Ένας πομπός, 6 φορές ισχυρότερος από τον αρχικώς κατασκευασθέντα, είναι τοποθετημένος στο πιο ψηλό κτήριο των Αθηνών, στο Μέγαρο του ΟΤΕ [...]. Στην πρωτεύουσα λειτουργούν αυτή τη στιγμή 1.200 με 1.500 συσκευές τηλεοράσεως [...]». Το ίδιο απόγευμα τα «κουτιά» ζωντάνεψαν από το σήμα του Εθνικού Ιδρύματος Ραδιοτηλεόρασης, για να το διαδεχτεί η χαμογελαστή φιγούρα της Ελένης Κυπραίου, της πρώτης Ελληνίδας παρουσιάστριας.
Το 1969 η πρώτη απευθείας διεθνής σύνδεση είναι γεγονός. Η ελληνική τηλεόραση συνδέεται με το κύκλωμα της Eurovision και οι Έλληνες παρακολουθούν καθηλωμένοι την προσεδάφιση και τον περίπατο του πληρώματος του Απόλλο 12 στη Σελήνη. Ένα χρόνο μετά, το Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοτηλεόρασης μετονομάζεται σε Εθνικό Ιδρυμα Ραδιοφωνίας και Τηλεόρασης, ενώ το 1975 γίνεται Ελληνική Ραδιοφωνία Τηλεόραση.
Το 1979 εμφανίζονται οι έγχρωμες μεταδόσεις, με την τηλεόραση να αποτελεί κρατική υπόθεση για 10 ακόμη χρόνια. Το 1989 είναι η ώρα της απελευθέρωσης (για άλλους μεταρρύθμιση, για άλλους απορρύθμιση) και εμφανίζονται τα δύο πρώτα ιδιωτικά κανάλια, ενώ μέσα σε λίγους μήνες τα ιδιωτικά κανάλια -εθνικά και τοπικά- φθάνουν τα 140 δημιουργώντας τοπίο τηλεοπτικού κανιβαλισμού. Σήμερα, παράλληλα με τα πανελλαδικής εμβέλειας κανάλια, οι Έλληνες έχουν την επιλογή της συνδρομητικής δορυφορικής πλατφόρμας Nova (το 1999 έλαβε τη σχετική άδεια), ενώ για τους Έλληνες του εξωτερικού διαθέτουν τα δικά τους δορυφορικά προγράμματα η ΕΡΤ και ο Antenna TV.
Αυτή είναι η τυπική ιστορία της τηλεόρασης. Η ουσιαστική ξετυλίγεται μέσα από τις ελληνικές και τις ξένες σειρές που πασπάλισαν με μπόλικα πάθη, συγκίνηση, ερωτισμό και φαντασία την καθημερινότητα των Ελλήνων, δίνοντάς τους τροφή για πολλές και ποικίλες σκέψεις. Είναι τα σίριαλ της ζωής μας. Τη δεκαετία του ’70 μεσουρανούν οι ελληνικές παραγωγές: Ο «Άγνωστος πόλεμος» κάνει θραύση, ενώ ψηλά στις προτιμήσεις του κοινού είναι οι σειρές «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται», «Λούνα Παρκ», «Η γειτονιά μας», «Το Λεμονοδάσος», «Ο συμβολαιογράφος».
Σταθερό σημείο αναφοράς εκείνης της περιόδου είναι η ποιότητα. Τη δεκαετία του ’80 ο «Πυρετός της Δόξας» ανεβαίνει, ενώ χρόνια αργότερα η νέα γενιά θα κυνηγήσει την τύχη της, φοιτώντας στις τηλεοπτικές μουσικές ακαδημίες, τύπου Fame Story. Επιστρέφοντας στη δεκαετία του ’80, τότε είναι που το εγχώριο κοινό έρχεται σε επαφή με το βρετανικό χιούμορ του «Μπένι Χιλ» και νοσταλγεί τα περασμένα μαζί με τη μάνα και νοικοκυρά «Λωξάντρα», από την Κωνσταντινούπολη.
Την ίδια περίοδο οι Έλληνες σαλπάρουν με «Το πλοίο της αγάπης» και αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τι εστί life style από τις αμερικανικές σαπουνόπερες «Ντάλας» και «Δυναστεία», με την Κριστλ και την Αλέξις σε μόνιμη ίντριγκα, προετοιμάζοντας το κοινό για τις σημερινές κόντρες των διασήμων - ψωμοτύρι για τη σύγχρονη ελληνική τηλεόραση. Τη δεκαετία του ’90 οι σαπουνόπερες συνεχίζονται με τις νεότευκτες «Τόλμη και Γοητεία», «Σάντα Μπάρμπαρα», «Ατίθασα νιάτα» αλλά και την ελληνική version τους, τη «Λάμψη».
Την ίδια δεκαετία τα ελληνικά ήθη που είχαν αρχίσει να αλλάζουν και να δυτικοποιούνται, διχάζονται με το ερώτημα της αχαλίνωτης «Αναστασίας» που πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στον πατέρα και στον γιο και ανακαλύπτουν τη θέση τους στον νέο, μοντέρνο κόσμο μέσα από τους «Απαράδεκτους», τις «Τρεις Χάριτες», το «Δις Εξαμαρτείν», το «Και οι παντρεμένοι έχουν ψυχή».
Στη δεκαετία που διανύουμε, οι ελληνικές σειρές ακολουθούν την επιτυχημένη πορεία του παρελθόντος, πλαισιώνονται, όμως, από εντυπωσιακές ξένες σειρές, όπως το «Prison Break» και το «Grey’s Anatomy».
Το γυαλί της παραμόρφωσης
Επισκεφθήκαμε τα ελληνικά γραφεία της AGB Nielsen Media Research, του μεγαλύτερου, δηλαδή, ομίλου διεθνώς στη μέτρηση τηλεθέασης. Σκοπός μας, να μάθουμε από πρώτο χέρι γι’ αυτήν την ακαταμάχητη έλξη που νιώθει ο Ελληνας για την τηλεόραση, ώστε ακόμα και οι ενεργά επαγγελματικές ηλικίες να της αφιερώνουν περί τις 4 ώρες από τον ημερήσιο χρόνο τους, μία από τις υψηλότερες επιδόσεις στον κόσμο.
Τι μάθαμε με βάση τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία που αφορούν την τηλεοπτική περίοδο 2006 - 2007; Ο Έλληνας ζητά να χαλαρώσει, να γελάσει και να ψυχαγωγηθεί. Οι είκοσι πρώτες εκπομπές της συγκεκριμένης περιόδου σε τηλεθέαση κατατάσσονταν σε αυτές ακριβώς τις κατηγορίες, με την ελληνική σειρά «Στο πάρα πέντε», τη Γιουροβίζιον και τους αθλητικούς αγώνες να βρίσκονται στις κορυφαίες θέσεις της σχετικής κατάστασης.
Συνολικά, αν και οι ώρες τηλοψίας αυξομειώνονται ανάλογα με την εποχή του χρόνου, το φύλο και την ηλικία, 8 στους 10 Έλληνες ανοίγουν καθημερινά την τηλεόρασή τους. Από αυτούς, στο σπορ της τηλεθέασης για πάνω από 5 ώρες ημερησίως επιδίδονται οι γυναίκες 45 - 64 ετών, οι άνδρες και οι γυναίκες άνω των 65 ετών και τα άτομα χαμηλής μόρφωσης.
Περί τις τεσσερισήμισι ώρες ημερησίως παρακολουθούν οι γυναίκες 25 - 44 ετών και οι άνδρες 45 - 64, ενώ στις δυόμισι με τρεις ώρες αρκούνται οι γυναίκες 15 - 24 ετών και οι άνδρες 25 - 44. Μ’ αυτά και μ’ εκείνα, η τηλεόραση ήρθε πριν 42 χρόνια στη ζωή μας και θρονιάστηκε κυριολεκτικά σε αυτή.
Για όλα αυτά μιλήσαμε με τον γκουρού των Μedia, καθηγητή του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, Στέλιο Παπαθανασόπουλο.
Ο πολυγραφότατος καθηγητής και πρώτος εισηγητής της τηλεόρασης στο πεδίο της ελληνικής ακαδημαϊκής σκέψης πιστεύει καταρχήν ότι η έλευση της ιδιωτικής τηλεόρασης αποτελεί τη μεγαλύτερη αλλαγή στον εικοστό αιώνα για τα δρώμενα του ελληνικού πεδίου της μαζικής επικοινωνίας.
«Η κυριότερη όμως μεταβολή που έφερε στα 18 χρόνια της ζωής της είναι ότι οδήγησε την ελληνική τηλεόραση να ξεφύγει οριστικά από το σύνδρομο της ‘’κονσέρβας’’, έχοντας εδώ και καιρό εισέλθει στο ‘’σύνδρομο’’ της απευθείας σύνδεσης, των ‘’παραθύρων’’ και των ριάλιτι με άσημους που γίνονται διάσημοι για λίγο καιρό ή των αναγνωρίσιμων, που ξαναγίνονται διάσημοι, εξομολογούμενοι το πρόβλημά τους», υποστηρίζει. «Τι σημαίνει αυτό για την ελληνική πολιτισμική μας ταυτότητα;» ρωτάμε ευθύς αμέσως. «Ότι τείνουμε να καταλήξουμε σε έναν πολιτισμό και μια κοινωνία της πεντάλεπτης προσοχής, και να αποφεύγουμε ή να προσπερνάμε όλα τα θέματα και προβλήματα όπως κάνουμε ζάπινγκ στην τηλεόραση», απαντά με τη γνώση ενός ανθρώπου που μελετά χρόνια τι κρύβεται πίσω από την εικόνα της τηλεοπτικής πραγματικότητας.
Για τον Σ. Παπαθανασόπουλο η αληθινή δύναμη της τηλεόρασης βρίσκεται στο ότι αποτελεί το πεδίο της κοινής μας αναφοράς, τη νέα φαντασιακή πλατεία και γειτονιά μας. «Στην πράξη, με την τηλεόραση έχουμε να κάνουμε με ένα νέο μοντέλο επικοινωνίας, το οποίο αντιμετωπίζει τους ενηλίκους ως ανηλίκους και τους ανηλίκους ως ενηλίκους. Η τηλεόραση καταρρίπτει το μοντέλο της αθωότητας, καθώς απορυθμίζει το προϋπάρχον σύστημα ελεγχόμενης πληροφορίας.
Παρακάμπτει τη σταδιακή γνώση που παρεχόταν στα παιδιά. Παρουσιάζει τις ίδιες πληροφορίες σε όλες τις ηλικίες. Τα παιδιά μπορεί να μην καταλαβαίνουν οτιδήποτε βλέπουν στην τηλεόραση, αλλά στα μάτια τους απεικονίζονται πολλές πλευρές της ενήλικης ζωής, που παλαιότερα, με τα βιβλία, δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν».
Όσο για τους ισχυρισμούς περί διαμόρφωσης του τηλεοπτικού προγράμματος από το κοινό, ο ίδιος είναι καταπέλτης: Στην παρούσα (αναλογική) της μορφή η τηλεόραση δεν προσφέρει αμφίδρομη επικοινωνία με το κοινό. Με απλά λόγια η τεχνολογία πάνω στην οποία βασίζεται δίνει μόνο δύο επιλογές στον τηλεθεατή: Να παρακολουθήσει ό,τι σερβίρεται ή να κλείσει τη συσκευή του».
Η φυγή του σεβασμού
Η Μαρία Ιακώβου χρωστά πολλά στην τηλεόραση. Δεν αρκέστηκε μόνο στη σχέση της τηλεθεάτριας με αυτή αλλά έγινε μέρος της.
Τη γνωρίσαμε αρχικά μέσα από το Fame Story. Φέτος ερμηνεύει το (ομώνυμο) τραγούδι των τίτλων της σειράς του Mega «Μαύρα Μεσάνυχτα», ενώ ερμήνευσε και έναν μικρό ρόλο σε αυτή. Όπως μας λέει, πάντοτε αντιμετώπιζε την τηλεόραση πρώτα ως μέσο ψυχαγωγίας και σε δεύτερο πλάνο ως μέσο πληροφόρησης.
Ως έφηβη παρακολουθούσε κυρίως νεανικές σειρές και εκπομπές τέχνης. Σήμερα λόγω των απαιτήσεων της δουλειάς της ως τραγουδίστρια παρακολουθεί περιστασιακά τηλεόραση, αν και δύσκολα αντιστέκεται στον πειρασμό μιας καλής ταινίας. «Στην τηλεόραση υπάρχουν τα πάντα και καλύπτονται οι ανάγκες όλων των τηλεθεατών ανεξαιρέτως.
Το γεγονός ότι οι ψυχαγωγικές εκπομπές συγκεντρώνουν μεγάλα ποσοστά τηλεθέασης, συγκριτικά με άλλες ενημερωτικού χαρακτήρα, καθρεφτίζει την ανάγκη του μέσου τηλεθεατή να ξεφύγει απ’ τα προβλήματα της καθημερινότητάς του και να ξεχαστεί, έστω για λίγο», σημειώνει.
Από τη Μαρία Ιακώβου, εκπρόσωπο της νεότερης γενιάς καλλιτεχνών που ανέδειξε η τηλεόραση, πηγαίνουμε δέκα χρόνια πίσω, όταν ο Δημήτρης Μπάσης τραγουδούσε «Τι πρέπει, τι δεν πρέπει, στιγμή δεν σκέφτηκα...» και ο έρωτας σε τσιγγάνικο φόντο ανέβαζε το θερμόμετρο στα ύψη για τις καρδιές των Ελλήνων με τη σειρά «Ψίθυροι καρδιάς».
Έως και 1,8 εκατ. τηλεθεατές καταμετρήθηκαν για κάθε επεισόδιο του Mega εκείνη την εποχή! Αν και αυτή δεν ήταν η πρώτη του δουλειά στο καλλιτεχνικό στερέωμα, οι περισσότεροι τον έμαθαν από εκεί. Το ομώνυμο cd, μάλιστα, πούλησε 120.000 αντίτυπα. Μιλήσαμε μαζί του για τη σημερινή εικόνα της τηλεόρασης. «Έχει χάσει την παλιά αίγλη της την τελευταία πενταετία», λέει ευθύς αμέσως, για να προσθέσει: «Στην τηλεόραση πλέον δεν φαίνεται να υπάρχει αξιοκρατία.
Όλα λειτουργούν στη λογική του αχταρμά, ακόμα και στις ειδήσεις. Βλέπεις πλέον να σε ενημερώνουν για το τι φόρεσε λ.χ. η τάδε επώνυμη στη βραδινή της έξοδο. Στην ουσία αυτή η εικόνα δεν κρύβει από πίσω της παρά τη βαθιά έλλειψη σεβασμού στον τηλεθεατή. Οχι ότι η τηλεόραση δεν είχε τα πάνω και τα κάτω της σχεδόν από πάντα, αλλά τα τελευταία χρόνια το κακό έχει παραγίνει», διατείνεται.
Ο Δ. Μπάσης παρακολουθεί σήμερα επιλεκτικά τηλεόραση αποφεύγοντας συνειδητά να βλέπει ριάλιτι. «Εκτιμώ τους ανθρώπους της τηλεόρασης που διαθέτουν χιούμορ, όποιον ρόλο και εάν έχουν επιλέξει σε αυτήν, του ηθοποιού, του δημοσιογράφου, του παρουσιαστή κ.λπ.
Τους ανθρώπους που δεν προσβάλλουν το κοινό», τονίζει με τη σιγουριά ενός ανθρώπου που δεν παρακολουθεί ό,τι του σερβίρεται. «Εχουμε πιάσει τελικά πάτο στο trush τηλεοπτικό περιεχόμενο ή έχουμε δρόμο ακόμα;», απευθύνουμε την τελευταία ερώτηση. «Μπορεί ως λαός να φλερτάρουμε με την ?αηδία’’, εντούτοις πιστεύω ότι σύντομα θα γίνουμε πιο επιλεκτικοί και θα βγούμε από το λούκι», τοποθετείται και εξηγεί ότι η άποψή του πηγάζει από την αισιόδοξη φύση του και την υπερηφάνεια που αισθάνεται για την ελληνική του καταγωγή.
Τηλε-πολιτικοί και τηλε-πολιτική
- «Η τηλεόραση είναι έναν μέσο το οποίο δεν αντέχει εκτενείς αναλύσεις, ούτε επιστημονικούς όρους. Όσοι χρησιμοποιούν δύσκολες λέξεις και δυσνόητες έννοιες έχουν σοβαρό πρόβλημα επικοινωνίας με το κοινό. Η τηλεόραση ευνοεί την ψυχαγωγία κι όχι την πληροφόρηση και την ανάλυση. Αυτό ευνοεί τη συνολική στροφή του πολιτικού λόγου προς τις ‘’ατάκες’’: είναι πιο ευκολομνημόνευτες, όπως άλλωστε οι μάρκες των προϊόντων».
Τηλε-σκουπίδια
- Υποχρεωτικό στάδιο που πέρασαν τα μικρά ιδιωτικά κανάλια θέλοντας να προσφέρουν κάτι διαφορετικό σε μια απέλπιδα προσπάθεια να προσελκύσουν διαφημιστικά έσοδα. Οι τηλεθεατές, θύματα της ερωτικής νύχτας που δεν έζησαν, βρίσκουν έναν (τουλάχιστον) τηλεοπτικό ώμο να κλάψουν, τις πρώτες μεταμεσονύχτιες ώρες. Βέβαια, κατά μία άποψη, ο Κώστας Μυλωνάς, η Βίκυ Μιχαλονάκου, ο Πέτρος Λεωτσάκος και οι συμμετέχοντες σε εκείνες τις εκπομπές ωχριούν μπροστά στα σύγχρονα «μεσημεριανά». Οι παλιοί θεωρούνται underground. Οι σύγχρονοι θεωρούνται mainstream και ίσως είναι χειρότερο.
Ζωή TV
«Με σέξι πόζες κοριτσιών στην Ελασσόνα
με Παλαιστίνιο εραστή εκτελεστή
θα καβαλήσουμε κι ετούτο το χειμώνα
μπροστά στην τηλεοπτική μας θαλπωρή
σαν τους ανάπηρους που βλέπουνε αγώνα
μα δεν πειράζει πατριώτες είμαστε εφτάψυχοι [...]».
-Ο τρόπος που αντιλαμβάνεται την τηλεοπτική θαλπωρή ο Τζίμης Πανούσης. «Φασμπίντερ και ξερό ψωμί», από τον δίσκο «Κάγκελα Παντού» (1986).
Τηλε-γάμοι και τηλε-γαμπροί
- Οι γάμοι σε απευθείας μετάδοση ανέκαθεν ενθουσίαζαν τους τηλεθεατές. Η γκάμα είναι ανεξάντλητη και καλύπτει όλα τα γούστα: από τον γάμο της Νταϊάνα και του Καρόλου ως αυτόν του Ανδρέα Μικρούτσικου και της Φωτεινής Γεωργαντά. Το παρθενικό κρούσμα ήταν οι βασιλικοί γάμοι του Κωνσταντίνου και της Αννας Μαρίας το 1964. Το γεγονός καλύφθηκε από συνεργεία της ιταλικής και της δανικής τηλεόρασης, που ήρθαν στην Αθήνα.