Υπήρξε ο τρόμος των εχθρών και ο φόβος των φίλων του. Ο “Καίσαρας” της μεγαλύτερης –πλην όμως- παράνομης οικονομικής αυτοκρατορίας τη δεκαετία του ’20. Πως τα κατάφερε; Εφαρμόζοντας την δική του μέθοδο “διοίκησης”: την εν ψυχρώ εκτέλεση όποιου στεκόταν εμπόδιο στον δρόμο του. Μόνο ένα δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει: τις κατηγορίες περί φοροδιαφυγής. Τότε το οικοδόμημά του κατέρρευσε, μαζί με τον αδίστακτο δημιουργό του.
Θεωρείται υπεύθυνος για πάνω από 300 θανάτους -τόσοι ξεπαστρεύτηκαν από την συμμορία του– με χρήση, μάλιστα, εντυπωσιακής ποικιλίας όπλων: μαχαίρι, πιστόλι, καραμπίνα, οπλοπολυβόλο, γκαρότα, χειροβομβίδα. Τα εγκλήματά του είναι διαβόητα και ειδεχθή. Η στρατηγική του, που τον ανέβασε ιλιγγιωδώς στην κορυφή του οργανωμένου εγκλήματος, βασιζόταν στην υπέρμετρη χρήση ωμότατης βίας, στον εκφοβισμό φίλων και αντιπάλων, σε ένα τρομοκρατικό χιούμορ και σ’ ένα εκρηκτικά κραταιό βλέμμα που αποθάρρυνε κάθε εναντίωση στις αποφάσεις του. Αποτελεί, και αυτός, ένα νεγκατίφ του αμερικανικού ονείρου και την επιτομή “…τού πως εδραιώνεται και παρακμάζει μια εκτός νόμου αυτοκρατορία”.
Ο Αλφόνσος “Αλ” Γκάμπριελ Καπόνε γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1899 στην Νάπολη της Ιταλίας. Πέθανε περίπου μετά από μισό αιώνα, στις 25 Ιανουαρίου του 1947, στην Φλόριντα. Πρόλαβε ενδιαμέσως να διοικήσει ένα συνδικάτο του εγκλήματος, να εξοντώσει σχεδόν όλους τους αντιπάλους του, να διαβρώσει κάθε μηχανισμό νόμιμης εξουσίας στο Σικάγο, από τους πολιτικούς και τους πυροσβέστες μέχρι τους δικαστές και τους αστυνομικούς, να επιδείξει την λατρεία του για την μουσική, συμβάλλοντας μάλιστα στην άνθηση της τζαζ στο Σικάγο, να μισήσει πάνω απ’ όλα τους Ιρλανδούς (καίτοι η ειρωνεία της ζωής θέλησε να παντρευτεί Ιρλανδέζα), να ελιχθεί στις ναρκοθετημένες ζώνες της παρανομίας, για να εγκλεισθεί εντέλει στη φυλακή και να βγει απ’ το παιχνίδι με την κατηγορία για … φοροδιαφυγή μόλις 200 χιλιάδων δολαρίων.
Ο πατέρας του Αλ ήταν μπαρμπέρης και η μητέρα του κοπτοραπτού. Σφριγηλοί Ιταλοί από το Καστελαμάρε, έκαναν άλλα 8 παιδιά -τα δύο ακολούθησαν την καριέρα του Αλ- ο ένας μάλιστα έπεσε νεκρός, σε νεαρή ηλικία, από σφαίρες αστυνομικών.
Ήταν θηρίο ανήμερο στην εφηβεία του. Οι εγκύκλιες σπουδές του έφτασαν σε ένα τέρμα όταν χαστούκισε μια δασκάλα γιατί του μίλησε επιτιμητικά. Συνέχισε άλλου τύπου σπουδές στο χώρο των συμμοριών που λυμαίνονταν το Μπρούκλιν. Ο καθείς και τα ταλέντα του –και όπως σε κάθε οργανωμένη κοινωνία, έτσι και στην κοινωνία του οργανωμένου εγκλήματος οι ταλαντούχοι κινούν την προσοχή και καλούνται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
Ο Καπόνε προσχωρεί στην “Φάιβ Πόιντς Γκανγκ” του Φρανκ Γέιλ, που για τον Αλ ήταν ένα είδος λαμπρού πανεπιστημίου. Δρα ως διακινητής ποτών και κοριτσιών. Οι δραστηριότητές του ως μαστροπού εκφράστηκαν με το ιδιότυπο χιούμορ του, όταν τύπωσε μια επαγγελματική κάρτα, στην οποία εφέρετο ως “έμπορος επίπλων”. Όταν τον ρώτησαν τι έπιπλα εμπορεύεται, απάντησε, “…Οτιδήποτε μεταχειρισμένο που θα ‘θελες να πλαγιάσεις πάνω του”. Πολλοί άνθρωποι που κατέχουν εξουσία, και την διατηρούν με απροκάλυπτη βαναυσότητα, αρέσκονται να εξαπολύουν άκομψα καλαμπόυρια που οι ίδιοι θαρρούν πως είναι λεπτεπίλεπτα λογοπαίγνια επιπέδου Μαρξ Μπράδερς.
Ο Αλ θα ξετρελαθεί από τα θέλγητρα της Ιρλανδέζας Μέι Τζοζεφίν Κάλφιν, που δεν θα αργήσει να μείνει έγκυος από τον λατίνο εραστή, ο οποίος θα την παντρευτεί στις 30 Δεκεμβρίου του 1918, λίγο μετά την γέννηση του γιου τους, του Άλμπερτ Φράνσις “Σόνι”.
Παρότι καλός οικογενειάρχης, θα διατηρεί εφήμερους ερωτικούς δεσμούς, ως φαίνεται από έναν καβγά που αποτέλεσε το εφαλτήριο για την πενταετή παντοδυναμία του γκάνγκστερ. Ο Αλ τα παίρνει στο κρανίο όταν τα αδέλφια μιας ερωμένης του την προσβάλλουν. Σπάνε κόκαλα, ανοίγουν σάρκες, το νοσοκομείο κάνει χρυσές δουλειές. Ο Καπόνε τραυματίζεται στο πρόσωπο. Μένει μια ουλή και ένα παρατσούκλι: “Ο σημαδεμένος”. Ο τύπος που τραυμάτισε τον Καπόνε βρέθηκε λίγο μετά νεκρός, με κομμένο το λαρύγγι, αλλά ουδείς χρεώθηκε επισήμως το έγκλημα. Ο Αλ, ούτως ή άλλως, το φέρει βαρέως ότι άφησε να τον χαρακώσουν, απεχθάνεται την ουλή, την οποία φροντίζει σε όλη του τη ζωή να κρύβει κάτω από στρώματα πούδρας, μισεί το παρατσούκλι, το οποίο όταν ακούει εξαγριώνεται. Απαγόρευε σε όλους να τον αποκαλούν “Σημαδεμένο” και λέγεται ότι έστειλε στον αγύριστο έναν από τους υπασπιστές του, όταν αυτός, μάλλον πιωμένος, πρόφερε την απαγορευμένη λέξη.
Έχοντας, μόλις στα είκοσι του, στην πλάτη δύο φονικά, ο Αλ θα την κοπανήσει για το Σικάγο, όπου θα αναλάβει πόστα υπό τον Τζέιμς “Μπιγκ Τζιμ” Κολοζίμο και τον Τζοβάνι “Τζόνι” Τόριο. Θα διαπρέψει στη διακίνηση λαθραίου αλκοόλ και θα αδράχνει κάθε ευκαιρία ανέλιξης στην Οικογένεια. Όταν ο Κολοζίμο έπεσε νεκρός από σφαίρες, στο φουαγιέ του νυχτερινού του κέντρου, την εξουσία ανέλαβε ο Τόριο και έγινε υπαρχηγός ο Αλ. Στρατηγικός νους, επιδίδεται σε μια εκστρατεία εκφοβισμού και δωροδοκίας κάθε πολεμίου, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει σημαντικότατη εξουσία στα χέρια του. Ο Τόριο, βαριά τραυματισμένος ύστερα από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, θα εκχωρήσει τις μπίζνες στον Αλ, που θα προαχθεί σε αρχηγό.
Τα μυαλά του κυριεύονται από υπέρμετρες φιλοδοξίες. Επιθυμεί να του ανήκει η νίκη, λαχταράει να είναι δικό του το Σικάγο. Οργανώνει, πάντα αλόγιστα φιγουρατζής, μια λαμπρή παρέλαση προς τιμή του παλιού αφεντικού του, του Φρανκ Γέιλ. Ξυλοφορτώνει, στα σκαλιά του Δημαρχείου, τον Γουίλιαμ Χέιλ Τόμσον, τον πρώτο πολίτη, δείχνοντας ποιος κάνει κουμάντο. Κάνει και ένα καλό –για τους μουσικόφιλους: μην έχοντας κανένα ρατσιστικό μένος και λατρεύοντας την μαύρη μουσική, επιβάλλει στα μαγαζιά να παίζουν και να τραγουδάνε, μεγαλοπρεπώς, επιφανείς τζαζίστες που ήταν στο περιθώριο, συμβάλλοντας έτσι στην άνθηση της Σχολής του Σικάγο! Ο Μακιαβέλι και ο Χέγκελ θα είχαν πολλά να πουν γι’ αυτό το γεγονός -τής μέσω του Κακού συμβολής στην Ιστορία!
Ο Σημαδεμένος Στρατηγός ξέρει, επίσης, να οργανώνει τις άμυνές του. Στήνει ένα κολοσσιαίο δίκτυο καταφυγίων απ’ όπου οργανώνει τα εγκλήματά του και τα διαπράττει μέσω των μπράβων του, διατηρώντας το άλλοθι ότι βρίσκεται μύρια μίλια μακριά. Εξοντώνει την αντίπαλη συμμορία, αυτή του “Νορθ Σάιντ”, άνετα εγκατεστημένος ο ίδιος σε ένα πολυτελές λημέρι, ενώ τα πρωτοπαλίκαρά του γαζώνουν με οπλοπολυβόλα φυσιογνωμίες της στρατιάς των Ντον Ο’ Μπάνιον, Ερλ “Χάιμι” Βάις και Μπαγκς Μόραν, στις 14 Φεβρουαρίου 1929 –σ’ αυτό που αποθανατίστηκε σε χολιγουντιανές ταινίες ως “Η Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου”.
Η αυτοκρατορία του Αλ έφτανε να αποκομίζει, ανάμεσα στα 1925 και 1929, περί τα 10 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Η άνομη οικονομική ευμάρεια, καθώς και ο εκρηκτικά γενναιόδωρος –ως προς τις σφαίρες και τα δολάρια- χαρακτήρας του, επέτρεπαν στον Καπόνε να παρευρίσκεται με δάκρυα στα μάτια στις κηδείες αυτών που ο ίδιος είχε ξεπαστρέψει, να τυλίγει τις σορούς με άνθη αξίας έως και 5.000 δολαρίων και να καλύπτει οικονομικά τις χήρες με εφάπαξ και συντάξεις που δεν θα ονειρεύονταν ποτέ. Ήταν ένα είδος εξιλασμού, αλλά και μια θυσία στον βωμό της θρυλικής …κωλοφαρδίας του αρχιγκάνγκστερ, ο οποίος κατάφερνε να βγαίνει αλώβητος από σωρεία οργανωμένων επιθέσεων εναντίον του!
Έξω καρδιά και αγνοώντας νουθεσίες των συμβούλων του, ο Καπόνε τρελαινόταν για δημόσιες εμφανίσεις και για να δείχνει την, κατά τον ίδιο, μεγάλη του καρδιά διοργάνωνε φιλανθρωπικές χοροεσπερίδες και συσσίτια για τους απόρους, όπου φρόντιζε να παρίσταται και να απολαμβάνει το λίαν μακιαβελικό “Ισχύς μου, η αγάπη του λαού”.
Αλλά μ’ ετούτα και μ’ εκείνα, οι άμυνές του χαλάρωσαν και οι άνθρωποι του νόμου μπόρεσαν να στήσουν καρτέρι στον πληθωρικό Καπόνε. Ανήμποροι να εξασφαλίσουν μαρτυρίες για τα εγκλήματά του, κατόρθωσαν να στοιχειοθετήσουν την κατηγορία της φοροδιαφυγής. Ο Έλιοτ Νες των “Αδιάφθορων” ανέλαβε να στριμώξει τον Καπόνε.
Από το 1932 έως το 1939, με την κατηγορία της φοροδιαφυγής ο Αλ Καπόνε …φιλοξενήθηκε σε όχι και τόσο ευαγή ιδρύματα των ΗΠΑ, αρχικά στις φυλακές της Ατλάντα και εν συνεχεία στο κολαστήριο του Αλκατράζ –όπου η διανοητική κατάσταση του Αλ πήρε την κατιούσα. Τα πλήγματα που δέχτηκε ο εγωισμός του, συν το λεγόμενο “παράσημο”, ήτοι τη σύφιλη, τον έκαναν στρυφνό, κυριευμένο από μανίες καταδίωξης. Μονολογούσε σε ιταλικά δικής του επινοήσεως, κουρνιασμένος σε μια μοναχική γωνιά. Ο Καίσαρας είχε καταρρεύσει πια!
Στις 6 Ιανουαρίου του 1939 διακομίστηκε στο σωφρονιστήριο του Τέρμιναλ Άιλαντ της Καλιφόρνια, από όπου αφέθηκε ελεύθερος – αλλά κατεστραμμένος και ακίνδυνος- στις 16 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Μια θλιβερή οκταετία έμελλε να κυλήσει, με τον θάνατο να καραδοκεί, ώσπου να τον παραλάβει στις 25 Ιανουαρίου του 1947.
Διαβάστε την βιογραφία του Αλ Καπόνε.
Του Γιώργου- Ίκαρου Μπαμπασάκη (g_icaros@otenet.gr) από το περιοδικό «’Εψιλον» που συνόδευε την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» της 22ας Απριλίου του 2001.
Θεωρείται υπεύθυνος για πάνω από 300 θανάτους -τόσοι ξεπαστρεύτηκαν από την συμμορία του– με χρήση, μάλιστα, εντυπωσιακής ποικιλίας όπλων: μαχαίρι, πιστόλι, καραμπίνα, οπλοπολυβόλο, γκαρότα, χειροβομβίδα. Τα εγκλήματά του είναι διαβόητα και ειδεχθή. Η στρατηγική του, που τον ανέβασε ιλιγγιωδώς στην κορυφή του οργανωμένου εγκλήματος, βασιζόταν στην υπέρμετρη χρήση ωμότατης βίας, στον εκφοβισμό φίλων και αντιπάλων, σε ένα τρομοκρατικό χιούμορ και σ’ ένα εκρηκτικά κραταιό βλέμμα που αποθάρρυνε κάθε εναντίωση στις αποφάσεις του. Αποτελεί, και αυτός, ένα νεγκατίφ του αμερικανικού ονείρου και την επιτομή “…τού πως εδραιώνεται και παρακμάζει μια εκτός νόμου αυτοκρατορία”.
Ο Αλφόνσος “Αλ” Γκάμπριελ Καπόνε γεννήθηκε στις 17 Ιανουαρίου του 1899 στην Νάπολη της Ιταλίας. Πέθανε περίπου μετά από μισό αιώνα, στις 25 Ιανουαρίου του 1947, στην Φλόριντα. Πρόλαβε ενδιαμέσως να διοικήσει ένα συνδικάτο του εγκλήματος, να εξοντώσει σχεδόν όλους τους αντιπάλους του, να διαβρώσει κάθε μηχανισμό νόμιμης εξουσίας στο Σικάγο, από τους πολιτικούς και τους πυροσβέστες μέχρι τους δικαστές και τους αστυνομικούς, να επιδείξει την λατρεία του για την μουσική, συμβάλλοντας μάλιστα στην άνθηση της τζαζ στο Σικάγο, να μισήσει πάνω απ’ όλα τους Ιρλανδούς (καίτοι η ειρωνεία της ζωής θέλησε να παντρευτεί Ιρλανδέζα), να ελιχθεί στις ναρκοθετημένες ζώνες της παρανομίας, για να εγκλεισθεί εντέλει στη φυλακή και να βγει απ’ το παιχνίδι με την κατηγορία για … φοροδιαφυγή μόλις 200 χιλιάδων δολαρίων.
Ο πατέρας του Αλ ήταν μπαρμπέρης και η μητέρα του κοπτοραπτού. Σφριγηλοί Ιταλοί από το Καστελαμάρε, έκαναν άλλα 8 παιδιά -τα δύο ακολούθησαν την καριέρα του Αλ- ο ένας μάλιστα έπεσε νεκρός, σε νεαρή ηλικία, από σφαίρες αστυνομικών.
Ήταν θηρίο ανήμερο στην εφηβεία του. Οι εγκύκλιες σπουδές του έφτασαν σε ένα τέρμα όταν χαστούκισε μια δασκάλα γιατί του μίλησε επιτιμητικά. Συνέχισε άλλου τύπου σπουδές στο χώρο των συμμοριών που λυμαίνονταν το Μπρούκλιν. Ο καθείς και τα ταλέντα του –και όπως σε κάθε οργανωμένη κοινωνία, έτσι και στην κοινωνία του οργανωμένου εγκλήματος οι ταλαντούχοι κινούν την προσοχή και καλούνται να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.
Ο Καπόνε προσχωρεί στην “Φάιβ Πόιντς Γκανγκ” του Φρανκ Γέιλ, που για τον Αλ ήταν ένα είδος λαμπρού πανεπιστημίου. Δρα ως διακινητής ποτών και κοριτσιών. Οι δραστηριότητές του ως μαστροπού εκφράστηκαν με το ιδιότυπο χιούμορ του, όταν τύπωσε μια επαγγελματική κάρτα, στην οποία εφέρετο ως “έμπορος επίπλων”. Όταν τον ρώτησαν τι έπιπλα εμπορεύεται, απάντησε, “…Οτιδήποτε μεταχειρισμένο που θα ‘θελες να πλαγιάσεις πάνω του”. Πολλοί άνθρωποι που κατέχουν εξουσία, και την διατηρούν με απροκάλυπτη βαναυσότητα, αρέσκονται να εξαπολύουν άκομψα καλαμπόυρια που οι ίδιοι θαρρούν πως είναι λεπτεπίλεπτα λογοπαίγνια επιπέδου Μαρξ Μπράδερς.
Ο Αλ θα ξετρελαθεί από τα θέλγητρα της Ιρλανδέζας Μέι Τζοζεφίν Κάλφιν, που δεν θα αργήσει να μείνει έγκυος από τον λατίνο εραστή, ο οποίος θα την παντρευτεί στις 30 Δεκεμβρίου του 1918, λίγο μετά την γέννηση του γιου τους, του Άλμπερτ Φράνσις “Σόνι”.
Παρότι καλός οικογενειάρχης, θα διατηρεί εφήμερους ερωτικούς δεσμούς, ως φαίνεται από έναν καβγά που αποτέλεσε το εφαλτήριο για την πενταετή παντοδυναμία του γκάνγκστερ. Ο Αλ τα παίρνει στο κρανίο όταν τα αδέλφια μιας ερωμένης του την προσβάλλουν. Σπάνε κόκαλα, ανοίγουν σάρκες, το νοσοκομείο κάνει χρυσές δουλειές. Ο Καπόνε τραυματίζεται στο πρόσωπο. Μένει μια ουλή και ένα παρατσούκλι: “Ο σημαδεμένος”. Ο τύπος που τραυμάτισε τον Καπόνε βρέθηκε λίγο μετά νεκρός, με κομμένο το λαρύγγι, αλλά ουδείς χρεώθηκε επισήμως το έγκλημα. Ο Αλ, ούτως ή άλλως, το φέρει βαρέως ότι άφησε να τον χαρακώσουν, απεχθάνεται την ουλή, την οποία φροντίζει σε όλη του τη ζωή να κρύβει κάτω από στρώματα πούδρας, μισεί το παρατσούκλι, το οποίο όταν ακούει εξαγριώνεται. Απαγόρευε σε όλους να τον αποκαλούν “Σημαδεμένο” και λέγεται ότι έστειλε στον αγύριστο έναν από τους υπασπιστές του, όταν αυτός, μάλλον πιωμένος, πρόφερε την απαγορευμένη λέξη.
Έχοντας, μόλις στα είκοσι του, στην πλάτη δύο φονικά, ο Αλ θα την κοπανήσει για το Σικάγο, όπου θα αναλάβει πόστα υπό τον Τζέιμς “Μπιγκ Τζιμ” Κολοζίμο και τον Τζοβάνι “Τζόνι” Τόριο. Θα διαπρέψει στη διακίνηση λαθραίου αλκοόλ και θα αδράχνει κάθε ευκαιρία ανέλιξης στην Οικογένεια. Όταν ο Κολοζίμο έπεσε νεκρός από σφαίρες, στο φουαγιέ του νυχτερινού του κέντρου, την εξουσία ανέλαβε ο Τόριο και έγινε υπαρχηγός ο Αλ. Στρατηγικός νους, επιδίδεται σε μια εκστρατεία εκφοβισμού και δωροδοκίας κάθε πολεμίου, με αποτέλεσμα να συγκεντρώσει σημαντικότατη εξουσία στα χέρια του. Ο Τόριο, βαριά τραυματισμένος ύστερα από απόπειρα δολοφονίας εναντίον του, θα εκχωρήσει τις μπίζνες στον Αλ, που θα προαχθεί σε αρχηγό.
Τα μυαλά του κυριεύονται από υπέρμετρες φιλοδοξίες. Επιθυμεί να του ανήκει η νίκη, λαχταράει να είναι δικό του το Σικάγο. Οργανώνει, πάντα αλόγιστα φιγουρατζής, μια λαμπρή παρέλαση προς τιμή του παλιού αφεντικού του, του Φρανκ Γέιλ. Ξυλοφορτώνει, στα σκαλιά του Δημαρχείου, τον Γουίλιαμ Χέιλ Τόμσον, τον πρώτο πολίτη, δείχνοντας ποιος κάνει κουμάντο. Κάνει και ένα καλό –για τους μουσικόφιλους: μην έχοντας κανένα ρατσιστικό μένος και λατρεύοντας την μαύρη μουσική, επιβάλλει στα μαγαζιά να παίζουν και να τραγουδάνε, μεγαλοπρεπώς, επιφανείς τζαζίστες που ήταν στο περιθώριο, συμβάλλοντας έτσι στην άνθηση της Σχολής του Σικάγο! Ο Μακιαβέλι και ο Χέγκελ θα είχαν πολλά να πουν γι’ αυτό το γεγονός -τής μέσω του Κακού συμβολής στην Ιστορία!
Ο Σημαδεμένος Στρατηγός ξέρει, επίσης, να οργανώνει τις άμυνές του. Στήνει ένα κολοσσιαίο δίκτυο καταφυγίων απ’ όπου οργανώνει τα εγκλήματά του και τα διαπράττει μέσω των μπράβων του, διατηρώντας το άλλοθι ότι βρίσκεται μύρια μίλια μακριά. Εξοντώνει την αντίπαλη συμμορία, αυτή του “Νορθ Σάιντ”, άνετα εγκατεστημένος ο ίδιος σε ένα πολυτελές λημέρι, ενώ τα πρωτοπαλίκαρά του γαζώνουν με οπλοπολυβόλα φυσιογνωμίες της στρατιάς των Ντον Ο’ Μπάνιον, Ερλ “Χάιμι” Βάις και Μπαγκς Μόραν, στις 14 Φεβρουαρίου 1929 –σ’ αυτό που αποθανατίστηκε σε χολιγουντιανές ταινίες ως “Η Σφαγή του Αγίου Βαλεντίνου”.
Η αυτοκρατορία του Αλ έφτανε να αποκομίζει, ανάμεσα στα 1925 και 1929, περί τα 10 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Η άνομη οικονομική ευμάρεια, καθώς και ο εκρηκτικά γενναιόδωρος –ως προς τις σφαίρες και τα δολάρια- χαρακτήρας του, επέτρεπαν στον Καπόνε να παρευρίσκεται με δάκρυα στα μάτια στις κηδείες αυτών που ο ίδιος είχε ξεπαστρέψει, να τυλίγει τις σορούς με άνθη αξίας έως και 5.000 δολαρίων και να καλύπτει οικονομικά τις χήρες με εφάπαξ και συντάξεις που δεν θα ονειρεύονταν ποτέ. Ήταν ένα είδος εξιλασμού, αλλά και μια θυσία στον βωμό της θρυλικής …κωλοφαρδίας του αρχιγκάνγκστερ, ο οποίος κατάφερνε να βγαίνει αλώβητος από σωρεία οργανωμένων επιθέσεων εναντίον του!
Έξω καρδιά και αγνοώντας νουθεσίες των συμβούλων του, ο Καπόνε τρελαινόταν για δημόσιες εμφανίσεις και για να δείχνει την, κατά τον ίδιο, μεγάλη του καρδιά διοργάνωνε φιλανθρωπικές χοροεσπερίδες και συσσίτια για τους απόρους, όπου φρόντιζε να παρίσταται και να απολαμβάνει το λίαν μακιαβελικό “Ισχύς μου, η αγάπη του λαού”.
Αλλά μ’ ετούτα και μ’ εκείνα, οι άμυνές του χαλάρωσαν και οι άνθρωποι του νόμου μπόρεσαν να στήσουν καρτέρι στον πληθωρικό Καπόνε. Ανήμποροι να εξασφαλίσουν μαρτυρίες για τα εγκλήματά του, κατόρθωσαν να στοιχειοθετήσουν την κατηγορία της φοροδιαφυγής. Ο Έλιοτ Νες των “Αδιάφθορων” ανέλαβε να στριμώξει τον Καπόνε.
Από το 1932 έως το 1939, με την κατηγορία της φοροδιαφυγής ο Αλ Καπόνε …φιλοξενήθηκε σε όχι και τόσο ευαγή ιδρύματα των ΗΠΑ, αρχικά στις φυλακές της Ατλάντα και εν συνεχεία στο κολαστήριο του Αλκατράζ –όπου η διανοητική κατάσταση του Αλ πήρε την κατιούσα. Τα πλήγματα που δέχτηκε ο εγωισμός του, συν το λεγόμενο “παράσημο”, ήτοι τη σύφιλη, τον έκαναν στρυφνό, κυριευμένο από μανίες καταδίωξης. Μονολογούσε σε ιταλικά δικής του επινοήσεως, κουρνιασμένος σε μια μοναχική γωνιά. Ο Καίσαρας είχε καταρρεύσει πια!
Στις 6 Ιανουαρίου του 1939 διακομίστηκε στο σωφρονιστήριο του Τέρμιναλ Άιλαντ της Καλιφόρνια, από όπου αφέθηκε ελεύθερος – αλλά κατεστραμμένος και ακίνδυνος- στις 16 Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Μια θλιβερή οκταετία έμελλε να κυλήσει, με τον θάνατο να καραδοκεί, ώσπου να τον παραλάβει στις 25 Ιανουαρίου του 1947.
Διαβάστε την βιογραφία του Αλ Καπόνε.
Του Γιώργου- Ίκαρου Μπαμπασάκη (g_icaros@otenet.gr) από το περιοδικό «’Εψιλον» που συνόδευε την «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία» της 22ας Απριλίου του 2001.