Το δημοφιλές τσάμικο «Παπαλάμπραινα» βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα, που διαδραματίστηκαν το 1860 στο χωριό Ρωμύρι της Πυλίας.
Εφημέριος του χωριού ήταν ο παπα-Λάμπρος Ζέρβας. Ένας συγχωριανός του έφερε κρυφά από τη γειτονική Αρκαδία σαράντα ληστές για να του πάρουν ό,τι πολύτιμο μπορούσε να είχε στο σπίτι, αλλά και να του απαγάγουν την κόρη του, την Παναγιώτα.
Οι ληστές κρύφτηκαν στο δάσος, που βρίσκεται ανατολικά του χωριού. Δύο απ αυτούς προχώρησαν προς το σπίτι του ιερέα. Προσποιήθηκαν ότι ήθελαν να αγοράσουν το βόδι, που πουλούσε ο παπάς. Πέρασε η ώρα και νύχτωσε. Ο παπα-Λάμπρος προθυμοποιήθηκε να τους φιλοξενήσει.
Όταν όλοι κοιμήθηκαν, ένας από τους μουσαφίρηδες βγήκε αθόρυβα έξω και έτρεξε να ειδοποιήσει τους κρυμμένους στο δάσος. Δεν άργησε το σπίτι να γεμίσει ληστές, που έψαχναν για λεφτά και χρυσαφικά.
Κάποια στιγμή η Παναγιώτα κατάφερε να ξεφύγει από την επιτήρηση των ληστών και χρησιμοποιώντας τη σκάλα βγήκε στο κατώγι. Με ουρλιαχτά άρχισε να καλεί σε βοήθεια τα ξαδέλφια της Γιώργη και Κώστα Ζέρβα.
Ολόκληρο το χωριό σηκώθηκε στο πόδι. Οι άντρες αρπάξανε τους γκράδες τους κι άρχισαν να πυροβολούν προς πάσα κατεύθυνση. Οι ληστές πανικόβλητοι έφυγαν τρέχοντας από το σπίτι. Ένας δικός τους τραυματίστηκε θανάσιμα και τον έθαψαν στη θέση Χίλια Χωριά.
Αυτή, λοιπόν, η Παναγιώτα ήταν «η λυγερή» του δημοτικού τραγουδιού, που «φώναξε και τους κλέφτες τους τρόμαξε».
Η δράση
Σε καιρούς σαν τους δικούς μας, που οι ληστείες γίνονται καθημερινό φαινόμενο και που οι απαγωγές για την είσπραξη λύτρων ξανάκαναν την εμφάνισή τους, θα είχε ίσως ενδιαφέρον να ρίξει κανείς μια ματιά στις δεκαετίες μετά την Επανάσταση του 1821 και την ανακήρυξη του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους.
Οι «βασιλείς των Ορέων», όπως αποκάλεσε ο Αμπού Εντμόντ τους λήσταρχους, κυριάρχησαν στην ελληνική ύπαιθρο περισσότερο από έναν αιώνα. Μόλις στα χρόνια της Εθνικής Αντίστασης εξαφανίστηκε η ληστοκρατία.
Οι ληστές στο μεγαλύτερό τους μέρος κολυμπούσαν στο έγκλημα. Ο ερευνητής Δημήτρης Χαλατσάς σπεύδει να διευκρινίσει:
«Όταν λέμε έγκλημα δεν εννοούμε μόνο τη ζωοκλοπή ή τη λιποταξία ή την απαγωγή ή ακόμα την καθαυτό ληστεία με λύτρα, αλλά κυρίως την ανθρωποκτονία, τον φόνο. Οι βασικοί εκπρόσωποι της ληστοκρατίας στα χρόνια εκείνα, έξω από τα άλλα, βαρύνονταν κυρίως με ανθρωποκτονίες, που τις περισσότερες φορές δεν είναι απλώς φονικά, αλλά αποτρόπαια και ειδεχθή, στυγερά κακουργήματα, που φτάνουν έως τη θηριωδία».
Οι ληστές στήνουν το καρτέρι τους σε κλειστό τόπο (κλεισούρα) ή σε μονοπεράσματα (σύρτες). Τρεις, τέσσερις ή και περισσότεροι κάνουν την επιχείρηση. Ο αρχηγός με τους υπόλοιπους λουφάζουν κάπου κοντά με στημένα καραούλια.
Όταν εμφανιστεί το θύμα βρίσκεται ξαφνικά αντιμέτωπο με τα προτεταμένα όπλα και τις φωνές των κλεφτών: «Ψηλά τα χέρια! Μην κουνηθεί κανένας! Στον τόπο!». Όποιος τολμήσει και αντισταθεί χάνει τη ζωή του επιτόπου.
Η τακτική
Η ομάδα κρούσης αφαιρεί από τον συλληφθέντα τιμαλφή, ρολόγια και χρήματα. Αυτά τα κρατά για λογαριασμό της. Δεν έχει μερίδιο ούτε ο αρχισυμμορίτης ούτε οι άλλοι σύντροφοί του. Ο αιχμάλωτος οδηγείται στον αρχιληστή, που ορίζει το ποσό των λύτρων για την εξαγορά, ποιοι θα το φέρουν, πώς και πού.
Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας οι όμηροι θεωρούνται ιερό πράγμα και τυγχάνουν περιποίησης από τη συμμορία. Σε περίπτωση μετακίνησης συχνά του δένουν τα μάτια για να μην ξέρει πού βρίσκεται και πού πάει. Η προσκόμιση της εξαγοράς γίνεται από δαιδαλώδη δρόμο για ασφάλεια.
Οι ληστές ορίζουν όποιος θα φέρει την εξαγορά να ακολουθήσει για ώρα μια συγκεκριμένη διαδρομή πολλών χιλιομέτρων και δύσβατη. Σε κάποιο άγνωστο σημείο θα βγουν και θα πάρουν τα λύτρα. Άλλοτε πάλι διατάσσουν τους συγγενείς να αφήσουν τα χρήματα σε κάποιο δύσβατο σημείο και να εξαφανιστούν.
Με την είσπραξη των λύτρων ο όμηρος αφήνεται ελεύθερος. Σε αυτό το θέμα ο λόγος τους είναι συμβόλαιο. Αν δεν αποδοθεί η εξαγορά ή αν ειδοποιηθεί η Χωροφυλακή και εμφανιστεί καταδιωκτικό απόσπασμα, ο κρατούμενος κατακρεουργείται.
ΤΟ ΤΈΛΟΣ ΤΗΣ ΣΥΜΜΟΡIΑΣ ΤΟΥ
Ο Γιαγκούλας αποκεφαλίζεται για την αρπαγή εξαδέλφων
Η απαγωγή δύο νεαρών εξαδέλφων σήμανε το τέλος για τη συμμορία του Φώτη Γιαγκούλα, του ληστή που έδρασε τα χρόνια του Μεσοπολέμου.
Ήταν ο μικρός Μήτσος Ράπτης και ο μεγαλύτερος Νίκος, φοιτητής της Ιατρικής, που οι ληστές είχαν αιχμαλωτίσει. Τους οδήγησαν στο λημέρι τους στον Όλυμπο, δεκατέσσερις ώρες δρόμο με τα πόδια από την Κατερίνη και οκτώ από τη Βροντού, στη θέση Κόκαλα, πάνω από τη Κλεφτόβρυση.
Ο Γιαγκούλας είχε συντροφιά άλλους τρεις ληστές: τους αδελφούς Πάντο και Λεωνίδα Μπαμπάνη, και τον εξάδελφό τους, Κ;vστα Τσαμήτα. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1925, ημέρα Κυριακή, τους εντόπισε ένα απόσπασμα, αποτελούμενο από είκοσι τέσσερις χωροφύλακες και πέντε καλά εκπαιδευμένους αγροφύλακες, που τους συνόδευε ως οδηγός ένας κτηνοτρόφος.
Οι ληστές ζητούσαν για την απελευθέρωση 3.000.000 δραχμές, ποσό αστρονομικό για την εποχή.
Οι άνδρες του αποσπάσματος περικύκλωσαν τα μέλη της συμμορίας, που έτρεξαν να ταμπουρωθούν στο βάθος μιας γειτονικής ρεματιάς, που σε λίγο μεταβλήθηκε σε κόλαση φωτιάς.
Μέσα στον ορυμαγδό της μάχης, τα δύο ξαδέλφια προσπαθούν να λουφάξουν πίσω από βράχια και να μείνουν αλώβητα από τις σφαίρες. Ο Γιαγκούλας δεν θα αργήσει να πέσει νεκρός από τις σφαίρες των χωροφυλάκων. Είχε προηγηθεί ο Τσαμήτας. Μία ώρα αργότερα θα ακολουθήσει ο Πάντος Μπαμπάνης.
Ο τελευταίος επιζών, Λεωνίδας Μπαμπάνης, δολοφονεί εν ψυχρώ τον Μήτσο Ράπτη, ένα παλικαράκι 12 χρόνων. Ο άλλος όμηρος, σε μια απελπισμένη προσπάθεια για τη σωτηρία του, ορμά πάνω στον σφαγέα και καταφέρνει να τον αφοπλίσει Τα κεφάλια και των αδελφών Μπαμπάνη θα εκτεθούν σε δημόσια θέα στην Κατερίνη.
Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥΣ
Οι μετρ των απαγωγών «Ρετζαίοι»
Βασιλείς της Ηπείρου αποκλήθηκαν οι φοβεροί λήσταρχοι, αδελφοί Γιάννης και Θύμιος Ρέτζος. Έμειναν γνωστοί ως Ρετζαίοι. Έτσι έγραφε και η σφραγίδα που χρησιμοποιούσαν.
Ληστές έγιναν το 1917, όταν υπηρετούσαν τη στρατιωτική θητεία τους. Πληροφορήθηκαν τη δολοφονία του πατέρα τους από τρεις ζωοκλέφτες. Λιποτάκτησαν από τον στρατό και ανέβηκαν στο Ανώγι της Πρέβεζας, απ όπου ήταν η καταγωγή τους, Εντόπισαν και σκότωσαν τους φονιάδες, παίρνοντας εκδίκηση.
Έως το 1930, που συνελήφθησαν, οδηγήθηκαν στην Αθήνα, καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν, η δράση τους είχε σημαδευτεί από 47 δολοφονίες και αναρίθμητες κλοπές, ληστείες, απαγωγές για την απόδοση λύτρων.
Από τις σημαντικότερες ενέργειές τους ήταν οι απαγωγές του εμπόρου Φουρναρόπουλου (το 1920) και του υιού Παπαγιαννόπουλου (το 1923) από τις οποίες αποκόμισαν ως λύτρα μεγάλα ποσά.
Τον Νοέμβριο του 1923 αιχμαλώτισαν τον Ελιά Μαραμένου, γιο Ισραηλίτη εμπόρου στα Γιάννενα. Ζήτησαν και έλαβαν το ιλιγγιώδες ποσό των 3.000.000 δραχμών. Το παρέλαβαν οι ίδιοι, που μπήκαν ανενόχλητοι στην πόλη των Ιωαννίνων. Μάλιστα κάλεσαν και φωτογράφο και πόζαραν εν μέσω της οικογενείας του θύματος.
Η αμνηστία
Στις 14 Νοεμβρίου 1925 ο δικτάτορας Θεόδωρος Πάγκαλος εξέδωσε διάταγμα, σύμφωνα με το οποίο αμνηστεύονταν όσοι ληστές αιχμαλώτιζαν ή σκότωναν άλλον επικηρυγμένο ληστή. Οι Ρετζαίοι εκμεταλλεύτηκαν την περίσταση σκοτώνοντας τους συντρόφους τους Σιντόρη και Κοντογιώργο.
Συμπεριλήφθηκαν στα ευεργετικά μέτρα και εγκαταστάθηκαν στα Γιάννενα. Επικηρύχτηκαν με το ποσό των 2.000.000 δραχμών ύστερα από τη φονική ληστεία της χρηματαποστολής της Εθνικής Τράπεζας στη θέση Πέτρα των Ιωαννίνων. Αρχικά κατάφεραν να διαφύγουν. Στη Βουλγαρία εντοπίστηκαν από τις ελληνικές διωκτικές αρχές, συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν σιδηροδρομικά στην Αθήνα σιδηροδέσμιοι. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και εκτελέστηκαν 5 Μαρτίου 1930.
ΑΓΓΛΟΣ Ο ΕΓΚΕΦΑΛΟΣ
Η σφαγή στο Δήλεσι ρίχνει την κυβέρνηση του Ζαϊμη
Ένα συνταρακτικό γεγονός για την Ελλάδα των πρώτων μετεπαναστατικών δεκαετιών ήταν η σφαγή στο Δήλεσι. Πρόκειται για τη θανάτωση από τους λήσταρχους Αρβανιτάκηδες ομάδας Άγγλων και Ιταλών περιηγητών, κατά τον Απρίλιο του 1870 στο Δήλεσι Αττικής.
Ο αντίκτυπος που είχε στις διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στην Ελλάδα, την Αγγλία και την Ιταλία ήταν τέτοιος που οδήγησε στην πτώση της κυβέρνησης του Θρασύβουλου Ζαϊμη.
Την ομάδα των περιηγητών αποτελούσαν ο λόρδος και η λαίδη Μάνκαστερ, ο δικηγόρος Λόιντ με τη σύζυγό του και την εξάχρονη κόρη τους, ο εγγονός του κόμη Γκρέι, Φρειδερίκος, ο γραμματέας της αγγλικής πρεσβείας Εδουάρδος Χέρμπερτ, ο γραμματέας της ιταλικής πρεσβείας Αλβέρτος ντε Μπόιλ. Τους συνόδευε ένας Έλληνας ξεναγός, ονόματι Αλέξανδρος Ανεμογιάννης. Για την ασφάλειά τους ταξίδευαν μαζί και τέσσερις χωροφύλακες.
Οι ταξιδιώτες έφτασαν στον προορισμό τους, που ήταν ο Μαραθώνας, και επισκέφθηκαν το πεδίο, όπου πραγματοποιήθηκε η περίφημη μάχη του 490 π.Χ. Επιστρέφοντας στην Αθήνα και φτάνοντας στο Πικέρμι, δέχτηκαν επίθεση από συμμορία περίπου 25 ατόμων, με επικεφαλής τους αδελφούς Τάκη και Χρήστο Αρβανιτάκη.
Στη συμπλοκή σκοτώθηκαν οι δύο από τους τέσσερις χωροφύλακες. Η συμμορία, αφού λήστεψε τους ξένους επισκέπτες, τους αιχμαλώτισε και τους οδήγησε σε μια σπηλιά της Πεντέλης, που τότε ήταν πνιγμένη στα πεύκα. Κατόπιν άφησαν ελεύθερους τους δύο επιζήσαντες, αλλά βαριά τραυματισμένους χωροφύλακες, καθώς και τις γυναίκες της συντροφιάς. Τους άφησαν για να διαβιβάσουν τους όρους τους στην κυβέρνηση. Ζητούσαν το αστρονομικό για την εποχή εκείνη ποσό των 50.000 χρυσών λιρών και την παροχή αμνηστίας.
Η αγγλική πρεσβεία ζήτησε να γίνουν δεκτά τα αιτήματά τους. Ομως, ο Σκαρλάτος Σούτσος, υπουργός Στρατιωτικών, ήταν ανένδοτος.
Η απάντηση καθυστερούσε και αυτό εξόργισε τους ληστές. Η κυβέρνηση έστειλε στρατιωτικό απόσπασμα για να καταδιώξει τους κακοποιούς, οι οποίοι μαζί με τους ομήρους μετακινήθηκαν βορειότερα, προς τον Ωρωπό. Η διαπραγμάτευση για την αποχώρηση του αποσπάσματος ναυάγησε. Οι ληστές θανάτωσαν τέσσερις από τους αιχμαλώτους. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, κοντά στο χωριό Δήλεσι, σκότωσαν και δέκα στρατιώτες.
Οι ληστές κατάφεραν να διαφύγουν και συνελήφθησαν αργότερα. Καταδικάστηκαν σε θάνατο και η ποινή εκτελέστηκε με λαιμητόμο που στήθηκε στο Πεδίον του Αρεως. Στο μεταξύ ξέσπασε σάλος στην Αγγλία και το Λονδίνο χαρακτήρισε την Ελλάδα ανάξια για οποιαδήποτε υποστήριξη.
Στην ίδια τη δίκη φάνηκε ο καταχθόνιος ρόλος που η Βρετανία είχε παίξει σε βάρος της Ελλάδας. Ως εγκέφαλος της απαγωγής φωτογραφήθηκε ο Φρανκ Νόελ, ένας Αγγλος τσιφλικάς με τεράστια κτηματική περιουσία στην ελληνική επικράτεια.
Ο ΝΤΑΒΕΛΗΣ ΣΕ ΚΛΟΙΟ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΕ ΑΔΕΛΦΙΚΟ ΤΟΥ ΦΙΛΟ - ΧΩΡΟΦΥΛΑΚΑ
Σ ένα ύψωμα ανάμεσα στη Δαυλίδα και το Δίστομο, στο Ζεμενό, κοντά στο σημείο που ο Οιδίποδας είχε σκοτώσει τον Λάιο, δόθηκε στις 12 Ιουλίου 1856 μία από τις σημαντικότερες μάχες μεταξύ ληστών και καταδιωκτικών αποσπασμάτων.
Επικεφαλής της ληστρικής συμμορίας, που την αποτελούσαν 24 παράνομοι, ήταν ο Χρήστος Νταβέλης. Μαζί του μερικοί από τους πιο ξακουστούς ληστές της εποχής: Μπελούνιας, Ζαφείρης, Φουντούκης, Κουκουβίνος.
Στην Αθήνα η κυβέρνηση είχε πληροφορίες πως ο Νταβέλης θα προχωρούσε σε απαγωγή «προσώπου επισήμου» και θα εκβίαζε το κράτος για τη χορήγηση αμνηστίας, πράγμα που ήταν πάγιο αίτημα όλων ανεξαιρέτως των ληστών. Ετσι με δυνάμεις της Χωροφυλακής άσκησε πίεση στη συμμορία, που κυνηγημένη άφησε την Αττική και πέρασε στη Βοιωτία.
Το καταδιωκτικό απόσπασμα είχε τη συνδρομή έμπειρων ιχνηλατών και πολλών ντόπιων χωρικών, που είχαν επιστρατευθεί από δημάρχους. Επικεφαλής ήταν ο υπολοχαγός Ιωάννης Μέγας. Ο θρύλος θέλει αυτόν τον αξιωματικό να είναι παλιός αδελφικός φίλος του Νταβέλη και πρωτοπαλίκαρό του σε παράτολμες επιδρομές. Ομως κατάφερε και πήρε αμνηστία, οπότε πέρασε στο στρατόπεδο των διωκτών του.
Το πρωί, πριν αρχίσει η μάχη, οι ληστές ζήτησαν καταφύγιο στη Μονή Ιερουσαλήμ, κοντά στη Χαιρώνεια. Εντοπίστηκαν από τους διώκτες τους και οχυρώθηκαν στο Ζεμενό.
Πολιορκήθηκαν στενά από τους άνδρες του αποσπάσματος. Αντεξαν ώσπου τους σώθηκαν τα πυρομαχικά. Τότε ο Μέγας έδωσε το σύνθημα της εφόδου και ρίχτηκε πρώτος στα ληστρικά ταμπούρια. Τον σκότωσαν με τα γιαταγάνια τους οι έτσι κι αλλιώς ξεγραμμένοι άνδρες του Νταβέλη.
Στρατιώτες και χωρικοί είχαν ακολουθήσει τον Μέγα και μέσα σε λίγα λεπτά της ώρας εξόντωσαν τη συμμορία. Μόνο ένας κατάφερε να διαφύγει, αλλά πιάστηκε σε λίγες μέρες στην Παρνασσίδα. Το κομμένο κεφάλι του Νταβέλη εκτέθηκε στην Πλατεία Συντάγματος, στην Αθήνα.
Ο Χρήστος Νταβέλης είχε γίνει λαοφιλής την εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου (1854-1856) και της αγγλογαλλικής κατοχής σε Αθήνα - Πειραιά. Πολλοί ληστές είχαν αμνηστευτεί για να περάσουν τα σύνορα και να πολεμήσουν πλάι στους επαναστατημένους Θεσσαλούς και Ηπειρώτες. Στην Αθήνα η κυβέρνηση κρατούσε την περίφημη «άψογον στάσιν» και δεν αποτολμούσε να κηρύξει τον πόλεμο στην Τουρκία παρά το πλευρό των Ρώσων.
Μόνον ο Νταβέλης όρθωσε το ανάστημά του. Απήγαγε με τη συμμορία του τον Γάλλο υπολοχαγό Μπερτό, εισέπραξε λύτρα και τον άφησε ελεύθερο μόνον όταν οι Αγγλογάλλοι σταμάτησαν την κατοχή της Αθήνας και του Πειραιά. Πήρε τη φήμη εθνικού ήρωα σε σημείο που ο κόσμος στους δρόμους φώναζε «Ζήτω ο Νταβέλης!».
Του Θοδωρή Ρουμπάνη. Από το ΕΘΝΟΣ του Σαββάτου, 24 Ιανουαρίου 2009