Το ποδόσφαιρο στην Αυστρία αναπτύχθηκε με τόση ταχύτητα μόλις έγινε επαγγελματικό, το 1924, ώστε η εφημερίδα «Neues Wiener Journal» το περιέγραφε ως κοινωνικό φαινόμενο. «Πού αλλού θα δει κάποιος 50.000 θεατές να μαζεύονται είτε βρέχει, είτε χιονίζει, είτε έχει καλό καιρό βδομάδα με βδομάδα; Μόνο στην Αγγλία και σε εμάς εδώ στην Αυστρία!». Μόνο που οι συζητήσεις μετά τους αγώνες στις βρετανικές παμπ γίνονταν με τη συνοδεία μπίρας, ενώ στην Αυστρία σε μαγαζιά επιπέδου με βιενέζικη σοκολάτα και καφέ. Άλλωστε, στην Κεντρική Ευρώπη το ποδόσφαιρο δεν ήταν άθλημα της λαϊκής τάξης, αλλά της καλής κοινωνίας.
Η Βιέννη, η Βουδαπέστη και η Πράγα είχαν γίνει το επίκεντρο των εξελίξεων. Τα λεγόμενα «coffee houses» ήταν μαγαζιά που αναπτύχθηκαν κατά τη διάρκεια της αυτοκρατορίας των Αψβούργων και στα οποία άνδρες και γυναίκες συναναστρέφονταν διαβάζοντας εφημερίδες και αναλύοντας την επικαιρότητα. Φυσικά δεν ήταν όλοι μαζί –ακόμη και τότε–, αφού οι οπαδοί της Αούστρια μαζεύονταν στο «Cafe Parcifal» και εκείνοι της Ραπίντ στο «Cafe Holub». Επίσης, στα χρόνια του Μεσοπολέμου υπήρχε και το «Ring Cafe», όπου η αγγλική αριστοκρατία που έμενε στη Βιέννη συγκεντρωνόταν συζητώντας κυρίως για κρίκετ, χωρίς όμως από την ατζέντα να λείπει το ποδόσφαιρο.
Εκεί άρχισε και η γκρίνια για κάποιες επιλογές στην εθνική ομάδα, την περιβόητη «Βούντερτιμ» που δημιούργησε ο Ούγκο Μάισλ. Η επιλογή ενός παίκτη από την εβραϊκή κοινότητα, η οποία ανήκε στην μπουρζουαζία, προκαλούσε διαφωνίες, αλλά ο Μάισλ ήξερε πως αυτός ο νεαρός με τα λεπτά πόδια, για τα οποία οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν «Χάρτινο», ήταν ο βατήρας για την εκτόξευση του δημιουργήματός του. Το όνομά του Ματίας Ζίντελαρ. Ήταν το μεγάλο κανόνι της Αούστρια Βιέννης. Φόρεσε τη φανέλα της 700 φορές από το 1926 μέχρι το 1938 –διάστημα κατά το οποίο πέτυχε 600 γκολ. Έγινε γρήγορα η σημαία της σε όλη την Ευρώπη. Ήταν ένα νέο στυλ σέντερ φορ χωρίς τη δύναμη των Βρετανών επιθετικών, αλλά βασισμένο στην τεχνική. Ο Φρίντριχ Τόρμπεργκ, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς του Μεσοπολέμου στην Αυστρία, έχει γράψει για τον Ζίντελαρ: «Είχε μεγάλη ποικιλία στο παιχνίδι του και ιδέες χωρίς σύστημα, αλλά με αρμονία. Ήταν απλά ιδιοφυής».
Η εθνική Αυστρίας τη δεκαετία του '30 μεσουρανούσε και μπορεί να μην πήρε μέρος στο Μουντιάλ του 1934, αλλά συμμετείχε στο επόμενο (1938) και έφτασε μέχρι τα προημιτελικά. Εκεί η Αυστρία αντιμετώπισε την Ιταλία και ο Ζίντελαρ έκανε ό,τι μπορούσε για να δώσει τη νίκη στην ομάδα του. Τα έβαλε με όλους, αλλά δεν κατάφερε να λυγίσει και τον Μουσολίνι, ο οποίος δεν θα δεχόταν το αντιπροσωπευτικό του συγκρότημα να χάσει μέσα στη χώρα του. Έτσι, φρόντισε να γίνουν τα πάντα για να λήξει τελικά το ματς με 1-0 υπέρ των «ατζούρι».
Ο Ζίντελαρ ήταν ένας παίκτης που μπορούσε από μόνος του να αλλάξει τη ροή ενός αγώνα. Στο ξεκίνημα της καριέρας του αντιμετώπισε πρόβλημα στον μηνίσκο. Σήμερα ακούγεται αστείο, αλλά τότε έπρεπε να αντιμετωπιστεί με πολύωρη εγχείρηση και με τα δεδομένα εκείνης της εποχής κινδύνευε η καριέρα του. Ο ίδιος όμως φρόντισε να τους διαψεύσει όλους και από εκεί που τον φώναζαν «χάρτινο», σύντομα το παρατσούκλι του έγινε «Μότσαρτ» των γηπέδων. Μάλιστα, αυτός και ο Γιόζεφ Ούριντιλ της Ραπίντ και παρτενέρ του στην επίθεση της «Βούντερτιμ», της ομάδας-θαύμα του Μάισλ, έγιναν αστέρες πρώτης διαλογής διαφημίζοντας ρολόγια και ρούχα και έπαιξαν και σε ταινία!
Ο Ζίντελαρ αποτελούσε φόβητρο για πολλούς αντιπάλους του και όχι μόνο. Ο Πόλγκαρ είχε γράψει γι' αυτόν πως έπαιζε σαν να είχε μυαλό στα πόδια. Αυτό επιχείρησε να αναλύσει ο βιολόγος Στίβεν Τζέι Γκουλντ, ο οποίος υποστήριζε πως οι μεγάλοι αθλητές δεν ξεχωρίζουν από τους υπόλοιπους μόνο για τα σωματικά τους προσόντα, αλλά για την ικανότητα να παίρνουν σημαντικές αποφάσεις σε κλάσματα δευτερολέπτου. «Αυτό συμβαίνει γιατί έχουν αναπτύξει αυτόνομα κέντρα εκτέλεσης των εντολών του εγκεφάλου», επέμενε ο Γκουλντ, του οποίου οι θεωρίες προκάλεσαν επανάσταση στη βιολογία.
Η στιγμή της απόλυτης αποθέωσης του Ζίντελαρ ήταν, όσο και αν αυτό ακούγεται περίεργο, μία ήττα. Το 1932 η Αυστρία αντιμετώπισε την Αγγλία στο Λονδίνο, σε ένα τεστ που θα δοκίμαζε τις αντοχές του Μάισλ και των παικτών του. Το 1929 Αγγλία είχε χάσει για πρώτη φορά από ομάδα πέραν της Μάγχης, όταν η Ισπανία τη νίκησε στη Μαδρίτη. Λίγο καιρό όμως πριν από το παιχνίδι με την Αυστρία πήρε το αίμα της πίσω, σκορπίζοντας με 7-1 τους Ισπανούς στο «Χάιμπουρι». Από το 1871 που η εθνική Αγγλίας ξεκίνησε να δίνει αγώνες στην έδρα της παρέμενε αήττητη με αντιπάλους εκτός των Βρετανών. Το ματς εξελίχτηκε σε ένα σόου του Ζίντελαρ, ο οποίος, αν και η Αυστρία έχασε 4-3, τρομοκράτησε την αγγλική άμυνα. Η βουλή στη Βιέννη είχε διακόψει τις εργασίες της και χιλιάδες κόσμου είχαν συγκεντρωθεί στη Χέλντενπλατς ακούγοντας το ματς από τα τεράστια μεγάφωνα που είχαν τοποθετηθεί σε κάθε γωνιά. Την επόμενη μέρα οι αγγλικές εφημερίδες αποθέωσαν τον Ζίντελαρ και τη «Βούντερτιμ». Η «Daily Mail» σημείωνε πως η Αυστρία ήταν αποκάλυψη, ενώ οι «TIMES» την αποκαλούσαν ηθική νικήτρια.
Ο Ζίντελαρ ως Εβραίος δεν μπόρεσε ποτέ να δεχτεί τη συγχώνευση της Αυστρίας με τη Γερμανία το 1938. Το διαβόητο Anschluss σήμαινε το τέλος της βιενέζικης αριστοκρατίας. Ταυτόχρονα υποχρέωνε τους Αυστριακούς παίκτες να αγωνίζονται στην εθνική Γερμανίας και τις ομάδες τους να παίζουν πλέον στο γερμανικό πρωτάθλημα. Στις 3 Απριλίου 1938 οι δύο χώρες έδωσαν ένα φιλικό με αφορμή την «ένωση», το οποίο και είχε κανονιστεί να έρθει ισόπαλο. Ο Ζίντελαρ όμως είχε άλλη γνώμη. Δεν ήταν λίγες οι φορές που κατά τη διάρκεια του αγώνα έπαιρνε την μπάλα και περνούσε μόνος του όλους τους Γερμανούς και, όταν έφτανε στο αντίπαλο τέρμα και μπορούσε να βάλει το γκολ, πετούσε την μπάλα άουτ. Μετά το ημίχρονο δεν μπόρεσε να... αντισταθεί και έβαλε γκολ, το οποίο και πανηγύρισε επιδεικτικά. Όταν ο φίλος του, Καρλ Σέστα, έκανε το 2-0, ο «Μότσαρτ» άρχισε να πανηγυρίζει μπροστά από την κερκίδα όπου βρίσκονταν οι επίσημοι των Γερμανών.
Το ματς εκείνο ήταν το τελευταίο του Ζίντελαρ, καθώς λίγο καιρό μετά βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του μαζί με τη σύντροφό του Καμίλα Καστανιόλα. Δεν υπήρχε κάποια ένδειξη δολοφονίας και οι αρχές δήλωσαν πως ήταν αυτοκτονία με γκάζι. Ήταν 23 Ιανουαρίου 1939. Όποια και αν είναι η αλήθεια, δεν μαθεύτηκε ποτέ. Οι Γερμανοί βολεύτηκαν με το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας, καθώς ακόμα και τότε δεν θα μπορούσαν να πουν ότι ήταν δικό τους έργο, μια και ο «Μότσαρτ» είχε χιλιάδες θαυμαστές.
Ο θεατρικός κριτικός Αλφρεντ Πόλγκαρ στον επικήδειο που έγραψε για τον Ματίας αναφέρθηκε στο πόσο πολύ η παρουσία του είχε επηρεάσει την Αυστρία. «Μέχρι την εμφάνισή του κάποιοι κλωτσούσαν μία μπάλα. Αυτός έπαιζε όπως οι γκραν μετρ σε μία παρτίδα σκάκι. Με ποιότητα και φινέτσα. Διαλέγοντας πάντα την κατάλληλη κίνηση».
* Το κείμενο είναι απόσπασμα από το βιβλίο «Παιχνίδι χωρίς όρια» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΤΌΠΟΣ
Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου. Από τον Nova Sport-fm.gr.