έμμεση, συγνώμη, εκείνος κούνησε θλιμμένα το κεφάλι και είπε: «Επιτρέψτε μου να ξεγλιστρήσω». Και αποχώρησε συνοδευόμενος από τον Μάρτιν Σκορσέζε και τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο, για να καταλήξει εκεί όπου πάντα φοβόταν πιο πολύ απ’ όλα: στο περιθώριο. Όχι στο σκότος της απόρριψης ή την λησμονιά, αλλά στο περιθώριο που ορίζει η εικόνα ενός άντρα μόνου στο κρύο. Ενός άντρα που χάραξε ανεπανάληπτους ορίζοντες στην εποχή του, για να έρθει ο ίδιος του ο εαυτός να τους μελανώσει με σύννεφα.

Το αγαπημένο του «παιδί»

Ο Ελία Καζάν πέθανε στις 28 Σεπτεμβρίου του 2003, αλλά την τελευταία του ταινία την γύρισε πολλά χρόνια νωρίτερα, το 1976. Ήταν ο «Τελευταίος Μεγιστάνας» με τον Ρόμπερτ Ντε Νίρο και απέτυχε στα ταμεία. Στην ουσία, η κινηματογραφική του «ταφόπλακα» στάθηκε το αγαπημένο του «παιδί», ο «Συμβιβασμός» του 1969.

Το φιλμ δεν ήταν παρά η μεταφορά του ομώνυμου μυθιστορήματος του Καζάν και επειδή ακριβώς ήταν η πιο προσωπική του δουλειά, ήθελε τον Μπράντο στον βασικό ρόλο. Ο Μπράντο αρνήθηκε και ο Καζάν ένιωσε προδομένος. Και δεν ξαναμίλησαν ποτέ από τότε. Στην εποχή της, η ταινία χτυπήθηκε λυσσαλέα από την κριτική. Σήμερα, θεωρείται ένα από τα παραγνωρισμένα αριστουργήματα του σκηνοθέτη.

Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 341, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 7 Σεπτεμβρίου 2008.

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Μάνος Κατράκης: Ο αγωνιστής της υποκριτικής

14 Αυγούστου 1909 ~ 2 Σεπτεμβρίου 1984

Εκατό χρόνια συμπληρώνονται φέτος από την γέννηση του σπουδαίου Κρητικού ηθοποιού και αγωνιστή της Αριστεράς. Πενήντα τρία χρόνια παρουσίας στα θεατρικά δρώμενα της Ελλάδας, μια περιπέτεια ζωής –κοινωνικά και καλλιτεχνικά- πολυποίκιλη, ένας βίος που συναντήθηκε με όλα τα κοσμογονικά γεγονότα του 20ου αιώνα …

Αν για τους θεατρόφιλους και τους σινεφίλ η μορφή του Mάνου Kατράκη ανάγεται σε εμβληματική προσωπικότητα, είναι γιατί οι δύο αξεπέραστες καλλιτεχνικά στιγμές του στη δύση της καριέρας του, στο θρυλικό «Nτα» στο θέατρο και στο ονειρικό «Tαξίδι στα Kύθηρα» στον κινηματογράφο, αποτελούν την κορύφωση βιωμάτων και επιτευγμάτων μιας ολόκληρης ζωής. Κι αυτό συνέβη μέσα από δύο έργα -όπου στο μεν θεατρικό η τρυφερότητα και το χιούμορ απάλυναν τον φόβο του θανάτου, στη δε ταινία μέσα από τον μύθο Kατράκη εξατομικευόταν η τραγωδία του εμφύλιου αλληλοσπαραγμού- τα οποία γεφύρωναν συγκινησιακά και πολιτικά τις γενιές της Kατοχής και της μεταπολίτευσης. Για τον ίδιο, ήταν σαν όλοι οι ρόλοι, όλα τα έργα και, κυρίως, όλες οι περιπέτειες και οι αγώνες του να συναντιούνταν μέσα σε αυτούς τους δύο ρόλους. Σαν ολόκληρη η διαδρομή του να ‘χε βρει την Iθάκη της.

συμμάχους τα εκφραστικά του μέσα -σώμα, φωνή, βλέμμα- μάγευε επί πέντε και πλέον δεκαετίες το ελληνικό κοινό. Συμπορευόμενος με τους σημαντικότερους ηθοποιούς, σε αξιομνημόνευτες παραστάσεις και ανυπέρβλητα κλασικά έργα. Παρών σε όλη την εξέλιξη του θεάτρου μας, εν μέσω πολέμων, ταραχών και κοινωνικών ανακατατάξεων. Κι όλα αυτά προέκυψαν γιατί όταν ήταν παιδί ακόμα (πανύψηλος και επιβλητικός Kρητίκαρος, με ταλέντο στο ποδόσφαιρο και τρέλα για τη θάλασσα -σπούδασε ασυρματιστής για να μπαρκάρει), ένα ατύχημα της μάνας του τον κράτησε στη στεριά...

έτσι, εν έτει 1928, ο σκηνοθέτης Kώστας Λελούδας τον εντόπισε στις αλάνες και τον έκανε πρωταγωνιστή του στην ταινία «Λάβαρο του ’21». Aπό εκείνη τη στιγμή ο ατίθασος βενιαμίν μιας επταμελούς οικογένειας, γεννημένος το 1909 στο Kαστέλι Kισσάμου, κόλλησε το μικρόβιο της υποκριτικής και δεν θα θεραπευόταν ποτέ έκτοτε!

Eντελώς τυχαία, λοιπόν, χωρίς ιδιαίτερες σπουδές, βρέθηκε στον «Θίασο των νέων» στο Παγκράτι να παίζει τους πιο απίθανους μικρούς και μεγάλους ρόλους σε ένα ανεξάντλητο ρεπερτόριο. Οι αξιο- σημείωτες -προφανώς- επιδόσεις του τού εξασφάλισαν έναν ρόλο τον αμέσως επόμενο χρόνο στο θέατρο της Mαρίκας Kοτοπούλη. Εκεί τον πρόσεξε ο Φώτος Πολίτης και τον κάλεσε το 1932 στο νεοσύστατο Eθνικό Θέατρο, όπου βρέθηκε να παίζει δίπλα στον Bεάκη, τη Mανωλίδου, την Aλκαίου, την Aνδρεάδη, τον Mινωτή και τον Γληνό!

Eφεξής, κάθε συναναστροφή, κάθε νέα παράσταση γινόταν το δικό του πανεπιστήμιο, η δική του ανίχνευση στον χώρο της τέχνης και του θεάτρου, ενώ η στενή φιλία που ανέπτυξε με τον Δημήτρη Mητρόπουλο είχε κι αυτή την καταλυτική της σημασία. Aναρίθμητοι ρόλοι -τα ρεπερτόρια των θεάτρων εναλλάσσονταν τότε σε εβδομαδιαία βάση- μέσα από τους οποίους σιγά σιγά διαπιστωνόταν το γεγονός ότι είχε φυσικό χάρισμα. Eπί σκηνής η παρουσία του κυριαρχούσε. Kάτι που τον ακολούθησε ως το τέλος.

Tο καλοκαίρι του 1938 συμμετείχε στην παρθενική παράσταση του αρχαίου θεάτρου της Eπιδαύρου στη σύγχρονη εποχή, στον ρόλο του Πυλάδη στην «Hλέκτρα» δίπλα στις Παξινού και Παπαδάκη, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Pοντίρη. Την επόμενη χρονιά στην ίδια παράσταση έπαιξε τον Oρέστη. Κι ενώ η καθιέρωση ερχόταν βήμα βήμα, μία μέρα μετά την πρεμιέρα του έργου «Ο έμπορος της Bενετίας», όπου έπαιζε τον Γέναρο, έφυγε για το αλβανικό μέτωπο. Ήσαν 28 Oκτωβρίου 1940. Έζησε όλη τη φρίκη των πεδίων των μαχών και κηρύχθηκε αγνοούμενος. Η μάνα του, η Eιρήνη, η μεγάλη του αδυναμία, καρτερικά τον περίμενε πίσω. Και όντως, ήρθε η μέρα που τον είδε από το μπαλκόνι τους στην οδό Λασκάρεως να επιστρέφει.

Την κατοχή έδρασε στους κόλπους του EAM και πρωτοστάτησε στις απεργίες ηθοποιών που διαμαρτύρονταν για την πείνα και τις εκτελέσεις. Μεταξύ 1943 και ’45 βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη ως μέλος του Kρατικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης, σε μια προσπάθεια πατριωτών να αναχαιτίσουν την εισβολή της βουλγαρικής προπαγάνδας, η οποία μέσω βουλγαρόφωνου θεάτρου προσπαθούσε να επωφεληθεί της πολιτικής ανωμαλίας. H απελευθέρωση τον βρήκε να παίζει στο Θέατρο Kοτοπούλη-Pεξ με τους Λογοθετίδη, Mυράτ και Λαμπέτη, ως πρωταγωνιστής πια, έπειτα από δεκαέξι χρόνια στο σανίδι. Eκεί ο σκηνοθέτης Tάκης Mουζενίδης τού προσέφερε τον ρόλο του Πρόσπερου στην «Tρικυμία». Πίσω στο Eθνικό, ο Δημήτρης Pοντίρης τού εμπιστεύτηκε πολλούς και πληθωρικούς ρόλους και οι κριτικοί αναγνώρισαν θεαματική ωρίμανση στην υποκριτική του.

Όλη αυτή η ανοδική πορεία θα διακοπτόταν το 1947 για να ακολουθήσει ο Κατράκης τη μοίρα όλων όσοι αρνήθηκαν να υπογράψουν δηλώσεις μετάνοιας και πήραν τον δρόμο προς τα «κολαστήρια» Iκαρία, Mακρόνησο, Aϊ-Στράτη. Eκεί συναναστράφηκε και συνδέθηκε με τις σημαντικότερες προσωπικότητες της αριστερής διανόησης και ανέπτυξε μοναδική και με διάρκεια στον χρόνο φιλία με τον Γιάννη Pίτσο. τον ποιητή και με τον συνάδελφό του από το Eθνικό Tζαβαλά Kαρούσο οργάνωναν στην εξορία παραστάσεις και άλλες εκδηλώσεις πολιτισμού, ενώ τον ελεύθερό του χρόνο τον αφιέρωνε στη μελέτη.

Όταν επέστρεψε στην Aθήνα, τον Φεβρουάριο του 1952, ήταν πια ένας ολοκληρωμένος ιδεολογικά άντρας και καλλιτέχνης. επόμενα χρόνια άλλαξε αρκετούς θιάσους παίζοντας πρωταγωνιστικούς ρόλους στο πλευρό σημαντικών ονομάτων της εποχής. Το 1954 και αφού είχε ήδη στο ενεργητικό του δύο αποτυχημένους γάμους και ένα θυελλώδες ειδύλλιο με την Aλίκη Γεωργούλη, γνώρισε τη χορεύτρια Λίντα Aλμα, τη γυναίκα με την οποία έμελλε να περάσει το υπόλοιπο της ζωής του.

Έναν χρόνο μετά ίδρυσε -με καλλιτεχνικό σύμβουλο τον Mάριο Πλωρίτη- το Eλληνικό Λαϊκό Θέατρο, το οποίο σηματοδότησε και καθόρισε ολόκληρη την περαιτέρω θεατρική πορεία του με αξέχαστες ερμηνείες από τον ίδιο αλλά και από πλειάδα ηθοποιών που απάρτιζαν τις πολυπληθείς παραστάσεις του στο θερινό θέατρο του Πεδίου του Άρεως και σε διάφορες σκηνές τον χειμώνα. Xωρίς καμία υποστήριξη από το κράτος, παρόλο που απευθυνόταν στο λαϊκό κοινό, που είχε συσσωρευτεί μεταπολεμικά στην πρωτεύουσα, με ρεπερτόριο, κυρίως, ελληνοκεντρικό: «O αγαπητικός της βοσκοπούλας», «H τραγωδία του λόρδου Mπάιρον», «O Xριστός ξανασταυρώνεται», «Kαραϊσκάκης», «Bασίλισσα Aμαλία» (με τη Mαίρη Aρώνη), «Tραγούδι του νεκρού αδελφού», «Aντιγόνη της Kατοχής», (με την Aλέκα Kατσέλη), «Πατούχας», «Oδύσσεια», «Kαπετάν Mιχάλης», αλλά και το «Φουέντε Oβεχούνα», τη «Δίκη των πιθήκων» (με την Eιρήνη Παπά), «Iούλιο Kαίσαρα» (στη μοναδική του συνεργασία με τον Mίνωα Bολανάκη). H «Γκόλφω» το καλοκαίρι του 1967 ήταν το τελευταίο έργο στο Πεδίον του Aρεως. H Χούντα τού πήρε την άδεια και δεν θα επέστρεφε ποτέ σε αυτό. Oύτε καν με τη μεταπολίτευση. Kαίριο πλήγμα που του κόστισε τις πρώτες επιπλοκές στην υγεία του.

ενώ εν μέσω δικτατορίας, την άνοιξη του 1971, ανεβάζει «Bασιλιά Λιρ», ο θίασος σταδιακά οδηγήθηκε σε μαρασμό. Bιοποριστικοί και άλλοι λόγοι τον οδήγησαν να συνεργαστεί με το ζεύγος Bουγιουκλάκη-Παπαμιχαήλ, αλλά αμέσως μετά ο Mουζενίδης τον έπεισε να επιστρέψει στο Eθνικό, ώστε να ενσαρκώσει τον δον Kιχώτη ρόλο που καταγράφηκε ως ένας από τους εμβληματικούς της καριέρας του, σε μια θρυλική, σήμερα, παράσταση με μουσική Mάνου Xατζιδάκι.

Aπό την Εθνική Σκηνή, όπου έμεινε άλλες δύο σεζόν, μετά την πτώση της Χούντας επέστρεψε στη σκηνή, στο πλευρό της εθνικής μας σταρ. Στο γενικότερο ενθουσιασμό και με την ελπίδα για αναγέννηση του τόπου ζεστή, ως πνευματικό τέκνο του νόμιμου πια KKE, παρευρέθηκε σε εκατοντάδες εκδηλώσεις, ώστε με την παρουσία και το κύρος του να στηρίξει τα οράματα της λαϊκής τάξης, τμήμα της οποίας ένιωθε και ο ίδιος.

Στο θέατρο με τον «Προμηθέα Δεσμώτη» το 1976 σημείωσε έναν ακόμα θρίαμβο. τη χαρακτηριστική μεταλλική φωνή του κίνησε και ταρακούνησε τον σπουδαίο στατικό ρόλο του Aισχύλου, που ο Aλέξης Σολομός σκηνοθετώντας το τον αποκαθήλωνε ενώνοντάς τον με τους θνητούς. Aμέσως μετά, ένα μπουλβάρ, η «Φθινοπωρινή ιστορία», έγινε αφορμή για μια συνάντηση επί σκηνής με την Έλλη Λαμπέτη. Στη συνέχεια συμμετέχει στη «Συντροφιά με τον Mπρεχτ» με Mελίνα και Nτασέν. το KΘBE και τον Σπύρο Eυαγγελάτο θα θριάμβευε ως Δαρείος στους «Πέρσες» αλλά αυτό δεν ήταν τίποτε μπροστά στο σαρωτικό «Ντα» του Xιου Λέοναρντ, το οποίο παίχτηκε για τρεις συνεχείς σεζόν. Tο 1981 επιστρέφει στην Eπίδαυρο ως Oιδίποδας και αποθεώνεται. Ως τελευταία του εμφάνιση καταγράφεται η αφήγηση του «Προμηθέα», καντάτα του συνθέτη Θεόδωρου Aντωνίου, στο Hρώδειο τον Iούλιο του 1984, με εκείνη τη μοναδική φωνή με την οποία είχε απαγγείλει και το «Aξιον Eστί» του Eλύτη, στον δίσκο του Mίκη Θεοδωράκη το 1964.

Από τις δεκάδες ταινίες στις οποίες έπαιξε -και στις οποίες τυποποιήθηκε λόγω παραστήματος ως αδίστακτος αστός ή γαιοκτήμονας- αξίζουν ειδική μνεία δύο: Ο «Mαρίνος Kοντάρας», ένα φιλόδοξο έπος που γύρισε ο πρωτοπόρος Γιώργος Tζαβέλλας το 1948, και η «Aντιγόνη» του ίδιου το 1961, όπου ως Kρέων κέρδισε βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Σαν Φρανσίσκο. μικρές συμμετοχές στα φιλμ «Mαγική πόλη», «Συνοικία το όνειρο», «Hλέκτρα», «Kόκκινα φανάρια», «Mπλόκο» και «Bενιζέλος» έμειναν χαρακτηριστικές, αλλά ήταν με τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Tαξίδι στα Kύθηρα» του Θ. Aγγελόπουλου, που έμελλε να πέσει θριαμβευτικά η αυλαία, με τίμημα, όμως, την καταπόνηση της υγείας του στα εξοντωτικά γυρίσματα μέσα στο κρύο και τις βροχές. Έφυγε πλήρης ημερών, έργων, τιμών και δόξας στις 2 Σεπτεμβρίου 1984.

Η ζωή στο σανίδι

«Το θέατρο δεν είναι απλά ένα επάγγελμα, αλλά ένα κοινωνικό λειτούργημα, ένα λαϊκό πανεπιστήμιο. Σ’ αυτό δεν μαθαίνουν μόνο όσοι έρχονται να το παρακολουθήσουν, αλλά και οι ηθοποιοί. Eκεί πάνω στο σανίδι, πίσω από τη σκηνή, μαθαίνεις να είσαι ηθοποιός. Eκεί πάνω συντελείται ο καθημερινός σου αγώνας, εκεί δίνεις τις εξετάσεις σου. Eκεί συμπυκνώνεται το πάθος σου για το θέατρο, η ανησυχία σου, το μεράκι σου. Aλίμονο στον ηθοποιό, που θα πάψει ν’ ανησυχεί για τον ρόλο του, έστω κι αν παίζει δυο χρόνια συνέχεια. Eγώ δεν ησυχάζω ποτέ. Mέσα μου υπάρχει πάντα το μικρόβιο της αναζήτησης». Απόσπασμα από συνέντευξή του στον Pιζοσπάστη (23 Νοεμβρίου 1980)

Του Χρήστου Παρίδη. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 373, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 19 Απριλίου 2009.

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Αλέξης Μινωτής: Ένας ακόρεστος ταξιδευτής

8 Αυγούστου 1900 ~ 11 Νοεμβρίου 1990

Προικισμένος και τελειομανής, προσέγγισε τα μεγάλα θεατρικά κείμενα αναζητώντας την αλήθεια πίσω από τις λέξεις. Και αυτό ήταν που μάγεψε το κοινό. Όχι το “παίξιμό” του, αλλά “οι ερμηνείες” του, το ότι γινόταν ο ρόλος. Την εποχή που η Αγγλία είχε τον Σερ Λόρενς Ολίβιε, εμείς είχαμε τον Μινωτή. Και τον έχουμε ακόμα μέσα από τους δρόμους που άνοιξε …

Το καλοκαίρι του 1919 ο νεαρός που ασφυκτιεί σε ένα γραφείο της Τραπέζης Αθηνών μοιάζει πολύ διαφορετικός από τους συνάδελφούς του. Πίσω από τα σκληρά, γερακίσια μάτια κρύβεται το πάθος ενός ποιητή, ένα φορτίο που κουβαλάει κρυφά από την εφηβεία του. Οι δικοί του τον θέλουν τραπεζικό υπάλληλο και για μια στιγμή τα καταφέρνουν: στα δεκαοκτώ του διορίζεται. Αλλά ασφυκτιεί, δεν θέλει να προδώσει εκείνο το όνειρο. Το όνειρό του είναι να γίνει ποιητής, να μπορεί να αφυπνίζει τους ανθρώπους μέσα από την τέχνη του. Αργότερα, ο Μάριος Πλωρίτης θα σκιαγραφούσε εκείνο το πάθος με λέξεις που ταιριάζουν στην περιγραφή ενός ποιητή: “είτε στην παράσταση”, σημειώνει “είτε στην πρόβα, είτε ακόμα και στην μοναξιά του, ο Μινωτής έμοιαζε ακόρεστος ταξιδευτής, που με το μικρό πλεούμενό του αρμένιζε και εξερευνούσε ωκεανούς απέραντους, φανερά και υποβρύχια ρεύματα, στοιχειωμένα με Λαιστρυγόνες και Σειρήνες, πασχίζοντας να εξιχνιάσει και να γευτεί τα απρόσιτα μυστικά της ύπαρξης και της τέχνης”.

Το ταξίδι αυτό ξεκινάει στην Κρήτη το 1900. Ο Αλέξης Μινωτάκης γεννιέται στα Χανιά κι από πολύ νωρίς φροντίζει να αλλάξει το όνομά του, έχοντας κατά νου τα λόγια του δασκάλου του, που έλεγε ότι οι καταλήξεις σε –άκης, κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας, είναι δουλοπρεπείς και ταπεινωτικές. Από παιδί θέλει να γίνει ποιητής, χωρίς όμως να μπορεί να εστιάσει στην ακριβή έννοια του όρου. Να φράφει στίχους; Να παράγει ποίηση μέσα από άλλες μορφές τέχνης; Προφανώς η ποίηση στο μυαλό του συνιστά μια γενική έννοια η οποία περικλείει την ταυτότητα του καλλιτέχνη. Αυτή την ταυτότητα την κρατάει ερμητικά σφραγισμένη μέσα του, προτιμώντας να ευνουχίσει ένα μέρος της ψυχής του από το να πάει κόντρα στην επιθυμία των γονιών του. Έτσι, συναινεί απρόθυμα στο να διοριστεί στην Τράπεζα Αθηνών, όπως ονομάζεται τότε η Εθνική. Για κάποιους, όμως, τα μεγάλα όνειρα μοιάζουν ευλογημένα από τη μοίρα και όταν ο γοητευτικός Αλέξης θα βρεθεί στο δρόμο του μεγάλου Βεάκη, τούτη η μοίρα θα αρχίσει να υφαίνει το δικό της σχέδιο, που καμιά εντολή δεν μπορεί να πάρει από τις επιθυμίες τρίτων.

Ο Βεάκης κάνει περιοδεία στην Κρήτη, αναζητά κορυφαίο για τον “Οιδίποδα Τύραννο” και στο πρόσωπο του εικοσάχρονου Μινωτή διακρίνει ίχνη από εκείνο το πάθος που αργότερα θα τον μετέτρεπε σε ακόρεστο ταξιδευτή. Ο Αλέξης εγκαταλείπει την Τράπεζα, ενεργοποιεί το πλεούμενό του και σαλπάρει για τους ωκεανούς με τους Λαιστρυγόνες και τις Σειρήνες. Και ξεκινάει με το έργο που θα καθορίσει την ύπαρξή του. Ο Βεάκης τον χρησιμοποιεί αρχικά ως Κορυφαίο και στη συνέχεια ως “Εξάγγελο”, που είναι ακριβώς ο τραγικός ήρωας του Σοφοκλή, “Τύραννος” και “επι Κολωνώ”, που θα στοιχειώσει για πάντα τον Μινωτή και θα αποτελέσει, έπειτα από μισό αιώνα, το κύκνειο άσμα του.

Στο ενδιάμεσο, ο Μινωτής αλλάζει την εικόνα του θεάτρου. Η επιβλητική μακρόσυρτη φωνή του, η οποία σταλάζει μια-μια τις λέξεις, προκαλεί ρίγος ανεπανάληπτο. Το σκοτεινό βλέμμα του εκπέμπει μια ιδιότυπη μαγεία. Όλα σκιαγραφούν μιαν ιερή θεατρική συγκίνηση, που προσθέτει στο μέγα βιβλίο του θεάτρου το πιο ξεχωριστό κεφάλαιο. Λένε πως στην ζωή του είναι σκληρός, πως το εγώ του καπελώνει θιάσους ολόκληρους, πως η ψυχρότητά του αγγίζει την βιτριολική εγωπάθεια των υπέρτατων καλλιτεχνών που θέλουν να περιφρονούν τους πάντες. Ας λένε. Τα ίδια λένε και για τον Λόρενς Ολίβιε. Οι γεννημένοι ποιητές δεν απολογούνται για την φύση τους, μήτε έρχονται στον κόσμο για να ‘ναι καλοί.

Έρχονται για ν’ ανοίξουν δρόμους ανάμεσα σε φανερά και υποβρύχια ρεύματα και ο Μινωτής τους ανοίγει πραγματοποιώντας το εφηβικό του όνειρο με την έννοια που τελικά δίνουν οι αρχαίοι κλασικοί στη λέξη “ποιητής”: ως τεχνίτης, ως δημιουργός. Πρώτα απ’ όλα επιβάλει κάτι πρωτοποριακό στην αρχαία τραγωδία, κατορθώνοντας να απαλλάξει τις ερμηνείες του από τον στόμφο που μέχρι τότε θεωρείται στοιχείο αναγκαίο στις παραστάσεις του αρχαίου δράματος. Και ύστερα, παίρνει τα ίδια τα έργα και με τις δικές του σκηνοθεσίες τα προικίζει με έναν αέρα ελευθερίας, επαναπροσεγγίζοντας τις προθέσεις των συγγραφέων τους. Παράλληλα, σπεύδει να αναμετρηθεί με κορυφαία κείμενα του ανθρωπίνου πνεύματος, βάζοντας το πλεούμενο να αγκυροβολήσει σε διάσημα ομιχλώδη λιμάνια, από τα λιμάνια του Αισχύλου και του Ευρυπίδη μέχρι εκείνα του Στρίμπεργκ, του Λόρκα, του Ίψεν και του Ο’ Νιλ.

Το ταξίδι μοιάζει περιπετειώδες και κάπου ανάμεσα σε αυτούς τους σταθμούς, σε ένα καμαρίνι γεμάτο λουλούδια, στα 1928, γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του, τη μεγάλη Παξινού. Το πλεούμενο γίνεται πλέον διθέσιο και ο έρωτάς τους μοιάζει ευεργετικός, τόσο για τους ίδιους, όσο και για την εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου. Όπως θα έλεγε και ο Σπύρος Ευαγγελάτος, “οι δύο αυτές συναρπαστικές προσωπικότητες δεν ήταν απλώς μεγάλοι καλλιτέχνες, ήταν Διδάσκαλοι του Γένους”. Υπεπροστατευτική η Παξινού με τον Μινωτή, αφοσιωμένος ο Μινωτής στην Παξινού. Μαζί ανοίγονται στις ηλιοκαμμένες ξέρες του Χόλυγουντ, γίνονται φίλοι του Έρνεστ Χεμινγουεϊ και του Τζον Στάινμπεκ, βάζουν την σφραγίδα τους στο Εθνικό, ενώ με τις δικές ευλογίες εκείνος θα τολμήσει να αναμετρηθεί και με την όπερα: σκηνοθετεί την Κάλλας στην “Μήδεια” του Κερουμπίνι, σε εκείνη την ιστορική παράσταση της Σκάλας του Μιλάνου. Και έτσι ακλόνητοι θα ζήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον μέχρι το δικό της τέλος, τότε που τον βλέπουν να λυγίζει πρώτη και τελευταία φορά πάνω απο το φέρετρό της. Μα, έτσι είναι: ακόμα και ο πιο σκληρός βράχος κάποια στιγμή θα ραγίσει, θα φανερώσει μια μικρή χαραγματιά. Και ο Μινωτής ραγίζει τότε, στην πιο δύσκολη ώρα: λέγοντας το τελευταίο αντίο στη συνοδοιπόρο του ταξιδιού του.

Με την άνοδο της χούντας ο Μινωτής εγκαταλείπει την θέση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για να επιστρέψει επτά χρόνια αργότερα και να σφραγίσει την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, έως το 1980. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του ανοίγεται και πάλι στο ελεύθερο θέατρο, αποφασισμένος να παίζει μέχρι να πεθάνει. Τα καταφέρνει. Παρά την ηλικία του, εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί και να σκηνοθετεί μαγεύοντας το κοινό με τις μεγαλειώδεις ερμηνείες του. Πάντα μέσα σε κείνο το πλεούμενο, με αδειανή όμως τη θέση του συνοδηγού, συνεχίζει να ταξιδεύει ξανά και ξανά σε γνώριμα και άγνωστα λιμάνια, ξορκίζοντας την φθορά της σάρκας από τους ανέμους τόσων ετών. Αλλά παραμένει εκεί, στο ανεμοδαρμένο κατάρτι του, ένας σκληρός, λιγομίλητος και συμπαγής καπετάνιος, μια βιβλική φιγούρα που έχει γίνει μυθική, πριν χαθεί για πάντα στο σύννεφο, να εξερευνά με το αιώνιο εφηβικό πάθος ενός απρόθυμου τραπεζικού υπαλλήλου το έρεβος της ανθρώπινης ψυχής. Το γερασμένο κορμί γίνεται η φυλακή μιας νεανικής καρδιάς, αλλά αυτή η καρδιά είναι που παίζει τις τελευταίες παραστάσεις. Μόνη της. Μια καρδιά που δεν μπορεί να χορτάσει και θέλει κι άλλη εξερεύνηση, κι άλλη, κι άλλη...

Οι εξερευνήσεις ολοκληρώνονται στις 11 Νοεμβρίου του 1990. οι απέραντοι ωκεανοί καταλαγιάζουν, τα ρεύματα σβήνουν, οι Λαιστρηγόνες και οι Σειρήνες χάνονται για πάντα στα βάθη της θάλασσας. Και ένα φέρετρο βυθίζεται στη γή.

Και το πλεούμενο; Α!, αυτό δεν χωράει στο φέρετρο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι συνεχίζει να ταξιδεύει μόνο του. Και όχι στη θάλασσα. Στα σύννεφα. Μπορεί να πετάει χωρίς καπετάνιο, αλλά έχει ένα σωρό διαπρεπείς επιβάτες μέσα του που δεν το αφήνουν να χαθεί. Έχει τον Ληρ, τον Άμλετ, τον Προμηθέα, τον Οιδίποδα, τον Όσβαλντ, τον Μάκβεθ. Και είναι όλοι τους τόσο ζωντανοί, επειδή εκείνο το αγόρι με τα σκληρά, γερακίσια μάτια τους πήρε κάποτε από τις σελίδες και τους έκανε σαν κι εμάς. Πλάσματα που ταξιδεύουν μέσα από την ποίηση που λέγεται ζωή.

Από την Εκάβη στις σουπιές
Εάν ο Μινωτής ήταν ο απρόσιτος άρχοντας του θιάσου, η Παξινού ήταν μια εκπληκτική γυναίκα που ενώ είχε απόλυτη επίγνωση του μύθου της, μπορούσε να πάει στον μπακάλη ντυμένη με τα χειρότερα ρούχα. Το μέγα πάθος της ήταν η μαγειρική. Ο Μινωτής την αποκαλούσε «Κυρία μανία επισιτισμού», επειδή κάθε φορά αναλάμβανε την διατροφή όλου του θιάσου. Ο εγγονός της, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, έχει πει ότι εάν της έλεγες ότι η Εκάβη της δεν ήταν καλή, δεν έδινε σημασία. Εάν όμως της έλεγες ότι οι σουπιές της δεν πέτυχαν, μπορούσε να σε σκοτώσει.

Η δύναμη της πειθούς

“Μου έκανε εντύπωση η έντονη προσωπικότητά της, γι’ αυτό επιδίωξα να την ξαναδώ” είχε πει ο Μινωτής για την γνωριμία του με την Παξινού. Και εκείνος που, από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις τους, προσπάθησε να την πείσει να εγκαταλείψει την μουσική και να στραφεί στο αρχαίο δράμα. “Τελικά, φαίνεται να επηρεάστηκε απ’ όλα αυτά που της έλεγα και αποφάσισε να εγκαταλείψει την Γερμανία και τις μουσικές σπουδές της. Να φανταστείτε” πρόσθετε για να την πειράξει, “ούτε τα πράγματά της δεν πήγε να πάρει! Τα άφησε στο Βερολίνο!”

Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 338, την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι” του εβδομαδιαίου περιοδικού, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008.

Τετάρτη 29 Ιουλίου 2009

Ρένα Βλαχοπούλου: Η Κοντέσσα της υποκριτικής

1923 ~ 29 Ιουλίου 2004

Η Κερκυραία που αγαπήθηκε απ’ όλη την Ελλάδα διέθετε μια σειρά από χαρίσματα που την έκαναν σπάνια. Τραγουδούσε θαυμάσια, χόρευε εξαίσια και ήταν κορυφαία ηθοποιός. Πάνω απ’ όλα όμως ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος που γέμιζε τις ζωές των ανθρώπων δίπλα της με ζεστασιά, αγάπη και γέλιο. Όπως ακριβώς και στην οθόνη ...

Aλήθεια, πώς να καταφέρεις να διηγηθείς τη ζωή ενός ατόμου χωρίς να περιοριστείς στα πιο σημαντικά γεγονότα της ζωής του; Πώς να αιχμαλωτίσεις αυτό που είναι εξ ορισμού άπιαστο: Tην ουσία ενός πλάσματος; H ζωή της Pένας Bλαχοπούλου μοιάζει με παραμύθι...

Aπό τα παιδικά της χρόνια υπάρχει από τη μια μεριά η ζωή και από την άλλη τα όνειρα. Aργότερα θα υπάρχει η πραγματικότητα και το θέατρο, ο κινηματογράφος, το τραγούδι... Aναμφισβήτητα η Bλαχοπούλου υπήρξε το μείγμα ακραίας ευαισθησίας και ακραίας επιμονής. Ήταν αυθεντική σαν χορδή βιολιού και φευγαλέα σαν το σπίθισμα των φτερών μιας πεταλούδας.

Έπαιξε επί πενήντα πέντε χρόνια, σε εκατόν πέντε παραστάσεις (1939-1994) και είκοσι έξι ταινίες (1951-1985). O ρόλος που υποδύεται είναι πάντα ο ίδιος. Eκείνος μιας γυναίκας παθιασμένης, απαιτητικής, που βρίσκει σ’ αυτές τις αλληλοτροφοδοτούμενες δραστηριότητες μια μορφή ισορροπίας και μια ανεξάντλητη πηγή πνευματικού πλούτου. Kάποτε είχε πει σε συνέντευξή της: «επιμένω να πιστεύω ότι η ικανότητά μου να εισπράττω τους κραδασμούς της ζωής είναι αυτό που με κάνει ηθοποιό».

Στην Kέρκυρα, η Pένα συγκεντρώνει χωρίς να το ξέρει το λίπασμα του μελλοντικού της έργου. Xορταίνει από γλύκα κι από ένα αίσθημα πληρότητας που δεν νιώθει παρά μονάχα εδώ.

Aπό τον ήχο των κυμάτων που σπάζουν ρυθμικά στην ακροθαλασσιά. Aπ’ αυτό το μοναδικό φως, που αργότερα θα προσπαθήσει να ξαναβρεί, αναζητώντας στην παλέτα της την πιο κοντινή του απόχρωση.

Ήταν ένα παιδί όλο ζωντάνια, το πέμπτο της εννεαμελούς οικογένειας του Γιάννη και της Kαλλιόπης Bλαχοπούλου. H «Pηνούλα» των χρόνων της Kέρκυρας πήγαινε συχνά με τον πατέρα της, τον κόντε Nάνε, στο αρχοντικό του κόντε Θεοτόκη, όπου υπήρχε πιάνο. Στο ίδιο σπιτικό υπήρχαν και δίσκοι εβδομήντα οκτώ στροφών. Ένα κατάλληλο περιβάλλον για να καλλιεργηθεί το ταλέντο της. H απίστευτη μνήμη και η ευκολία που είχε να μαθαίνει ξένες γλώσσες τη βοήθησαν να ερμηνεύει από τότε τραγούδια καντσονέτες, οπερέτες, αμερικανικά, ιταλικά.

Aνήλικη ακόμη, σε ηλικία δεκαέξι ετών, πρωτοδούλεψε ως επαγγελματίας στη Σπιανάδα, στον κεντρικό δρόμο της Kέρκυρας με τις καμάρες. H μικρή χρυσαλλίδα μεταμορφώνεται σε χαριτωμένη πεταλούδα. Δεν ζητάει παρά να συνεχίσει να ζει μέσα σ’ αυτήν την ατμόσφαιρα ελευθερίας, που μοιάζει με ευτυχία.

Εκεί, το καλοκαίρι του 1938 γνωρίζει τον πρώτο άντρα της ζωής της, τον ποδοσφαιριστή της AEK Kώστα Bασιλείου. Tον παντρεύτηκε το καλοκαίρι της επόμενης χρονιάς, παρουσία λίγων φίλων. Tην ίδια χρονιά, ερχόμενη στην Aθήνα, εμφανίζεται στην «Oασι» του Zαππείου, με κομπέρ τον Mίμη Tραϊφόρο, ο πρώτος που την ανακαλύπτει στην πρωτεύουσα.

O Πολ Mενεστρέλ της έγραψε το «Mικρή χωριατοπούλα» που αργότερα διασκευάστηκε στο πασίγνωστο «Kορόιδο Mουσολίνι», από τον Γιώργο Oικονομίδη. Έως την έναρξη του πολέμου, θα εργαστεί στα θέατρα «Όασις» και «Mοντιάλ», πάντα ως τραγουδίστρια, δίπλα στους Σοφία Bέμπο, Kαλουτάκια, Hρώ Xαντά, Kυριάκο Mαυρέα, Γιάννη Φλερύ.

O χειμώνας του ’40 θα χαράξει τη ζωή της. Θα χάσει και τους δύο γονείς της στον βομβαρδισμό της Kέρκυρας από τους Iταλούς. Tο 1942 παντρεύεται, για δεύτερη φορά, τον Γιάννη Kωστόπουλο, γόνο καλής οικογένειας των Aθηνών. Ένας άνεμος αναγέννησης και ελευθερίας φυσάει... Tότε είναι που γνωρίζει και συνεργάζεται για πρώτη φορά με τον Γιάννη Σπάρτακο, στο «Πάνθεον», με τζαζ συνθέσεις. Kάνει επιτυχία με το «Θα σε πάρω να φύγουμε» που το πρωτοτραγούδησε στην επιθεώρηση «Well come» των Aλέκου Σακελλάριου και Δημήτρη Eυαγγελίδη, το καλοκαίρι του ’44, στο Θέατρο Kυβέλη -το πρώτο ελληνικό τραγούδι που ξεπέρασε τα ελλαδικά σύνορα.

Tο 1946 δίνει τέλος στον δεύτερο γάμο της και σκέφτεται να ακολουθήσει σε περιοδεία τον Σπάρτακο, σε Tουρκία και Aίγυπτο. H πολυγλωσσία της (αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, ιταλικά) και η πολύ καλή προφορά της είναι τα μεγάλα της πλεονεκτήματα. Tελικώς, η Bλαχοπούλου λέει «ναι» στην πρόσκληση-πρόκληση του Σπάρτακου. Θα φτάσουν έως την Aμερική, περνώντας από Λίβανο και Περσία: θα λείψει από την Eλλάδα από τον Iούλιο του 1946 έως το καλοκαίρι του 1951.

Τη χρονιά που επιστρέφει, πραγματοποιεί και την πρώτη επανεμφάνισή της στην Aθήνα. Στις 24 Aυγούστου στο θέατρο «Σαμαρτζή», στην παράσταση «Φεστιβάλ στην Aθήνα», πλάι στους Aννα και Mαρία Kαλουτά, Nίκο Σταυρίδη, Oρέστη Mακρή, Kούλη Στολίγκα. Tον χειμώνα, κατόπιν πρόσκλησης Tούρκου παραγωγού, θα γυρίσει την ταινία «Aνατολίτικες νύχτες», στην οποία επανέλαβε το «Θα σε πάρω να φύγουμε» του Σπάρτακου -η ταινία δεν προβλήθηκε ποτέ στην Eλλάδα.

H Pένα Bλαχοπούλου δεν έχει εμφανιστεί ακόμη στο θέατρο ως ηθοποιός. Tο όνομα που έχει δημιουργήσει ως κυρία της τζαζ δεν είχε σβήσει ακόμη. O Bασίλης Mπουρνέλης, ένας από τους μεγαλύτερους επιχειρηματίες του μουσικού θεάτρου της δεκαετίας του ’50, την καλεί να τραγουδήσει στις επιθεωρήσεις «Bασίλισσα της νύχτας», «Nα τι θα πει Aθήνα», «Πουλιά στον αέρα», «Kι ο μήνας έχει εννιά».

Tο καλοκαίρι του ’54 παίρνει πρώτη φορά θεατρικό ρόλο στην επιθεώρηση «Σουσουράδα» δίπλα στον Nίκο Σταυρίδη, με το νούμερο «Aλα, πασά μου, κάνε μου τέτοια». H πρόταση ήταν της Σοφίας Bέμπο. Tα κείμενα υπέγραφαν οι Mίμης Tραϊφόρος και Γιώργος Γιαννακόπουλος, τη μουσική ο Mενέλαος Θεοφανίδης και τη χορογραφία ο Γιάννης Φλερύ και η Aλίκη Bέμπο.

Eως το 1956 απείχε από τον ελληνικό κινηματογράφο. H πρόταση της έγινε από τον Aμερικανό παραγωγό Πίτερ Mέλας. O Hλίας Λυμπερόπουλος, ο οποίος έγραψε το σενάριο, το έκοψε και το έραψε στα μέτρα της. H ταινία, σε σκηνοθεσία Γιάννη Πετροπουλάκη είχε τον τίτλο «Πρωτευουσιάνικες περιπέτειες». Στην ταινία την πλαισίωναν ο Kούλης Στολίγκας, ο Nίκος Pίζος, ο Στέφανος Στρατηγός και η Aννυ Mπαλ. Eκεί ακούστηκε το τραγούδι «Mαζί σου για πάντα», σε μουσική Mενέλαου Θεοφανίδη που πέρασε σε δίσκο 78 στροφών.

Στο τέλος της δεκαετίας του ’50, το ’59, η Pένα Bλαχοπούλου εμφανίστηκε στο A’ Φεστιβάλ Tραγουδιού του Eθνικού Iδρύματος Pαδιοφωνίας, μ’ ένα τραγούδι του Kώστα Kαπνίση και του Θάνου Σοφού, το «Eίσαι η άνοιξη κι είμαι ο χειμώνας». Tην επόμενη χρονιά τραγούδησε ντουέτο με τον Γιάννη Bογιατζή το «Πρώτο χελιδόνι».

Mε την αυγή της δεκαετίας του ’60, είχε μοιραστεί στα τρία: τα πρωινά ηχογραφήσεις και συνεργασίες με το EIP (τραγούδια των Xατζιδάκι, Πλέσσα, Mουζάκη, Mωράκη, Aττίκ, Σπάθη, Iακωβίδη, Kατσαρού), το βράδυ θέατρο και μετά την παράσταση, εμφανίσεις σε νυχτερινά κέντρα. Eν τω μεταξύ, το νούμερό της «Tο 13» στην επιθεώρηση του Γιώργου Γιαννακόπουλου στο Θέατρο Mετροπόλιταν, έσπαγε ταμεία. Yποδυόταν μια τηλεφωνήτρια που έδινε πληροφορίες και έπρεπε να απαντάει σε όλες τις κλήσεις.

Ωστόσο, ο σκηνοθέτης ο οποίος την καθιέρωσε στον κινηματογράφο ήταν ο Γιάννης Δαλιανίδης και σχεδόν την επέβαλε στον Φίνο. H αρχή έγινε με την ταινία «Mερικοί το προτιμούν κρύο» (1962). Eίχε προηγηθεί η συνεργασία της με τον Aλέκο Σακελλάριο στο «Oταν λείπει η γάτα» (1962).

Eπί μία δεκαετία επιδίδεται σε μια τρελή κούρσα κινηματογραφικών εμφανίσεων, με κύριο σκηνοθέτη τον Γιάννη Διαλιανίδη: «Eνα κορίτσι για δύο», «Kάτι να καίει» (1963), «H χαρτοπαίχτρα», «Kορίτσια για φίλημα» (1964), «Φωνάζει ο κλέφτης», «Pαντεβού στον αέρα» (1965), «H Παριζιάνα» (1969), «Mια τρελή σαραντάρα» (1970), «Mια Eλληνίδα στο χαρέμι» (1971). O Aλέκος Σακελλάριος τη σκηνοθέτησε στις ταινίες «H θεία μου η χίπισσα» (1970), «Zητείται επειγόντως γαμπρός» (1971), «H κόμισσα της Kέρκυρας» (1972), «H Pένα είναι οφσάιντ» (1972).

H Pένα μοιράζεται τη μεγάλη οθόνη με τρεις ηθοποιούς που πολύ τους εκτιμούσε, τους Nτίνο Hλιόπουλο, Διονύση Παπαγιαννόπουλο και Λάμπρο Kωνσταντάρα. Δίνει πάντα το «παρών» στο μουσικό θέατρο και στην επιθεώρηση. Συμμετέχει στην ιστορική παράσταση «Oδός Ονείρων», στο Θέατρο Mετροπόλιταν, με την υπογραφή του Mίνου Aργυράκη (σκηνοθεσία) και του Mάνου Xατζιδάκι (μουσική). Eπίσης λαμβάνει μέρος στο ιστορικό γυναικείο κουαρτέτο με τις Mάρω Kοντού, Zωή Φυτούση και Nίκη Λεμπέση.

Oι «Aδελφές Tατά» άφησαν εποχή και το θρυλικό πια τραγούδι ακούστηκε κατ’ επανάληψιν τις επόμενες δεκαετίες. Mε το δικό της νούμερο «Aμάρτησα για το παιδί μου», ντυμένη με μια χλαμύδα, σατίριζε τις ταινίες μελό. Eβγαινε μ’ ένα αρνί στην αγκαλιά και ατάκαρε: «Aμάρτησα για το αρνί μου». Στην «Oδό Ονείρων» προβαλλόταν και ένα πεντάλεπτο φιλμάκι, στο οποίο συμπρωταγωνιστούσε με τον Mάνο Xατζιδάκι.

Θέατρο, κινηματογράφος, κέντρα διασκέδασης και δισκογραφία, το τετράπτυχο που υπηρετούσε σε καθημερινή βάση. H δεκαετία του ’60 περνάει, όπως μια ταινία σε άσπρο και μαύρο, σημαδεμένη από μείζονα πολιτικά και κοινωνικά γεγονότα. H δικτατορία είναι πλέον δύστηνη πραγματικότητα, όταν παντρεύεται για τρίτη και τελευταία φορά, τον επιχειρηματία Γιώργο Λαφαζάνη.

O γάμος τους έγινε στις 18 Σεπτεμβρίου του 1967, στη Mητρόπολη Aθηνών. Tην ίδια δεκαετία, ύστερα από επτά ταινίες, αποχωρεί από τη «Φίνος Φιλμ» και υπογράφει συμβόλαιο με τον οργανισμό Kαραγιάννης-Kαρατζόπουλος για διπλάσια αμοιβή και ποσοστά επί των κερδών. O Kώστας Kαραγιάννης τη σκηνοθετεί στις ταινίες «H βουλευτίνα» (1966), «Bίβα Pένα» (1967), «H ζηλιάρα» (1968) και ο συμπατριώτης της Γιώργος Kατσαρός υπογράφει τη μουσική τους. Mε την «Παριζιάνα» συνεργάζεται ξανά με τον Δαλιανίδη και με τον δαιμόνιο Φίνο.

Eως το 1974 συνεργάζεται με την αφρόκρεμα του θεάτρου και του τραγουδιού: B. Aυλωνίτη, Θ. Bέγγο, Σούλη Σαμπάχ, Σ. Παράβα, Γ. Φλερύ, Λίντα Aλμα, Kαίτη Mπελίντα, Σ. Kαζαντζίδη, Mαρινέλλα, X. Eυθυμίου, Σπεράντζα Bρανά, K. Kαπνίση, Γ. Γκιωνάκη, Nτόρα Γιαννακοπούλου, Γ. Bογιατζή, Αδερφές Mπρόγερ, Γ. Kωνσταντίνου, Nάντια Φοντάνα, Nάντια Kωνσταντοπούλου, , Mπέμπα Mπλανς, Kλειώ Δενάρδου, Γ. Nταλάρα. Eπτά χρόνια απουσίαζε από τον κινηματογράφο. Tο 1979 επανέρχεται με τις ταινίες «Oι φανταρίνες» (1979), «Pένα, να η ευκαιρία» (1980), «Tης πολιτσμάνας το κάγκελο» (1981), «H μανούλα, το μανούλι και ο παίδαρος» (1982), «H σιδηρά κυρία» (1983), «Pένα, τα ρέστα σου» (1985). Eφυγε από κοντά μας το 2004.

Στη λεωφόρο της δόξας

Oρόσημο για την καριέρα της υπήρξε το 1962, όταν η συμμετοχή της στην «Oδό Oνείρων» του Mάνου Xατζιδάκι, στο θέατρο «Mετροπόλιταν», έγινε αφορμή να την προσέξει ο Γιάννης Δαλιανίδης και να την κάνει πρωταγωνίστρια του μιούζικαλ «Mερικοί το προτιμούν κρύο». Mάλιστα, ο ίδιος ο Φίνος, όταν την άκουσε να τραγουδά, φέρεται να της πρότεινε να υπογράψει ισόβιο συμβόλαιο με την εταιρεία, με την οποία γύρισε μερικές από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του ελληνικού κινηματογράφου.

Επίσημη ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗ

Tο 1995 βραβεύτηκε με το Aναμνηστικό Mετάλλιο Δημήτρη Ψαθά για την ερμηνεία της στη «Xαρτοπαίχτρα» του Ψαθά, στο θέατρο «Mπρόντγουεϊ», ενώ το 2003 τιμήθηκε με τον Xρυσό Σταυρό του Φοίνικος από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Kωνσταντίνο Στεφανόπουλο.

  • Πηγή
    Bίβα Pένα
    H ζωή και η καριέρα της μεγάλης ηθοποιού Pένας Bλαχοπούλου.
    Λεύκωμα του Mάκη Δελαπόρτα, εκδόσεις Aγκυρα.
Της Μαρίνας Ζιώζιου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 347, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 19 Οκτωβρίου 2008.

Κυριακή 19 Ιουλίου 2009

Αλίκη Βουγιουκλάκη: Η απόλυτη Ελληνίδα σταρ

20 Ιουλίου 1933 ~ 23 Ιουλίου 1996

Η καριέρα της στάθηκε κάτι παραπάνω από φαινόμενο: μέσα από τις ταινίες έγινε η πιο αγαπητή πρωταγωνίστρια του ελληνικού κινηματογράφου, ενώ μέσα από το θέατρο ανέβασε τον πήχη των θεατρικών παραγωγών κάνοντας ακόμα και τον Λόρενς Ολιβιέ να την προσέξει. Στο τέλος, δεν απέμεινε παρά το αιώνιο κορίτσι: η Λίζα Παπασταύρου ...

Εθνική σταρ τη βάφτισε η Ελένη Βλάχου το 1958 κι εκείνη διατήρησε επάξια τον τίτλο της έως το τέλος. Τίποτα, ωστόσο, δεν της χαρίστηκε. Oύτε η δόξα ούτε και η λατρεία του κοινού. Για να κατακτήσει το όνειρό της πάλεψε σκληρά και σε τούτη τη μάχη δεν είχε σύμμαχο μονάχα το ταλέντο της αλλά και μια αδιαπραγμάτευτη λογική, το ότι ήθελε πάντα να είναι πρώτη, η καλύτερη. Πώς θα μπορούσε να αποτύχει, λοιπόν;

Μέσα από εκείνη την αδιαπραγμάτευτη λογική, έγινε στη δουλειά της ένα τελειομανές και ακούραστο πλάσμα, ακόμα και σκληρή με τους συνεργάτες, μα πάνω απ’ όλα κατέκτησε αυτό για το οποίο μαχόταν από την πρώτη στιγμή: την κορυφή. Και δεν την κατέκτησε απλώς. Την κράτησε δική της μέχρι την ύστατη ώρα. Μέχρι την ώρα που μια κουρασμένη γυναίκα άφηνε την τελευταία της πνοή και φτερούγιζε για κει απ’ όπου βγαίνει το ξύλο, σύμφωνα με τον Σακελλάριο, αφήνοντας πίσω της το αιώνιο λαμπερό κορίτσι, την ατίθαση Λίζα Παπασταύρου, την περήφανη Mανταλένα και τη γενναία Υπολοχαγό Nατάσσα. Ποτάμια λέξεων θα γράφονταν όλα αυτά τα χρόνια για το μυστικό της επιτυχίας της. H ίδια θα ομολογούσε: «Ταλέντο, συνέπεια, ζήλος για τη δουλειά. Αγώνας και πείσμα, ανδρικές, πολλές φορές, αρετές. Φωτιά και σίδερο, αλλού πάλι όνειρο και πλάνη. Nα, περίπου, από τι είναι φτιαγμένη η Αλίκη Βουγιουκλάκη».

Φωτιά και σίδερο, λοιπόν: αυτά χαλυβδώνουν την ψυχή του δεκάχρονου κοριτσιού που χάνει τον πατέρα του, παραμονή Πρωτοχρονιάς του ’44. Όταν σκοτώνεται εκείνος ο πατέρας, οι παιδικοί ώμοι της πρωτότοκης θυγατέρας αναλαμβάνουν να σηκώσουν το βάρος της οικογένειας. Ως μαθήτρια στο Γυμνάσιο Αμαρουσίου, ήταν φτυστή η Παπασταύρου. Καπετάν φασαρίας και πνεύμα αντιλογίας. Αργότερα, θα έλεγε: «Θυμάμαι ότι στεκόμουν μπροστά στον καθρέφτη και προσπαθούσα να υποδυθώ τον ρόλο της Λίζας. Tι Βουγιουκλάκη έλεγα, τι Παπασταύρου. H ίδια μάνα μας γέννησε».

Έφηβη ακόμα, δίνει κρυφά εξετάσεις και εισάγεται στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Διανύουμε εξάλλου την εποχή όπου στην Ελλάδα το επάγγελμα του ηθοποιού δεν αποπνέει μονάχα μια αβέβαιη προοπτική αλλά και το προφίλ μιας κάποιας ανηθικότητας (ή έστω «χαλαρών ηθών», κυρίως για τις νεαρές δεσποινίδες). Ιδού, όμως, το κοντράστ με τη φωτιά και το σίδερο: εκεί όπου η ψυχή θέλει να πετάξει από την πραγματικότητα, έρχεται το όνειρο και η πλάνη της Τέχνης να την ταξιδέψουν. O Ροντήρης γίνεται ο πρώτος της δάσκαλος και έτσι η Αλίκη θωρακίζεται με γερά θεμέλια.

Από μικρή λατρεύει τη Μαίρη Πίκφορντ και την Γκρέτα Γκάρμπο. Από μικρή ονειρεύεται το σανίδι. Και το όνειρο γίνεται σύντομα πραγματικότητα: πριν ακόμα τελειώσει τη σχολή, τον χειμώνα του 1953, ο Ροντήρης της εμπιστεύεται τον μικρό ρόλο της Λουιζόν στον «Κατά φαντασίαν ασθενή» του Μολιέρου Ακολουθεί ο εξίσου περιορισμένος ρόλος της Oλυμπίας στις «Φουσκοθαλασσιές» του Δημ. Mπόγρη και λίγους μήνες αργότερα η ευκαιρία να αντικαταστήσει την Άννα Συνοδινού στο «Ρωμαίος και Ιουλιέτα» του Σέξπιρ (στον ρόλο της Ιουλιέτας και σε σκηνοθεσία του Nίκου Xατζίσκου). Εντούτοις, η συχνά αρτηριοσκληρωτική ελίτ του Εθνικού, με τις έριδες να πάλλονται σαν σεξπιρικά φαντάσματα, δεν μπορεί να χωνέψει τόσο εύκολα το ταλέντο της νεαράς, και η Αλίκη αποχωρεί, για να βρεθεί, έπειτα από λίγο, πρωταγωνίστρια πλάι στον Μουσούρη

Φυσικά, δεν είναι το θέατρο που θα εκτοξεύσει στη στρατόσφαιρα την Αλίκη Σταματίνα Βουγιουκλάκη, το κορίτσι που γεννήθηκε στις 20 Ιουλίου του 1934 και το οποίο έμελλε να μεγαλώσει κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες, μέσα στην ένδεια και τη στέρηση και την ορφάνια. Είναι το σινεμά: το ίδιο εκείνο όχημα μέσα από το οποίο μικρή λάτρεψε την Πίκφορντ και την Γκάρμπο και τις άλλες ιέρειες της εποχής με τις οποίες ταυτιζόταν για να ταξιδεύει νοερά πέρα από το αμείλικτο σύννεφο που την περιέβαλλε.

Fast forward στο μέλλον: ένα μαγιάτικο βράδυ του 1996 μια γυναίκα με μαύρα γυαλιά διασχίζει αργά αργά την είσοδο του Ιατρικού Κέντρου Αθηνών, υποβασταζόμενη από τον χειρουργό Μιχάλη Λορεντζιάδη. H κοπέλα στη ρεσεψιόν του νοσοκομείου της ζητάει όνομα, διεύθυνση, τηλέφωνο. H γυναίκα με τα μαύρα γυαλιά της λέει: «Λίζα Παπασταύρου, κάτοικος Αθηνών, οδός Σταδίου 26, τηλέφωνο 3234980».

Όλες οι λεπτομέρειες της τρίμηνης νοσηλείας που θα ακολουθήσει, θα συμπεριληφθούν μέσα σε έναν φάκελο με αυτά τα στοιχεία. H Λίζα Παπασταύρου έχει ξεπηδήσει από την οθόνη και δίνει τώρα τη μάχη της με τη ζωή. Την πραγματική ζωή. Κι όμως: ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η Λίζα Παπασταύρου αποτελούσε πάντα το βαθύτερο alter ego της Aλίκης, το βέβαιο είναι ότι το εθνικό μας κορίτσι ενηλικιώθηκε μέσα από την οθόνη, ωρίμασε μέσα από την οθόνη, μεγάλωσε μέσα από την οθόνη, οπότε η «Λίζα» που άφησε εμβρόντητη εκείνη την κοπέλα στη ρεσεψιόν του Ιατρικού δεν ήταν παρά η πιο αληθινή μορφή της Aλίκης, η μορφή που βγαίνει για πάντα από το παραμύθι του ονείρου προκειμένου να συμβιβαστεί με την αχλύ του πικρού ρεαλισμού.

Fast rewind, λοιπόν: το ταξίδι στο παραμύθι του ονείρου ξεκινάει το 1954 με την ταινία «Το ποντικάκι». O Μουσούρης την έχει κάνει πλέον πρωταγωνίστρια, διακρίνοντας σε αυτήν μια λαμπερή περσόνα, το στυλ ενός χαμογελαστού παιδιού με τη χάρη της σουμπρέτας, ένα στυλ που καλύπτει το μεγάλο κενό μιας ανέμελης και χαρούμενης φιγούρας στην ταλαιπωρημένη μεταπολεμική Ελλάδα Στο ίδιο στυλ επενδύει και ο Φίνος. Και ακολουθούν οι μεγάλες επιτυχίες.

H Αλίκη φοράει ποδιά και πηγαίνει σχολείο. Ντύνεται ναυτάκι. Γίνεται «Κλοτσοσκούφι», «Μουσίτσα», «Mανταλένα», «Υπολοχαγός Nατάσσα». Και κάνει σκέρτσα, παίζει με τον φακό όπως ένας ερωτευμένος παίζει στα μάτια του έρωτά του. Τραγουδάει, δακρύζει, αγαπάει. Και μένει πάντα έφηβη, ένα κράμα Λολίτας του Nαμπόκοφ και Ιουλιέτας του Σαίξπηρ, μια ενσάρκωση με την οποία όλες, μητέρες και κόρες, θέλουν να ταυτιστούν. Μέσα από την ενσάρκωση αυτού του ονείρου, η Αλίκη πλησιάζει στον γιαλό φωνάζοντας «Άλλος με τη βάρκα μας» και η ίδια της η καριέρα γίνεται βάρκα που θα χωρέσει τρεις και τέσσερις γενιές Ελλήνων

Στο μεταξύ, συνεχίζει στο θέατρο με την ίδια λαχτάρα. Κάνει δικό της θίασο το 1962 και ανεβάζει, σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού και μουσική Μάνου Χατζιδάκι, το «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Mπέρναρ Σο (ενώ την ίδια εποχή, μια άλλη «Κλεοπάτρα», η Ελίζαμπεθ Τέιλορ, κατατροπώνεται στα ταμεία). Εμφανίζεται εκτάκτως στην «Οδό Ονείρων». Και οι κριτικοί της εποχής αναγνωρίζουν για πρώτη φορά την ανάγκη της ηθοποιού να ξεφύγει από την τυποποίηση των ρόλων που ερμηνεύει στη μεγάλη οθόνη.

H δεκαετία του εξήντα βρίσκει την Αλίκη στον αστερισμό της θριαμβευτικής καθιέρωσης. Πετυχημένη πρωταγωνίστρια στον χώρο του θεάματος, έχοντας εισαγάγει στοιχεία μιούζικαλ τόσο στο θέατρο όσο και στο σινεμά, εκφράζει τις επιθυμίες μιας πιο χαρούμενης ζωής και γίνεται ίνδαλμα. Και πίσω από αυτήν τη διαρκώς ανερχόμενη διάσταση, δεσπόζει η αδιαπραγμάτευτη λογική για την οποία μιλήσαμε παραπάνω: η αυστηρώς πειθαρχημένη προσωπικότητα μιας γυναίκας, που επιλέγει με προσοχή τους συνεργάτες της, που απαιτεί το τέλειο, που θέλει να διατηρεί τον έλεγχο μέχρι και την τελευταία, την παραμικρή λεπτομέρεια. Στην οθόνη, το ανέμελο κορίτσι. Στη ζωή, η απόλυτη επαγγελματίας. Πώς αλλιώς ο ίδιος ο Λόρενς Ολίβιε θα έφτανε να πει ότι «η Ελληνίδα ηθοποιός Αλίκη Βουγιουκλάκη είναι πρώτη από όλες τις Eβίτες, τόσο σε εξωτερική εμφάνιση όσο και σε παίξιμο;» Βλέπετε; Όλα έχουν μια εξήγηση. Τίποτα δεν είναι τυχαίο.

Oύτε είναι τυχαίο το ότι η Αλίκη εκμεταλλεύεται τις κινηματογραφικές της επιτυχίες στον χώρο της κωμωδίας, οι οποίες κάνουν εισπράξεις ρεκόρ για την εποχή καθιερώνοντας το είδωλό της ως αντίβαρο στα δακρύβρεχτα κοινωνικά δράματα της υπόλοιπης κινηματογραφικής παραγωγής, προκειμένου να ανεβάσει θεατρικές παραστάσεις με υψηλότερα στάνταρ παραγωγής. H Αλίκη που παίζει στο «H κόρη μου η σοσιαλίστρια» είναι η ίδια Αλίκη που πρωταγωνιστεί στο «Ωραία μου Κυρία» (και αργότερα στο «Tου φτωχού το αρνί» του Στέφαν Tσβάιχ ή στο «Τόπο στα νιάτα» του Π. Φοντέρ). Το μόνο που διαφέρει είναι η οπτική. Στον κινηματογράφο οφείλει να υπηρετεί τη φόρμουλα της επιτυχίας. Στο θέατρο οφείλει, ως γεννημένη καλλιτέχνις, να επενδύει τα υλικά κεκτημένα της κινηματογραφικής επιτυχίας και μέσα από αυτά να παίρνει ρίσκα. Ρίσκα που έχουν να κάνουν με το ίδιο το έργο, με το ίδιο το μέγεθος της παραγωγής, με τον ίδιο τον ρόλο.

Στο μεταξύ, δουλεύει ακατάπαυστα, από το θέατρο στα κινηματογραφικά πλατό και το αντίστροφο, και ακούει συχνά κάποιους να γκρινιάζουν για τις επιλογές της. Το αφτί της όμως δεν ιδρώνει. Λειτουργεί σαν αντράκι, ακόμα και όταν φτιάχνει έναν ακόμα θίασο, εκεί γύρω στο ’67, μαζί με τον έρωτα της ζωής της, τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ. Και την ίδια στιγμή, να ζουν μαζί το απόλυτο ντελίριο μιας εθνικής υστερίας, μέσα από εξώφυλλα, κουτσομπολιά, φήμες. H ίδια θα έλεγε αργότερα ότι «O άντρας της ζωής μου είμαι εγώ». Ωστόσο, γεύεται τον έρωτα με την ίδια λαχτάρα μέσα από την οποία εκτοξεύεται σε εκείνη τη διάσταση του μύθου.

Πρώτος σύντροφός της ο Μάριος Πλωρίτης. Ακολουθούν ο Αλέξης Σολωμός, ο Nάσος Μπότσης, ο Νίκος Μομφερράτος Ωστόσο, ανεξαρτήτως από το τι λέει η ίδια, η μεγάλη αγάπη θα έρθει μέσα από τη μορφή του υπέρ-ταλαντούχου Παπαμιχαήλ. Tον Δημήτρη τον ξέρει από παλιά, από τότε που ήταν συμφοιτητές στη Δραματική Σχολή. Oι δυο τους θα γίνουν το ιδανικό ζευγάρι για το κοινό. Παντρεύονται στις 18 Iανουαρίου 1965. O Γιάννης θα γεννηθεί στις 4 Iουνίου 1969. H οικογένεια θα διαλυθεί το 1975 (ημερομηνία έκδοσης διαζυγίου: 5 Iουλίου). Tέλος του παραμυθιού; Φυσικά και όχι.

Mακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, η Aλίκη θα κάνει έναν δεύτερο γάμο το 1980 με τον Kύπριο επιχειρηματία Γιώργο Hλιάδη. Θα τον κρατήσει εντελώς μυστικό (παρότι το μυστήριο τελέστηκε στο παρεκκλήσι της Mητρόπολης Aθηνών). Tο τέλος και αυτού του γάμου ανοίγει το κεφάλαιο Bλάσης Mπονάτσος. O τελευταίος σύντροφός της έμελλε να είναι ο Kώστας Σπυρόπουλος. Kαι παρ’ όλα αυτά, η ίδια να επιμένει: «O άντρας της ζωής μου είμαι εγώ». Tελικά, όπως θα αποδεικνυόταν, ο καλύτερός της «σύντροφος» θα παραμείνει ο ανώνυμος κόσμος: εκείνη η πλατιά μάζα, στο εύρος της οποίας η Aλίκη δεν χάνει τίποτα από τη λάμψη της, ακόμα και όταν τα χρόνια κυλούν επικίνδυνα (πολύ επικίνδυνα, ιδίως για τις μεγάλες πρωταγωνίστριες).

Aυτό το ευρύ κοινό στηρίζει πάντοτε τη Bουγιουκλάκη σε όλα της τα καλλιτεχνικά εγχειρήματα. Kαι δημιουργεί τη μεγάλη ασπίδα γύρω της, ακόμα και όταν μια μερίδα της κριτικής σπεύδει να διατυπώσει αρκετές επιφυλάξεις, όχι τόσο για το ταλέντο της και τον επαγγελματισμό της, όσο για τους μανιερισμούς και τα στερεότυπα που εισάγει στον χώρο του θεάματος. Eντούτοις, ακόμα και οι πιο αυστηροί κριτές της παραδέχονται ότι η θεατρική της καριέρα είναι εντελώς διαφορετική από την κινηματογραφική και ότι ήταν κάτι παραπάνω από σαφές πως ήθελε να κάνει μια στροφή στο ποιοτικό θέατρο, και σε αρκετές περιπτώσεις την πέτυχε στο έπακρο. O Φίνος, που υπήρξε ο κινηματογραφικός της πατέρας, θα περιέγραφε την Aλίκη ως «ένα ζωηρό, χαϊδεμένο παιδί χωρίς κακίες, χωρίς παράλογες σκέψεις και απαιτήσεις». Kαι θα συμπλήρωνε πως «πάνω στη δουλειά τα θέλει όλα δικά της, επειδή και η ίδια είναι από τους ανθρώπους που δίδεται ολότελα όταν εργάζεται».

H ίδια η Aλίκη θα έσπευδε κάποτε να σχολιάσει τον τίτλο της «εθνικής σταρ», που της είχε αποδώσει η Eλένη Bλάχου, με έναν τρόπο που δεν θα άφηνε και πολλά περιθώρια. Eίχε πει προς το τέλος της ζωής της: «Eπειδή ήμουνα αληθινή και όχι δήθεν. Δεν είμαι δήθεν σταρ. Eίμαι η πραγματική σταρ! Δεν είμαι δήθεν ταλαντούχα. Eίμαι πραγματικά ταλαντούχα! Δεν έχω κάνει δήθεν αποτυχίες. Eχω κάνει μεγάλες αποτυχίες! Δεν έχω κάνει δήθεν επιτυχίες. Έχω κάνει τα μεγαλύτερα ρεκόρ!» Eίπαμε: Φωτιά και σίδερο, όνειρο και πλάνη.

Ώσπου μια ηρωίδα της οθόνης ξετρυπώνει από το πανί και εισέρχεται στο νοσοκομείο, άρρωστη και καταβεβλημένη, για να μετατρέψει τα παλιά καλοκαίρια στα ανοιχτά σινεμά, ανάμεσα στα γιασεμιά και κάτω από το φως του φεγγαριού, σε καλοκαίρι μιας μεγάλης μάχης. H κυρία Λίζα Παπασταύρου με τα μαύρα γυαλιά. Mε τον καρκίνο καλπάζουσας μορφής που την έχει χτυπήσει πισώπλατα. Kαι με τη γνώριμη απεριόριστη δύναμή της. «Δεν το βάζω κάτω», λέει. «Eίμαι παλικάρι. Θα πολεμήσω και θα νικήσω». Aπό τη «Mελωδία της ευτυχίας», το έργο των Pότζερς και Xάμερσταϊν που έχει ανεβάσει στο θέατρο, περνάει στη μελωδία ενός άνισου, δύσκολου αγώνα που θα την κρατήσει κατάκοιτη τρεις μήνες, μέχρι το πρωινό εκείνης της Tρίτης, στις 23 Iουλίου του 1996.

Λίγο μετά τις δέκα, η Λίζα φτερουγίζει στη γειτονιά των αγγέλων, εκεί όπου την περιμένει ο λατρεμένος της πατέρας από την παραμονή της Πρωτοχρονιάς του ’44. Kαι μόνο στο τελευταίο πιστοποιητικό, εκείνο του θανάτου, το «Λίζα Παπασταύρου» θα σβηστεί ώστε να γραφτεί στη θέση του το όνομα πίσω από τον θρύλο και η ημερομηνία γέννησης την οποία επιμελώς αποσιωπούσε σε όλη της τη ζωή. Ψιλά γράμματα. Για μας θα μείνει πάντα εκείνη η δροσερή, κατεργάρα, ερωτεύσιμη πιτσιρίκα που πάγωσε τον χρόνο μέσα από τις ταινίες.

Ξεπερνώντας τα σύνορα

Έτος-σταθμός για την Aλίκη στάθηκε το 1960. H ερμηνεία της στη «Mανταλένα» της χαρίζει το 1ο Bραβείο Eρμηνείας στο Kινηματογραφικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. H ίδια ταινία εκπροσωπεί την Eλλάδα στο Φεστιβάλ των Kανών. Aφήνει πολύ καλές εντυπώσεις. H φήμη της Bουγιουκλάκη ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο. Δίνει συνεντεύξεις σε περιοδικά από τη Σκοτία, την Iταλία, το Iσραήλ, την Aυστραλία και την Tουρκία. Oι Tούρκοι μάλιστα τη λατρεύουν, κάτι που θα επιβεβαιωθεί και από τα χιλιάδες εισιτήρια που κόβουν εκεί οι ταινίες της Aλίκης.

Πραγματικό κλωτσοσκούφι

Tο υποκριτικό ταλέντο της Aλίκης έγινε αντιληπτό από το σχολείο ακόμα, καθώς πήρε μέρος σε κάμποσες θεατρικές παραστάσεις. Tη Δραματική Σχολή θα την τελείωνε τον Iούνιο του 1955 με «Λίαν Kαλώς». H ίδια πίστευε ότι το «λίαν καλώς» την αδικούσε. Πάντως, τον ρόλο της Iουλιέτας (στο έργο του Σέξπιρ, όταν αποχώρησε η Συνοδινού) τον έμαθε μέσα σε τρία μερόνυχτα. Aξίζει, εντούτοις, να σημειωθεί ότι η συνεργασία της με τον θίασο του N. Xατζίσκου θα τελείωνε άδοξα. Κάποια μέλη του θιάσου την κατηγόρησαν λέγοντας ότι ήταν «γρουσούζα» και «δύστροπη», έφτασαν μάλιστα και στο εξωφρενικό σημείο να κάνουν αγιασμό για να ξορκίσουν τα «μάγια» όπου υποτίθεται ότι τους είχε κάνει! H ζηλοτυπία σε όλο της το μεγαλείο.

Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 339, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 24 Αυγούστου 2008.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Αιμίλιος Βεάκης: Ο ηθοποιός που θα γινόταν βασιλιάς

13 Δεκεμβρίου 1884 ~ 29 Ιουνίου 1951

Έλαμψε με το ταλέντο του στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα σφραγίζοντας με τις μοναδικές ερμηνείες του τα χρυσά χρόνια του νεοελληνικού θεάτρου. Σε μια εποχή μοναδική για το πλούτο των μεγάλων ηθοποιών, ο Αιμίλιος Βεάκης ήταν –όπως ομολογούν οι ίδιοι οι συνάδελφοί του- ο μεγαλύτερος…

Όταν στο θερινό θέατρο «Τσόχα» στο λιμάνι της Ζέας, το «βασίλειο» του πολύ δημοφιλούς στα τέλη του 19ου αιώνα ηθοποιού Ευάγγελου Παντόπουλου. Στη διάρκεια του έργου όταν ένας ηθοποιός σηκώνει τον λοστό για να χτυπήσει τον πρωταγωνιστή, ο μικρός Αιμίλιος ξεσπάει σε υστερικό κλάμα που αναστατώνει το θέατρο. «Έτσι γνώρισα για πρώτη φορά τον Παντόπουλο χωρίς να φαντάζομαι πως ύστερα από λίγα χρόνια θα είχα τη μεγάλη τιμή να παίζω μαζί του και μάλιστα σε αυτό τον ρόλο του οξύθυμου γιου σηκώνοντας ο ίδιος το λοστό στο θείο του κεφάλι». Αυτή ήταν η πρώτη «επεισοδιακή» γνωριμία του Αιμίλιου Βεάκη με το θέατρο.

Εγγονός του λόγιου και θεατρικού συγγραφέα Ιωάννη Βεάκη, γεννήθηκε στον Πειραιά στις 13 Δεκεμβρίου του 1884, έμεινε πολύ γρήγορα ορφανός και από τους δύο γονείς, κι έτσι πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε συγγενείς του.

Στα 16 του γράφτηκε στη «Βασιλική Δραματική Σχολή» παρά τις αντιρρήσεις των κηδεμόνων του. Έναν χρόνο μετά αφήνει τις σπουδές και ανεβαίνει στα «παλιοσάνιδα της σκηνής» (όπως θα γράψει στο «Ημερολόγιό» του) στον Βόλο, με τον θίασο της Ευαγγελίας Νίκα, στην κωμωδία του Σαρντού «Ποιους βάζουμε στα σπίτια μας». Τον Σεπτέμβρη με τον ίδιο θίασο ξεχωρίζει πάλι σε έναν κωμικό ρόλο στο έργο «Σαμπινιόλ χωρίς να θέλει». Δεν θα φτάσει όμως ούτε εύκολα ούτε γρήγορα στην κορυφή. Θα συνεχίσει τις περιοδείες για αρκετά χρόνια μέχρι την επιστράτευσή του στους Βαλκανικούς πολέμους (1912-1913) όπου μάλιστα θα προαχθεί σε λοχία λόγω «ανδραγαθίας».

Το θέατρο των ονείρων

Επιστρέφοντας από το μέτωπο, ο Βεάκης συνεργάστηκε με τους μεγαλύτερους θιάσους της εποχής (Λεπενιώτη, Καλογερίκου, Κοτοπούλη, Κυβέλη, Οικονόμου) και διακρίθηκε σε όλα τα θεατρικά είδη. Από τις πιο μεγάλες ερμηνείες του θεωρήθηκε εκείνη του Οιδίποδα στην τραγωδία «Οιδίπους τύραννος» σε σκηνοθεσία του Φώτου Πολίτη.

Το 1931 συνεργάζεται με την Κατίνα Παξινού και τον Αλέξη Μινωτή στα έργα: «Πατέρας» του Στρίντμπεργκ, «Θείος Βάνιας» του Τσέχοφ, «Πόθοι κάτω απ’ τις λεύκες» του Ευγένιου Ο’ Νιλ. Είναι χαρακτηριστικά τα λόγια της Κατίνας Παξινού: «Πρόκειται για τον μεγαλύτερο ηθοποιό του τόπου μας ανάμεσα σε άντρες και γυναίκες». Με τον Μινωτή όμως είχαν συναντηθεί το 1920 στα Χανιά. Ο Βεάκης είχε πάει για να παίξει με τον θίασό του τον «Οιδίποδα Τύραννο» και έβαλε μια αγγελία ζητώντας ηθοποιούς. Παρουσιάστηκε ο Αλέξης Μινωτής, κέρδισε αμέσως τον Βεάκη και πήρε τον ρόλο του κορυφαίου του Χορού. Ο θίασος έφυγε και ο Μινωτής είπε αργότερα: «Μου έμεινε η νοσταλγία του χαμένου παραδείσου». Ο «παράδεισος» μπορούσε να περιμένει μια δεκαετία για να συνυπάρξουν επί σκηνής Βεάκης, Μινωτής και Παξινού αλλά η πιο ευτυχισμένη συγκυρία είναι ότι η εποχή που καταξιώνεται ως μεγάλος ηθοποιός συμπίπτει με την ίδρυση (το 1932) του Εθνικού Θεάτρου στο οποίο εντάσσεται ο Βεάκης μαζί με τους Μινωτή, Παξινού, Παπαδάκη, Δενδραμή, Γληνό, Νέζερ και πολλούς άλλους. Ανάμεσα στις παραστάσεις που έγραψαν ιστορία στο ελληνικό θέατρο ήταν το 1933 ο «Οιδίποδας Τύραννος», με σκηνοθέτη τον Φώτο Πολίτη και το 1938 ο «Βασιλιάς Ληρ» σε σκηνοθεσία Δημήτρη Ροντήρη. Ο Μάριος Πλωρίτης έχει γράψει με αφορμή εκείνη την παράσταση: «Όσοι δεν είχαν την τύχη να δουν το Βεάκη στη σκηνή, ρωτάνε εμάς τους τυχερούς γιατί λέμε πως ο Βεάκης ήταν τόσο μεγάλος. Πώς να τους εξηγήσεις, όμως; Πώς να περιγράψεις με λόγια τους καταρράχτες του Νιαγάρα λ.χ. ή την έκρηξη του ηφαίστειου της Σαντορίνης; [...]

Την κορυφαία ώρα της πάμπλουτης σταδιοδρομίας του, όταν ερμήνευσε στα 1938 τον Βασιλιά Ληρ, διέψευσε πανηγυρικά τους σαιξπηρολόγους εκείνους που διατείνονται πως η τραγωδία τούτη «δεν μπορεί να παιχτεί» - τόση είναι, λένε, η οξύτητα κι η ένταση των συναισθημάτων του ήρωα. Ο Βεάκης δεν τον έπαιξε μόνο, δεν τα έζησε μόνο, δεν τα μετάδωσε μόνο σ’ όλους μας. Τα εκτίναξε ως την κορφή του σκηνικού ορίζοντα. Στην τρομερή σκηνή της θύελλας, όπου ο αποδιωγμένος γερο-βασιλιάς παλεύει με τα στοιχεία της φύσης και με τα στοιχειά της φαρμακωμένης ψυχής του, ο Βεάκης ήταν στοιχείο της φύσης ο ίδιος, ήταν θύελλα μέσα στη θύελλα, τυφώνας απέναντι στον τυφώνα - και ο ανεμοστρόβιλος της οδύνης του άρπαζε σύγκορμο τον θεατή, παρασύροντάς τον στην ιλιγγιώδη δίνη της παράκρουσης, της οργής και της αυτογνωσίας του....»

Ο δάσκαλος

Αργότερα θα γίνει και καθηγητής υποκριτικής στην σχολή του Εθνικού. Ήταν εκείνος που ως μέλος της επιτροπής του Εθνικού είπε στον νεαρό Δημήτρη Χορν «Δεν ξέρεις πόσο μας δρόσισες...» όταν τον άκουσε να απαγγέλλει ένα απόσπασμα από τους «Μοιραίους» του Βάρναλη. Η Βάσω Μανωλίδου αφηγήθηκε την παρακάτω εμπειρία από τη συνεργασία της με τον Βεάκη: «Ήταν στους "Ταπεινούς και καταφρονεμένους", που είχα την εξαιρετική τύχη να παίξω δίπλα στον μεγάλο εκείνο ηθοποιό. Κάθε βράδυ, πριν ανοίξει η αυλαία, μου έκανε εντύπωση ότι το χέρι του ήταν παγωμένο.

Τον ρώτησα: Έχετε κι εσείς τρακ, κύριε Βεάκη; Μου απάντησε: ­"Όσο πιο φημισμένος είναι ένας ηθοποιός, τόσο μεγαλύτερη και η ευθύνη του απέναντι στο κοινό"».

Όπως γράφει ο Θεόδωρος Έξαρχος στο βιβλίο «Έλληνες ηθοποιοί»: «Τη σοφία του και τη γνώση που απέκτησε τη μετέδωσε με αγάπη στους νεότερους και όχι μόνο τυπικά στους μαθητές των σχολών όπου δίδαξε. Υπήρξε ο Δάσκαλος ακόμη και για τους ίδιους του συναδέλφους του που είχαν την τύχη να δουλέψουν μαζί του».

Ακόμη και η οικογενειακή ζωή του είχε ενωθεί με το σανίδι της σκηνής. Πρώτη του γυναίκα ήταν η ηθοποιός Μαρία Ράμφου και δεύτερη, η ηθοποιός επίσης, Σμαράγδα Μπόλλα, η οποία έπαιζε σχεδόν πάντα στο πλευρό του, ενώ και τα παιδιά του, η Μαίρη, ο Γιάννης και ο Μίμης ασχολήθηκαν με το θέατρο. Ο Αιμίλιος Βεάκης πάντως εκτός από ηθοποιός "έπαιξε και σε αρκετές ταινίες, τα μόνο οπτικά ντοκουμέντα που έχουμε, έστω και πολύ φτωχά, για το ταλέντο του- ζωγράφιζε, ενώ έγραψε και ποιήματα.

Το θέατρο στην Αντίσταση

Το 1941 τον συλλαμβάνουν οι Ιταλοί και τον κλείνουν εννιά μέρες στις Φυλακές Αβέρωφ. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην Εθνική Αντίσταση και τον Δεκέμβρη του 1944, οργανωμένος πια στο ΕΑΜ καταλήγει, μετά από πολλές περιπέτειες στα Δερβενοχώρια της Πάρνηθας όπου οργανώνει έναν αυτοσχέδιο θίασο. Το κοινό τους αποτελούσαν οι ΕΛΑΣίτες και οι κάτοικοι των χωριών. Μετά το τέλος του Εμφύλιου δεν υπάρχει γι’ αυτόν χώρος στο Εθνικό Θέατρο ενώ τον απολύουν και από το Ωδείο Αθηνών όπου δίδασκε. Το 1947 αποφασίζει να αποχωρήσει από το θέατρο παίρνοντας μια πενιχρή σύνταξη. Τον επόμενο χρόνο όμως δεν άντεξε και μπήκε στο νεανικό «Ρεαλιστικό θέατρο» παίζοντας στα «Χρυσάφι» του Ο’ Νιλ, «Σχολείο συζύγων» του Μολιέρου και «Το νυφιάτικο τραγούδι» του πρωτοεμφανιζόμενου Νότη Περγιάλη.

Έχει ενδιαφέρον μια κριτική του συγγραφέα Μ. Καραγάτση για την παράσταση του έργου του Ο’ Νιλ: «Ο θίασος που ανέβασε αυτό το έργο στο θέατρο Περοκέ αποτελείται από είκοσι νεότατους ηθοποιούς που πιθανό να έχουν πολύ τάλαντο όχι όμως αρκετή εμπειρία και ωριμότητα να το αξιοποιήσουν. Κοντά στην υπό αίρεσιν αξία τους στέκεται , εικοστός πρώτος, ο μεγαλύτερος Έλλην ηθοποιός της εποχής μας: ο Βεάκης. Η εντύπωσις της ανισότητος που προκαλεί αυτός ο συγχρωτισμός είναι εξαιρετικά έντονη αλλά και μοιραία. Είναι ανώριμοι οι ηθοποιοί του "Ρεαλιστικού θεάτρου" για να πλαισιώσουν μόνο αυτοί, τον Βεάκη».

Το 1951 την τελευταία χρονιά της ζωής του, το Εθνικό Θέατρο, ύστερα από πολλές διαμαρτυρίες, κάλεσε ξανά τον Βεάκη για να παίξει τους τελευταίους του ρόλους με την Κυβέλη: «Δάφνη Λωρεόλα» και «Τρεις κόσμοι, μια ζωή». Έφυγε στις 29 Ιούνη από εγκεφαλικό επεισόδιο, σε ηλικία 67 χρόνων. Ο Αλέξης Σολομός έγραψε τότε: «Την ημέρα της κηδείας του Βεάκη, ήταν τόσος κόσμος στον Άγιο Κωνσταντίνο και στις σκάλες, που ήμουν αναγκασμένος να σταθώ στη γωνιά του πεζοδρομίου Ένας άνθρωπος του λαού πέρασε κοντά μου, κρατώντας ένα δέμα και μερικά εργαλεία. Στάθηκε, βλέποντας το πλήθος και μου είπε: "Τι γίνεται εδώ πέρα;". "Πέθανε ο Βεάκης", του απάντησα. Άνοιξε διάπλατα τα μάτια, και μια έκφραση βαθιάς θλίψης ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του: "Ο ηθοποιός;". Ήταν ο τόνος της φωνής του περαστικού; Ήταν η δική μου συγκίνηση; Ποτέ η λέξη "ηθοποιός" δεν μου φάνηκε να ’χει τόσο μεγαλείο όσο εκείνη τη στιγμή...»

Η σιγουριά των ηθοποιών

«Ο Βεάκης δεν ήτανε μονάχα Οιδίπους, δεν ήτανε μονάχα Τόμπης, δεν ήτανε μονάχα Ληρ. Ήταν ένας μεγάλος πλάτανος, που άπλωνε τα κλαδιά του πάνω μας και κουρνιάζαμε στη σκιά του. Η παρουσία του έδινε στο θέατρο του τόπου μας θαλπωρή, σιγουριά κι ένα αίσθημα ανεξαρτησίας. Δεν ανησυχούσαμε για το μέλλον, γιατί υπήρχε ο Βεάκης κι αυτό μας ήταν αρκετό.» Αλέξης Σολομός

H πρώτη παράσταση

  • Ξαφνικά ο μπάρμπας μου άπλωσε το χέρι του και μ΄άρπαξε απ’ τ’ αυτί.
  • Κάτι σου είχα τάξει, αν έπαιρνες με καλό βαθμό το ενδεικτικό σου.

Πήδηξα επάνω.

  • Να με πας στο θέατρο, φώναξα.
  • Πάμε απόψε;

Μόνο που δεν έβαλα τα κλάματα απ΄ τη χαρά μου. Χωρίς να δώσω απάντηση χύμηξα στην κάμαρα μου. Σ’ ένα λεφτό, στα σκοτεινά με μόνο το φως που ’ριχνε στην κάμαρα το φανάρι του δρόμου, πλύθηκα, ντύθηκα. Τρέμοντας μπας και μετανιώσουν, ύστερα απ’ το φαΐ με κανένα λόγο δεν δέχτηκα να καθίσω στο τραπέζι.
Άρπαξα ένα κομμάτι ψωμί και βρέθηκα στο δρόμο.

  • Θα περιμένω κάτω ώσπου να φάτε».

-Αιμίλιος Βεάκης, «Παρασκήνια»

Πηγές

  • Αιμίλιος Βεάκης, «Παρασκήνια», εκδόσεις Γαβριηλίδης, 2005
  • Θεόδωρου Έξαρχου, «Έλληνες ηθοποιοί», εκδόσεις Δωδώνη, 1991
  • Μάριος Πλωρίτης: «Ο ανεπανάληπτος. Μνήμη Αιμίλιου Βεάκη». Το Βήμα της Κυριακής, 31/5/1981
  • Αλέξης Σολομός «Βίος και παίγνιον/Σκηνή " Προσκήνιο " Παρασκήνια» εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1980).
  • Μ. Καραγάτσης, «Κριτική θεάτρου 1946-1960», εκδόσεις Εστία, 1999
Του Γρηγόρη Παπαδογιάννη. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 368, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 15 Μαρτίου 2009.