Το μπουζούκι του έγινε το σήμα κατατεθέν μιας Ελλάδας που ήξερε να διασκεδάζει αυθεντικά. Στη ζωή του παρέμεινε απλός και αληθινός, ένας πραγματικός μάγκας. Και μπορεί να αλώνισε τα μεγάλα σαλόνια, αλλά δεν έπαψε ποτέ να λατρεύει δύο πράγματα: το Αιγάλεω Σίτι και τους ανθρώπους της βιοπάλης για τους οποίους έγραφε ...
Πιτσιρίκι ακόμα στο κουρείο του πατέρα του, δεν μπορούσε να αντισταθεί στην παράδοξη γοητεία που του ασκούσε εκείνο το μπουζούκι που ήταν αφημένο σε μια γωνίτσα και το οποίο κρατούσε συχνά συντροφιά στον Μιχάλη Ζαμπέτα, τον μπαρμπέρη της γειτονιάς. Πολλά χρόνια αργότερα, στην αυτοβιογραφία του, θα εκμυστηρευόταν πως οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε να διαμορφώσει μιαν αισθητική εικόνα γύρω από τη μουσική.
Κάπως έτσι, λοιπόν, ο γεννημένος στις 25 Ιανουαρίου του 1925 Γιώργος Ζαμπέτας άρχισε να κάνει τα πρώτα του ταξίδια στα τάστα του μπουζουκιού, σκαρώνοντας μελωδίες και δοκιμάζοντας αυτοσχέδιες τεχνικές. Και μέσα από αυτή την ενασχόληση θα φτάσει, στα επτά του χρόνια, να κερδίσει το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της πρώτης δημοτικού, παίζοντας μια δική του υποτυπώδη σύνθεση σε έναν σχολικό διαγωνισμό. Στο σπίτι, βέβαια, οι αντιδράσεις δεν ήταν αμελητέες. Το μπουζούκι, εξάλλου, έμοιαζε ακόμα ριζωμένο στο περιθώριο και η μητέρα του Γιώργου, η κυρα-Μαρίκα, ανιψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής, δεν συμμεριζόταν απόλυτα την κλίση του παιδιού.
Τίποτα, όμως, δεν φαινόταν ικανό να αντιστρέψει τη μοίρα. Όταν, το 1938, ο Ζαμπέτας γνώρισε τον Βασίλη Τσιτσάνη, συνειδητοποίησε ότι ήταν γεννημένος για να ζήσει ως καλλιτέχνης. Δύο χρόνια αργότερα η οικογένεια μετακόμισε στο Αιγάλεω και το γεγονός αυτό έπαιξε έναν ακόμα ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Διότι από τη στιγμή εκείνη, απέκτησε έναν άρρηκτο δεσμό με την πόλη, που τον ώθησε στο να εμπνευστεί για λογαριασμό της κι ένα διαχρονικό προσωνύμιο: όταν τον ρωτούσαν πού μένει κατά τη διάρκεια μιας κατοπινής περιοδείας του στη Βρετανία, εκείνος έλεγε και ξαναέλεγε «Σίτι», ώσπου το Αιγάλεω μετονομάστηκε, μέσα από τα λόγια του, σε «Αιγάλεω Σίτι». Στο Αιγάλεω ήταν, λοιπόν, που έκανε τα πρώτα του σοβαρά καλλιτεχνικά βήματα. Μεσούσης της Κατοχής, εκεί γύρω στο 1942-43, υπό συνθήκες πλήρους ανέχειας, δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα. Κι ενώ ο ουρανός έμοιαζε λασπωμένος από γκρίζα σύννεφα, τέσσερις νεαροί, τρεις κιθαρίστες κι εκείνος με το μπουζουκάκι του, τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια κάτω από μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα.
Τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τα έγραψε στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Ηταν, μεταξύ άλλων, το «Σαν σήμερα, σαν σήμερα...», που το είπε ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, το «Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω» (Στέλιος Καζαντζίδης), το «Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα» (Μανώλης Καναρίδης), το «Να πας να πεις στη μάνα μου» (Πόλυ Πάνου). Το ταλέντο ήταν έκδηλο από τότε. Έλειπε μονάχα η προσωπική σφραγίδα, το στοιχείο εκείνο που θα τον διαφοροποιούσε από όλους τους άλλους.
Ο Ζαμπέτας δούλευε ακατάπαυστα, έπαιζε από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί, και μέσα από αναρίθμητες εργατο-ώρες, οι οποίες περιλάμβαναν πρόβες, δοκιμές, γραψίματα, ακόμα και εξάσκηση, κατόρθωσε μέσα σε πολύ λίγα χρόνια να υιοθετήσει ένα ιδιαίτερο προσωπικό στυλ, που θα τον καθιέρωνε ως μοναδικό σόουμαν στον χώρο. Πηγαίος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, αλλά και μάγκας, αποκριθείς κάποτε σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίς, απάντησε: «Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια». Ωστόσο, η επιτυχία δεν τον άλλαξε ως άνθρωπο. Παρέμεινε αυθεντικός και ειλικρινής, αφοσιωμένος στις γειτονιές του Αιγάλεω Σίτι και απόλυτα απλός. Ένας καλλιτέχνης που, από τις αρχές του εξήντα, και ενώ ήταν ήδη σολίστ στις συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι, άρχισε να μεσουρανεί τόσο στα κέντρα όσο και στους καταλόγους επιτυχιών, με τραγούδια όπως «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά», «Μάλιστα κύριε», «Ο πιο καλός ο μαθητής» και άλλα. Τότε ήταν που τον ανακάλυψε και η κοσμική Αθήνα, και κάθε βράδυ, στα μαγαζιά όπου εμφανιζόταν, γινόταν το αδιαχώρητο. Στα πρώτα τραπέζια μπορούσες να δεις τον Αριστοτέλη Ωνάση, διάσημους ηθοποιούς της εποχής, ανθρώπους κάθε πάστας.
Ο ίδιος, όμως, δεν έπαψε ποτέ να τραγουδάει κυρίως για τους απλούς, τους μπεσαλήδες, τους μεροκαματιάρηδες που μπορεί να μην ήταν πλούσιοι σε δόξα ή σε χρήμα, αλλά είχαν πλεόνασμα σε φιλότιμο. Και μέσα από αυτούς, έγραψε ύμνους για τη ζωή, ύμνους που λατρεύτηκαν και έμειναν διαχρονικοί, ύμνους που ανέδειξαν μια ολόκληρη νέα φουρνιά μεγάλων τραγουδιστών, από τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Μαρινέλλα και τη Βίκυ Μοσχολιού, μέχρι τον Σταμάτη Κόκοτα, τη Δούκισσα και, αργότερα, τον Δημήτρη Μητροπάνο. Ήταν όλα τους παιδιά του. Και συνέδεσαν το ξεκίνημά τους με τις μελωδίες του.
Την ίδια εποχή, ήρθαν και οι ταινίες. Όπου ο Ζαμπέτας εμφανίζεται επί σκηνής και παίζει για τον Κωνσταντάρα, τον Ηλιόπουλο, την Καρέζη, τον Μπάρκουλη και τους άλλους ήρωες της εποχής. Εμφανίστηκε, μεταξύ άλλων, στα «Κόκκινα Φανάρια» και στη «Λόλα», ενώ δρασκέλισε και το σανίδι του θεάτρου, παίζοντας στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου. Και παράλληλα, συμπράττοντας καλλιτεχνικά με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου, συνεχίζει να γράφει μερικά από τα πιο σημαντικά τραγούδια του λαϊκού πενταγράμμου. Οι περισσότερες από τις μελωδίες του στηρίζονται στον μακρινό απόηχο της αθηναϊκής καντάδας, από τα χρόνια της Κατοχής, αλλά δίνουν και το στίγμα ενός δυτικότροπου συνθέτη που είναι εντελώς λαϊκός όχι μόνο για τους ρυθμούς που επιλέγει στα τραγούδια του, αλλά και για τη γνησιότητά του: ανάλαφρος και λυρικός έχει ύφος ευδιάκριτο, το οποίο ενισχύεται και από τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει ο ίδιος στο μπουζούκι τη μουσική του.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του είναι οι εισαγωγές των τραγουδιών του: μελωδικές και ευρηματικές κάνουν μπαμ από χιλιόμετρα ότι είναι δικές του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ακόμα και ο Μάνος Χατζιδάκις ζήτησε τη βοήθειά του για την εισαγωγή κάποιας νέας σύνθεσης. Πάντως, το απόγειο της δόξας του, όπως ισχυρίζονται οι περισσότεροι, ήρθε με το «Σταλιά-σταλιά», το 1967. Το τραγούδι ήταν να το ερμηνεύσει η Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία «Το κορίτσι του λούνα-παρκ». Τα υπόλοιπα τα αφηγείται ο ίδιος ο Ζαμπέτας στις σελίδες της αυτοβιογραφίας του: «Στο Λονδίνο το έφτιαξα το Σταλιά-σταλιά. Είναι η εποχή ακριβώς που η Μαρινέλλα έχει φύγει από την ODEON και έχει έρθει κι αυτή στην εταιρεία που τότε γραμμοφωνούσα τα περισσότερα, στην PHILIPS. Και τότε είναι που γίνεται και... το σκηνικό. Μες στο ’67 ο Καραγιάννης κάνει ταινία για τη Βουγιουκλάκη. Και με φωνάζει ο Καραγιάννης, γουστάριζε και η Βουγιουκλάκη, για να γράψω. Έχουμε τελειώσει το τραγούδι, έχουμε γράψει τα όργανα και είναι μόνο να τα τραγουδήσει η Βουγιουκλάκη. Εκείνη τη μέρα είχε έρθει εκεί και ο Σπύρος ο Ράλλης, της εταιρείας μου, μαζί με τη Μαρινέλλα, δεν ξέρω τι δουλειά είχανε να κάνουν και κάθονταν μέσα κι ακούγανε τι παίζουμε εμείς. Μπαίνοντας μέσα η Αλίκη, γεια σας λέει. Γεια σου Αλικάκι, της λέω, σου έχω εδώ ένα πράμα μέλι, θα τρελαθείς αν πεις αυτό το τραγούδι, το καλύτερο τραγούδι που έχω γράψει ποτέ μου! Για να τ’ ακούσω λέει, για να τ’ ακούσω. Και της το παίζω. Και γυρνάει και μου λέει... Τι μου λέει! Αυτό θα το πω εγώ; Αυτό να το δώσεις να το πει ο Καζαντζίδης... Κοκάλωσα, κόντεψε να μου πέσει κάτω το μπουζουκάκι μου. Στο μεταξύ, κάνει η Βουγιουκλάκη αυτά που είχε να κάνει με τον Καραγιάννη και φεύγει. Εμείς τελειώναμε, ήμασταν έτοιμοι, τα μαζεύαμε κι έρχεται η Μαρινέλλα από μέσα. Ερχεται και μου λέει στ’ αυτί, μανίτσα, να το πω εγώ αυτό το τραγούδι; Εγώ επειδή την αγαπούσα κι επειδή είχαμε πολλά χρόνια παρτίδες μαζί, της λέω: Ο,τι γουστάρει η Κικίτσα. Αλλά η ώρα είχε πάει 3.30 και ήμουν στο στούντιο από τις 9 το πρωί και το βράδυ δούλευα. Επρεπε να ξεκουραστώ λίγο. Και της λέω: Μπείτε μέσα και πες το όπως θέλεις εσύ, εγώ φεύγω, πάω σπίτι και όταν τελειώσετε, πάρτε με τηλέφωνο να μου το βάλετε να το ακούσω κι εγώ. Καλή επιτυχία, γεια σας, γεια σου κι έφυγα... Πήγα σπίτι, μέχρι να τσιμπήσω, δεν περνάει πολλή ώρα, χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει: Τελειώσαμε. Μου το βάζουν να το ακούσω και ακούω και πάγωσα. Μπράβο, ρε Μαρινέλλα, λέω, μπράβο! Πώς το είχε τραγουδήσει έτσι, πόσο γλυκά το είπε, τι ψυχούλα που έβαλε...»
Όταν οι εποχές αλλάζουν...
Τα δύσκολα χρόνια για τον Ζαμπέτα ήταν κατά τη δεκαετία του ’80, τότε που το είδος το οποίο υπηρετούσε διένυε τροχιά παρακμής. Ακόμα και στις συνεργασίες του αντιμετώπιζε προβλήματα, αφού η ίδια η εποχή δεν αναγνώριζε τις αξίες του παρελθόντος. Ωστόσο, από το ’90 και μετά, οι δισκογραφικές εταιρείες και τα ΜΜΕ άρχισαν να τον «ανακαλύπτουν» και πάλι, με αποτέλεσμα τα τραγούδια του να γνωρίσουν νέα άνθηση στις προτιμήσεις των ακροατών. Δυστυχώς, δεν έμελλε να απολαύσει για πολύ αυτό το γύρισμα της μοίρας: έπειτα από πολύμηνη ασθένεια, άφησε την τελευταία του πνοή στο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992, σε ηλικία 67 ετών. Ιδού, όμως, και μια μοιραία σύμπτωση: κατά την ίδια ημερομηνία απεβίωσε το 2008 και ο γιος του Μιχάλης.
Γεννημένος για διεθνή καριέρα
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι ο εάν ο Ζαμπέτας δεν είχε γεννηθεί στη «μικρή Ελλάδα» θα μεσουρανούσε σε ευρεία διεθνή κλίμακα. Ενας από αυτούς είναι και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού», έχει πει. «Ως μπουζουξής ήταν ο καλύτερος από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σόουμαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!»
Διαβάστε στην Wikipedia την βιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα.
Πιτσιρίκι ακόμα στο κουρείο του πατέρα του, δεν μπορούσε να αντισταθεί στην παράδοξη γοητεία που του ασκούσε εκείνο το μπουζούκι που ήταν αφημένο σε μια γωνίτσα και το οποίο κρατούσε συχνά συντροφιά στον Μιχάλη Ζαμπέτα, τον μπαρμπέρη της γειτονιάς. Πολλά χρόνια αργότερα, στην αυτοβιογραφία του, θα εκμυστηρευόταν πως οτιδήποτε στη φύση παρήγε ήχο, τον συνάρπαζε και τον βοηθούσε να διαμορφώσει μιαν αισθητική εικόνα γύρω από τη μουσική.
Κάπως έτσι, λοιπόν, ο γεννημένος στις 25 Ιανουαρίου του 1925 Γιώργος Ζαμπέτας άρχισε να κάνει τα πρώτα του ταξίδια στα τάστα του μπουζουκιού, σκαρώνοντας μελωδίες και δοκιμάζοντας αυτοσχέδιες τεχνικές. Και μέσα από αυτή την ενασχόληση θα φτάσει, στα επτά του χρόνια, να κερδίσει το πρώτο του βραβείο, ως μαθητής της πρώτης δημοτικού, παίζοντας μια δική του υποτυπώδη σύνθεση σε έναν σχολικό διαγωνισμό. Στο σπίτι, βέβαια, οι αντιδράσεις δεν ήταν αμελητέες. Το μπουζούκι, εξάλλου, έμοιαζε ακόμα ριζωμένο στο περιθώριο και η μητέρα του Γιώργου, η κυρα-Μαρίκα, ανιψιά γνωστού βαρύτονου της εποχής, δεν συμμεριζόταν απόλυτα την κλίση του παιδιού.
Τίποτα, όμως, δεν φαινόταν ικανό να αντιστρέψει τη μοίρα. Όταν, το 1938, ο Ζαμπέτας γνώρισε τον Βασίλη Τσιτσάνη, συνειδητοποίησε ότι ήταν γεννημένος για να ζήσει ως καλλιτέχνης. Δύο χρόνια αργότερα η οικογένεια μετακόμισε στο Αιγάλεω και το γεγονός αυτό έπαιξε έναν ακόμα ρόλο στη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του. Διότι από τη στιγμή εκείνη, απέκτησε έναν άρρηκτο δεσμό με την πόλη, που τον ώθησε στο να εμπνευστεί για λογαριασμό της κι ένα διαχρονικό προσωνύμιο: όταν τον ρωτούσαν πού μένει κατά τη διάρκεια μιας κατοπινής περιοδείας του στη Βρετανία, εκείνος έλεγε και ξαναέλεγε «Σίτι», ώσπου το Αιγάλεω μετονομάστηκε, μέσα από τα λόγια του, σε «Αιγάλεω Σίτι». Στο Αιγάλεω ήταν, λοιπόν, που έκανε τα πρώτα του σοβαρά καλλιτεχνικά βήματα. Μεσούσης της Κατοχής, εκεί γύρω στο 1942-43, υπό συνθήκες πλήρους ανέχειας, δημιούργησε το πρώτο του συγκρότημα. Κι ενώ ο ουρανός έμοιαζε λασπωμένος από γκρίζα σύννεφα, τέσσερις νεαροί, τρεις κιθαρίστες κι εκείνος με το μπουζουκάκι του, τραγουδούσαν καντάδες στα κορίτσια κάτω από μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα.
Τα πρώτα του γνήσια ρεμπέτικα τα έγραψε στις αρχές της δεκαετίας του ’50. Ηταν, μεταξύ άλλων, το «Σαν σήμερα, σαν σήμερα...», που το είπε ο Πρόδρομος Τσαουσάκης, το «Βαθειά στη θάλασσα θα πέσω» (Στέλιος Καζαντζίδης), το «Όταν θα λάβεις αυτό το γράμμα» (Μανώλης Καναρίδης), το «Να πας να πεις στη μάνα μου» (Πόλυ Πάνου). Το ταλέντο ήταν έκδηλο από τότε. Έλειπε μονάχα η προσωπική σφραγίδα, το στοιχείο εκείνο που θα τον διαφοροποιούσε από όλους τους άλλους.
Ο Ζαμπέτας δούλευε ακατάπαυστα, έπαιζε από το πρωί μέχρι το άλλο πρωί, και μέσα από αναρίθμητες εργατο-ώρες, οι οποίες περιλάμβαναν πρόβες, δοκιμές, γραψίματα, ακόμα και εξάσκηση, κατόρθωσε μέσα σε πολύ λίγα χρόνια να υιοθετήσει ένα ιδιαίτερο προσωπικό στυλ, που θα τον καθιέρωνε ως μοναδικό σόουμαν στον χώρο. Πηγαίος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, αλλά και μάγκας, αποκριθείς κάποτε σε ερώτηση δημοσιογράφου για τη σχέση του με το χασίς, απάντησε: «Αν έχω φουμάρει χασίσι; Λιβααααάδια». Ωστόσο, η επιτυχία δεν τον άλλαξε ως άνθρωπο. Παρέμεινε αυθεντικός και ειλικρινής, αφοσιωμένος στις γειτονιές του Αιγάλεω Σίτι και απόλυτα απλός. Ένας καλλιτέχνης που, από τις αρχές του εξήντα, και ενώ ήταν ήδη σολίστ στις συνθέσεις του Μάνου Χατζιδάκι, άρχισε να μεσουρανεί τόσο στα κέντρα όσο και στους καταλόγους επιτυχιών, με τραγούδια όπως «Πατέρα κάτσε φρόνιμα», «Ρωμιός αγάπησε Ρωμιά», «Μάλιστα κύριε», «Ο πιο καλός ο μαθητής» και άλλα. Τότε ήταν που τον ανακάλυψε και η κοσμική Αθήνα, και κάθε βράδυ, στα μαγαζιά όπου εμφανιζόταν, γινόταν το αδιαχώρητο. Στα πρώτα τραπέζια μπορούσες να δεις τον Αριστοτέλη Ωνάση, διάσημους ηθοποιούς της εποχής, ανθρώπους κάθε πάστας.
Ο ίδιος, όμως, δεν έπαψε ποτέ να τραγουδάει κυρίως για τους απλούς, τους μπεσαλήδες, τους μεροκαματιάρηδες που μπορεί να μην ήταν πλούσιοι σε δόξα ή σε χρήμα, αλλά είχαν πλεόνασμα σε φιλότιμο. Και μέσα από αυτούς, έγραψε ύμνους για τη ζωή, ύμνους που λατρεύτηκαν και έμειναν διαχρονικοί, ύμνους που ανέδειξαν μια ολόκληρη νέα φουρνιά μεγάλων τραγουδιστών, από τον Τόλη Βοσκόπουλο, τη Μαρινέλλα και τη Βίκυ Μοσχολιού, μέχρι τον Σταμάτη Κόκοτα, τη Δούκισσα και, αργότερα, τον Δημήτρη Μητροπάνο. Ήταν όλα τους παιδιά του. Και συνέδεσαν το ξεκίνημά τους με τις μελωδίες του.
Την ίδια εποχή, ήρθαν και οι ταινίες. Όπου ο Ζαμπέτας εμφανίζεται επί σκηνής και παίζει για τον Κωνσταντάρα, τον Ηλιόπουλο, την Καρέζη, τον Μπάρκουλη και τους άλλους ήρωες της εποχής. Εμφανίστηκε, μεταξύ άλλων, στα «Κόκκινα Φανάρια» και στη «Λόλα», ενώ δρασκέλισε και το σανίδι του θεάτρου, παίζοντας στην «Οδό Ονείρων» του Μάνου. Και παράλληλα, συμπράττοντας καλλιτεχνικά με τον ποιητή Δημήτρη Χριστοδούλου, συνεχίζει να γράφει μερικά από τα πιο σημαντικά τραγούδια του λαϊκού πενταγράμμου. Οι περισσότερες από τις μελωδίες του στηρίζονται στον μακρινό απόηχο της αθηναϊκής καντάδας, από τα χρόνια της Κατοχής, αλλά δίνουν και το στίγμα ενός δυτικότροπου συνθέτη που είναι εντελώς λαϊκός όχι μόνο για τους ρυθμούς που επιλέγει στα τραγούδια του, αλλά και για τη γνησιότητά του: ανάλαφρος και λυρικός έχει ύφος ευδιάκριτο, το οποίο ενισχύεται και από τον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύει ο ίδιος στο μπουζούκι τη μουσική του.
Ένα άλλο χαρακτηριστικό στοιχείο της ιδιοσυγκρασίας του είναι οι εισαγωγές των τραγουδιών του: μελωδικές και ευρηματικές κάνουν μπαμ από χιλιόμετρα ότι είναι δικές του. Δεν ήταν λίγες οι φορές που ακόμα και ο Μάνος Χατζιδάκις ζήτησε τη βοήθειά του για την εισαγωγή κάποιας νέας σύνθεσης. Πάντως, το απόγειο της δόξας του, όπως ισχυρίζονται οι περισσότεροι, ήρθε με το «Σταλιά-σταλιά», το 1967. Το τραγούδι ήταν να το ερμηνεύσει η Αλίκη Βουγιουκλάκη στην ταινία «Το κορίτσι του λούνα-παρκ». Τα υπόλοιπα τα αφηγείται ο ίδιος ο Ζαμπέτας στις σελίδες της αυτοβιογραφίας του: «Στο Λονδίνο το έφτιαξα το Σταλιά-σταλιά. Είναι η εποχή ακριβώς που η Μαρινέλλα έχει φύγει από την ODEON και έχει έρθει κι αυτή στην εταιρεία που τότε γραμμοφωνούσα τα περισσότερα, στην PHILIPS. Και τότε είναι που γίνεται και... το σκηνικό. Μες στο ’67 ο Καραγιάννης κάνει ταινία για τη Βουγιουκλάκη. Και με φωνάζει ο Καραγιάννης, γουστάριζε και η Βουγιουκλάκη, για να γράψω. Έχουμε τελειώσει το τραγούδι, έχουμε γράψει τα όργανα και είναι μόνο να τα τραγουδήσει η Βουγιουκλάκη. Εκείνη τη μέρα είχε έρθει εκεί και ο Σπύρος ο Ράλλης, της εταιρείας μου, μαζί με τη Μαρινέλλα, δεν ξέρω τι δουλειά είχανε να κάνουν και κάθονταν μέσα κι ακούγανε τι παίζουμε εμείς. Μπαίνοντας μέσα η Αλίκη, γεια σας λέει. Γεια σου Αλικάκι, της λέω, σου έχω εδώ ένα πράμα μέλι, θα τρελαθείς αν πεις αυτό το τραγούδι, το καλύτερο τραγούδι που έχω γράψει ποτέ μου! Για να τ’ ακούσω λέει, για να τ’ ακούσω. Και της το παίζω. Και γυρνάει και μου λέει... Τι μου λέει! Αυτό θα το πω εγώ; Αυτό να το δώσεις να το πει ο Καζαντζίδης... Κοκάλωσα, κόντεψε να μου πέσει κάτω το μπουζουκάκι μου. Στο μεταξύ, κάνει η Βουγιουκλάκη αυτά που είχε να κάνει με τον Καραγιάννη και φεύγει. Εμείς τελειώναμε, ήμασταν έτοιμοι, τα μαζεύαμε κι έρχεται η Μαρινέλλα από μέσα. Ερχεται και μου λέει στ’ αυτί, μανίτσα, να το πω εγώ αυτό το τραγούδι; Εγώ επειδή την αγαπούσα κι επειδή είχαμε πολλά χρόνια παρτίδες μαζί, της λέω: Ο,τι γουστάρει η Κικίτσα. Αλλά η ώρα είχε πάει 3.30 και ήμουν στο στούντιο από τις 9 το πρωί και το βράδυ δούλευα. Επρεπε να ξεκουραστώ λίγο. Και της λέω: Μπείτε μέσα και πες το όπως θέλεις εσύ, εγώ φεύγω, πάω σπίτι και όταν τελειώσετε, πάρτε με τηλέφωνο να μου το βάλετε να το ακούσω κι εγώ. Καλή επιτυχία, γεια σας, γεια σου κι έφυγα... Πήγα σπίτι, μέχρι να τσιμπήσω, δεν περνάει πολλή ώρα, χτυπάει το τηλέφωνο και μου λέει: Τελειώσαμε. Μου το βάζουν να το ακούσω και ακούω και πάγωσα. Μπράβο, ρε Μαρινέλλα, λέω, μπράβο! Πώς το είχε τραγουδήσει έτσι, πόσο γλυκά το είπε, τι ψυχούλα που έβαλε...»
Όταν οι εποχές αλλάζουν...
Τα δύσκολα χρόνια για τον Ζαμπέτα ήταν κατά τη δεκαετία του ’80, τότε που το είδος το οποίο υπηρετούσε διένυε τροχιά παρακμής. Ακόμα και στις συνεργασίες του αντιμετώπιζε προβλήματα, αφού η ίδια η εποχή δεν αναγνώριζε τις αξίες του παρελθόντος. Ωστόσο, από το ’90 και μετά, οι δισκογραφικές εταιρείες και τα ΜΜΕ άρχισαν να τον «ανακαλύπτουν» και πάλι, με αποτέλεσμα τα τραγούδια του να γνωρίσουν νέα άνθηση στις προτιμήσεις των ακροατών. Δυστυχώς, δεν έμελλε να απολαύσει για πολύ αυτό το γύρισμα της μοίρας: έπειτα από πολύμηνη ασθένεια, άφησε την τελευταία του πνοή στο «Σωτηρία», στις 10 Μαρτίου του 1992, σε ηλικία 67 ετών. Ιδού, όμως, και μια μοιραία σύμπτωση: κατά την ίδια ημερομηνία απεβίωσε το 2008 και ο γιος του Μιχάλης.
Γεννημένος για διεθνή καριέρα
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι ο εάν ο Ζαμπέτας δεν είχε γεννηθεί στη «μικρή Ελλάδα» θα μεσουρανούσε σε ευρεία διεθνή κλίμακα. Ενας από αυτούς είναι και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος. «Ως συνθέτης χωράει μέσα στην πρώτη δεκάδα των μεγάλων μορφών του ρεμπέτικου και λαϊκού μας τραγουδιού», έχει πει. «Ως μπουζουξής ήταν ο καλύτερος από την άποψη του προσωπικού ήχου, αλλά σαν σόουμαν ήταν μοναδικός. Ένας καλλιτέχνης που αν είχε γεννηθεί στην Αμερική θα πρωταγωνιστούσε, πιθανότατα, στην παγκόσμια σκηνή!»
Διαβάστε στην Wikipedia την βιογραφία του Γιώργου Ζαμπέτα.
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 335, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 27 Ιουλίου 2008.