Μπορεί να ήταν μια γυναίκα-θρύλος, που αναγέννησε την Τέχνη της όπερας. Μπορεί να άγγιξε τα όρια του μύθου μέσα από ερμηνείες ανεπανάληπτες. Πίσω απ’ όλα, ήταν μια γυναίκα μόνη. Όταν τα φώτα έσβηναν άγγιζε την τραγικότητα των πλασμάτων που είχε ερμηνεύσει. Και έτσι ζούσε. Ως “Νόρμα” και “Λαίδη Μάκβεθ”. Χωρίς τρυφερότητα …
Ένας καθρέφτης και ένα άδειο καμαρίνι. Μια ραγισμένη γυναίκα που στέκεται βουβή στο σκοτάδι. Έξω, το χειροκρότημα να μην έχει κοπάσει ακόμα και το πλήθος να παραληρεί. Οι φωτογράφοι να καραδοκούν, η μαύρη λιμουζίνα να την περιμένει, οι ανθοδέσμες να γίνονται ένας ωκεανός από λουλούδια. Μέσα, το κορίτσι που προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του. Πάντα ένα κορίτσι. Το κορίτσι που δεν βλέπει κανείς, επειδή όλοι κοιτούν την χαρισματική, ταλαντούχα γυναίκα. Και ο καθρέφτης στο άδειο καμαρίνι να μην αποκαλύπτει τα χρυσά μάτια της σκηνής, αλλά ένα ζευγάρι απορημένα μαύρα μάτια που διαρκώς εκπέμπουν το ίδιο ερώτημα: Τι συμβαίνει; Που είναι η αλήθεια; Ποια είναι η πραγματικότητα;
Την μοναδική φορά που η Μαρία Κάλλας θα τολμήσει να εκφράσει δημοσίως αυτό το βαθύτερο σαράκι που την κατατρώγει σιγά-σιγά, είναι μια συνέντευξη προς τον Derek Prouse των Sunday Times, τον Απρίλιο του 1961. “Μιλούσαμε περίπου είκοσι λεπτά όταν τη ρώτησα πως βιώνει όλη αυτή την λάμψη”, θα θυμόταν αργότερα ο Prouse. “Τότε διέκρινα αυτό που κρυβόταν πίσω από το ευγενικό της χαμόγελο. Ήταν μια θλίψη πολύ σκληρή, που πάσχιζε να την κρατήσει μακριά από τους άλλους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως με κοίταξε εκείνη την στιγμή. Ξαφνικά μεταμορφώθηκε από θεά σε απλό άνθρωπο”. Η Κάλλας τον κοιτάζει με εκείνα τα διαπεραστικά μάτια της και αντί να αποκαλύψει τα χιλιοειπωμένα στερεότυπα μιας λαμπρής καριέρας, προδίδει τον κόσμο του άδειου καμαρινιού. “Είναι παράδοξο”, του λέει, “αλλά σήμερα, στην κορυφή μιας πορείας, που μπορώ να θεωρήσω λαμπερή και που μου έφερε μεγάλη φήμη, κοιτάζω γύρω μου και αναρωτιέμαι: Τι συμβαίνει; Που είναι η αλήθεια; Ποια είναι η πραγματικότητα;” ίσως αυτή η εκμυστήρευση να μην γίνεται κατά λάθος, μέσα από μια φευγαλέα, παρορμητική διάθεση, ίσως να γίνεται κατ’ επιλογή, προκειμένου να στείλει το δικό της SOS σε όσους ακούμε. Αλλά κανείς δεν ακούει. Ο Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι εξακολουθεί να υπογράφει συμβόλαια ακατάπαυστης καλλιτεχνικής δράσης για λογαριασμό της. Ο Ωνάσης εξακολουθεί να βάζει το κέρδος πάνω απ’ όλα. Οπότε κι εκείνο το μήνυμα μένει σφραγισμένο στο μπουκάλι του, μέσα σε μια θάλασσα ανεμοδαρμένη από βιολιά και με μια φωνή να πολεμάει το κύμα. Η Κάλλας είναι μόνη κι ας έχει όλο τον κόσμο στα πόδια της.
Από τότε που γεννιέται στην Νέα Υόρκη, μια παγωμένη Κυριακή, στις 2 Δεκεμβρίου του 1923, ως Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου, θυγατέρα του φαρμακοποιού Γιώργου Καλογερόπουλου και της Λίτσας, μιας μητέρας με την οποία θα αναμετρηθούν, σε βιτριολικό βαθμό, τα επόμενα χρόνια. “Η μητέρα μου δεν ενδιαφερόταν” θα έλεγε κάποια στιγμή, προς το τέλος, η Μαρία. “Εάν ήταν στο χέρι της, θα είχα μεγαλώσει σαν οποιαδήποτε γυναίκα της Πελοποννήσου, με λαδωμένα μαλλιά, μαύρα νύχια και παιδιά να ανατρέφω”. Και μια άλλη φορά θα έλεγε: “Θεέ μου, πόσες μητέρες θα τρελαίνονταν από την χαρά τους να είχαν ένα παιδί σαν εμένα. Κι όμως, είμαι μόνη”. Πάλι αυτό το “Είμαι μόνη”. Να το ψελλίζει σε όλη της τη ζωή.
Η Μαίρη των πρώτων δεκατεσσάρων χρόνων στη Νέα Υόρκη έρχεται ως Μαριάννα στην Αθήνα και μπαίνει στην Λυρική Σκηνή. Στα 1942 κάνει το ντεμπούτο της ως πρωταγωνίστρια με την “Τόσκα”. Αλλά είναι δύσκολα χρόνια, ποτισμένα με δηλητήριο. Την πολεμούν. “Από μικρή ήταν δύσκολη” θα έλεγε αργότερα ο Λουκίνο Βισκόντι, ένας από τους μέντορές της. “Δεν ήταν συμπαθής σε κάποιους επειδή είχε πάντα άποψη και της άρεσε να την εκφράζει, όποιο και να ήταν το τίμημα. Και το τίμημα είναι βαρύ όταν είσαι νέος και δεν έχεις καθιερωθεί”. Η Μαριάννα της Λυρικής επιστρέφει στην Νέα Υόρκη, γίνεται και πάλι Μαίρη και στα 1947 η μοίρα την στέλνει στην Ιταλία, εκεί όπου, θα την ανακαλύψουν τρεις άνθρωποι. Ο ένας ήταν ο Βισκόντι. Οι άλλοι δύο είναι η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο και ο Τζούλιο Σεφερίν. Τι ανακαλύπτουν; Έναν κύκνο. “Στην σκηνή είχε τη χάρη ενός κύκνου”, θα πει αργότερα ο Φράνκο Τζεφιρέλι, που κάνει την ζωή της ταινία. “Αλλά και στη ζωή ήταν έτσι: ένας κύκνος που είχε την λίμνη του και που αναζητούσε και άλλος κύκνους για να την μοιραστεί”. Με τον Μενεγκίνι γνωρίζονται το 1948. Μοιράζεται την ζωή της μαζί του, όχι την λίμνη της. Δεν τον ερωτεύεται ποτέ κι ας μένουν παντρεμένοι από το ‘49 μέχρι το ’59. Και όσο για το ταξίδι έξω από την λίμνη; Ναι, αυτό ξεκινάει τότε, στην Ιταλία. Η πρώτη της “Νόρμα” στην Φλωρεντία, εκείνος ο μεγάλος θρίαμβος., είναι η αρχή του μύθου. Η ίδια θα βρίσκει πάντα στη “Νόρμα” το κορίτσι μέσα της, τον κύκνο στη λίμνη. “Όποτε την ερμηνεύω, είμαι ευτυχισμένη” θα έλεγε το 1964. “Νομίζω ότι της μοιάζω. Είναι πολύ περήφανη για να δείξει τα πραγματικά της συναισθήματα, αλλά στο τέλος υποκύπτει”.
Ο μύθος έχει ήδη αρχίσει να πλάθεται και η δεκαετία του ’50 επιβάλει στη μεταπολεμική Ευρώπη την σπαρακτική φωνή του κύκνου. “Αΐντα” το ’50 στην Σκάλα του Μιλάνου και σε σκηνοθεσία του Βισκόντι, “Νόρμα” στο Κόβεν Γκάρντεν το ’51, “Λαίδη Μάκβεθ” ξανά στη Σκάλα ένα χρόνο αργότερα, “Μήδεια” στη Φλωρεντία το ’53 και από εκείνο το σημείο η Σκάλα γίνεται δική της για τρία χρόνια. “Άλκηστις”, “Υπνοβάτιδα”, “Τραβιάτα”, “Άννα Μπόλειν”, ένας ανεπανάληπτος θρίαμβος που την καθιστά ίερεια της σκηνής. Μέσα του ’56 πέφτει και η Βιέννη με την “Λουτσία”, υπό τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, ενώ λίγες μέρες αργότερα ακολουθεί η κατάκτηση της Δύσης, μέσα από το Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, υπό τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Ώσπου το 1957, ο ήλιος δεν λάμπει μόνο για την ιέρεια της σκηνής αλλά και για τον κύκνο μέσα της. Δύο μήνες έπειτα από την ιστορική επιστροφή της στην Ελλάδα, όπου τραγουδά τον “Χορό των μεταμφιεσμένων” σ’ ένα μαγεμένο Ηρώδειο, ταξιδεύει στην Βενετία κι εκεί, σε μια δεξίωση που παραχωρεί προς τιμή της η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ, γνωρίζει τον Αριστοτέλη Ωνάση. Και τότε γεννιέται η γυναίκα Κάλλας. Η γυναίκα που θα έκανε τα πάντα για να αγαπηθεί.
“Και έκανε τα πάντα”, θα πει ο Τζεφιρέλι, με τον οποίο γνωρίζονται την ίδια εποχή. “Κάθε φορά που μου μιλούσε για τον Ωνάση, η φωνή της έτρεμε, σαν να ήταν μια ερωτευμένη μαθήτρια που έμοιαζε να εξαρτάται ολοκληρωτικά από τις διαθέσεις του αγαπημένου της”. Μέσα από τον απόλυτο έρωτα, η Κάλλας βιώνει το πάθος των ηρωίδων που ερμηνεύει. Αλλά βιώνει και την τραγικότητά τους. Γιατί βαθιά μέσα της ξέρει ότι ο Ωνάσης δεν είναι κύκνος. Θα τον περιμένει να ζήσουν μαζί, αλλά εκείνος θα προτιμήσει την σύμπλευση με το αμερικάνικο όνειρο: θα την εγκαταλείψει για την Τζάκι Κένεντι. Ο κύκνος μένει πάλι μόνος στη λίμνη, βρίσκοντας διέξοδο σε σποραδικούς θριάμβους. Αλλά και αυτοί δεν θα κρατήσουν πολύ. Έχοντας εγκαταλείψει τον εαυτό της, λάμπει μέχρι το ’65, την τελευταία της “Τόσκα” στο Κόβεν Γκάρντεν. Όταν το 1969, θα δεχτεί να κάνει τη μοναδική κινηματογραφική της εμφάνιση, στη “Μήδεια” του Παζολίνι, είναι στην πραγματικότητα ένας κύκνος χωρίς φωνή. Εάν το πάθος φτερούγισε μαζί με τη φυγή του Ωνάση, φτερούγισε και η φωνή μαζί του. Δεν έμεινε τίποτε άλλο. Μόνο ένας καθρέφτης να αποκαλύπτει δύο μάτια που απορούν. Δύο μάτια σβησμένα. Παραδομένα σε μια πορεία θανάτου.
Ερμητικά κλεισμένη στο διαμέρισμά της, η Μαρία Κάλλας, ατενίζει πλέον τη λίμνη από απόσταση. Ίσως περιμένει τον Αριστοτέλη να γυρίσει κοντά της. Ποιος ξέρει … Πάντως είναι ένας κύκνος ρημαγμένος από την μοναξιά. Στις 15 Μαρτίου του 1975, ένας φίλος της τηλεφωνεί για να της πει ότι ο Ωνάσης είναι νεκρός. Η λίμνη μπαζώνεται και το σκοτάδι την καταπίνει. Ακόμα και η πόρτα για τους ελάχιστους φίλους κλείνει οριστικά. Δυόμισι χρόνια αργότερα, η βουβή πάλη θα φτάσει στο τέλος της. Είναι 16 Ιανουαρίου του 1977. όλοι μιλούν για το αστέρι που έσβησε, για την φωνή του 20ου αιώνα που σώπασε για πάντα. Κανείς δεν λέει ότι έφυγε όπως φεύγουν οι ρημαγμένοι κύκνοι: από αγάπη. Με μια καρδιά που, απλά, κουράστηκε να χτυπάει μακριά από την λίμνη.
Έλξη ετερωνύμων
Από την νύχτα που η Μαρία και ο Αριστοτέλης έκαναν έρωτα στο πάτωμα του κεντρικού σαλονιού της θαλαμηγού “Χριστίνα” μέχρι το δραματικό φινάλε της σχέσης τους, επτά χρόνια αργότερα, οι δυο τους συνέστησαν ένα θυελλώδες ζευγάρι που έκανε τεράστια εντύπωση χάρη στις δραματικές αντιθέσεις τους. Εκείνη ήταν σικ και άκρως καλλιεργημένη. Και αυτός κάθε άλλο παρά εκλεπτυσμένος. Όταν η Τίνα Λιβανού έμαθε για τη σχέση τους, άρχισε να αποκαλεί με υποτιμητικό τρόπο την Κάλλας “τραγουδίστρια”. “Α, αγαπητή μου, Τίνα”, της απάντησε κάποτε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, “πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι ακριβώς τραγουδίστρια”.
Το μεγαλείο της ψυχής
Στην ταινία που γύρισε ο Φράνκο Τζεφιρέλι (“Κάλλας για πάντα”) τον ρόλο της κορυφαίας σοπράνο ερμήνευσε η Φανί Αρντάν. Το φιλμ δεν σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, η Αρντάν όμως ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με την Κάλλας. “Μέχρι να αρχίσουν τα γυρίσματα”, είπε, “μελετούσα τον ρόλο με θαυμασμό για την καλλιτέχνιδα Κάλλας. Όταν όμως άρχισαν, με συνεπήρε το μεγαλείο της ψυχής της, αυτή η σπάνια ευαισθησία μέσα από την οποία προσπάθησε να τα διαχειριστεί όλα. Ήταν πράγματι πολύ ευαίσθητο πλάσμα, γι‘ αυτό δεν κατόρθωσε να ευτυχήσει στη ζωή της. Δεν έμοιαζε πλασμένη για τούτο τον κόσμο”.
Διαβάστε την βιογραφία της Μαρίας Κάλλας.
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι” του εβδομαδιαίου περιοδικού “Εικόνες”, τεύχος Νο 338,, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008.
Ένας καθρέφτης και ένα άδειο καμαρίνι. Μια ραγισμένη γυναίκα που στέκεται βουβή στο σκοτάδι. Έξω, το χειροκρότημα να μην έχει κοπάσει ακόμα και το πλήθος να παραληρεί. Οι φωτογράφοι να καραδοκούν, η μαύρη λιμουζίνα να την περιμένει, οι ανθοδέσμες να γίνονται ένας ωκεανός από λουλούδια. Μέσα, το κορίτσι που προσπαθεί να μαζέψει τα κομμάτια του. Πάντα ένα κορίτσι. Το κορίτσι που δεν βλέπει κανείς, επειδή όλοι κοιτούν την χαρισματική, ταλαντούχα γυναίκα. Και ο καθρέφτης στο άδειο καμαρίνι να μην αποκαλύπτει τα χρυσά μάτια της σκηνής, αλλά ένα ζευγάρι απορημένα μαύρα μάτια που διαρκώς εκπέμπουν το ίδιο ερώτημα: Τι συμβαίνει; Που είναι η αλήθεια; Ποια είναι η πραγματικότητα;
Την μοναδική φορά που η Μαρία Κάλλας θα τολμήσει να εκφράσει δημοσίως αυτό το βαθύτερο σαράκι που την κατατρώγει σιγά-σιγά, είναι μια συνέντευξη προς τον Derek Prouse των Sunday Times, τον Απρίλιο του 1961. “Μιλούσαμε περίπου είκοσι λεπτά όταν τη ρώτησα πως βιώνει όλη αυτή την λάμψη”, θα θυμόταν αργότερα ο Prouse. “Τότε διέκρινα αυτό που κρυβόταν πίσω από το ευγενικό της χαμόγελο. Ήταν μια θλίψη πολύ σκληρή, που πάσχιζε να την κρατήσει μακριά από τους άλλους. Δεν θα ξεχάσω ποτέ πως με κοίταξε εκείνη την στιγμή. Ξαφνικά μεταμορφώθηκε από θεά σε απλό άνθρωπο”. Η Κάλλας τον κοιτάζει με εκείνα τα διαπεραστικά μάτια της και αντί να αποκαλύψει τα χιλιοειπωμένα στερεότυπα μιας λαμπρής καριέρας, προδίδει τον κόσμο του άδειου καμαρινιού. “Είναι παράδοξο”, του λέει, “αλλά σήμερα, στην κορυφή μιας πορείας, που μπορώ να θεωρήσω λαμπερή και που μου έφερε μεγάλη φήμη, κοιτάζω γύρω μου και αναρωτιέμαι: Τι συμβαίνει; Που είναι η αλήθεια; Ποια είναι η πραγματικότητα;” ίσως αυτή η εκμυστήρευση να μην γίνεται κατά λάθος, μέσα από μια φευγαλέα, παρορμητική διάθεση, ίσως να γίνεται κατ’ επιλογή, προκειμένου να στείλει το δικό της SOS σε όσους ακούμε. Αλλά κανείς δεν ακούει. Ο Τζιοβάνι Μπατίστα Μενεγκίνι εξακολουθεί να υπογράφει συμβόλαια ακατάπαυστης καλλιτεχνικής δράσης για λογαριασμό της. Ο Ωνάσης εξακολουθεί να βάζει το κέρδος πάνω απ’ όλα. Οπότε κι εκείνο το μήνυμα μένει σφραγισμένο στο μπουκάλι του, μέσα σε μια θάλασσα ανεμοδαρμένη από βιολιά και με μια φωνή να πολεμάει το κύμα. Η Κάλλας είναι μόνη κι ας έχει όλο τον κόσμο στα πόδια της.
Από τότε που γεννιέται στην Νέα Υόρκη, μια παγωμένη Κυριακή, στις 2 Δεκεμβρίου του 1923, ως Σοφία Καικιλία Καλογεροπούλου, θυγατέρα του φαρμακοποιού Γιώργου Καλογερόπουλου και της Λίτσας, μιας μητέρας με την οποία θα αναμετρηθούν, σε βιτριολικό βαθμό, τα επόμενα χρόνια. “Η μητέρα μου δεν ενδιαφερόταν” θα έλεγε κάποια στιγμή, προς το τέλος, η Μαρία. “Εάν ήταν στο χέρι της, θα είχα μεγαλώσει σαν οποιαδήποτε γυναίκα της Πελοποννήσου, με λαδωμένα μαλλιά, μαύρα νύχια και παιδιά να ανατρέφω”. Και μια άλλη φορά θα έλεγε: “Θεέ μου, πόσες μητέρες θα τρελαίνονταν από την χαρά τους να είχαν ένα παιδί σαν εμένα. Κι όμως, είμαι μόνη”. Πάλι αυτό το “Είμαι μόνη”. Να το ψελλίζει σε όλη της τη ζωή.
Η Μαίρη των πρώτων δεκατεσσάρων χρόνων στη Νέα Υόρκη έρχεται ως Μαριάννα στην Αθήνα και μπαίνει στην Λυρική Σκηνή. Στα 1942 κάνει το ντεμπούτο της ως πρωταγωνίστρια με την “Τόσκα”. Αλλά είναι δύσκολα χρόνια, ποτισμένα με δηλητήριο. Την πολεμούν. “Από μικρή ήταν δύσκολη” θα έλεγε αργότερα ο Λουκίνο Βισκόντι, ένας από τους μέντορές της. “Δεν ήταν συμπαθής σε κάποιους επειδή είχε πάντα άποψη και της άρεσε να την εκφράζει, όποιο και να ήταν το τίμημα. Και το τίμημα είναι βαρύ όταν είσαι νέος και δεν έχεις καθιερωθεί”. Η Μαριάννα της Λυρικής επιστρέφει στην Νέα Υόρκη, γίνεται και πάλι Μαίρη και στα 1947 η μοίρα την στέλνει στην Ιταλία, εκεί όπου, θα την ανακαλύψουν τρεις άνθρωποι. Ο ένας ήταν ο Βισκόντι. Οι άλλοι δύο είναι η Ελβίρα ντε Ιντάλγκο και ο Τζούλιο Σεφερίν. Τι ανακαλύπτουν; Έναν κύκνο. “Στην σκηνή είχε τη χάρη ενός κύκνου”, θα πει αργότερα ο Φράνκο Τζεφιρέλι, που κάνει την ζωή της ταινία. “Αλλά και στη ζωή ήταν έτσι: ένας κύκνος που είχε την λίμνη του και που αναζητούσε και άλλος κύκνους για να την μοιραστεί”. Με τον Μενεγκίνι γνωρίζονται το 1948. Μοιράζεται την ζωή της μαζί του, όχι την λίμνη της. Δεν τον ερωτεύεται ποτέ κι ας μένουν παντρεμένοι από το ‘49 μέχρι το ’59. Και όσο για το ταξίδι έξω από την λίμνη; Ναι, αυτό ξεκινάει τότε, στην Ιταλία. Η πρώτη της “Νόρμα” στην Φλωρεντία, εκείνος ο μεγάλος θρίαμβος., είναι η αρχή του μύθου. Η ίδια θα βρίσκει πάντα στη “Νόρμα” το κορίτσι μέσα της, τον κύκνο στη λίμνη. “Όποτε την ερμηνεύω, είμαι ευτυχισμένη” θα έλεγε το 1964. “Νομίζω ότι της μοιάζω. Είναι πολύ περήφανη για να δείξει τα πραγματικά της συναισθήματα, αλλά στο τέλος υποκύπτει”.
Ο μύθος έχει ήδη αρχίσει να πλάθεται και η δεκαετία του ’50 επιβάλει στη μεταπολεμική Ευρώπη την σπαρακτική φωνή του κύκνου. “Αΐντα” το ’50 στην Σκάλα του Μιλάνου και σε σκηνοθεσία του Βισκόντι, “Νόρμα” στο Κόβεν Γκάρντεν το ’51, “Λαίδη Μάκβεθ” ξανά στη Σκάλα ένα χρόνο αργότερα, “Μήδεια” στη Φλωρεντία το ’53 και από εκείνο το σημείο η Σκάλα γίνεται δική της για τρία χρόνια. “Άλκηστις”, “Υπνοβάτιδα”, “Τραβιάτα”, “Άννα Μπόλειν”, ένας ανεπανάληπτος θρίαμβος που την καθιστά ίερεια της σκηνής. Μέσα του ’56 πέφτει και η Βιέννη με την “Λουτσία”, υπό τον Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, ενώ λίγες μέρες αργότερα ακολουθεί η κατάκτηση της Δύσης, μέσα από το Μετροπόλιταν της Νέας Υόρκης, υπό τον Δημήτρη Μητρόπουλο. Ώσπου το 1957, ο ήλιος δεν λάμπει μόνο για την ιέρεια της σκηνής αλλά και για τον κύκνο μέσα της. Δύο μήνες έπειτα από την ιστορική επιστροφή της στην Ελλάδα, όπου τραγουδά τον “Χορό των μεταμφιεσμένων” σ’ ένα μαγεμένο Ηρώδειο, ταξιδεύει στην Βενετία κι εκεί, σε μια δεξίωση που παραχωρεί προς τιμή της η κοσμικογράφος Έλσα Μάξγουελ, γνωρίζει τον Αριστοτέλη Ωνάση. Και τότε γεννιέται η γυναίκα Κάλλας. Η γυναίκα που θα έκανε τα πάντα για να αγαπηθεί.
“Και έκανε τα πάντα”, θα πει ο Τζεφιρέλι, με τον οποίο γνωρίζονται την ίδια εποχή. “Κάθε φορά που μου μιλούσε για τον Ωνάση, η φωνή της έτρεμε, σαν να ήταν μια ερωτευμένη μαθήτρια που έμοιαζε να εξαρτάται ολοκληρωτικά από τις διαθέσεις του αγαπημένου της”. Μέσα από τον απόλυτο έρωτα, η Κάλλας βιώνει το πάθος των ηρωίδων που ερμηνεύει. Αλλά βιώνει και την τραγικότητά τους. Γιατί βαθιά μέσα της ξέρει ότι ο Ωνάσης δεν είναι κύκνος. Θα τον περιμένει να ζήσουν μαζί, αλλά εκείνος θα προτιμήσει την σύμπλευση με το αμερικάνικο όνειρο: θα την εγκαταλείψει για την Τζάκι Κένεντι. Ο κύκνος μένει πάλι μόνος στη λίμνη, βρίσκοντας διέξοδο σε σποραδικούς θριάμβους. Αλλά και αυτοί δεν θα κρατήσουν πολύ. Έχοντας εγκαταλείψει τον εαυτό της, λάμπει μέχρι το ’65, την τελευταία της “Τόσκα” στο Κόβεν Γκάρντεν. Όταν το 1969, θα δεχτεί να κάνει τη μοναδική κινηματογραφική της εμφάνιση, στη “Μήδεια” του Παζολίνι, είναι στην πραγματικότητα ένας κύκνος χωρίς φωνή. Εάν το πάθος φτερούγισε μαζί με τη φυγή του Ωνάση, φτερούγισε και η φωνή μαζί του. Δεν έμεινε τίποτε άλλο. Μόνο ένας καθρέφτης να αποκαλύπτει δύο μάτια που απορούν. Δύο μάτια σβησμένα. Παραδομένα σε μια πορεία θανάτου.
Ερμητικά κλεισμένη στο διαμέρισμά της, η Μαρία Κάλλας, ατενίζει πλέον τη λίμνη από απόσταση. Ίσως περιμένει τον Αριστοτέλη να γυρίσει κοντά της. Ποιος ξέρει … Πάντως είναι ένας κύκνος ρημαγμένος από την μοναξιά. Στις 15 Μαρτίου του 1975, ένας φίλος της τηλεφωνεί για να της πει ότι ο Ωνάσης είναι νεκρός. Η λίμνη μπαζώνεται και το σκοτάδι την καταπίνει. Ακόμα και η πόρτα για τους ελάχιστους φίλους κλείνει οριστικά. Δυόμισι χρόνια αργότερα, η βουβή πάλη θα φτάσει στο τέλος της. Είναι 16 Ιανουαρίου του 1977. όλοι μιλούν για το αστέρι που έσβησε, για την φωνή του 20ου αιώνα που σώπασε για πάντα. Κανείς δεν λέει ότι έφυγε όπως φεύγουν οι ρημαγμένοι κύκνοι: από αγάπη. Με μια καρδιά που, απλά, κουράστηκε να χτυπάει μακριά από την λίμνη.
Έλξη ετερωνύμων
Από την νύχτα που η Μαρία και ο Αριστοτέλης έκαναν έρωτα στο πάτωμα του κεντρικού σαλονιού της θαλαμηγού “Χριστίνα” μέχρι το δραματικό φινάλε της σχέσης τους, επτά χρόνια αργότερα, οι δυο τους συνέστησαν ένα θυελλώδες ζευγάρι που έκανε τεράστια εντύπωση χάρη στις δραματικές αντιθέσεις τους. Εκείνη ήταν σικ και άκρως καλλιεργημένη. Και αυτός κάθε άλλο παρά εκλεπτυσμένος. Όταν η Τίνα Λιβανού έμαθε για τη σχέση τους, άρχισε να αποκαλεί με υποτιμητικό τρόπο την Κάλλας “τραγουδίστρια”. “Α, αγαπητή μου, Τίνα”, της απάντησε κάποτε ο Ουίνστον Τσόρτσιλ, “πολύ φοβάμαι ότι δεν είναι ακριβώς τραγουδίστρια”.
Το μεγαλείο της ψυχής
Στην ταινία που γύρισε ο Φράνκο Τζεφιρέλι (“Κάλλας για πάντα”) τον ρόλο της κορυφαίας σοπράνο ερμήνευσε η Φανί Αρντάν. Το φιλμ δεν σημείωσε ιδιαίτερη επιτυχία, η Αρντάν όμως ταυτίστηκε σε μεγάλο βαθμό με την Κάλλας. “Μέχρι να αρχίσουν τα γυρίσματα”, είπε, “μελετούσα τον ρόλο με θαυμασμό για την καλλιτέχνιδα Κάλλας. Όταν όμως άρχισαν, με συνεπήρε το μεγαλείο της ψυχής της, αυτή η σπάνια ευαισθησία μέσα από την οποία προσπάθησε να τα διαχειριστεί όλα. Ήταν πράγματι πολύ ευαίσθητο πλάσμα, γι‘ αυτό δεν κατόρθωσε να ευτυχήσει στη ζωή της. Δεν έμοιαζε πλασμένη για τούτο τον κόσμο”.
Διαβάστε την βιογραφία της Μαρίας Κάλλας.
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι” του εβδομαδιαίου περιοδικού “Εικόνες”, τεύχος Νο 338,, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008.