Ο Δημήτρης Χορν τα είχε όλα. Φινέτσα, στυλ, αέρα, ύφος, λάμψη. Μπορεί να ισχυριζόταν ότι είχε προδώσει όλους τους ρόλους, η ιστορία όμως, πολύ πριν συμπληρωθούν τα δέκα χρόνια από τον θάνατό του, κατέγραψε μια άλλη αλήθεια: ότι το “στυλ Χορν” δεν άφησε πίσω του μιμητές ή σχολή. Υπήρξε ανεπανάληπτο …
Αυτός ο εκλεκτός των θεών του θεάτρου είχε το χάρισμα να ταιριάζει παντού: από τις μποέμ παρέες μέχρι τα μεγάλα τζάκια. Ήταν τέτοια η χρυσόσκονη απ’ την οποία έμοιαζε πασπαλισμένος, που, όταν βάλθηκε να κατακτήσει την καλλιτεχνική σκηνή της Αθήνας, όλες οι πόρτες άνοιξαν μεμιάς, λες και περίμεναν από χρόνια αυτόν τον σαγηνευτικό, αιθέριο πρωταγωνιστή, με εκείνα τα γοητευτικά χέρια που σμίλευαν τις στιγμές της σιωπής με εκείνη την ανεπανάληπτη φωνή που μάγευε την πλατεία.
Ήταν ξεχωριστός. Και αυτάρκης. Σαν ήλιος γύρω από τον οποίο περιστρέφονταν πλανήτες. Συνάδελφοί του έχαναν τις ατάκες τους επειδή τον χάζευαν στην σκηνή, γυναίκες τον ερωτεύονταν, μια ολόκληρη χώρα άρχισε να χτίζει γέφυρες λατρείας και θαυμασμού μαζί του. Στις παρέες ήταν χαρούμενος και ανέμελος, ένα αιώνιο πειραχτήρι. Κι όταν η Έλλη Λαμπέτη, λίγους μήνες πριν τον θάνατό της, αποφάσισε να μιλήσει για τους άντρες της ζωής της στη Φρίντα Μπιούμπι, το σχετικό κεφάλαιο της «Τελευταίας Παράστασης» (Εκδόσεις «Εξάντας») έπαιρνε φωτιά από την αναφορά του ονόματος του Χορν. «Από τον καιρό ακόμα που ήμασταν στο Εθνικό, είχα προσέξει πόσο φίνος ήταν, ένας άνθρωπος πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου, πολύ κομψός, καλοβαλμένος, με ξεχωριστό χιούμορ», έλεγε η Έλλη με σπασμένη φωνή. «Όλοι γελούσαν με τα αστεία του, αλλά εμένα μου φαινόταν εκνευριστικός, γιατί το είχε πάρει επάνω του και ειρωνευόταν τους πάντες. Έκανα προσπάθειες να μην του δίνω σημασία, να μη γελάω με τα καλαμπούρια του». Εντούτοις, οι προσπάθειες της Λαμπέτη απέβησαν άκαρπες, παρασύρθηκαν κι αυτές: ο Τάκης ήταν πάντα στο επίκεντρο της προσοχής. Στην προσωπική του ζωή γινόταν η ψυχή της παρέας, στην επαγγελματική του η καρδιά της σκηνής.
Και ο βίος έμελλε να είναι σαν παραμύθι. Ο ίδιος θα έλεγε στον Φρέντυ Γερμανό, το 1971, ότι ήταν η Σίρλευ Τεμπλ του ελληνικού θεάτρου. Ένα παιδί θαύμα. Γιατί σαν τέτοιο ξεκίνησε. «Είχα έναν έρωτα με το θέατρο από μικρό παιδί», του είχε εκμυστηρευτεί (Φρέντυ Γερμανός «Μέρες Τηλεόρασης», του Μάκη Δελαπόρτα, Εκδόσεις «Ορφέας»). Έζησα μες το θέατρο. Όπως ξέρετε, ο πατέρας μου ήταν θεατρικός συγγραφέας και η νονά μου ήταν η μεγάλη Κυβέλη. Από μικρό παιδί λοιπόν ήμουνα μες το θέατρο. Την πρώτη φορά που βγήκα στη σκηνή ήμουν δύο ετών, σε ένα έργο του πατέρα μου, με την Κυβέλη, που λεγόταν «Οι γειτόνισσες» θυμάμαι έντονα τον κόσμο κάτω στην πλατεία. Τη δεύτερη φορά έπαιξα πάλι με την Κυβέλη. Ήμουν τεσσάρων ετών τότε και έκανα ένα από τα παιδιά της στη «Νόρα» του Ίψεν». Και κάπως έτσι άρχισαν όλα. Μέσα από το χειροκρότημα. Λες και οι ρίζες του σανιδιού γίνανε φλέβες στη ψυχή του. Ωστόσο, η ζωή της οικογένειας Χορν, ήταν πάντα ξεχωριστή. Ο ίδιος θα έλεγε συχνά ότι όταν ο πατέρας του, ο Παντελής Χορν, έκανε επιτυχία, έμεναν στη «Μεγάλη Βρετάνια». Όταν το έργο είχε αποτυχία, η φαμίλια μετακόμιζε σε ένα φτηνό δωμάτιο στο Μεταξουργείο. Όπως και να ‘χε, ένα ήταν σίγουρο: σε καιρούς που άλλοι προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον πόνο και τα τραύματα του πολέμου και του Εμφυλίου, ο νεαρός Τάκης ζούσε σε έναν άλλο κόσμο, εκλεπτυσμένο, με λάμψη και κύρος.
Το βιογραφικό μοιάζει βαρύ, σαν ιστορία. Πραγματικό ντεμπούτο κάνει το 1949, σε ηλικία δεκαεννέα ετών, στην οπερέτα του Στράους «Η Νυχτερίδα». Ακολουθούν πρωταγωνιστικοί ρόλοι στο «Ρεξ» της Μαρίκας Κοτοπούλη. «Ριχάρδος ο Β!», «Άμλετ», «Ημερολόγιο ενός Τρελού», «Ιβάνωφ», αλλά και άλλα έργα παγκόσμιου βεληνεκούς. Δημιουργεί δικό του θίασο με την Μαίρη Αρώνη. Αργότερα με την Βάσω Μανωλίδου. Παίζει με την Μελίνα Μερκούρη. Συνεργάζεται με το Εθνικό. Ταξιδεύει στην Αμερική και την Αγγλία για να μελετήσει την εξέλιξη του Θεάτρου. Και από το 1953 μέχρι το 1959 συγκροτεί με την Έλλη Λαμπέτη και τον Γιώργο Παππά τον θίασο που θα συγκλονίσει την χώρα. Η Ελλάδα μοιάζει μαγεμένη από την αύρα του Τάκη και της Έλλης. Και ο έρωτάς τους θα γίνει το παραμύθι της εποχής. Αργότερα ο Χορν θα προσπαθούσε να θολώσει τα νερά. «Την πρώτη μου γυναίκα, τη Ρίτα Φιλλίπου, την απατούσα συνεχώς και της το έλεγα», είπε κάποτε. «Την τρίτη μου γυναίκα, την Άννα Γουλανδρή, την αγάπησα πάρα πολύ». Όσο για την Έλλη; Ω! για την Έλλη, απέφευγε να μιλάει. Ώσπου κάποια στιγμή, με τον ίδιο τρόπο που απαξίωνε το ταλέντο του, θέλησε να απαξιώσει και το ειδύλλιό τους: «Όχι, η Έλλη δεν υπήρξε η γυναίκα της ζωής μου» είπε. Μέχρι εκεί.
Η ίδια η Λαμπέτη περίμενε μέχρι το τέλος της δικής της ζωής για να μιλήσει. Και όταν άνοιξε την καρδιά της στην Φρίντα Μπιούμπι, η καταφαγωμένη από τον καρκίνο φωνή της δεν μπόρεσε να κρύψει τίποτε. Ούτε την αγάπη της για τον Χορν, ούτε την πίκρα της. «Αγαπηθήκαμε» λέει. «Όταν παίζαμε την «Αγαπούλα» ήμασταν ερωτευμένοι». Και παρακάτω: «Με τον Τάκη ζήσαμε ωραία επτά χρόνια. Ωραία, βέβαια, είναι ένας λόγος. Έρωτας με δόντια –τρωγόμασταν και αγαπιόμασταν συγχρόνως. Ήταν τότε, όταν σμίξαμε, που ο Βόκοβιτς είχε πει το περίφημο «Για να δούμε πως θα ταιριάξουν οι Βερσαλλίες με τα Βίλλια». Δηλαδή, ο Χορν, με την υψηλή καταγωγή και εγώ η χωριατοπούλα. Και νομίζω πως δεν είχε άδικο, γιατί η κοινωνική διαφορά μας, η διαφορά αγάπης, επιπέδου, συνηθειών, ήταν μια από τις αιτίες που χωρίσαμε».
Στο βιβλίο του για την Έλλη Λαμπέτη (Εκδόσεις «Καστανιώτη») ο Φρέντυ Γερμανός γράφει πως ένας από τους λόγους που χώρισαν ήταν το ότι ο Χορν δεν ήθελε παιδί. Φυσικά, υπήρχαν κι άλλοι. Οι σκηνές ζηλοτυπίας που της έκανε, για παράδειγμα. «Το ωραίο είναι», είπε η Λαμπέτη, τότε, στην Μπιούμπι, «ότι και στο τέλος, όταν χωρίσαμε, κι ερχόταν και κλωτσούσε την πόρτα να του ανοίξω, τα είχε κιόλας φτιάξει με μια ηθοποιό. Είχε την φιλενάδα του ο κύριος, που ερχόταν μάλιστα και τον έπαιρνε από το θέατρο. Εγώ δεν είχα κανέναν». Ωστόσο, ο βασικότερος λόγος του χωρισμού ήταν άλλος: ο Χορν μισούσε τις αρρώστιες. Τις έτρεμε, ήταν ένας υποχόνδριος άνθρωπος. Το δυστύχημα είναι ότι η οικογένεια της Έλλης έμοιαζε από νωρίς πιασμένη στο αγκίστρι της αρρώστιας, που έμελλε να πάρει αργότερα και την ίδια. Τα λόγια της στάζουν πόνο: «Εγώ ήμουν πολύ συνδεδεμένη με την οικογένειά μου, και είχα τότε μια σειρά από προβλήματα, αρρώστιες, θανάτους. Ο Τάκης δεν μπορούσε να τα αντέξει όλα αυτά. Άρχισε να αντιδρά, να βρίζει, κι εγώ μπορώ να ανεχτώ πολλά, αλλά όχι τέτοια συμπεριφορά».
Ο Χορν κοίταξε μπροστά και συνέχισε την ζωή του σαν ένα παραχαϊδεμένο και κακομαθημένο παιδί. Έλεγε πως πρόδωσε τους ρόλους του και κανείς δεν ήξερε εάν μιλούσε από μετριοφροσύνη ή από αλαζονεία. Έλεγε ότι απεχθανόταν εκείνο το «σαχλό τραγουδάκι», το «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες». Ότι του είχε χαριστεί απλόχερα, αυτός το απαξίωνε με τον πιο επιδεικτικό τρόπο. Κι όσο κυλούσαν τα χρόνια, ακόμα και οι φίλοι λιγόστευαν, απέμειναν ένας Κωνσταντίνος Καραμανλής, ένας Μάνος Χατζιδάκις, ένας Οδυσσέας Ελύτης. Όλο και πιο μακριά από τα φώτα της ράμπας. Όλο και πιο μακριά από το χειροκρότημα. Ώσπου εκεί, στα 1983, η μεγάλη σιωπή. Μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 16 Ιανουαρίου 1998, ο Χορν περνάει τον χρόνο του βυθισμένος στη μοναξιά, στην αναπόληση και στο κλείσιμο των λογαριασμών του με τα δάνεια ενός βίου γεμάτου, χορτασμένου.
Συχνά αναρωτήθηκαν πολλοί: τι ακριβώς συνέβη το 1983 και ο Τάκης αποσύρθηκε ολοκληρωτικά από την δημόσια ζωή; Ούτε πολύ μεγάλος ήταν για να παίζει ούτε το κοινό είχε πάψει να τον λατρεύει. Αυτό που συνέβη κανείς δεν βρήκε το σθένος να το ομολογήσει δημόσια όσο εκείνος ζούσε. Μπορεί μάλιστα να μην είναι αυτός ο λόγος. Πάντως συνέβη. Στα 1983 το χαμόγελο της Έλλης έσβησε για πάντα. Η «Αγαπούλα» φτερούγισε στην γειτονιά των αγγέλων και έφτιαξε μια σκιά από την οποία ο Χορν δεν βγήκε ποτέ. Και η αυλαία έπεσε. Και για τον παρτενέρ της.
Τανγκό με το υπερεγώ
Το πόσο ιδιότροπος ήταν ο Χορν αποδεικνύεται από κάμποσα περιστατικά. Λέγεται πως κάποτε μετά το τέλος μιας παράστασης στην οποία πρωταγωνιστούσε, ζήτησε συγνώμη από το κοινό για την «άθλια» ερμηνεία του. Μια άλλη φορά είπε: «Εγώ δεν αγάπησε ούτε τον εαυτό μου, ούτε την τέχνη μου. Και υπάρχουν νύχτες που τις περνάω κάνοντας την ίδια εφιαλτική ερώτηση: εάν έπρεπε να βγω στο θέατρο;». Όταν ο Φρέντυ Γερμανός του είχε πει ότι είναι υπερβολικά αυστηρός με τον κινηματογραφικό εαυτό του, εκείνος τον αποστόμωσε με το αμίμητο: «Με έχετε δει στο σινεμά;».
Ρεαλιστής και κυνικός
Όταν στη δεκαετία του ’70 πολλοί ρωτούσαν τον Χορν εάν θα ήθελε να ξαναβρεθεί στην σκηνή με την Λαμπέτη, εκείνος ήταν κατηγορηματικός. «Ο κόσμος έχει μια περίεργη διάθεση για καταστροφή», έλεγε. «Θέλουν να μας δουν γερασμένους και να πουν, Α! δεν είναι όπως τότε. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει λόγος να χαλάσουμε εκείνη την εικόνα»
Στιγμιότυπο
Σπαρταριστές ήταν οι ιστορίες που κυκλοφορούσαν για την μυωπία του. Γιατί χωρίς τα γυαλιά του ο Χορν δεν έβλεπε τίποτε, ούτε τους συναδέλφους του που ήταν επάνω στη σκηνή. Μια νύχτα η Λαμπέτη αυτοσχεδίαζε κάτι κωμικό με το σώμα της, αλλά προτού προλάβει το κοινό να γελάσει, ο Χορν πέταξε την ατάκα του κειμένου. Το ίδιο έγινε και τις επόμενες δύο βραδιές, ώσπου η Λαμπέτη τον έπιασε και του είπε ενοχλημένη: «Τι κάνεις; Γιατί ατακάρεις τόσο γρήγορα; Δεν βλέπεις ότι προσπαθώ να κάνω κάτι;». και ο Χορν της απάντησε έκπληκτος: «Μα όχι. Δεν σε βλέπω καθόλου!». Και πράγματι, στο συγκεκριμένο σημείο του έργου εκείνος βρισκόταν στο ένα άκρο της σκηνής και εκείνη στο άλλο.
Διαβάστε την βιογραφία του Δημήτρη Χορν
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι” του εβδομαδιαίου περιοδικού “Εικόνες”, τεύχος Νο 338, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008.
Αυτός ο εκλεκτός των θεών του θεάτρου είχε το χάρισμα να ταιριάζει παντού: από τις μποέμ παρέες μέχρι τα μεγάλα τζάκια. Ήταν τέτοια η χρυσόσκονη απ’ την οποία έμοιαζε πασπαλισμένος, που, όταν βάλθηκε να κατακτήσει την καλλιτεχνική σκηνή της Αθήνας, όλες οι πόρτες άνοιξαν μεμιάς, λες και περίμεναν από χρόνια αυτόν τον σαγηνευτικό, αιθέριο πρωταγωνιστή, με εκείνα τα γοητευτικά χέρια που σμίλευαν τις στιγμές της σιωπής με εκείνη την ανεπανάληπτη φωνή που μάγευε την πλατεία.
Ήταν ξεχωριστός. Και αυτάρκης. Σαν ήλιος γύρω από τον οποίο περιστρέφονταν πλανήτες. Συνάδελφοί του έχαναν τις ατάκες τους επειδή τον χάζευαν στην σκηνή, γυναίκες τον ερωτεύονταν, μια ολόκληρη χώρα άρχισε να χτίζει γέφυρες λατρείας και θαυμασμού μαζί του. Στις παρέες ήταν χαρούμενος και ανέμελος, ένα αιώνιο πειραχτήρι. Κι όταν η Έλλη Λαμπέτη, λίγους μήνες πριν τον θάνατό της, αποφάσισε να μιλήσει για τους άντρες της ζωής της στη Φρίντα Μπιούμπι, το σχετικό κεφάλαιο της «Τελευταίας Παράστασης» (Εκδόσεις «Εξάντας») έπαιρνε φωτιά από την αναφορά του ονόματος του Χορν. «Από τον καιρό ακόμα που ήμασταν στο Εθνικό, είχα προσέξει πόσο φίνος ήταν, ένας άνθρωπος πέντε χρόνια μεγαλύτερός μου, πολύ κομψός, καλοβαλμένος, με ξεχωριστό χιούμορ», έλεγε η Έλλη με σπασμένη φωνή. «Όλοι γελούσαν με τα αστεία του, αλλά εμένα μου φαινόταν εκνευριστικός, γιατί το είχε πάρει επάνω του και ειρωνευόταν τους πάντες. Έκανα προσπάθειες να μην του δίνω σημασία, να μη γελάω με τα καλαμπούρια του». Εντούτοις, οι προσπάθειες της Λαμπέτη απέβησαν άκαρπες, παρασύρθηκαν κι αυτές: ο Τάκης ήταν πάντα στο επίκεντρο της προσοχής. Στην προσωπική του ζωή γινόταν η ψυχή της παρέας, στην επαγγελματική του η καρδιά της σκηνής.
Και ο βίος έμελλε να είναι σαν παραμύθι. Ο ίδιος θα έλεγε στον Φρέντυ Γερμανό, το 1971, ότι ήταν η Σίρλευ Τεμπλ του ελληνικού θεάτρου. Ένα παιδί θαύμα. Γιατί σαν τέτοιο ξεκίνησε. «Είχα έναν έρωτα με το θέατρο από μικρό παιδί», του είχε εκμυστηρευτεί (Φρέντυ Γερμανός «Μέρες Τηλεόρασης», του Μάκη Δελαπόρτα, Εκδόσεις «Ορφέας»). Έζησα μες το θέατρο. Όπως ξέρετε, ο πατέρας μου ήταν θεατρικός συγγραφέας και η νονά μου ήταν η μεγάλη Κυβέλη. Από μικρό παιδί λοιπόν ήμουνα μες το θέατρο. Την πρώτη φορά που βγήκα στη σκηνή ήμουν δύο ετών, σε ένα έργο του πατέρα μου, με την Κυβέλη, που λεγόταν «Οι γειτόνισσες» θυμάμαι έντονα τον κόσμο κάτω στην πλατεία. Τη δεύτερη φορά έπαιξα πάλι με την Κυβέλη. Ήμουν τεσσάρων ετών τότε και έκανα ένα από τα παιδιά της στη «Νόρα» του Ίψεν». Και κάπως έτσι άρχισαν όλα. Μέσα από το χειροκρότημα. Λες και οι ρίζες του σανιδιού γίνανε φλέβες στη ψυχή του. Ωστόσο, η ζωή της οικογένειας Χορν, ήταν πάντα ξεχωριστή. Ο ίδιος θα έλεγε συχνά ότι όταν ο πατέρας του, ο Παντελής Χορν, έκανε επιτυχία, έμεναν στη «Μεγάλη Βρετάνια». Όταν το έργο είχε αποτυχία, η φαμίλια μετακόμιζε σε ένα φτηνό δωμάτιο στο Μεταξουργείο. Όπως και να ‘χε, ένα ήταν σίγουρο: σε καιρούς που άλλοι προσπαθούσαν να ξεπεράσουν τον πόνο και τα τραύματα του πολέμου και του Εμφυλίου, ο νεαρός Τάκης ζούσε σε έναν άλλο κόσμο, εκλεπτυσμένο, με λάμψη και κύρος.
Το βιογραφικό μοιάζει βαρύ, σαν ιστορία. Πραγματικό ντεμπούτο κάνει το 1949, σε ηλικία δεκαεννέα ετών, στην οπερέτα του Στράους «Η Νυχτερίδα». Ακολουθούν πρωταγωνιστικοί ρόλοι στο «Ρεξ» της Μαρίκας Κοτοπούλη. «Ριχάρδος ο Β!», «Άμλετ», «Ημερολόγιο ενός Τρελού», «Ιβάνωφ», αλλά και άλλα έργα παγκόσμιου βεληνεκούς. Δημιουργεί δικό του θίασο με την Μαίρη Αρώνη. Αργότερα με την Βάσω Μανωλίδου. Παίζει με την Μελίνα Μερκούρη. Συνεργάζεται με το Εθνικό. Ταξιδεύει στην Αμερική και την Αγγλία για να μελετήσει την εξέλιξη του Θεάτρου. Και από το 1953 μέχρι το 1959 συγκροτεί με την Έλλη Λαμπέτη και τον Γιώργο Παππά τον θίασο που θα συγκλονίσει την χώρα. Η Ελλάδα μοιάζει μαγεμένη από την αύρα του Τάκη και της Έλλης. Και ο έρωτάς τους θα γίνει το παραμύθι της εποχής. Αργότερα ο Χορν θα προσπαθούσε να θολώσει τα νερά. «Την πρώτη μου γυναίκα, τη Ρίτα Φιλλίπου, την απατούσα συνεχώς και της το έλεγα», είπε κάποτε. «Την τρίτη μου γυναίκα, την Άννα Γουλανδρή, την αγάπησα πάρα πολύ». Όσο για την Έλλη; Ω! για την Έλλη, απέφευγε να μιλάει. Ώσπου κάποια στιγμή, με τον ίδιο τρόπο που απαξίωνε το ταλέντο του, θέλησε να απαξιώσει και το ειδύλλιό τους: «Όχι, η Έλλη δεν υπήρξε η γυναίκα της ζωής μου» είπε. Μέχρι εκεί.
Η ίδια η Λαμπέτη περίμενε μέχρι το τέλος της δικής της ζωής για να μιλήσει. Και όταν άνοιξε την καρδιά της στην Φρίντα Μπιούμπι, η καταφαγωμένη από τον καρκίνο φωνή της δεν μπόρεσε να κρύψει τίποτε. Ούτε την αγάπη της για τον Χορν, ούτε την πίκρα της. «Αγαπηθήκαμε» λέει. «Όταν παίζαμε την «Αγαπούλα» ήμασταν ερωτευμένοι». Και παρακάτω: «Με τον Τάκη ζήσαμε ωραία επτά χρόνια. Ωραία, βέβαια, είναι ένας λόγος. Έρωτας με δόντια –τρωγόμασταν και αγαπιόμασταν συγχρόνως. Ήταν τότε, όταν σμίξαμε, που ο Βόκοβιτς είχε πει το περίφημο «Για να δούμε πως θα ταιριάξουν οι Βερσαλλίες με τα Βίλλια». Δηλαδή, ο Χορν, με την υψηλή καταγωγή και εγώ η χωριατοπούλα. Και νομίζω πως δεν είχε άδικο, γιατί η κοινωνική διαφορά μας, η διαφορά αγάπης, επιπέδου, συνηθειών, ήταν μια από τις αιτίες που χωρίσαμε».
Στο βιβλίο του για την Έλλη Λαμπέτη (Εκδόσεις «Καστανιώτη») ο Φρέντυ Γερμανός γράφει πως ένας από τους λόγους που χώρισαν ήταν το ότι ο Χορν δεν ήθελε παιδί. Φυσικά, υπήρχαν κι άλλοι. Οι σκηνές ζηλοτυπίας που της έκανε, για παράδειγμα. «Το ωραίο είναι», είπε η Λαμπέτη, τότε, στην Μπιούμπι, «ότι και στο τέλος, όταν χωρίσαμε, κι ερχόταν και κλωτσούσε την πόρτα να του ανοίξω, τα είχε κιόλας φτιάξει με μια ηθοποιό. Είχε την φιλενάδα του ο κύριος, που ερχόταν μάλιστα και τον έπαιρνε από το θέατρο. Εγώ δεν είχα κανέναν». Ωστόσο, ο βασικότερος λόγος του χωρισμού ήταν άλλος: ο Χορν μισούσε τις αρρώστιες. Τις έτρεμε, ήταν ένας υποχόνδριος άνθρωπος. Το δυστύχημα είναι ότι η οικογένεια της Έλλης έμοιαζε από νωρίς πιασμένη στο αγκίστρι της αρρώστιας, που έμελλε να πάρει αργότερα και την ίδια. Τα λόγια της στάζουν πόνο: «Εγώ ήμουν πολύ συνδεδεμένη με την οικογένειά μου, και είχα τότε μια σειρά από προβλήματα, αρρώστιες, θανάτους. Ο Τάκης δεν μπορούσε να τα αντέξει όλα αυτά. Άρχισε να αντιδρά, να βρίζει, κι εγώ μπορώ να ανεχτώ πολλά, αλλά όχι τέτοια συμπεριφορά».
Ο Χορν κοίταξε μπροστά και συνέχισε την ζωή του σαν ένα παραχαϊδεμένο και κακομαθημένο παιδί. Έλεγε πως πρόδωσε τους ρόλους του και κανείς δεν ήξερε εάν μιλούσε από μετριοφροσύνη ή από αλαζονεία. Έλεγε ότι απεχθανόταν εκείνο το «σαχλό τραγουδάκι», το «Οι Θαλασσιές οι Χάντρες». Ότι του είχε χαριστεί απλόχερα, αυτός το απαξίωνε με τον πιο επιδεικτικό τρόπο. Κι όσο κυλούσαν τα χρόνια, ακόμα και οι φίλοι λιγόστευαν, απέμειναν ένας Κωνσταντίνος Καραμανλής, ένας Μάνος Χατζιδάκις, ένας Οδυσσέας Ελύτης. Όλο και πιο μακριά από τα φώτα της ράμπας. Όλο και πιο μακριά από το χειροκρότημα. Ώσπου εκεί, στα 1983, η μεγάλη σιωπή. Μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 16 Ιανουαρίου 1998, ο Χορν περνάει τον χρόνο του βυθισμένος στη μοναξιά, στην αναπόληση και στο κλείσιμο των λογαριασμών του με τα δάνεια ενός βίου γεμάτου, χορτασμένου.
Συχνά αναρωτήθηκαν πολλοί: τι ακριβώς συνέβη το 1983 και ο Τάκης αποσύρθηκε ολοκληρωτικά από την δημόσια ζωή; Ούτε πολύ μεγάλος ήταν για να παίζει ούτε το κοινό είχε πάψει να τον λατρεύει. Αυτό που συνέβη κανείς δεν βρήκε το σθένος να το ομολογήσει δημόσια όσο εκείνος ζούσε. Μπορεί μάλιστα να μην είναι αυτός ο λόγος. Πάντως συνέβη. Στα 1983 το χαμόγελο της Έλλης έσβησε για πάντα. Η «Αγαπούλα» φτερούγισε στην γειτονιά των αγγέλων και έφτιαξε μια σκιά από την οποία ο Χορν δεν βγήκε ποτέ. Και η αυλαία έπεσε. Και για τον παρτενέρ της.
Τανγκό με το υπερεγώ
Το πόσο ιδιότροπος ήταν ο Χορν αποδεικνύεται από κάμποσα περιστατικά. Λέγεται πως κάποτε μετά το τέλος μιας παράστασης στην οποία πρωταγωνιστούσε, ζήτησε συγνώμη από το κοινό για την «άθλια» ερμηνεία του. Μια άλλη φορά είπε: «Εγώ δεν αγάπησε ούτε τον εαυτό μου, ούτε την τέχνη μου. Και υπάρχουν νύχτες που τις περνάω κάνοντας την ίδια εφιαλτική ερώτηση: εάν έπρεπε να βγω στο θέατρο;». Όταν ο Φρέντυ Γερμανός του είχε πει ότι είναι υπερβολικά αυστηρός με τον κινηματογραφικό εαυτό του, εκείνος τον αποστόμωσε με το αμίμητο: «Με έχετε δει στο σινεμά;».
Ρεαλιστής και κυνικός
Όταν στη δεκαετία του ’70 πολλοί ρωτούσαν τον Χορν εάν θα ήθελε να ξαναβρεθεί στην σκηνή με την Λαμπέτη, εκείνος ήταν κατηγορηματικός. «Ο κόσμος έχει μια περίεργη διάθεση για καταστροφή», έλεγε. «Θέλουν να μας δουν γερασμένους και να πουν, Α! δεν είναι όπως τότε. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει λόγος να χαλάσουμε εκείνη την εικόνα»
Στιγμιότυπο
Σπαρταριστές ήταν οι ιστορίες που κυκλοφορούσαν για την μυωπία του. Γιατί χωρίς τα γυαλιά του ο Χορν δεν έβλεπε τίποτε, ούτε τους συναδέλφους του που ήταν επάνω στη σκηνή. Μια νύχτα η Λαμπέτη αυτοσχεδίαζε κάτι κωμικό με το σώμα της, αλλά προτού προλάβει το κοινό να γελάσει, ο Χορν πέταξε την ατάκα του κειμένου. Το ίδιο έγινε και τις επόμενες δύο βραδιές, ώσπου η Λαμπέτη τον έπιασε και του είπε ενοχλημένη: «Τι κάνεις; Γιατί ατακάρεις τόσο γρήγορα; Δεν βλέπεις ότι προσπαθώ να κάνω κάτι;». και ο Χορν της απάντησε έκπληκτος: «Μα όχι. Δεν σε βλέπω καθόλου!». Και πράγματι, στο συγκεκριμένο σημείο του έργου εκείνος βρισκόταν στο ένα άκρο της σκηνής και εκείνη στο άλλο.
Διαβάστε την βιογραφία του Δημήτρη Χορν
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι” του εβδομαδιαίου περιοδικού “Εικόνες”, τεύχος Νο 338, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008.