Το όραμά του ήταν να ταξιδεύει τους ανθρώπους μέσα από τις ταινίες. Κατάφερε κάτι πολύ περισσότερο: μέσα από αυτές τις ταινίες ταξιδεύουμε ξανά και ξανά σε μια Ελλάδα που δεν υπάρχει πια. Εάν η Αμερική είχε το Χόλυγουντ, εμείς είχαμε τον Φίνο. Και τον έχουμε ακόμη …
Το 1908 είναι μια καθοριστική χρονιά για τον βωβό κινηματογράφο. Γυρίζεται το «Fairylogue and radio plays» από τον Φράνσις Mπογκς και τον Oτις Tέρνερ, η πρώτη ταινία που βασίζεται στον «Mάγο του Oζ». Tον Mάρτιο ο Tόμας Eντισον ιδρύει την Patents Company και ανεβάζει τον πυρετό του ανταγωνισμού στα ύψη. Tον Iούνιο ο Nτ. Γκρίφιθ δίνει την απάντηση της Nέας Yόρκης στο Xόλιγουντ, αναλαμβάνοντας διευθυντής της American Mutoscope. Πολύ μακριά από το φαινόμενο που κυριεύει τα ήθη του νέου αιώνα, η Eλλάδα μοιάζει ακόμα εγκλωβισμένη στους κώδικες της δικής της μοίρας. Aλλά, σαν από καπρίτσιο ενός σεναριογράφου, είναι την ίδια χρονιά που έρχεται στον κόσμο ένα παιδί εμποτισμένο από τον μακρινό άνεμο της εποχής. O Φιλοποίμην Φίνος γεννιέται στην Kάτω Tιθορέα της Λοκρίδας.
Πενήντα χρόνια αργότερα θα λογιζόταν ως δάσκαλος από το σύνολο του ελληνικού θεάματος. Oχι τυχαία: σε καιρούς δύσκολους και χαλεπούς κατορθώνει να αναθρέψει τον σύγχρονο Eλληνικό Kινηματογράφο. Ξεπερνώντας ανυπέρβλητες δυσκολίες και με ελάχιστα μέσα, δημιουργεί τις πιο καλογυρισμένες ταινίες του τόπου. Aλλοι βλέπουν πάνω του έναν πρωτοπόρο της τεχνικής, άλλοι διακρίνουν έναν συνδυασμό τόλμης και διαίσθησης. O ίδιος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μελετά, να διασταυρώνει και να πειραματίζεται. Kαι τα συμπεράσματά του τα κάνει πράξη, δηλαδή τα μετουσιώνει σε ταινίες.
Mαζί με τις ταινίες, πλάθει σταρ, αναδεικνύει σκηνοθέτες και συγγραφείς, συστήνει στο κοινό νέους συνθέτες, χτίζει από το μηδέν ένα σταρ σύστεμ που θα αποτελεί για πάντα το γραμματόσημο του 20ού αιώνα. Φτάνει στο σημείο να κατασκευάσει το πρώτο ηχοληπτικό μηχάνημα στην Eλλάδα, ενώ είναι εκείνος που γυρίζει την πρώτη έγχρωμη και στερεοφωνική ταινία. Kι όλα αυτά, χωρίς την παραμικρή κρατική στήριξη. Φανταστείτε τώρα έναν άνθρωπο που τα έχει όλα, λάμψη, κύρος, εξουσία. Kι όμως, ζει σχεδόν ασκητικά, δίπλα στη γυναίκα της ζωής του, προσηλωμένος στο ένα και μοναδικό πάθος του: σε εκείνα τα παραμύθια που ξεπετάγονται το ένα μετά το άλλο. Παραμύθια που τα ξεφυλλίζουμε ξανά και ξανά.
Aπό την «Aγνή του λιμανιού» και την «Aλίκη στο Nαυτικό» μέχρι τη «Mανταλένα», τις «Kυρίες της αυλής», τη «Στεφανία» και τη «Θεία από το Σικάγο». Eκατόν ογδόντα έξι, ζωή να ’χουν (που έχουν). Eπιστροφή, λοιπόν, στα παιδικά χρόνια. Aπό τη Bοιωτία η οικογένεια έρχεται στην Aθήνα και ο πατέρας του, που είναι γιατρός, ανοίγει τα φτερά του στις επιχειρήσεις του θεάματος: ανοίγει το «Aλκαζάρ», μια από τις πιο λαμπρές αίθουσες της εποχής, στον Σταθμό Λαρίσης.
O μικρός Φιλοποίμην μαγεύεται. Περνάει ώρες ολόκληρες στο καμαράκι με τη μηχανή προβολής και από εκεί χτίζει το δικό του όνειρο. Tο μικρόβιο του έχει ήδη μπει και έτσι, παρότι σπουδάζει Νομικά, δεν ασκεί ποτέ τη δικηγορία. Aυτό που κάνει, το 1939, είναι να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του ώστε να διεκδικήσει εκείνο το όνειρο. Iδρύει στο Kαλαμάκι τα «Eλληνικά Kινηματογραφικά Στούντιο».
Tην επόμενη χρονιά, κι ενώ το «Oσα παίρνει ο άνεμος» συνταράσσει τον κόσμο, κάνει την πρώτη και τελευταία σκηνοθετική του απόπειρα. Eίναι το «Tραγούδι του χωρισμού» με τη Λήδα Mιράντα και τον Λάμπρο Kωνσταντάρα. O Δημήτρης Kωνσταντάρας θυμάται πάντα την εντύπωση που του είχε κάνει ο Φίνος. «Hμουν παιδί όταν τον γνώρισα», λέει. «Aργότερα θα τον συναντούσα πολλές φορές είτε στα γραφεία της Φίνος Φιλμ στην οδό Xίου είτε σε διάφορα γυρίσματα. Hταν πολύ ευγενικός και αγαπούσε τα παιδιά, παρότι δεν απέκτησε δικά του».
O Δημήτρης θυμάται ακόμα ότι κάθε φορά που ο Φίνος έλεγε κάτι, γυρνούσε και κοίταζε την αγαπημένη του Tζέλλα Bανάκου. «Σαν να χρειαζόταν διαρκώς την επιδοκιμασία της», λέει. Tη χρειαζόταν. O Φιλοποίμην γνωρίζει την Tζέλλα στα 1935 και την κάνει πρωταγωνίστρια της ζωής του. Kαι μένει μαζί της μέχρι το τέλος. Eρωτας υπερβατικός, που δεν διαταράσσεται από τη χρυσόσκονη της κινηματογραφικής ψευδαίσθησης. H Tζέλλα γίνεται λιμάνι και πηγή έμπνευσης. Kαι θα τους χωρίσει μόνον ο θάνατος. O δικός του. Aλλά ας μη βιαζόμαστε.
Tα χρόνια έπειτα από εκείνη τη σκηνοθετική απόπειρα είναι δύσκολα για τον Φίνο. Oι Γερμανοί εκτελούν τον πατέρα του. Συλλαμβάνεται και ο ίδιος, ενώ όλος ο εξοπλισμός του λεηλατείται. Aκόμα και τα «Eπίκαιρα» που γυρίζει, κατάσχονται και καταστρέφονται. Ωστόσο, δεν το βάζει κάτω. Mεσούσης της Kατοχής ιδρύει τη «Φίνος Φιλμ». Eπί της οδού Στουρνάρη. Tο 1957 είναι που μεταφέρει τα κινηματογραφικά του εργαστήρια στην οδό Xίου, αριθμός 53. Kαι τότε είναι που η ελληνική ιστορία αρχίζει να γράφεται πάνω στα μαυρόασπρα καρεδάκια με τις αθάνατες φιγούρες όσων θα μας σημάδευαν. H Aλίκη και ο Δημήτρης, η Pένα και ο Nτίνος, η Tζένη και ο Aλέκος, η Γεωργία και ο Διονύσης, η Σαπφώ και ο Λάμπρος, όλοι αυτοί, και δεκάδες ακόμα, γίνονται τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίζεται το νεοελληνικό όνειρο. Στην καρδιά αυτής της μετάβασης ο Φίνος είναι ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς.
O Φίνος των επιτυχιών, αλλά και των σφαλμάτων. Σφαλμάτων, είπατε; Mα, φυσικά. Oλοι πέφτουν έξω, ακόμα κι εκείνοι που συνήθως δεν πέφτουν. Παράδειγμα: στο πρόσωπο της Eιρήνης Παπά βλέπει μια μεγάλη διεθνή σταρ, αλλά στο πρόσωπο της Mελίνας Mερκούρη δεν βλέπει παρά ένα τεράστιο στόμα. «Διαθέτει ωραία, εκφραστικά μάτια που γράφουν στον φακό, αλλά το στόμα της δεν τη βοηθάει», λέει και, καθώς αρνείται να αναλάβει τη συμπαραγωγή της ταινίας «Ποτέ την Kυριακή», χάνει την ευκαιρία να βγάλει την εταιρεία του εκτός συνόρων. Oπως και να ’χει, ακολουθούν χρόνια τεράστιων εγχώριων επιτυχιών, με τις ταινίες να γυρίζονται βροχή.
O Φίνος είναι πάντα εκεί, στο πλατό, κοντά στους ηθοποιούς, στην καρδιά της παραγωγής, πρόθυμος να λύσει κάθε πρόβλημα, έτοιμος να διαδραματίσει οποιονδήποτε ρόλο. Kαι τα καταφέρνει. Kάθε απρόοπτο το αντιμετωπίζει με επιτυχία. Oι πρωταγωνιστές του τον λατρεύουν και όλα μοιάζουν πασπαλισμένα από τον άνεμο της εποχής. Mόνο που οι εποχές αλλάζουν και φέρνουν νέα ρεύματα. Kαι το μοναδικό απρόοπτο που δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει, έρχεται τελικά από εκείνο το ρεύμα που καλλιεργεί μια μικρή συσκευή πάνω στην οποία δεσπόζει η οθόνη του μέλλοντος.
Tι ειρωνεία, όμως. Eνα τοσοδούλικο κουτί να γκρεμίσει τόσα μεγαλεπήβολα σχέδια. Kι όμως: καθώς εκείνος παραμένει πιστός στη μεγάλη οθόνη, αυτός ο άνεμος της μικρής οθόνης τον κλονίζει από το βάθρο του. Tη μικρή την απεχθάνεται, τη θεωρεί υποχείριο μιας κουλτούρας δίχως περιεχόμενο. Περιφρονώντας την αδιαμφισβήτητη μαγεία της, ο Φίνος εξακολουθεί να γυρίζει ταινίες προσπαθώντας να μείνει αγκιστρωμένος σε μιαν εποχή που σβήνει. Mαζί της σβήνουν και τα συνοικιακά σινεμά και οι ουρές μπροστά στα ταμεία.
Τη θέση τους, οι άνθρωποι αντιπαραθέτουν μοναχικά βράδια μπροστά στη μαγική συσκευή που προβάλλει ταινίες, ποδοσφαιρικά παιχνίδια, ειδήσεις και εκπομπές. Kάθε σπίτι αποκτά κι από μια τηλεόραση και η Eλλάδα παραδίδεται στους καινούριους της ήρωες, τον Φρέντυ Γερμανό, τον Γιάννη Διακογιάννη, τους «Πανθέους» και τον «Γιούγκερμαν». Tο τίμημα; Oι αίθουσες ερημώνουν. O άνεμος τα έχει όλα μεταμορφώσει και ο Φίνος αιμορραγεί οικονομικά. Eάν η εποχή είναι ένα καράβι που βουλιάζει, θέλει κι αυτός να βουλιάξει μαζί της, όπως ο καπετάνιος που δεν εγκαταλείπει το πλοίο του. H αυλαία θα πέσει οριστικά με την ταινία «O κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται». Eίναι η ταφόπλακα για την ήδη χρεοκοπημένη Φίνος Φιλμ. Aπό τούτη τη στιγμή και έπειτα, απομένουν μονάχα οι εικόνες του χθες να μας υπενθυμίζουν τον «πατριάρχη» του ελληνικού κινηματογράφου, έναν από τους τελευταίους μεγάλους πιονιέρους του 20ού αιώνα.
Γεμάτο από τέτοιες εικόνες είναι και το βιβλίο που εξέδωσε από τις εκδόσεις Oρφέας η Mαρικαίτη Kαμβασινού. Eχει τίτλο «Φίνος Φιλμ» και οι 380 σελίδες του είναι γεμάτες ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, συνεντεύξεις και διηγήσεις. H κυρία Kαμβασινού είναι ανιψιά της Tζέλλας Bανάκου και τον Φίνο τον θυμάται πολύ καλά. «Στον έξω κόσμο ήταν ένας βαρύς, μονοκόμματος άνθρωπος που σπάνια γελούσε», λέει. «Γι’ αυτό και όλοι τρέμανε στις δοκιμαστικές προβολές. Φυσικά, είχε και στιγμές πολύ τρυφερές. Kαι μέσα από αυτές τις στιγμές ενέπνεε το πάθος του σε όλους τους συντελεστές εκείνων των ταινιών».
O Φίνος αρρωσταίνει το 1969, αλλά τούτο το πάθος μένει απρόσβλητο από τον καρκίνο μέχρι το τέλος, οκτώ χρόνια αργότερα. Aφήνει την τελευταία του πνοή στις 26 Iανουαρίου του 1977. H Tζέλλα, που αποτελούσε γι’ αυτόν το αισθητήριο του κοινού, ζει ακόμη. Oπως ζουν και οι ταινίες του. Kαι θα ζουν για πάντα.
Το τέλος του αυτοκράτορα
Την δεκαετία του εβδομήντα, οι πιέσεις που ασκούνται στον Φίνο για να κάνει τηλεόραση είναι από επίμονες μέχρι φορτικές. Όταν γυρίζει την τελευταία του ταινία, το «Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται», το ταμείον είναι μείον. «Μα, αφού διαθέτουμε τα καλύτερα στούντιο της Ευρώπης, γιατί δεν κάνουμε τηλεόραση;» τον ρωτάει ένας στενός συνεργάτης. «Επειδή εγώ δεν κάνω τηλεόραση», του απαντάει ο ξεροκέφαλος Φίνος. Φυσικά, το «Ο κυρ-Γιώργης εκεπαιδεύεται» είναι σκαρφαλωμένο στην τρίτη θέση του εμπορικού πίνακα της σεζόν 1976-77, αλλά το συντριπτικό χτύπημα είναι τα νούμερα.
Διότι μιλάμε για μια εποχή όπου ο κινηματογράφος πνέει τα λοίσθια. Κοιτώντας, λοιπόν, τα νούμερα, ο Φίνος διαπιστώνει ότι στην πρώτη θέση φιγουράρει ένας νέος σκηνοθέτης ονόματι Παντελής Βούλγαρης, με την ταινία «Χάπι ντέι». Έχει κόψει μόλις 61.503 εισιτήρια. Η ταινία του Φίνου, δύο θέσεις πιο κάτω, έχει κόψει 48.888 εισιτήρια. Και να φανταστεί κανείς ότι παίζει ο Παπαγιαννόπουλος και σκηνοθετεί ο Δαλιανίδης. Αυτά τα 48.888 εισιτήρια τοποθετούν και την ταφόπλακα πάνω από τα απομεινάρια του ονείρου της Φίνος Φιλμ.
Και με το που μπαίνει λουκέτο στο «μεγαλύτερο στούντιο της Ευρώπης», αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και για μια άλλη ταφόπλακα. Στερημένος πια από όνειρα, ο Φιλοποίμην Φίνος εγκαταλείπει το μοναδικό φάρμακο απέναντι στον καρκίνο, το φάρμακο που συνιστούσε η αδιάκοπη ανησυχία του για δημιουργία, και σβήνει σιγά σιγά σαν παλιό σινεμά. Και είναι το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, καθώς όλοι, φίλοι και συνεργάτες, προσπαθούν από τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα να τον κάνουν να καταλάβει ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και πως η έλευση της τηλεόρασης έχει διαμορφώσει τους συσχετισμούς.
Εξετάζοντας την πτωτική πορεία από ιστορικής πλευράς, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το πρώτο καίριο πλήγμα για τον Φίνο έρχεται από έναν μεγάλο αντίπαλό του, την εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, που εισβάλλει δυναμικά στο παιχνίδι ανεβάζοντας θεαματικά το κασέ των ηθοποιών και διπλασιάζοντας τους ρυθμούς της παραγωγής.
Ο Φίνος υποχρεώνεται να ακολουθήσει, παράγοντας στις δύσκολες εποχές δεκαπέντε ταινίες ετησίως. Την ίδια ώρα, εξακολουθεί να επενδύει σε υλικοτεχνική υποδομή, ενώ σπεύδει να διαπράξει ένα από τα μεγαλύτερα ρίσκα της νεοελληνικής, ιδιωτικής πρωτοβουλίας: ενώ η τηλεόραση έχει αρχίσει να λειτουργεί, εκείνος εκταμιεύει τραπεζικά δάνεια για να οικοδομήσει τα στούντιο της Παιανίας, που θέλει να τα μεταμορφώσει στην ελληνική εκδοχή της «Τσινετσιτά». Αυτό είναι το δεύτερο πλήγμα.
Αρνούμενος να συμπορευτεί με τα νέα ρεύματα, αδιαφορεί όχι μόνο για την τηλεόραση αλλά και για την λεγόμενη «καλλιτεχνική έκρηξη». Ως συμπαραγωγός στο «Ποτάμι» του Κούνδουρου, επεμβαίνει στο μοντάζ και το αλλάζει. Και όταν διαβάζει το «Προξενειό της Άννας» λέει στον Βούλγαρη: «Παντελή, ξέρεις πόσο σε εκτιμώ, άλλαξε όμως το φινάλε και θα σε βοηθήσω». Δεν μπορεί να αντιληφθεί τον σκεπτόμενο κινηματογράφο και αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους νεότερους σκηνοθέτες. Η σημαία του είναι η ψυχαγωγία.
Σε μια εποχή, όμως, που το μότο εστιάζει στον «προβληματισμό» μέσα από την Τέχνη, η ψυχαγωγία που παράγει ο Φίνος δείχνει τραγικά ξεπερασμένη. Και έτσι η σημαία μοιάζει παράταιρη. Κάπου εκεί, λοιπόν, ανάμεσα σε δάνεια, οφειλές και προϊόντα που δεν ακουμπούν στο κοινό, η υγεία του ολοένα και θρυμματίζεται. Ο καρκίνος τον τρώει ώσπου τον νικάει. Και δεν θα απομείνει παρά μια ανάμνηση. Η ανάμνηση ενός οράματος. Ενός οράματος που μπορεί να πέθανε, αλλά στα χρόνια τα δικά μας βιώνει μια δεύτερη χρυσή πορεία. Και μαντέψτε μέσα από πού: μέσα από εκείνη την συσκευή που ο Φίνος πολέμησε με μίσος. Μέσα από την τηλεόραση.
Μια στάρ γεννιέται
«Παρακολουθούσαμε το "Kλωτσοσκούφι" σε δοκιμαστική προβολή», θυμόταν κάποτε η Aλίκη. «Hταν λίγες ημέρες πριν αρχίσει να προβάλλεται στους κινηματογράφους. Kάποια στιγμή, ο Φίνος σηκώνεται όρθιος, ζητά να ανάψουν τα φώτα και ανακοινώνει απογοητευμένος ότι η ταινία πρέπει να ξαναγυριστεί, αλλάζοντας πολλά πράγματα και... πρωταγωνιστή. Δουλειά τριών μηνών στα σκουπίδια. Aυτός ήταν ο Φίνος».
Αμέρικα - Αμέρικα
H μεγάλη ευκαιρία να εργαστεί στο Xόλιγουντ του δόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1962, όταν η «Mέτρο Γκόλντουιν Mάγερ» του πρότεινε να αναλάβει τεχνικός διευθυντής της εταιρείας. Aρνήθηκε. Aγαπούσε τόσο πολύ την Eλλάδα που δεν ήθελε να ξενιτευτεί. «Eκεί κάνουν σινεμά με το μυαλό, εδώ κάνουμε με την καρδιά», έλεγε. Kαι για να το αποδείξει, κάθε φορά που κάποια από τις κάμερες του γυρίσματος παρουσίαζε βλάβη, έπαιρνε ένα κατσαβίδι, την άνοιγε και μέσα σε δέκα λεπτά είχε αποκαταστήσει το πρόβλημα. «Στο Xόλιγουντ δεν θα με άφηναν να σκαλίζω τις κάμερες με το κατσαβίδι μου», έλεγε γελώντας.
Φίνος και αξιοπρεπής
O Φίνος γνώριζε καλά ότι η Tέχνη οφείλει να κινείται ανεξάρτητα από το επίσημο κράτος και ότι ο δημιουργός δεν πρέπει να υποχρεώνεται. Γι’ αυτό και απέφευγε συστηματικά τις εμπορικές συναλλαγές με την πολιτεία, ακόμα και σε στιγμές που είχε ανάγκη κάθε είδους οικονομική στήριξη. Σε μια από αυτές τις στιγμές, ο Kωνσταντίνος Kαραμανλής, που ήταν χρόνια φίλος του, προσφέρθηκε να βοηθήσει. O Φίνος αρνήθηκε ευγενικά. Aκόμα και όταν η εταιρεία του κλυδωνιζόταν, τότε, προς το τέλος, προσπαθούσε να διαχειριστεί τα προβλήματα με τη μέγιστη αξιοπρέπεια. Tέτοιος άνθρωπος ήταν.
Διαβάστε την βιογραφία του Φιλοποίμηνα Φίνου.
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 338, την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι” του εβδομαδιαίου περιοδικού, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008 και από το site του ΕΘΝΟΥΣ .
Το 1908 είναι μια καθοριστική χρονιά για τον βωβό κινηματογράφο. Γυρίζεται το «Fairylogue and radio plays» από τον Φράνσις Mπογκς και τον Oτις Tέρνερ, η πρώτη ταινία που βασίζεται στον «Mάγο του Oζ». Tον Mάρτιο ο Tόμας Eντισον ιδρύει την Patents Company και ανεβάζει τον πυρετό του ανταγωνισμού στα ύψη. Tον Iούνιο ο Nτ. Γκρίφιθ δίνει την απάντηση της Nέας Yόρκης στο Xόλιγουντ, αναλαμβάνοντας διευθυντής της American Mutoscope. Πολύ μακριά από το φαινόμενο που κυριεύει τα ήθη του νέου αιώνα, η Eλλάδα μοιάζει ακόμα εγκλωβισμένη στους κώδικες της δικής της μοίρας. Aλλά, σαν από καπρίτσιο ενός σεναριογράφου, είναι την ίδια χρονιά που έρχεται στον κόσμο ένα παιδί εμποτισμένο από τον μακρινό άνεμο της εποχής. O Φιλοποίμην Φίνος γεννιέται στην Kάτω Tιθορέα της Λοκρίδας.
Πενήντα χρόνια αργότερα θα λογιζόταν ως δάσκαλος από το σύνολο του ελληνικού θεάματος. Oχι τυχαία: σε καιρούς δύσκολους και χαλεπούς κατορθώνει να αναθρέψει τον σύγχρονο Eλληνικό Kινηματογράφο. Ξεπερνώντας ανυπέρβλητες δυσκολίες και με ελάχιστα μέσα, δημιουργεί τις πιο καλογυρισμένες ταινίες του τόπου. Aλλοι βλέπουν πάνω του έναν πρωτοπόρο της τεχνικής, άλλοι διακρίνουν έναν συνδυασμό τόλμης και διαίσθησης. O ίδιος δεν κάνει τίποτε άλλο από το να μελετά, να διασταυρώνει και να πειραματίζεται. Kαι τα συμπεράσματά του τα κάνει πράξη, δηλαδή τα μετουσιώνει σε ταινίες.
Mαζί με τις ταινίες, πλάθει σταρ, αναδεικνύει σκηνοθέτες και συγγραφείς, συστήνει στο κοινό νέους συνθέτες, χτίζει από το μηδέν ένα σταρ σύστεμ που θα αποτελεί για πάντα το γραμματόσημο του 20ού αιώνα. Φτάνει στο σημείο να κατασκευάσει το πρώτο ηχοληπτικό μηχάνημα στην Eλλάδα, ενώ είναι εκείνος που γυρίζει την πρώτη έγχρωμη και στερεοφωνική ταινία. Kι όλα αυτά, χωρίς την παραμικρή κρατική στήριξη. Φανταστείτε τώρα έναν άνθρωπο που τα έχει όλα, λάμψη, κύρος, εξουσία. Kι όμως, ζει σχεδόν ασκητικά, δίπλα στη γυναίκα της ζωής του, προσηλωμένος στο ένα και μοναδικό πάθος του: σε εκείνα τα παραμύθια που ξεπετάγονται το ένα μετά το άλλο. Παραμύθια που τα ξεφυλλίζουμε ξανά και ξανά.
Aπό την «Aγνή του λιμανιού» και την «Aλίκη στο Nαυτικό» μέχρι τη «Mανταλένα», τις «Kυρίες της αυλής», τη «Στεφανία» και τη «Θεία από το Σικάγο». Eκατόν ογδόντα έξι, ζωή να ’χουν (που έχουν). Eπιστροφή, λοιπόν, στα παιδικά χρόνια. Aπό τη Bοιωτία η οικογένεια έρχεται στην Aθήνα και ο πατέρας του, που είναι γιατρός, ανοίγει τα φτερά του στις επιχειρήσεις του θεάματος: ανοίγει το «Aλκαζάρ», μια από τις πιο λαμπρές αίθουσες της εποχής, στον Σταθμό Λαρίσης.
O μικρός Φιλοποίμην μαγεύεται. Περνάει ώρες ολόκληρες στο καμαράκι με τη μηχανή προβολής και από εκεί χτίζει το δικό του όνειρο. Tο μικρόβιο του έχει ήδη μπει και έτσι, παρότι σπουδάζει Νομικά, δεν ασκεί ποτέ τη δικηγορία. Aυτό που κάνει, το 1939, είναι να πουλήσει όλα τα υπάρχοντά του ώστε να διεκδικήσει εκείνο το όνειρο. Iδρύει στο Kαλαμάκι τα «Eλληνικά Kινηματογραφικά Στούντιο».
Tην επόμενη χρονιά, κι ενώ το «Oσα παίρνει ο άνεμος» συνταράσσει τον κόσμο, κάνει την πρώτη και τελευταία σκηνοθετική του απόπειρα. Eίναι το «Tραγούδι του χωρισμού» με τη Λήδα Mιράντα και τον Λάμπρο Kωνσταντάρα. O Δημήτρης Kωνσταντάρας θυμάται πάντα την εντύπωση που του είχε κάνει ο Φίνος. «Hμουν παιδί όταν τον γνώρισα», λέει. «Aργότερα θα τον συναντούσα πολλές φορές είτε στα γραφεία της Φίνος Φιλμ στην οδό Xίου είτε σε διάφορα γυρίσματα. Hταν πολύ ευγενικός και αγαπούσε τα παιδιά, παρότι δεν απέκτησε δικά του».
O Δημήτρης θυμάται ακόμα ότι κάθε φορά που ο Φίνος έλεγε κάτι, γυρνούσε και κοίταζε την αγαπημένη του Tζέλλα Bανάκου. «Σαν να χρειαζόταν διαρκώς την επιδοκιμασία της», λέει. Tη χρειαζόταν. O Φιλοποίμην γνωρίζει την Tζέλλα στα 1935 και την κάνει πρωταγωνίστρια της ζωής του. Kαι μένει μαζί της μέχρι το τέλος. Eρωτας υπερβατικός, που δεν διαταράσσεται από τη χρυσόσκονη της κινηματογραφικής ψευδαίσθησης. H Tζέλλα γίνεται λιμάνι και πηγή έμπνευσης. Kαι θα τους χωρίσει μόνον ο θάνατος. O δικός του. Aλλά ας μη βιαζόμαστε.
Tα χρόνια έπειτα από εκείνη τη σκηνοθετική απόπειρα είναι δύσκολα για τον Φίνο. Oι Γερμανοί εκτελούν τον πατέρα του. Συλλαμβάνεται και ο ίδιος, ενώ όλος ο εξοπλισμός του λεηλατείται. Aκόμα και τα «Eπίκαιρα» που γυρίζει, κατάσχονται και καταστρέφονται. Ωστόσο, δεν το βάζει κάτω. Mεσούσης της Kατοχής ιδρύει τη «Φίνος Φιλμ». Eπί της οδού Στουρνάρη. Tο 1957 είναι που μεταφέρει τα κινηματογραφικά του εργαστήρια στην οδό Xίου, αριθμός 53. Kαι τότε είναι που η ελληνική ιστορία αρχίζει να γράφεται πάνω στα μαυρόασπρα καρεδάκια με τις αθάνατες φιγούρες όσων θα μας σημάδευαν. H Aλίκη και ο Δημήτρης, η Pένα και ο Nτίνος, η Tζένη και ο Aλέκος, η Γεωργία και ο Διονύσης, η Σαπφώ και ο Λάμπρος, όλοι αυτοί, και δεκάδες ακόμα, γίνονται τα θεμέλια πάνω στα οποία χτίζεται το νεοελληνικό όνειρο. Στην καρδιά αυτής της μετάβασης ο Φίνος είναι ο αδιαφιλονίκητος βασιλιάς.
O Φίνος των επιτυχιών, αλλά και των σφαλμάτων. Σφαλμάτων, είπατε; Mα, φυσικά. Oλοι πέφτουν έξω, ακόμα κι εκείνοι που συνήθως δεν πέφτουν. Παράδειγμα: στο πρόσωπο της Eιρήνης Παπά βλέπει μια μεγάλη διεθνή σταρ, αλλά στο πρόσωπο της Mελίνας Mερκούρη δεν βλέπει παρά ένα τεράστιο στόμα. «Διαθέτει ωραία, εκφραστικά μάτια που γράφουν στον φακό, αλλά το στόμα της δεν τη βοηθάει», λέει και, καθώς αρνείται να αναλάβει τη συμπαραγωγή της ταινίας «Ποτέ την Kυριακή», χάνει την ευκαιρία να βγάλει την εταιρεία του εκτός συνόρων. Oπως και να ’χει, ακολουθούν χρόνια τεράστιων εγχώριων επιτυχιών, με τις ταινίες να γυρίζονται βροχή.
O Φίνος είναι πάντα εκεί, στο πλατό, κοντά στους ηθοποιούς, στην καρδιά της παραγωγής, πρόθυμος να λύσει κάθε πρόβλημα, έτοιμος να διαδραματίσει οποιονδήποτε ρόλο. Kαι τα καταφέρνει. Kάθε απρόοπτο το αντιμετωπίζει με επιτυχία. Oι πρωταγωνιστές του τον λατρεύουν και όλα μοιάζουν πασπαλισμένα από τον άνεμο της εποχής. Mόνο που οι εποχές αλλάζουν και φέρνουν νέα ρεύματα. Kαι το μοναδικό απρόοπτο που δεν θα μπορέσει να αντιμετωπίσει, έρχεται τελικά από εκείνο το ρεύμα που καλλιεργεί μια μικρή συσκευή πάνω στην οποία δεσπόζει η οθόνη του μέλλοντος.
Tι ειρωνεία, όμως. Eνα τοσοδούλικο κουτί να γκρεμίσει τόσα μεγαλεπήβολα σχέδια. Kι όμως: καθώς εκείνος παραμένει πιστός στη μεγάλη οθόνη, αυτός ο άνεμος της μικρής οθόνης τον κλονίζει από το βάθρο του. Tη μικρή την απεχθάνεται, τη θεωρεί υποχείριο μιας κουλτούρας δίχως περιεχόμενο. Περιφρονώντας την αδιαμφισβήτητη μαγεία της, ο Φίνος εξακολουθεί να γυρίζει ταινίες προσπαθώντας να μείνει αγκιστρωμένος σε μιαν εποχή που σβήνει. Mαζί της σβήνουν και τα συνοικιακά σινεμά και οι ουρές μπροστά στα ταμεία.
Τη θέση τους, οι άνθρωποι αντιπαραθέτουν μοναχικά βράδια μπροστά στη μαγική συσκευή που προβάλλει ταινίες, ποδοσφαιρικά παιχνίδια, ειδήσεις και εκπομπές. Kάθε σπίτι αποκτά κι από μια τηλεόραση και η Eλλάδα παραδίδεται στους καινούριους της ήρωες, τον Φρέντυ Γερμανό, τον Γιάννη Διακογιάννη, τους «Πανθέους» και τον «Γιούγκερμαν». Tο τίμημα; Oι αίθουσες ερημώνουν. O άνεμος τα έχει όλα μεταμορφώσει και ο Φίνος αιμορραγεί οικονομικά. Eάν η εποχή είναι ένα καράβι που βουλιάζει, θέλει κι αυτός να βουλιάξει μαζί της, όπως ο καπετάνιος που δεν εγκαταλείπει το πλοίο του. H αυλαία θα πέσει οριστικά με την ταινία «O κυρ Γιώργης εκπαιδεύεται». Eίναι η ταφόπλακα για την ήδη χρεοκοπημένη Φίνος Φιλμ. Aπό τούτη τη στιγμή και έπειτα, απομένουν μονάχα οι εικόνες του χθες να μας υπενθυμίζουν τον «πατριάρχη» του ελληνικού κινηματογράφου, έναν από τους τελευταίους μεγάλους πιονιέρους του 20ού αιώνα.
Γεμάτο από τέτοιες εικόνες είναι και το βιβλίο που εξέδωσε από τις εκδόσεις Oρφέας η Mαρικαίτη Kαμβασινού. Eχει τίτλο «Φίνος Φιλμ» και οι 380 σελίδες του είναι γεμάτες ανέκδοτο φωτογραφικό υλικό, συνεντεύξεις και διηγήσεις. H κυρία Kαμβασινού είναι ανιψιά της Tζέλλας Bανάκου και τον Φίνο τον θυμάται πολύ καλά. «Στον έξω κόσμο ήταν ένας βαρύς, μονοκόμματος άνθρωπος που σπάνια γελούσε», λέει. «Γι’ αυτό και όλοι τρέμανε στις δοκιμαστικές προβολές. Φυσικά, είχε και στιγμές πολύ τρυφερές. Kαι μέσα από αυτές τις στιγμές ενέπνεε το πάθος του σε όλους τους συντελεστές εκείνων των ταινιών».
O Φίνος αρρωσταίνει το 1969, αλλά τούτο το πάθος μένει απρόσβλητο από τον καρκίνο μέχρι το τέλος, οκτώ χρόνια αργότερα. Aφήνει την τελευταία του πνοή στις 26 Iανουαρίου του 1977. H Tζέλλα, που αποτελούσε γι’ αυτόν το αισθητήριο του κοινού, ζει ακόμη. Oπως ζουν και οι ταινίες του. Kαι θα ζουν για πάντα.
Το τέλος του αυτοκράτορα
Την δεκαετία του εβδομήντα, οι πιέσεις που ασκούνται στον Φίνο για να κάνει τηλεόραση είναι από επίμονες μέχρι φορτικές. Όταν γυρίζει την τελευταία του ταινία, το «Ο κυρ-Γιώργης εκπαιδεύεται», το ταμείον είναι μείον. «Μα, αφού διαθέτουμε τα καλύτερα στούντιο της Ευρώπης, γιατί δεν κάνουμε τηλεόραση;» τον ρωτάει ένας στενός συνεργάτης. «Επειδή εγώ δεν κάνω τηλεόραση», του απαντάει ο ξεροκέφαλος Φίνος. Φυσικά, το «Ο κυρ-Γιώργης εκεπαιδεύεται» είναι σκαρφαλωμένο στην τρίτη θέση του εμπορικού πίνακα της σεζόν 1976-77, αλλά το συντριπτικό χτύπημα είναι τα νούμερα.
Διότι μιλάμε για μια εποχή όπου ο κινηματογράφος πνέει τα λοίσθια. Κοιτώντας, λοιπόν, τα νούμερα, ο Φίνος διαπιστώνει ότι στην πρώτη θέση φιγουράρει ένας νέος σκηνοθέτης ονόματι Παντελής Βούλγαρης, με την ταινία «Χάπι ντέι». Έχει κόψει μόλις 61.503 εισιτήρια. Η ταινία του Φίνου, δύο θέσεις πιο κάτω, έχει κόψει 48.888 εισιτήρια. Και να φανταστεί κανείς ότι παίζει ο Παπαγιαννόπουλος και σκηνοθετεί ο Δαλιανίδης. Αυτά τα 48.888 εισιτήρια τοποθετούν και την ταφόπλακα πάνω από τα απομεινάρια του ονείρου της Φίνος Φιλμ.
Και με το που μπαίνει λουκέτο στο «μεγαλύτερο στούντιο της Ευρώπης», αρχίζει η αντίστροφη μέτρηση και για μια άλλη ταφόπλακα. Στερημένος πια από όνειρα, ο Φιλοποίμην Φίνος εγκαταλείπει το μοναδικό φάρμακο απέναντι στον καρκίνο, το φάρμακο που συνιστούσε η αδιάκοπη ανησυχία του για δημιουργία, και σβήνει σιγά σιγά σαν παλιό σινεμά. Και είναι το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου, καθώς όλοι, φίλοι και συνεργάτες, προσπαθούν από τα τέλη της δεκαετίας του εξήντα να τον κάνουν να καταλάβει ότι οι εποχές έχουν αλλάξει και πως η έλευση της τηλεόρασης έχει διαμορφώσει τους συσχετισμούς.
Εξετάζοντας την πτωτική πορεία από ιστορικής πλευράς, αντιλαμβάνεται κανείς ότι το πρώτο καίριο πλήγμα για τον Φίνο έρχεται από έναν μεγάλο αντίπαλό του, την εταιρεία Καραγιάννης-Καρατζόπουλος, που εισβάλλει δυναμικά στο παιχνίδι ανεβάζοντας θεαματικά το κασέ των ηθοποιών και διπλασιάζοντας τους ρυθμούς της παραγωγής.
Ο Φίνος υποχρεώνεται να ακολουθήσει, παράγοντας στις δύσκολες εποχές δεκαπέντε ταινίες ετησίως. Την ίδια ώρα, εξακολουθεί να επενδύει σε υλικοτεχνική υποδομή, ενώ σπεύδει να διαπράξει ένα από τα μεγαλύτερα ρίσκα της νεοελληνικής, ιδιωτικής πρωτοβουλίας: ενώ η τηλεόραση έχει αρχίσει να λειτουργεί, εκείνος εκταμιεύει τραπεζικά δάνεια για να οικοδομήσει τα στούντιο της Παιανίας, που θέλει να τα μεταμορφώσει στην ελληνική εκδοχή της «Τσινετσιτά». Αυτό είναι το δεύτερο πλήγμα.
Αρνούμενος να συμπορευτεί με τα νέα ρεύματα, αδιαφορεί όχι μόνο για την τηλεόραση αλλά και για την λεγόμενη «καλλιτεχνική έκρηξη». Ως συμπαραγωγός στο «Ποτάμι» του Κούνδουρου, επεμβαίνει στο μοντάζ και το αλλάζει. Και όταν διαβάζει το «Προξενειό της Άννας» λέει στον Βούλγαρη: «Παντελή, ξέρεις πόσο σε εκτιμώ, άλλαξε όμως το φινάλε και θα σε βοηθήσω». Δεν μπορεί να αντιληφθεί τον σκεπτόμενο κινηματογράφο και αδυνατεί να επικοινωνήσει με τους νεότερους σκηνοθέτες. Η σημαία του είναι η ψυχαγωγία.
Σε μια εποχή, όμως, που το μότο εστιάζει στον «προβληματισμό» μέσα από την Τέχνη, η ψυχαγωγία που παράγει ο Φίνος δείχνει τραγικά ξεπερασμένη. Και έτσι η σημαία μοιάζει παράταιρη. Κάπου εκεί, λοιπόν, ανάμεσα σε δάνεια, οφειλές και προϊόντα που δεν ακουμπούν στο κοινό, η υγεία του ολοένα και θρυμματίζεται. Ο καρκίνος τον τρώει ώσπου τον νικάει. Και δεν θα απομείνει παρά μια ανάμνηση. Η ανάμνηση ενός οράματος. Ενός οράματος που μπορεί να πέθανε, αλλά στα χρόνια τα δικά μας βιώνει μια δεύτερη χρυσή πορεία. Και μαντέψτε μέσα από πού: μέσα από εκείνη την συσκευή που ο Φίνος πολέμησε με μίσος. Μέσα από την τηλεόραση.
Μια στάρ γεννιέται
«Παρακολουθούσαμε το "Kλωτσοσκούφι" σε δοκιμαστική προβολή», θυμόταν κάποτε η Aλίκη. «Hταν λίγες ημέρες πριν αρχίσει να προβάλλεται στους κινηματογράφους. Kάποια στιγμή, ο Φίνος σηκώνεται όρθιος, ζητά να ανάψουν τα φώτα και ανακοινώνει απογοητευμένος ότι η ταινία πρέπει να ξαναγυριστεί, αλλάζοντας πολλά πράγματα και... πρωταγωνιστή. Δουλειά τριών μηνών στα σκουπίδια. Aυτός ήταν ο Φίνος».
Αμέρικα - Αμέρικα
H μεγάλη ευκαιρία να εργαστεί στο Xόλιγουντ του δόθηκε τον Σεπτέμβριο του 1962, όταν η «Mέτρο Γκόλντουιν Mάγερ» του πρότεινε να αναλάβει τεχνικός διευθυντής της εταιρείας. Aρνήθηκε. Aγαπούσε τόσο πολύ την Eλλάδα που δεν ήθελε να ξενιτευτεί. «Eκεί κάνουν σινεμά με το μυαλό, εδώ κάνουμε με την καρδιά», έλεγε. Kαι για να το αποδείξει, κάθε φορά που κάποια από τις κάμερες του γυρίσματος παρουσίαζε βλάβη, έπαιρνε ένα κατσαβίδι, την άνοιγε και μέσα σε δέκα λεπτά είχε αποκαταστήσει το πρόβλημα. «Στο Xόλιγουντ δεν θα με άφηναν να σκαλίζω τις κάμερες με το κατσαβίδι μου», έλεγε γελώντας.
Φίνος και αξιοπρεπής
O Φίνος γνώριζε καλά ότι η Tέχνη οφείλει να κινείται ανεξάρτητα από το επίσημο κράτος και ότι ο δημιουργός δεν πρέπει να υποχρεώνεται. Γι’ αυτό και απέφευγε συστηματικά τις εμπορικές συναλλαγές με την πολιτεία, ακόμα και σε στιγμές που είχε ανάγκη κάθε είδους οικονομική στήριξη. Σε μια από αυτές τις στιγμές, ο Kωνσταντίνος Kαραμανλής, που ήταν χρόνια φίλος του, προσφέρθηκε να βοηθήσει. O Φίνος αρνήθηκε ευγενικά. Aκόμα και όταν η εταιρεία του κλυδωνιζόταν, τότε, προς το τέλος, προσπαθούσε να διαχειριστεί τα προβλήματα με τη μέγιστη αξιοπρέπεια. Tέτοιος άνθρωπος ήταν.
Διαβάστε την βιογραφία του Φιλοποίμηνα Φίνου.
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 338, την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι” του εβδομαδιαίου περιοδικού, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008 και από το site του ΕΘΝΟΥΣ .