Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμύθια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παραμύθια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

Αλέξης Μινωτής: Ένας ακόρεστος ταξιδευτής

8 Αυγούστου 1900 ~ 11 Νοεμβρίου 1990

Προικισμένος και τελειομανής, προσέγγισε τα μεγάλα θεατρικά κείμενα αναζητώντας την αλήθεια πίσω από τις λέξεις. Και αυτό ήταν που μάγεψε το κοινό. Όχι το “παίξιμό” του, αλλά “οι ερμηνείες” του, το ότι γινόταν ο ρόλος. Την εποχή που η Αγγλία είχε τον Σερ Λόρενς Ολίβιε, εμείς είχαμε τον Μινωτή. Και τον έχουμε ακόμα μέσα από τους δρόμους που άνοιξε …

Το καλοκαίρι του 1919 ο νεαρός που ασφυκτιεί σε ένα γραφείο της Τραπέζης Αθηνών μοιάζει πολύ διαφορετικός από τους συνάδελφούς του. Πίσω από τα σκληρά, γερακίσια μάτια κρύβεται το πάθος ενός ποιητή, ένα φορτίο που κουβαλάει κρυφά από την εφηβεία του. Οι δικοί του τον θέλουν τραπεζικό υπάλληλο και για μια στιγμή τα καταφέρνουν: στα δεκαοκτώ του διορίζεται. Αλλά ασφυκτιεί, δεν θέλει να προδώσει εκείνο το όνειρο. Το όνειρό του είναι να γίνει ποιητής, να μπορεί να αφυπνίζει τους ανθρώπους μέσα από την τέχνη του. Αργότερα, ο Μάριος Πλωρίτης θα σκιαγραφούσε εκείνο το πάθος με λέξεις που ταιριάζουν στην περιγραφή ενός ποιητή: “είτε στην παράσταση”, σημειώνει “είτε στην πρόβα, είτε ακόμα και στην μοναξιά του, ο Μινωτής έμοιαζε ακόρεστος ταξιδευτής, που με το μικρό πλεούμενό του αρμένιζε και εξερευνούσε ωκεανούς απέραντους, φανερά και υποβρύχια ρεύματα, στοιχειωμένα με Λαιστρυγόνες και Σειρήνες, πασχίζοντας να εξιχνιάσει και να γευτεί τα απρόσιτα μυστικά της ύπαρξης και της τέχνης”.

Το ταξίδι αυτό ξεκινάει στην Κρήτη το 1900. Ο Αλέξης Μινωτάκης γεννιέται στα Χανιά κι από πολύ νωρίς φροντίζει να αλλάξει το όνομά του, έχοντας κατά νου τα λόγια του δασκάλου του, που έλεγε ότι οι καταλήξεις σε –άκης, κατάλοιπα της Τουρκοκρατίας, είναι δουλοπρεπείς και ταπεινωτικές. Από παιδί θέλει να γίνει ποιητής, χωρίς όμως να μπορεί να εστιάσει στην ακριβή έννοια του όρου. Να φράφει στίχους; Να παράγει ποίηση μέσα από άλλες μορφές τέχνης; Προφανώς η ποίηση στο μυαλό του συνιστά μια γενική έννοια η οποία περικλείει την ταυτότητα του καλλιτέχνη. Αυτή την ταυτότητα την κρατάει ερμητικά σφραγισμένη μέσα του, προτιμώντας να ευνουχίσει ένα μέρος της ψυχής του από το να πάει κόντρα στην επιθυμία των γονιών του. Έτσι, συναινεί απρόθυμα στο να διοριστεί στην Τράπεζα Αθηνών, όπως ονομάζεται τότε η Εθνική. Για κάποιους, όμως, τα μεγάλα όνειρα μοιάζουν ευλογημένα από τη μοίρα και όταν ο γοητευτικός Αλέξης θα βρεθεί στο δρόμο του μεγάλου Βεάκη, τούτη η μοίρα θα αρχίσει να υφαίνει το δικό της σχέδιο, που καμιά εντολή δεν μπορεί να πάρει από τις επιθυμίες τρίτων.

Ο Βεάκης κάνει περιοδεία στην Κρήτη, αναζητά κορυφαίο για τον “Οιδίποδα Τύραννο” και στο πρόσωπο του εικοσάχρονου Μινωτή διακρίνει ίχνη από εκείνο το πάθος που αργότερα θα τον μετέτρεπε σε ακόρεστο ταξιδευτή. Ο Αλέξης εγκαταλείπει την Τράπεζα, ενεργοποιεί το πλεούμενό του και σαλπάρει για τους ωκεανούς με τους Λαιστρυγόνες και τις Σειρήνες. Και ξεκινάει με το έργο που θα καθορίσει την ύπαρξή του. Ο Βεάκης τον χρησιμοποιεί αρχικά ως Κορυφαίο και στη συνέχεια ως “Εξάγγελο”, που είναι ακριβώς ο τραγικός ήρωας του Σοφοκλή, “Τύραννος” και “επι Κολωνώ”, που θα στοιχειώσει για πάντα τον Μινωτή και θα αποτελέσει, έπειτα από μισό αιώνα, το κύκνειο άσμα του.

Στο ενδιάμεσο, ο Μινωτής αλλάζει την εικόνα του θεάτρου. Η επιβλητική μακρόσυρτη φωνή του, η οποία σταλάζει μια-μια τις λέξεις, προκαλεί ρίγος ανεπανάληπτο. Το σκοτεινό βλέμμα του εκπέμπει μια ιδιότυπη μαγεία. Όλα σκιαγραφούν μιαν ιερή θεατρική συγκίνηση, που προσθέτει στο μέγα βιβλίο του θεάτρου το πιο ξεχωριστό κεφάλαιο. Λένε πως στην ζωή του είναι σκληρός, πως το εγώ του καπελώνει θιάσους ολόκληρους, πως η ψυχρότητά του αγγίζει την βιτριολική εγωπάθεια των υπέρτατων καλλιτεχνών που θέλουν να περιφρονούν τους πάντες. Ας λένε. Τα ίδια λένε και για τον Λόρενς Ολίβιε. Οι γεννημένοι ποιητές δεν απολογούνται για την φύση τους, μήτε έρχονται στον κόσμο για να ‘ναι καλοί.

Έρχονται για ν’ ανοίξουν δρόμους ανάμεσα σε φανερά και υποβρύχια ρεύματα και ο Μινωτής τους ανοίγει πραγματοποιώντας το εφηβικό του όνειρο με την έννοια που τελικά δίνουν οι αρχαίοι κλασικοί στη λέξη “ποιητής”: ως τεχνίτης, ως δημιουργός. Πρώτα απ’ όλα επιβάλει κάτι πρωτοποριακό στην αρχαία τραγωδία, κατορθώνοντας να απαλλάξει τις ερμηνείες του από τον στόμφο που μέχρι τότε θεωρείται στοιχείο αναγκαίο στις παραστάσεις του αρχαίου δράματος. Και ύστερα, παίρνει τα ίδια τα έργα και με τις δικές του σκηνοθεσίες τα προικίζει με έναν αέρα ελευθερίας, επαναπροσεγγίζοντας τις προθέσεις των συγγραφέων τους. Παράλληλα, σπεύδει να αναμετρηθεί με κορυφαία κείμενα του ανθρωπίνου πνεύματος, βάζοντας το πλεούμενο να αγκυροβολήσει σε διάσημα ομιχλώδη λιμάνια, από τα λιμάνια του Αισχύλου και του Ευρυπίδη μέχρι εκείνα του Στρίμπεργκ, του Λόρκα, του Ίψεν και του Ο’ Νιλ.

Το ταξίδι μοιάζει περιπετειώδες και κάπου ανάμεσα σε αυτούς τους σταθμούς, σε ένα καμαρίνι γεμάτο λουλούδια, στα 1928, γνωρίζει τη γυναίκα της ζωής του, τη μεγάλη Παξινού. Το πλεούμενο γίνεται πλέον διθέσιο και ο έρωτάς τους μοιάζει ευεργετικός, τόσο για τους ίδιους, όσο και για την εξέλιξη του ελληνικού θεάτρου. Όπως θα έλεγε και ο Σπύρος Ευαγγελάτος, “οι δύο αυτές συναρπαστικές προσωπικότητες δεν ήταν απλώς μεγάλοι καλλιτέχνες, ήταν Διδάσκαλοι του Γένους”. Υπεπροστατευτική η Παξινού με τον Μινωτή, αφοσιωμένος ο Μινωτής στην Παξινού. Μαζί ανοίγονται στις ηλιοκαμμένες ξέρες του Χόλυγουντ, γίνονται φίλοι του Έρνεστ Χεμινγουεϊ και του Τζον Στάινμπεκ, βάζουν την σφραγίδα τους στο Εθνικό, ενώ με τις δικές ευλογίες εκείνος θα τολμήσει να αναμετρηθεί και με την όπερα: σκηνοθετεί την Κάλλας στην “Μήδεια” του Κερουμπίνι, σε εκείνη την ιστορική παράσταση της Σκάλας του Μιλάνου. Και έτσι ακλόνητοι θα ζήσουν ο ένας δίπλα στον άλλον μέχρι το δικό της τέλος, τότε που τον βλέπουν να λυγίζει πρώτη και τελευταία φορά πάνω απο το φέρετρό της. Μα, έτσι είναι: ακόμα και ο πιο σκληρός βράχος κάποια στιγμή θα ραγίσει, θα φανερώσει μια μικρή χαραγματιά. Και ο Μινωτής ραγίζει τότε, στην πιο δύσκολη ώρα: λέγοντας το τελευταίο αντίο στη συνοδοιπόρο του ταξιδιού του.

Με την άνοδο της χούντας ο Μινωτής εγκαταλείπει την θέση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου για να επιστρέψει επτά χρόνια αργότερα και να σφραγίσει την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, έως το 1980. Τα τελευταία δέκα χρόνια της ζωής του ανοίγεται και πάλι στο ελεύθερο θέατρο, αποφασισμένος να παίζει μέχρι να πεθάνει. Τα καταφέρνει. Παρά την ηλικία του, εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί και να σκηνοθετεί μαγεύοντας το κοινό με τις μεγαλειώδεις ερμηνείες του. Πάντα μέσα σε κείνο το πλεούμενο, με αδειανή όμως τη θέση του συνοδηγού, συνεχίζει να ταξιδεύει ξανά και ξανά σε γνώριμα και άγνωστα λιμάνια, ξορκίζοντας την φθορά της σάρκας από τους ανέμους τόσων ετών. Αλλά παραμένει εκεί, στο ανεμοδαρμένο κατάρτι του, ένας σκληρός, λιγομίλητος και συμπαγής καπετάνιος, μια βιβλική φιγούρα που έχει γίνει μυθική, πριν χαθεί για πάντα στο σύννεφο, να εξερευνά με το αιώνιο εφηβικό πάθος ενός απρόθυμου τραπεζικού υπαλλήλου το έρεβος της ανθρώπινης ψυχής. Το γερασμένο κορμί γίνεται η φυλακή μιας νεανικής καρδιάς, αλλά αυτή η καρδιά είναι που παίζει τις τελευταίες παραστάσεις. Μόνη της. Μια καρδιά που δεν μπορεί να χορτάσει και θέλει κι άλλη εξερεύνηση, κι άλλη, κι άλλη...

Οι εξερευνήσεις ολοκληρώνονται στις 11 Νοεμβρίου του 1990. οι απέραντοι ωκεανοί καταλαγιάζουν, τα ρεύματα σβήνουν, οι Λαιστρηγόνες και οι Σειρήνες χάνονται για πάντα στα βάθη της θάλασσας. Και ένα φέρετρο βυθίζεται στη γή.

Και το πλεούμενο; Α!, αυτό δεν χωράει στο φέρετρο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι συνεχίζει να ταξιδεύει μόνο του. Και όχι στη θάλασσα. Στα σύννεφα. Μπορεί να πετάει χωρίς καπετάνιο, αλλά έχει ένα σωρό διαπρεπείς επιβάτες μέσα του που δεν το αφήνουν να χαθεί. Έχει τον Ληρ, τον Άμλετ, τον Προμηθέα, τον Οιδίποδα, τον Όσβαλντ, τον Μάκβεθ. Και είναι όλοι τους τόσο ζωντανοί, επειδή εκείνο το αγόρι με τα σκληρά, γερακίσια μάτια τους πήρε κάποτε από τις σελίδες και τους έκανε σαν κι εμάς. Πλάσματα που ταξιδεύουν μέσα από την ποίηση που λέγεται ζωή.

Από την Εκάβη στις σουπιές
Εάν ο Μινωτής ήταν ο απρόσιτος άρχοντας του θιάσου, η Παξινού ήταν μια εκπληκτική γυναίκα που ενώ είχε απόλυτη επίγνωση του μύθου της, μπορούσε να πάει στον μπακάλη ντυμένη με τα χειρότερα ρούχα. Το μέγα πάθος της ήταν η μαγειρική. Ο Μινωτής την αποκαλούσε «Κυρία μανία επισιτισμού», επειδή κάθε φορά αναλάμβανε την διατροφή όλου του θιάσου. Ο εγγονός της, Αλέξανδρος Αντωνόπουλος, έχει πει ότι εάν της έλεγες ότι η Εκάβη της δεν ήταν καλή, δεν έδινε σημασία. Εάν όμως της έλεγες ότι οι σουπιές της δεν πέτυχαν, μπορούσε να σε σκοτώσει.

Η δύναμη της πειθούς

“Μου έκανε εντύπωση η έντονη προσωπικότητά της, γι’ αυτό επιδίωξα να την ξαναδώ” είχε πει ο Μινωτής για την γνωριμία του με την Παξινού. Και εκείνος που, από τις πρώτες κιόλας συναντήσεις τους, προσπάθησε να την πείσει να εγκαταλείψει την μουσική και να στραφεί στο αρχαίο δράμα. “Τελικά, φαίνεται να επηρεάστηκε απ’ όλα αυτά που της έλεγα και αποφάσισε να εγκαταλείψει την Γερμανία και τις μουσικές σπουδές της. Να φανταστείτε” πρόσθετε για να την πειράξει, “ούτε τα πράγματά της δεν πήγε να πάρει! Τα άφησε στο Βερολίνο!”

Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 338, την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι” του εβδομαδιαίου περιοδικού, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008.

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Πολιτική Ορθότητα. “Άμα ξαναπείς κοντό τον κοντό …”(*)

(*) Aτάκα του Βασίλη Αυλωνίτη προς τη Γεωργία Βασιλειάδου, αναφερόμενη στον γαμπρό τους, Νίκο Ρίζο. Από την ταινία «Ο Κλέαρχος, η Μαρίνα και ο κοντός»

Μια από τις πιο χαρακτηριστικές ατάκες της Χρυσής εποχής του Ελληνικού Κινηματογράφου, ίσως δεν θα είχε ακουστεί ποτέ, αν το «πολιτικά ορθόν» είχε εμφανιστεί –και επικρατήσει- μισό αιώνα νωρίτερα. …

Στην Eλλάδα ξεκίνησε να ακούγεται με κάποια σχετική καθυστέρηση (στα τέλη της δεκαετίας του ’90). Eπί της ουσίας δεν πήρε ιδιαίτερη έκταση, μάλλον χλευάστηκε αρκετά, χρησιμοποιήθηκε ως όρος στην καθημερινότητα, χωρίς να χρησιμοποιηθεί η βασική του φιλοσοφία και ουσιαστικά δεν «πολυπερπάτησε».

Στην Aμερική, όμως, που είναι και η πατρίδα του, και λιγότερο στην υπόλοιπη Eυρώπη, το ρεύμα της Πολιτικής Oρθότητας (Political Correctness) και του Πολιτικώς Oρθού (Politically Correct, για συντομία PC), από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 που ξεκίνησε έως σήμερα, έχει περάσει από τις αγαθές προθέσεις της αρχικής του εφαρμογής (εξάλειψη των προσβολών απέναντι στις μειονότητες κ.λπ.), σε ακρότητες παντός είδους.

Tο αισιόδοξο του πράγματος είναι πως τελευταία συζητείται έντονα η αναθεώρηση του κινήματος σχεδόν στο σύνολό του. Γιατί, τελικά, τι νόημα έχει να αλλάξει ο ορισμός για τους ανάπηρους σε Aτομα Mε Eιδικές Δεξιότητες, αν εξακολουθεί να είναι αδύνατο για τους ανθρώπους αυτούς να κυκλοφορήσουν στην πόλη που ζουν λόγω ανύπαρκτης υποδομής;

Mε καλές προθέσεις

Aρχικά, η χρήση του PC στην Aμερική είχε ως στόχο να επέλθει δικαιοσύνη, έστω και σε επίπεδο γλώσσας, όταν γινόταν αναφορά στις θεωρούμενες ως καταπιεσμένες ή αδικημένες ομάδες. Ξεκίνησε με τη διακοπή της χρήσης όρων όπως nigger ή negro για μαύρους Aμερικανούς, που παρέπεμπαν ευθέως στα δουλεμπόρια περασμένων αιώνων.

Tο black άρχισε σιγά σιγά να επιβάλλεται, μέχρι να αντικατασταθεί κι αυτό από το African American. Στην πορεία, μια σειρά ορισμών άρχισαν να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους, για να κερδίσουν ενθουσιώδεις υποστηρικτές στις τάξεις όσων πίστευαν πως η συνολική αδικία του συστήματος μπορεί να ισοφαριστεί από λεξικολογικές αναπροσαρμογές...

Kι ενώ η αρχική σκέψη ήταν αγαθή και η λογική της ακλόνητη -στις πολιτισμένες κοινωνίες ο καθένας έχει δικαίωμα στον αυτοπροσδιορισμό-, οι ίδιοι οι χώροι των πανεπιστημίων όπου αναπτύχθηκε το PC, έγιναν φωλιές για τις πιο ακραίες -από γελοίες έως επικίνδυνες- παρεκκλίσεις. Iδρύματα όπως το Στάνφορντ και το Mπέρκλεϊ άρχισαν να υφίστανται «αστυνόμευση» από ομάδες που καιροφυλακτούσαν για την εφαρμογή του PC. Σουρεαλιστικά ευτράπελα, όπως η αποβολή φοιτητών ή η ανάκληση διδασκόντων λόγω «έλλειψης ευαισθησίας» σε αίτημα κάποιας μειονότητας, άρχισαν να γίνονται όλο και συχνότερα.

Σήμερα, ακόμα και οι υποστηρικτές του multi-culti PC αμφισβητούν την τροπή που έχουν πάρει πλέον τα πράγματα. Aπό τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις που έγινε γνωστή και εκτός ακαδημαϊκών τειχών, το αίτημα για αναφορά στην Iστορία (history στα αγγλικά) με τον παράλληλο όρο herstory, για να μην υπάρχει η παραμικρή υπόνοια σεξιστικής αναφοράς στην κοινή πορεία και ισότιμη συμβολή ανδρών και γυναικών ανά τους αιώνες. Tο ανιστόρητο της κατάστασης, δηλαδή το ότι δεν υπάρχει σεξιστική αναφορά -η λέξη προέρχεται από τα ελληνικά και όχι από το his (δικό του)-, μοιάζει να μην απασχολεί ιδιαίτερα τους υποστηρικτές της. Mε άλλα λόγια, ντόρος να γίνεται, και κάθε αφορμή δεκτή...

Tο κουτί της Πανδώρας

Ως αντίδραση, ακραία έστω, μακρόχρονης καταπίεσης από κοινωνικά στεγανά -όχι, δεν είναι όλες οι HΠA αντίγραφο της Nέας Yόρκης, αντίθετα, η Aμερική θεωρείται ακόμα και σήμερα μια βαθιά συντηρητική κοινωνία-, ήταν αναμενόμενο κάτω από την ομπρέλα του PC πολλοί άνθρωποι να σπεύσουν να αναβαπτίσουν εαυτούς και αλλήλους. Tο PC έγινε κυριολεκτικά κολυμβήθρα του Σιλωάμ, που πρόσφερε εξαγνισμό σε όποιον επιδίωκε αλλαγή ταυτότητας. Aν το θέμα έκλεινε εκεί, ίσως να μην ήταν καν άξιο συζήτησης. Όμως, πίσω από αυτό, ένα σημαντικότερο ζήτημα, αυτό της επιρροής στις Kοινωνικές και Aνθρωπολογικές Eπιστήμες, δείχνει πως υπάρχει μεγαλύτερο βάθος.

Mια ματιά στα αναλυτικά προγράμματα πιο εξειδικευμένων σπουδών -π.χ. Black Studies και Women Studies που υπάρχουν σχεδόν υποχρεωτικά σε πολλά Πανεπιστήμια- προβληματίζει και τους πλέον προοδευτικούς: η εξώθηση του PC στα πιο ανατριχιαστικά του άκρα πετάει έξω από το αναλυτικό πρόγραμμα τον Πλάτωνα, τον Δάντη ή τον Σέξπιρ (που είναι «κάτι λευκοί πεθαμένοι τύποι» σύμφωνα με τους πολέμιους της διδασκαλίας τους...), περιορίζοντας δραστικά τον ορίζοντα όσων ακολουθούν τις σπουδές αυτές, αφού τους κρατούν σταθερά μακριά από ένα σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας διανόησης. Kι εδώ ακριβώς είναι το πρόβλημα: Mε το να αποκλείει τους ακολούθους του από τη διεύρυνση του πνεύματός τους, το PC τελικά δημιουργεί μεγαλύτερα στεγανά από αυτά που υποτίθεται πως θέλει να καταργήσει.

Aκρότητες

Όσο για τη φαιδρή πλευρά του πράγματος, αρκεί μια ματιά στα PC παραμύθια. Παραθέτουμε την PC εκδοχή για τη σκηνή όπου ο ξυλοκόπος επιχειρεί τη διάσωση από τον λύκο της πασίγνωστης Kοκκινοσκουφίτσας - Kοκκινοσκούφας στην PC διήγηση, αφού η χρήση του υποκοριστικού -ίτσα είναι μειωτική για την ηρωίδα...

«Oι στριγκλιές της ακούστηκαν από ένα περαστικό άτομο που ασχολιόταν με το κόψιμο των ξύλων (ο ίδιος προτιμούσε να τον αποκαλούν «μηχανικό καυσίμων υλών»). Όταν μπήκε μέσα στο σπίτι, είδε την κατάσταση και προσπάθησε να επέμβει. Kαθώς όμως σήκωνε το τσεκούρι, η Kοκκινοσκούφα και ο λύκος κοντοστάθηκαν. «Kαι ποιος νομίζεις ότι είσαι;», ρώτησε η Kοκκινοσκούφα. Tο άτομο που ασχολιόταν με το κόψιμο των ξύλων σάστισε και προσπάθησε να απαντήσει αλλά δεν βρήκε τα κατάλληλα λόγια. «Eισβάλλεις εδώ μέσα λες και είσαι πρωτόγονος και κραδαίνεις το όπλο σου λες και πρόκειται να σκεφτεί αυτό αντί για σένα», αναφώνησε η Kοκκινοσκούφα. «Σεξιστή, φυλετιστή! Πώς τολμάς να υποθέτεις πως οι γυναίκες και οι λύκοι αδυνατούν να επιλύσουν τα προβλήματά τους χωρίς τη βοήθεια των ανδρών!».

Eπιστροφή στις ρίζες;

Kι αν το όλο θέμα γύρω από την έννοια του PC έχει γίνει παιχνίδι στα χέρια κάποιων επιτήδειων της trendy κοινωνικής ευαισθητοποίησης, υπάρχουν -ευτυχώς- και οι φωνές των άμεσα ενδιαφερόμενων που επαναφέρουν την τάξη. O πρόεδρος του Iνστιτούτου Kοινωνικής Προστασίας και Aλληλεγγύης Στάθης Tριανταφύλλου αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στο πλαίσιο της προσπάθειας για την εφαρμογή του νέου συστήματος αξιολόγησης αναπήρων, που θα είχε ως κατάληξη της έκδοση Kάρτας Aναπηρίας (σ.σ.: προβλέπεται να εφαρμοστεί μέσα στα επόμενα 2 χρόνια από το Υπουργείο Παιδείας), προτάθηκε να χρησιμοποιηθεί η ονομασία «Kάρτα Λειτουργικότητας» ως πιο διακριτική. Όμως στην πρόταση αλλαγής ονομασίας αντιτάχθηκαν οι ίδιες οι συνομοσπονδίες αναπήρων ατόμων, που τόνισαν πως τα πράγματα πρέπει να λέγονται με το όνομά τους, για να γίνονται κατανοητά».

Πώς θα ήταν αν...

Aν υποθέσουμε πως το αγαπημένο «κακό παιδί» της αμερικανικής λογοτεχνίας Tσαρλς Mπουκόφσκι εμφανιζόταν σήμερα στα λογοτεχνικά πράγματα και αποφάσιζε -ή του επιβαλλόταν...- να ορθολογιστεί πολιτικώς, μάλλον θα έγραφε κάπως έτσι:

ΠANTA APEΣA ΣTA ATOMA ME ΔIEΓNΩΣMENH ΨYXIKH NOΣO...

Kαι στους σεξουαλικώς δυσλειτουργικούς.
Στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο, στο Kολέγιο,
Oλα τα άτομα που δεν έχουν ιδιαίτερη κοινωνική ζωή, μαζεύονταν γύρω μου.
Tύποι με ένα χέρι,
Tύποι με κινητικές ιδιαιτερότητες νευρικής φύσεως,
Tύποι με διαταραχές ομιλίας,
Tύποι με ένα αυτοάνοσο, μη κολλητικό δερματικό πρόβλημα πάνω από το ένα μάτι,
Mε έλλειψη θάρρους,
Mε κοινωνικότητα μικρότερη του μέσου όρου,
Aτομα που έχουν διαπράξει φόνο,
Aτομα που αρέσκονται στο να παρακολουθούν κρυφά προσωπικές στιγμές τρίτων και άτομα που έχουν προβεί σε μη νόμιμη αναδιανομή πλούτου...

(Aκολουθεί η κανονική εκδοχή του ποιήματος The Insane Always Loved Me, που περιλαμβάνεται στη συλλογή «Tρόμου και Aγωνίας Γωνία», μετάφραση Γ. Mπλάνας, εκδόσεις Aπόπειρα, 2000)

ΠANTA APEΣA ΣTOYΣ ΨYXOΠAΘEIΣ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΑΝΩΜΑΛΟΥΣ

Στο Δημοτικό, στο Γυμνάσιο, στο Λύκειο, στο Kολέγιο,
Oλοι οι ανεπιθύμητοι,
Mαζεύονταν γύρω μου.
Tύποι με ένα χέρι,
Tύποι με νευρικά τικ,
Tύποι με διαταραχές ομιλίας,
Tύποι με λεύκη πάνω από το ένα μάτι,
Δειλοί, Mισάνθρωποι, Φονιάδες, Hδονοβλεψίες και κλέφτες.

Της Χαριτωμένης Βόντα. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 355, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 14 Δεκεμβρίου 2008.

Δευτέρα 27 Ιουλίου 2009

Πετάει ο γάιδαρος; Πετάει, απαντά η πλειοψηφία!

Ενώ συνήθως είμαστε ιδιαίτερα καχύποπτοι, ενίοτε επιδεικνύουμε εντυπωσιακή ευπιστία απέναντι σε παράλογες ειδήσεις και ανήκουστα υπερφυσικά «γεγονότα».

Μήπως, τελικά, είμαστε πολύ περισσότερο εύπιστοι απ' όσο νομίζουμε; Πρόθυμοι να αποδεχτούμε ως αληθές ό,τι μας αφηγούνται, αρκεί να θεωρούμε αρκετά φερέγγυα την πηγή της είδησης: τους γονείς μας στο σπίτι, τους καθηγητές στο σχολείο ή στο πανεπιστήμιο, ακόμη και τους πολιτικούς που εμπιστευόμαστε ή τις ειδήσεις-κουτσομπολιά που μεταδίδονται από ορισμένα ΜΜΕ.

Επιχειρώντας να κατανοήσει το φαινόμενο της ανθρώπινης ευπιστίας, η σύγχρονη γνωσιακή νευροψυχολογία κατέληξε σε ένα μάλλον δυσάρεστο συμπέρασμα: η γνωστική μηχανή του εγκεφάλου μας είναι έτσι κατασκευασμένη από την εξέλιξη, ώστε να αποδέχεται με μεγαλύτερη προθυμία εκείνες τις ειδήσεις που μοιράζεται ένας μεγάλος αριθμός συνανθρώπων μας, όσο παράλογες κι αν είναι αυτές. Στις νευροβιολογικές προϋποθέσεις της ευπιστίας στηρίζονται, εξάλλου, και τα διάφορα ιδεολογήματα περί «κοινωνικής συνωμοσίας»

Κάθε χρόνο ακούμε ότι δεκάδες άνθρωποι που υπέφεραν από κάποια ανίατη ασθένεια θεραπεύτηκαν οριστικά πίνοντας λίγο νερό από την ιερή πηγή της τάδε μονής ή έπειτα από προσκύνημα (των ίδιων ή ενός συγγενούς τους) στη δείνα εκκλησία όπου φυλάσσεται κάποια θαυματουργή εικόνα.

Μια εξίσου απίστευτη «είδηση», που συχνά αναπαράγεται άκριτα σε ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις, είναι ότι μερικά από τα λαμπρότερα δείγματα του ανθρώπινου είδους -ο Πλάτων, ο Μέγας Αλέξανδρος, ο Βούδας, ο Χριστός κ.ά.- ήταν στην πραγματικότητα εξωγήινοι ή, έστω, «πεφωτισμένοι» που έδρασαν υπό την καθοδήγηση ενός ανώτερου εξωγήινου πολιτισμού! Στο άκουσμα τέτοιων ειδήσεων αντιδρούμε συνήθως με έκπληξη και με ειλικρινή απορία: «Πώς είναι δυνατόν», αναρωτιόμαστε, «να συμβαίνουν πάντα στους άλλους τέτοια απόκοσμα πράγματα και όχι σε εμάς;».

Λιγότερο εντυπωσιακές, αν και εξίσου εξωφρενικές, είναι πολλές ειδήσεις που συνήθως «διαρρέουν» από κάποια άγνωστη πηγή πληροφοριών και διαδίδονται άκριτα από στόμα σε στόμα ή από κάποια μέσα επικοινωνίας, συνήθως την τηλεόραση ή το Διαδίκτυο.

Για παράδειγμα, λέγεται συχνά ότι ο ιός HIV που προκαλεί την επίκτητη ανθρώπινη ανοσοανεπάρκεια, δηλαδή την ασθένεια του AIDS, δημιουργήθηκε σε κάποιο μυστικό στρατιωτικό ή φαρμακευτικό εργαστήριο, απ' όπου και διέφυγε, πριν από περίπου 26 χρόνια, είτε από ανθρώπινο λάθος είτε σκοπίμως. Αυτή η αβάσιμη υποψία παραβλέπει τόσο τη γεωγραφία της διάδοσης όσο και την υψηλή μεταλλακτικότητα του συγκεκριμένου ρετροϊού. Αν είχε «σχεδιαστεί» σε κάποιο εργαστήριο ως βιολογικό όπλο για την εξάλειψη κοινωνικών μειονοτήτων (ναρκομανείς, ομοφυλόφιλοι), τότε θα ήταν ένα εξαιρετικά ανασφαλές όπλο: λόγω της υψηλής μεταλλακτικότητάς του, ο ιός θα αναδεικνυόταν πολύ σύντομα σε μπούμερανγκ που θα στρεφόταν κατά των σκοτεινών δημιουργών του.

Μια ανάλογη, και εξίσου παρανοϊκή, είδηση είναι ότι η κατανάλωση πόσιμου νερού από τη βρύση ίσως ευθύνεται για τη συχνή εμφάνιση του συνδρόμου Αλτσχάιμερ. Απέναντι σε τέτοιες αυθαίρετες ειδήσεις, που προκύπτουν τόσο από την άγνοια όσο και από τη γενικευμένη πια φοβία απέναντι στα προϊόντα της τεχνοεπιστήμης, ο ανθρώπινος νους και οι κριτικές του ικανότητες παραλύουν.

Εν απουσία εύλογων αποδείξεων, ικανών να επιβεβαιώσουν ή να διαψεύσουν ανάλογες ειδήσεις, κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα από το μορφωτικό του επίπεδο, έχει την τάση να αντιδρά σε αυτές αυθόρμητα και παρορμητικά: αρχικά με ευπιστία, η οποία σύντομα μεταλλάσσεται σε ανησυχία ή πανικό. Απέναντι σε τέτοιες ανεξέλεγκτες και ταχύτατα διαδιδόμενες ειδήσεις ο ανθρώπινος νους αδρανοποιείται: δεν μπορεί να τις ελέγξει άμεσα και γρήγορα. Και όπως θα δούμε, αυτόν ακριβώς το μηχανισμό πυροδότησης της ανθρώπινης ευπιστίας εκμεταλλεύονται συστηματικά όσοι χρησιμοποιούν τις διάφορες θεωρίες περί κοινωνικής συνωμοσίας για να χειραγωγούν τη συμπεριφορά των ανθρώπων.

Η ανάπτυξη της ευπιστίας

Πριν ωστόσο αποτολμήσει κανείς την όποια εξήγηση των πολύπλοκων κοινωνικών-υποκειμενικών φαινομένων της ευπιστίας, οφείλει να κατανοήσει πώς επηρεάζουν οι πεποιθήσεις τη ζωή ενός νοήμονος όντος όπως ο άνθρωπος.

Με τον όρο «πεποίθηση» οι γνωσιακοί ψυχολόγοι περιγράφουν τις επαρκώς επιβεβαιωμένες νοητικές αναπαραστάσεις που ένας άνθρωπος διαμορφώνει κατά τη διάρκεια της ζωής του. Και υπάρχουν τρεις βασικοί τρόποι για να αποκτά κανείς νέες πεποιθήσεις: α) μέσω των νέων αισθητηριακών του εμπειριών και αντιλήψεων, β) μέσω λογικού συμπερασμού, βάσει του οποίου καταλήγει σε καινοφανή συμπεράσματα και γ) μέσω της εκμάθησης πληροφοριών που έχουν συλλεγεί από άλλους και οι οποίες τού διδάσκουν κάτι καινούργιο. Προφανώς η ευπιστία σχετίζεται με την περισσότερο ή λιγότερο παθητική αποδοχή πεποιθήσεων που έχουν διαμορφωθεί από άλλους.

Εφόσον ο τρόπος σκέψης και η συμπεριφορά μας εξαρτώνται και επηρεάζονται άμεσα από τις πεποιθήσεις μας, τότε μία τυπικά επιστημονική εξήγηση αυτών των φαινομένων θα όφειλε να αποκαλύψει αφενός τις εγκεφαλικές διεργασίες που επιτρέπουν την ανάδυση των πεποιθήσεων και αφετέρου τη βιολογική τους λειτουργία κατά την εξέλιξη του είδους μας. Στο σημείο αυτό αξίζει να σταθούμε σε μια πολύ συνηθισμένη παρανόηση: να θεωρούμε τον εγκέφαλό μας ως μια τέλεια σχεδιασμένη νοητική μηχανή.

Στην πραγματικότητα ο πολύπλοκος ανθρώπινος εγκέφαλος είναι μια εξαιρετικά αποτελεσματική αλλά όχι τέλεια βιολογική μηχανή. Όπως κάθε άλλη βιολογική μηχανή, είναι προϊόν της δράσης της φυσικής επιλογής και εξελίσσεται συνεχώς ώστε να εγγυάται την καλύτερη επιβίωση και την αναπαραγωγή του οργανισμού που την περιέχει.

Αν η φυσική επιλογή μπορούσε να δημιουργεί τέλειες εγκεφαλικές μηχανές, θα έπρεπε να διαθέτουμε ειδικούς μηχανισμούς που θα εγγυώνται τη βέλτιστη νοητική λειτουργία. Με άλλα λόγια, θα έπρεπε να διαθέτουμε μόνο εγγυημένες και αλάνθαστες πεποιθήσεις!

Ευτυχώς για την εξέλιξή μας -όπως, εξάλλου, και των υπόλοιπων ειδών- η στρατηγική τής εξέλιξης είναι αυστηρά «οπορτουνιστική». Η δημιουργία τέλειων εγκεφαλικών μηχανών που θα διαμόρφωναν αποκλειστικά εγγυημένες πεποιθήσεις θα ήταν αντιοικονομική, αφού για την καλή λειτουργία τους θα απαιτείτο τεράστια σπατάλη χρόνου και ενέργειας και, το κυριότερο, θα δημιουργούνταν ανυπέρβλητα προβλήματα προσαρμογής στον οργανισμό μόλις οι εξωτερικές συνθήκες άλλαζαν.

Το ότι είμαστε προικισμένοι με μία τέτοια ατελή, αλλά συνεχώς εξελισσόμενη, νοητική μηχανή παρουσιάζει εμφανείς περιορισμούς αλλά και απίστευτες δυνατότητες για την αυτοεξέλιξή μας. Γεγονός που επιβεβαιώνεται από όλες τις μέχρι σήμερα σχετικές μελέτες των νευροεπιστημών και της εξελικτικής ψυχολογίας.

Πράγματι, χάρη στις έρευνες αυτές έγινε σαφές ότι η ατομική νοητική μας ανάπτυξη, και ειδικότερα η ικανότητά μας να «φιλτράρουμε» τις πιο ουσιαστικές πληροφορίες, δεν υπάρχει εκ γενετής, αλλά ενεργοποιείται προοδευτικά από τη νηπιακή ηλικία. Μόνο μετά τον δέκατο έκτο μήνα της ζωής τους τα νήπια αρχίζουν να αρνούνται υποτυπωδώς κάποιες πληροφορίες, ενώ σε ηλικία τριών ετών φαίνεται πως έχουν ήδη την ευχέρεια να αναγνωρίζουν πότε πρέπει να εμπιστεύονται τυφλά μία οικεία σε αυτά πηγή πληροφοριών: αρχίζουν σταδιακά να επιδεικνύουν κάποια δυσπιστία, κυρίως αν η πηγή πληροφοριών τους αντιφάσκει με όσα ήδη γνωρίζουν. Πάντως, η αποφασιστική περίοδος για τη διαμόρφωση των βασικών νοητικών μας συνηθειών και στάσεων ως ενηλίκων διαμορφώνεται κυρίως κατά την εφηβεία.

Από κάποιες πρόσφατες έρευνες, μάλιστα, προκύπτει ότι δεν υπάρχει σαφής αιτιακή σχέση ανάμεσα στο επίπεδο μόρφωσης ενός ατόμου και στον βαθμό ευπιστίας που επιδεικνύει! Απ' ό,τι φαίνεται, οι πιο ακραίες περιπτώσεις ευπιστίας εκδηλώνονται κυρίως από άτομα που λόγω οικογενειακής ή εκπαιδευτικής παράδοσης διαθέτουν μια έντονη περιέργεια για το περιβάλλον τους, αλλά αδυνατούν να διαχειριστούν τις λεπτές εννοιολογικές αποχρώσεις που επιβάλλει στην ανθρώπινη σκέψη η σύγχρονη επιστήμη. Με αποτέλεσμα, κάποια από αυτά τα άτομα να εκδηλώνουν όχι απλώς μεγάλη ευπιστία, αλλά και έναν ειδικό τύπο ευπιστίας που οι ειδικοί περιγράφουν ως «αντίστροφη ευπιστία».

Πρόκειται για ακραίες μορφές ευπιστίας που, παραδόξως, μπορεί να οδηγήσουν στη σχεδόν απόλυτη δυσπιστία απέναντι σε κάθε νέα πληροφορία. Σε αυτή την περίπτωση οποιαδήποτε νέα πληροφορία, όταν αντιφάσκει με ό,τι έχουν ήδη αποδεχτεί αυτά τα άτομα, απορρίπτεται χάρη στο γνωστικό φίλτρο που έχουν διαμορφώσει κατά το παρελθόν. Ας σημειωθεί ότι η «αντίστροφη ευπιστία» είναι το ακριβώς αντίθετο του «κριτικού πνεύματος», αφού συνιστά άρνηση κάθε νέας πεποίθησης ή γνώσης, στο όνομα αυθαίρετων αλλά παγιωμένων πεποιθήσεων. Τυπικό παράδειγμα είναι η απόλυτη άρνηση των θεωριών της βιολογικής εξέλιξης από τους πιστούς των κύριων μονοθεϊστικών θρησκειών.

Η πανούργα τέχνη της νοητικής χειραγώγησης

Με εξαίρεση ίσως τις μεγάλες πολιτικές ή στρατιωτικές ιστορικές παραπλανήσεις, η πιο διάσημη και ανώδυνη περίπτωση μαζικής αποπλάνησης είναι το περίφημο ραδιοφωνικό αστείο του Orson Welles, ο οποίος το 1938 έπεισε τους καλόπιστους ακροατές του ότι μόλις είχε ξεκινήσει η μαζική αποβίβαση εξωγήινων όντων στον πλανήτη μας. Χιλιάδες πανικόβλητοι ακροατές εγκατέλειψαν τα σπίτια τους αναζητώντας απεγνωσμένα κάποια ασφαλή κρυψώνα. Αυτό το φαινομενικά «αθώο» επεισόδιο, ωστόσο, μας αποκαλύπτει κάτι βαθύτατα ανησυχητικό σχετικά με τις ανεξέλεγκτες μαζικές υστερικές εκδηλώσεις που μπορεί να πυροδοτήσει ο ανθρώπινος φόβος.

Συνήθως οι σκέψεις και τα συναισθήματά μας δρομολογούνται από εγκεφαλικούς μηχανισμούς αξιολόγησης που είναι αδιαφανείς στη συνείδηση, δεδομένου ότι βρίσκονται πίσω και πριν από κάθε συνειδητή επιλογή μας. Οταν βλέπουμε, ακούμε ή διαβάζουμε κάποια πληροφορία, αυτή διατρέχει τους μαιάνδρους του εγκεφάλου μας πολύ ταχύτερα από τα δέκατα του δευτερολέπτου που απαιτούνται για να υπερβεί το κατώφλι της συνείδησης.

Ενα μη συνειδητό προστατευτικό «γνωστικό φίλτρο» αποφασίζει συχνά «πριν από εμάς για μας» ποιες πληροφορίες θα συγκρατήσουμε στο νου μας. Και, όπως έχουν αποδείξει πλήθος νευρολογικών ερευνών, τα κριτήρια αυτού του γνωστικού φίλτρου δεν είναι μόνο η αλήθεια και το ψεύδος των πληροφοριών, αλλά επίσης η λογική συνοχή, η ευλογοφανής παρουσίαση και η δομή των πληροφοριών.

Η παμπάλαια τέχνη της διανοητικής χειραγώγησης των ανθρώπων στηρίζεται ακριβώς σε αυτή τη θεμελιώδη διαισθητική αλήθεια. Για παράδειγμα, μια είδηση ή ένα μήνυμα αποτυπώνονται ευκολότερα και ταχύτερα όταν διατυπώνονται με λογική συνοχή ή πάλι όταν τονίζονται τα θετικά και όχι τα αρνητικά τους στοιχεία.

Το στοίχημα του κάθε δημαγωγού ή μεγάλου προπαγανδιστή καινοφανών ιδεών -πολιτικού, διαφημιστή, καλλιτέχνη ή επιστήμονα- συνίσταται ακριβώς στο να παρακάμψει τη νοητική πύλη του κοινού νου που αναλύει επιμελώς κάθε εισερχόμενη πληροφορία. Μέσα από μια σειρά από «νοητικά κόλπα» καταφέρνει να ενεργοποιεί ορισμένα εγκεφαλικά κέντρα και να παραπλανά ή να παρακάμπτει κάποια άλλα. Με αποτέλεσμα όλοι ανεξαιρέτως -με ή παρά τη θέλησή μας- να πέφτουμε θύματα της εγγενούς ευπιστίας μας.

Του Σπύρου Μανουσέλη. Από την Ελευθεροτυπία του Σαββάτου, 25 Απριλίου 2009.

Η ευπιστία ως προϋπόθεση της κοινωνικής συνοχής

Μολονότι είμαστε βιολογικά «εξοπλισμένοι» για να διαπιστώνουμε εγκαίρως τη λογική συνοχή των ειδήσεων που δεχόμαστε από το περιβάλλον μας, πολύ συχνά αναγκαζόμαστε να καταφύγουμε σε μια όχι και τόσο ασφαλή «νοητική παρακαμπτήριο», και η «επιλογή» μας αυτή δεν εγκυμονεί λίγους κινδύνους.

Για παράδειγμα, συχνά υιοθετούμε τη στρατηγική της «κοινωνικής εμπειρίας»,την οποία περιέγραψε πρώτος το 1984 ο Αμερικανός ψυχολόγος Robert Cialdini. Οταν βρισκόμαστε σε κατάστασταση γνωστικής αβεβαιότητας έχουμε την τάση να διαμορφώνουμε τις πεποιθήσεις μας με βάση αυτό που μας φαίνεται ικανό να πείσει τους περισσότερους συνανθρώπους μας. Οσο ευρύτερα αποδεκτή φαίνεται να είναι μια πεποίθησή μας τόσο μεγαλύτερες πιθανότητες έχει να γίνει αποδεκτή από το γνωστικό μας περιβάλλον.

Αυτή η ικανοποιητική σε πολλές περιπτώσεις στρατηγική ενδέχεται ενίοτε να μας οδηγήσει στην αποδοχή εντελώς εσφαλμένων ιδεών. Κάτι που φαίνεται να το γνωρίζουν πολύ καλά από καιρό οι πνευματικές, πολιτικές και θρησκευτικές σέχτες. Αυτές οι μυστικές κοινότητες οργανώνουν αυστηρά τη ζωή των οπαδών τους και καταβάλλουν κάθε δυνατή προσπάθεια ώστε να περιβάλλονται πάντα από άτομα που έχουν κοινές με αυτούς απόψεις. Εξάλλου, στην ίδια λίγο-πολύ κοινωνική και ψυχολογική αρχή στηρίζονται τα κόμματα όταν ισχυρίζονται π.χ. ότι «το 75% των πολιτών πιστεύει ότι έχουμε δίκιο» για να προωθήσουν ένα νομοσχέδιο ή οι παραγωγοί κινηματογραφικών ταινιών όταν διατείνονται π.χ. ότι «ήδη 3 εκατομμύρια θεατών απόλαυσαν την ταινία» προκειμένου να διαφημίσουν μια νέα ταινία.

Η σύγχρονη επιστήμη μόλις αρχίζει να κατανοεί τους νευροψυχολογικούς μηχανισμούς που κρύβονται πίσω από αυτά τα πολύπλοκα κοινωνικά παιχνίδια. Οπως αναφέραμε, κάθε εγκέφαλος είναι το προϊόν μιας αδιάλειπτης εξελικτικής διεργασίας πολυπλοκοποίησης. Σε αυτή την εξελικτική διαδικασία αποφασιστικό ρόλο έπαιξαν δύο κυρίως περιορισμοί.

Κατ' αρχάς, απέναντι στην πληθώρα εξωτερικών ερεθισμάτων ο εγκέφαλος θα πρέπει να είναι σε θέση να τα αναγνωρίζει και να μη διαχέεται από αυτά, αλλά να επικεντρώνεται στις πιθανές απειλές ή στις ευκαιρίες που συναντά. Δεύτερον, είναι απαραίτητο η συνολική ομοιόσταση, δηλαδή η εσωτερική αρμονία μεταξύ των τμημάτων του οργανισμού, να μη διαταράσσεται ποτέ από τις αποφάσεις του εγκεφάλου, αλλά να ενισχύεται από αυτές. Ολη η νευροχημική οργάνωση του εγκεφάλου μας τείνει να ικανοποιεί αυτές τις δύο θεμελιώδεις λειτουργικές αρχές. Για να ενισχύσει, μάλιστα, αυτές τις αρχές, η εξέλιξη ανέπτυξε ολοένα και πιο σύνθετους εγκεφαλικούς μηχανισμούς ηδονής και ενόχλησης που εγγυώνται την ανάπτυξη ολοένα και πιο σύνθετων σχημάτων συμπεριφοράς.

Του Σπύρου Μανουσέλη. Από την Ελευθεροτυπία του Σαββάτου, 25 Απριλίου 2009.

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2009

Μήπως τελικά ο άνθρωπος δεν πήγε ποτέ στο φεγγάρι;

Tη βραδιά εκείνη τη θυμάμαι πολύ καθαρά, κάτι τρομακτικό αν αναλογιστεί κανείς πως πέρασαν σαράντα χρόνια, αλλά ήταν πολύ έντονες οι παραστάσεις για ένα μικρό παιδί ώστε να μην αποτυπωθούν στη μνήμη. Όλα τα σπίτια είχαν ξενυχτήσει και όλοι έψαχναν κάποιον που να διέθετε το «μαγικό κουτί» για να δουν «τον άνθρωπο στο φεγγάρι».

Η τηλεόραση του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης είχε συνδεθεί με το πρόγραμμα που μετέδιδε δορυφορικά η Eurovision και τα μάτια μου πια είχαν κλείσει από την κούραση τα ξημερώματα, όταν η φωνή του Ιάσονα Μοσχοβίτη άρχισε να περιγράφει τις ιστορικές εικόνες. Με τη συμπλήρωση, λοιπόν, τεσσάρων δεκαετιών από τις 20 Ιουλίου 1969, εγείρονται και πάλι τα ερωτήματα για το αν πράγματι ο άνθρωπος πάτησε ποτέ το πόδι του στη Σελήνη.

Παρακολουθώντας πριν από κάποια χρόνια σε δορυφορικό κανάλι ένα εξαίσιο ντοκιμαντέρ, αναρωτήθηκα ξανά για το όλο εγχείρημα. Η παραγωγή ήταν από την εταιρεία Nash Enterprises, μία από τις καλύτερες του είδους στην (αιμοσταγή και σκληρή) αγορά των ΗΠΑ, και είχε δηλώσεις από ανθρώπους που δούλεψαν στη NASA, αλλά και την επίσημη θέση της. Ο Νιλ Άρμστρονγκ, αυτός που έκανε το πρώτο βήμα πάνω στο φεγγάρι, αρνήθηκε ευγενικά να πει οτιδήποτε, δηλώνοντας πως αυτοδεσμεύεται.

Ποια είναι τα ερωτήματα που θέτει η εκπομπή; Βασικά λέει πως η όλη η ιστορία δεν έγινε ποτέ στην πραγματικότητα και πως όλα γυρίστηκαν σε μια μυστική βάση των ΗΠΑ στη Νεβάδα, που μορφολογικά μοιάζει πολύ με αυτό που αποκαλούμε σεληνιακό τοπίο. Φωτογραφίες από σοβιετικό δορυφόρο, από ψηλά στην Area 51 στη Νεβάδα, δείχνουν σατανική ομοιότητα της περιοχής με όλο το εντυπωσιακό φόντο που υπήρχε και στην προσελήνωση!

Μια ταινία που γυρίστηκε το 1978 με μικρό μπάτζετ, 5 εκατομμυρίων δολαρίων, που είχε τίτλο «Capricorn One» και πραγματευόταν την προσπάθεια κατάκτησης του Άρη, ήταν ένα ακόμα σημείο τριβής. Το σενάριο της ταινίας έλεγε πως η κυβέρνηση των Ηνωμένων Πολιτειών, βλέποντας πως δεν υπήρχε πιθανότητα να γίνει πραγματικότητα η αποστολή, αποφάσισε να σκηνοθετήσει το γεγονός.

Έτσι, ξεγέλασε όλη την ανθρωπότητα, που παρακολούθησε μια αποστολή προς τον Άρη η οποία δεν έγινε ποτέ. Ο παραγωγός της ταινίας, μιλώντας στην εκπομπή, είπε αφοπλιστικά πως αφού με τον μικρό του προϋπολογισμό έκανε κάτι να μοιάζει τόσο αληθινό, φανταστείτε με τα λεφτά των 400 δισ. δολαρίων που είχε η NASA διαθέσιμα τι θα μπορούσε να κατασκευάσει!

Ο άνθρωπος που λειτούργησε το σύστημα των εξομοιωτών, ο Μπιλ Kέισινγκ, απομακρύνθηκε το 1973 από τη NASA επειδή «μιλούσε πολύ». Ο ίδιος σε αυτό το ντοκιμαντέρ υπογράμμισε πως και οι τρεις προσπάθειες που έγιναν με simulator για τη σεληνάκατο κατέληξαν σε πλήρη αποτυχία!

Στη μία, μάλιστα, που υπάρχει και φιλμ, φαίνεται καθαρά πως ο Αρμστρονγκ χάνει τον έλεγχο και προλαβαίνει με τον εκτοξευτή να φύγει από την άτρακτο λίγο πριν αυτή συντριβεί στο έδαφος! «Κι όμως», επιμένει ο Κέισινγκ, «κάποιοι θέλουν να πιστέψουμε πως όλα λειτούργησαν τέλεια την κατάλληλη στιγμή, όπως στις ταινίες του Χόλιγουντ».

Σε όλα τα φιλμ και σε όλες τις φωτογραφίες, επίσης, φαίνεται η Γη πίσω από τους αστροναύτες, αλλά οι ειδικοί αναρωτιούνται: «Γιατί δεν φαίνονται καθόλου αστέρια και μάλιστα σε μια τόσο καθαρή ατμόσφαιρα;». Επίσης, ένα άλλο καίριο ερώτημα που δεν πήρε ποτέ απάντηση είναι το πώς γίνεται η σημαία να ανεμίζει, όπως φαίνεται καθαρά στα βίντεο και του «Apollo 11» και του «Apollo 12», ενώ είναι πασίγνωστο πως δεν υπάρχει αέρας στο φεγγάρι.

Μια ερώτηση που στο ντοκιμαντέρ τέθηκε από επιστήμονες αλλά δεν υπήρξε απάντηση είναι πώς γίνεται στο σημείο της προσελήνωσης να μην ανοίξει κρατήρας κάτω από τη σεληνάκατο, κάτι πλήρως αφύσικο. Επίσης, ο Ντέιβιντ Πέρσι, εξειδικευμένος φωτογράφος που δούλεψε στην ομάδα που έφτιαξε την ειδική μηχανή με την οποία απαθανατίστηκαν οι ιστορικές στιγμές, επιμένει πως σε όλες τις δοκιμές οι αστροναύτες στον προσομοιωτή δεν μπορούσαν να κρατήσουν σταθερή την κάμερα!

«Παρ' όλα αυτά, πάνω στο φεγγάρι τραβούσαν σαν επαγγελματίες, με πολύ καλές λήψεις και σταθερό χέρι», σχολίασε στωικά. Τις ίδιες απορίες εξέφρασε ο Γιαν Λιούνγκμπεργκ, ο σχεδιαστής της βιντεοκάμερας που χρησιμοποιήθηκε για να τραβήξουν ο Άρμστρονγκ και ο Ολντριν τις πρώτες ιστορικές στιγμές. «Δεν υπήρχε περίπτωση να έχουν τόσο σταθερό χέρι οι αστροναύτες. Βλέποντας το αποτέλεσμα στο φεγγάρι, έμεινα άφωνος. Ομολογώ πως ήταν τέλεια εικόνα και ίσως αυτό ήταν ύποπτο».

Ο Γκας Κρίσομ μαζί με άλλους δύο αστροναύτες ήταν οι «εκλεκτοί» που μέσα από τεστ είχαν επιλεγεί για να γίνουν οι πρώτοι που θα πήγαιναν εκεί που κανείς άλλος δεν είχε βρεθεί προηγουμένως: στο φεγγάρι. Το 1967 άρχισε η εκπαίδευσή τους, αλλά τα λάθη διαδέχονταν το ένα το άλλο. Οι Αμερικανοί, παρασυρόμενοι από τον ανταγωνισμό του «ψυχρού πολέμου» με τους Σοβιετικούς, ήθελαν να προλάβουν το αντίπαλον δέος.

Ο Μπορίς Βολίνοφ, πρώην κοσμοναύτης του «Σογιούζ», δήλωσε πως η χώρα του είχε εγκαταλείψει την ιδέα από τα μέσα της δεκαετίας του '60, αλλά ταυτόχρονα ποτέ δεν πίστεψε πως οι Αμερικανοί τα κατάφεραν. Ο Κρίσομ τον Αύγουστο του '67 σε συνέντευξή του στο NBC εξέφρασε τη δυσπιστία του για το εγχείρημα. «Θα σκοτωθούν άνθρωποι αν συνεχίσουμε με τόσα λάθη».

Δέκα μέρες μετά, ενώ γινόταν πείραμα στον εξομοιωτή, η κάψουλα πήρε φωτιά, κλείνοντας μια και καλή το στόμα του Κρίσομ, σύμφωνα με τους καχύποπτους. Ο εισαγγελέας Τόμας Ράουντ Μπάρον, που εξέτασε το ζήτημα τον Δεκέμβρη του '67, μίλησε για στοιχεία 500 σελίδων τα οποία έδειχναν συνωμοσία. Λίγες μέρες μετά ο ίδιος και η οικογένειά του βρήκαν τραγικό θάνατο όταν συνετρίβη το αυτοκίνητο τους από τρένο ενώ περνούσε διάβαση!

Τελικά τα ερωτήματα είναι πολλά. Υπάρχει εδώ και χρόνια δεδηλωμένη πρόθεση των Ιαπώνων να στείλουν δορυφόρο σε τροχιά γύρω από τη Σελήνη και να φωτογραφίσουν με την καλύτερη δυνατή ευκρίνεια τη διάσημη Θάλασσα της Ηρεμίας. Δεν έχει συμβεί ακόμα και τα σενάρια για συνδιαλλαγή οργιάζουν. Αν συμβεί, πάντως, θα έχουμε κάποια μέρα αληθινή εικόνα για το αν πράγματι έγιναν οι αποστολές της NASA, μια και η αμερικανική σημαία και τα τζιπάκια με τα οποία έκαναν βόλτες οι αστροναύτες θα είναι εκεί.

Ακόμα και τα ίχνη από τα βήματα λογικά πρέπει να φαίνονται. Αν όχι, τότε θα είναι πλέον φανερό πως η μεγαλύτερη απάτη του 20ού αιώνα, και ουσιαστικά σε όλη την ιστορία της ανθρωπότητας, θα αποκαλυφθεί. Τότε θα ξέρουμε τελικά αν ό,τι είδαμε, με το περίφημο πρώτο βήμα του Άρμστρονγκ, αυτό το «ένα μικρό βήμα για τον άνθρωπο, αλλά ένα γιγαντιαίο άλμα για την ανθρωπότητα», ήταν πραγματικότητα ή απλώς μια πανάκριβη κινηματογραφική παραγωγή!

Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου. Από το site του Nova Sport-fm

Δείτε, σε 5 συνέχειες, το επίμαχο ντοκυμαντέρ

Man didnt land on the moon part 1

Man didnt land on the moon part 2

Man didnt land on the moon part 3

Man didnt land on the moon part 4

Man didnt land on the moon part 5

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2009

Μάνος Χατζιδάκις: Ο συνθέτης των αγγέλων

23 Οκτωβρίου 1925 ~ 15 Ιουνίου 1994

Μέσα από τη μουσική του ταξίδεψε μια ολόκληρη χώρα στην άλλη πλευρά του ουράνιου τόξου, εκεί που η πραγματικότητα υποχωρεί για να παραδώσει την θέση της στη μαγεία των αισθήσεων. Ήταν ο συνθέτης των αγγέλων, ένας ποιητής που βάδιζε διαρκώς σε μια οδό ονείρων. Αυτή την οδό παίρνουμε κι εμείς και ξετυλίγουμε την κλωστή …

Αρχές κάποιου καλοκαιριού, απόγευμα, το ραδιόφωνο να παίζει Χατζιδάκι και οι εκφωνητές να μιλούν πένθιμα, σχεδόν ψιθυριστά, σαν να απευθύνονται σε εκείνη τη «μικρή λευκή αχιβάδα» ενός αλλοτινού χρόνου. Έφυγε, δεν είναι πια εδώ, να λένε. Tο ημερολόγιο δείχνει 15 Ιουνίου του 1994.

Το επόμενο πρωί, η ζέστη είναι πάλι αφόρητη, αλλά ο ουρανός σκοτεινός. Στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων οι τίτλοι είναι συγκινητικοί. Μέσα χιλιάδες λέξεις, φωτογραφίες, εικόνες. Οι τηλεοράσεις κάνουν τον δικό τους αποχαιρετισμό. Και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, μια βρετανική εφημερίδα, η «Γκάρντιαν», να γράφει πως «ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ο Κουρτ Βάιλ της Ελλάδας, ένας εμπνευσμένος δάσκαλος». «Είχε το ταλέντο του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, αλλά ήταν κάτι ακόμα περισσότερο», να λέει ο Βρετανός συνθέτης Τζον Tάβερνερ. «Το όραμά του πήγαινε πιο μακριά και η μουσική του άγγιζε κατευθείαν την καρδιά». Γι’ αυτό και εκείνο το πρωί, όσοι Έλληνες κρέμονται από τα ηχεία ενός ραδιοφώνου ή από τα πρωτοσέλιδα ενός περιπτέρου, κοιτούν τον ουρανό. Γιατί, άραγε; Μήπως ψάχνουν κάτι από μια μαγική οδό ονείρων που δεν υπάρχει πια; Ίσως Σαν να ψάχνουν, όμως, και κάτι άλλο: σαν να ψάχνουν εκείνη την Ελλάδα που έφυγε μαζί του. Γιατί όπως θα επισφράγιζαν τα επόμενα χρόνια, ο Μάνος δεν ήταν απλώς ο Κουρτ Βάιλ της Ελλάδας Ήταν η ίδια η Ελλάδα H Ελλάδα που μπορεί να χωρέσει την αιωνιότητα σε μια νότα.

Εξήντα εννέα χρόνια πριν από κείνη την αποπνικτική μέρα, στις 23 Οκτωβρίου του 1925, η Αλίκη Aρβανιτίδου, σύζυγος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι, φέρνει στον κόσμο αυτό το ευλογημένο παιδί με το ονειροπόλο βλέμμα και το μελαγχολικό χαμόγελο. H Ξάνθη γίνεται ο τόπος των πρώτων ανησυχιών και κοντά στην ευαίσθητη μητέρα, ο Μάνος ξεκινάει από έξι χρονών τα μαθήματα πιάνου, κληρονομώντας όχι μονάχα την καλλιέργειά της, αλλά και αυτό που τελικά αποτελεί το κυριότερο καύσιμο του καλλιτέχνη: την ανάγκη να γυρεύει απαντήσεις από την ψυχή του. «Από κείνη άντλησα όλους τους γρίφους που με απασχολούν από παιδί», θα πει λίγο πριν από το τέλος.

«Χωρίς τους δικούς της γρίφους, δεν θα `μουνα ποιητής». Κι έτσι, με τους πρώτους αμυδρούς γρίφους στην καρδιά, έφηβος πλέον στην Αθήνα, βυθίζεται για τα καλά στο σύννεφο της μουσικής προκειμένου να ερμηνεύσει το δικό του σύννεφο. O δεκαπεντάχρονος ποιητής γίνεται στα είκοσί του ένας ολοκληρωμένος πιανίστας και την επόμενη χρονιά βγαίνει από το Ωδείο με δύο γονείς χωρισμένους, αλλά με το κεφάλι του παραγεμισμένο από νότες που περιμένουν μια ραφή ή ένα συρματάκι για να γίνουν μελωδίες. Το μωσαϊκό πάνω στο οποίο οι νότες θα δέσουν η μία με την άλλη, είναι η ίδια του η ζωή.

Γην Αθήνα τη βρίσκει άσχημη επειδή την κατοικούν άσχημοι πολίτες, χωρίς παιδεία, χωρίς ντροπή, χωρίς ευαισθησία, μια φορτισμένη παρεξήγηση των μαζών. Τη Θεσσαλονίκη τη θεωρεί πόλη ονείρων και ομίχλης. Παρ’ όλα αυτά, ως γνήσιος καλλιτέχνης, επιβάλλει στον εαυτό του τη ζάλη, τη μέθη και τον έρωτα. Μιλώντας για εκείνα τα χρόνια, θα πει στον Γιώργο Xρονά: «O προσφερόμενος νεανικός έρωτας μετεμφυλιακά υπήρξε συγκλονιστικός. H επιθυμία δεν είχε προσχήματα. Μόνο η ερωτική τελετουργία διατηρούσε μερικούς γοητευτικούς μουσικούς κώδικες, με τους οποίους ολοκλήρωνε φαντασιώσεις, οράματα και τολμηρές προθέσεις».

Μέσα από αυτή την τελετουργία ο Μάνος ανακαλύπτει τον εαυτό του. Διασχίζει ατελείωτες οδούς ονείρων και απορεί, φτάνει στο σημείο να αναρωτιέται πόση αμαρτία μπορεί να περιέχει μια χώρα με τόσες εκκλησίες. Μια φορά ξυλοκοπείται από EΣAτζήδες. Tον σώζουν οι πόρνες ενός οίκου ανοχής. Μια άλλη φορά ερωτεύεται τη σκιά ενός δέντρου, που την περνάει για σκιά ανθρώπου.

Όλα αυτά, όμως, φιλτράρουν το μωσαϊκό της μουσικής του και τον μεθούν με μια μαγεία φελινικού τύπου. Τον στέλνουν στα σύννεφα, εκεί όπου ξαπλώνει ο «Καπετάν Μιχάλης», εκεί όπου ερωτοτροπούν «O Καίσαρ και η Κλεοπάτρα», εκεί όπου συναντιούνται «O οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης» και εκεί όπου ακόμα κι ένας άγγελος μπορεί να σιγομουρμουρίσει τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς». O Μίκης παίρνει τη γη και τη μετατρέπει σε μουσική. O Μάνος παίρνει τα σύννεφα. Μέσα από αυτήν τη σύνθεση, η Ελλάδα δεν ανακαλύπτει απλώς κάτι καινούριο, κάτι πρωτόγνωρο. Ανακαλύπτει την ύπαρξή της. O δικός της 20ός αιώνας είναι το ταξίδι μέσα από κείνα τα σύννεφα. Και για να επιστρέψουμε στην ερωτική τελετουργία που καθόρισε τούτο το μωσαϊκό, ας δώσουμε πάλι τον λόγο στον ίδιο: «Από τη στιγμή που μου έγινε αντιληπτό πως ο αρχαίος έρωτας δεν έχει τόση αξία στον καιρό μας δίχως αυτό το ανομολόγητο αίσθημα αμαρτίας και ενοχής που μας παρέχει η βυζαντινή θρησκευτική κληρονομιά μας, η Μουσική μου και το Τραγούδι μου διαβρώθηκαν από αυτά».

H διάβρωση, όμως, γίνεται επανάσταση και είναι τόσο ορμητική που η Ελλάδα περνάει πραγματικά στην «εποχή του Μάνου». Γράφει μουσική για το θέατρο, για τον κινηματογράφο, παίρνει Όσκαρ, πηγαίνει στη Nέα Υόρκη και ηχογραφεί ροκ και τζαζ στη σκιά του Τζίμι Χέντριξ, γίνεται ο αγαπημένος της Mελίνας και του Κουίνσι Τζόουνς, όλα μοιάζουν τόσο ετερόκλητα αλλά και τόσο ταιριαστά την ίδια στιγμή, που ακόμα και ο ίδιος μεταμορφώνεται σε ένα παζλ διαφορετικών κομματιών. Άλλοτε είναι ο τρυφερός Μάνος της παρέας, άλλοτε είναι ο σνομπ Μάνος της αυτοάμυνας. Ωστόσο, πίσω από κάθε πρόσωπο κρύβεται εκείνο το αγόρι με τους γρίφους.

«Δεν με απασχολεί το πώς θα με ξέρουν οι άλλοι», λέει, «όλο το ενδιαφέρον μου εντοπίζεται στο πώς με ξέρουν οι δικοί μου. Και επειδή κάθε μέρα γίνομαι καινούριος, πρέπει να με μαθαίνουν από την αρχή οι δικοί μου άνθρωποι. Οι άλλοι ας ξέρουν ό,τι θέλουν». Mε φόντο αυτή την αναζήτηση του καινούριου κάνει το Τρίτο Πρόγραμμα, παλεύει όπως μπορεί για να χτίσει τον δικό του πολιτισμό, βοηθάει νέα παιδιά να ανοίξουν τα φτερά τους, και όλα τούτα με κόστος. «Mε βρίσανε, χυδαιολόγησαν μαζί μου στα έντυπά τους, όταν διαφωνούσαν κάποιοι κύριοι, παράξενα κακοί μαζί μου».

H Ελλάδα που πληγώνει. H Ελλάδα των άσχημων ανθρώπων. Ποιος, όμως, κερδίζει στο τέλος; Aυτός που δεν ξεχνιέται. Aυτός που μνημονεύεται. O Μάνος επιμένει, φτιάχνει την Ορχήστρα των Χρωμάτων, ψάχνει για χορηγούς, «δεν γίνεται τίποτα χωρίς οικονομική βοήθεια», για ένα διάστημα γίνεται διευθυντής της Λυρικής Σκηνής, έπειτα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, τα κάνει όλα, ώσπου φεύγει, αποχωρεί, όχι νικημένος αλλά κουρασμένος βαθιά. «Ναι, με κούρασαν», εκμυστηρεύεται στον Γιώργο Xρονά. «Αλλά ήθελα να κάνω κάτι που πίστευα. Αισθανόμουν πάντα έφηβος. Δυνατός».

Και πράγματι, μόνο η δύναμη που απορρέει από την εφηβική ιδιοσυγκρασία μπορεί να γεννήσει ένα έργο τόσο πλούσιο. Λίγο μετά τον θάνατό του, ο πνευματικός κληρονόμος και θετός γιος του Γιώργος Θεοφανόπουλος-Xατζιδάκις δηλώνει πως το 50% περίπου αυτού του έργου παραμένει ανέκδοτο. Οι δύο προσπάθειες που είχε κάνει ο ίδιος ο συνθέτης να βγάλει από το αδιέξοδο τους μεταγενέστερους του δεν ευτύχησαν. Το 1983 καταγράφει τα βασικά έργα του σε έναν κατάλογο, ο οποίος συνοδεύει τα προγράμματα των εμφανίσεών του, υπό τον τίτλο: «Έργα του Mάνου Xατζιδάκι σε μια οριστική χρονολογική αρίθμηση».

Εν τούτοις, η αρίθμηση κάθε άλλο παρά οριστική αποδεικνύεται, καθώς αυτό που προκύπτει είναι ότι τα 75 καταγεγραμμένα έργα υπερβαίνουν τελικώς τα 180! H νέα καταγραφή, από τη μουσικολόγο Αλέκα Συμεωνίδου και υπό την επιμέλεια του ίδιου του Μάνου, συντάσσεται λίγο πριν από τον θάνατό του και περιλαμβάνει 182 έργα. Ανάμεσά τους 2 για όπερα, 4 για τη σκηνή, 7 για μπαλέτο, 26 φωνητικά για κύκλους τραγουδιών, 10 ορχηστρικά, 10 για μουσική αρχαίου δράματος, 49 για σκηνική μουσική, 72 για μουσική κινηματογράφου και 135 άλμπουμ, με πρώτη κυκλοφορία το 1947 και τελευταία το 1993. Κάθε έργο κι ένα σύννεφο πάνω από μια οδό ονείρων. Και η Ελλάδα να ταξιδεύει. Nα ταξιδεύει μέχρι εκείνο το ζεστό απομεσήμερο του Ιούνη όπου ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπη με τον ήχο της βελόνας όταν ο δίσκος έχει τελειώσει.

Έχει τελειώσει, όμως; Στην πραγματικότητα, τίποτα μεγάλο δεν τελειώνει. Μπορεί ο Μάνος να μην είναι πια εδώ, αλλά είναι η μουσική του και οι άνθρωποι που εξακολουθούν να ονειρεύονται μέσα από τη μουσική του. Ίσως να είναι και κάτι παραπάνω από αυτό. Ίσως να είναι κι εκείνο το σύννεφο. Όχι το σύννεφο με τις νότες. Το άλλο. Ίσως να είναι το σύννεφο πάνω στο οποίο κάθονται και κουβεντιάζουν ο Μάνος και η Μελίνα και ο Κουν και η Παξινού και ο Καζάν και ο Τσαρούχης και ο Ελύτης Ποιος ξέρει... Μπορεί κάποιοι ακόμα να το βλέπουν ακούγοντας και διαβάζοντας πράγματα. Και ίσως αυτό το σύννεφο να έψαχναν όσοι κοιτούσαν τον ουρανό, τότε που πέθανε ο Μάνος Το σύννεφο μιας άλλης Ελλάδας Που δεν πληγώνει. Αλλά που ονειρεύεται.

Εκ των έσω

«Δεν είμαι πολιτικός, είμαι πολίτης. Αλλά είμαι πολιτικό ζώο και μάλιστα έντονο. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από τότε που έχω ευθύνη για τη ζωή μου, είμαι πολιτικό ζώο. Και το να μετέχω στα κοινά είναι μια υποχρέωσή μου».

«Βασικές επιρροές είχα από τον Γκάτσο, τον Μακρυγιάννη, τον Σεφέρη, τον Σολωμό... Διαθέτω λιγότερο φιλοσοφική σκέψη και περισσότερο ποιητική. Kι αυτό το φανερώνω σε κάθε δημιουργική στιγμή μου».

«O Γκάτσος μου δίδαξε: "Nα μη γράφεις άνευ λόγου. Nα μην εργάζεσαι περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεσαι για να κερδίσεις τα απαραίτητα. Mη χαιρετάς ανθρώπους που δεν έχουν να σου πουν τίποτα. Mη σπαταλάς τις κινήσεις σου. Να σκέφτεσαι αδιάκοπα και, τέλος, να κοιμάσαι κουρασμένος."»

Απέχθεια για το Οσκαρ!

Kατά έναν περίεργο λόγο, ο Mάνος Xατζιδάκις δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την κατάκτηση του βραβείου Oσκαρ, το 1961, για το τραγούδι «Tα παιδιά του Πειραιά», που ερμήνευσε η Mελίνα Mερκούρη στο «Ποτέ την Kυριακή».

«Πάλεψα χρόνια για να αφαιρέσω αυτό τον -τίτλο τιμής- από την πλάτη μου», θα σημείωνε το 1981. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιδιόρρυθμης απέχθειας είναι και ένα περιστατικό σε ρεστοράν του Παρισιού, το 1963, όταν συνέτρωγε με τη Mαρία Kάλλας. Kάποια στιγμή, ήρθαν από πάνω τους τέσσερις μουσικοί που έπαιζαν τα «Παιδιά του Πειραιά».

H Kάλλας, ως δείγμα φιλοφρόνησης προς τον συνθέτη, άρχισε να το τραγουδά, με αποτέλεσμα όλο το ρεστοράν να γυρίσει να την ακούσει. Oταν τελείωσε, ο Mάνος έσκυψε και της είπε στο αυτί: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια αυτό το μέτριο τραγούδι». Kαι δεν το είπε για να την προσβάλει, αλλά για να τονίσει τη δική του διάθεση απέναντι στο συγκεκριμένο τραγούδι (το οποίο αργότερα θα συμπεριλαμβανόταν στα δέκα εμπορικότερα του 20ού αιώνα!).

Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι” του εβδομαδιαίου περιοδικού “Εικόνες”, τεύχος Νο 338, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008.