Εάν ο Μάνος έντυσε με νότες μια χώρα που ακόμα ονειρευόταν, εκείνος έδωσε βάθος στο όνειρο μέσα από τις πινελιές του. Και κάπως έτσι, πρόσωπα, σώματα, νεκρές φύσεις, και τα καφενεία έφτασαν να ζωντανεύουν, ίσως, την πιο αυθεντική εικόνα της Ελλάδας. Επειδή δεν είναι απλώς έργα. Είναι οι εκφάνσεις ενός ονείρου που πλάστηκε για τους αγγέλους …
Σε μια εποχή όπου ο ρεαλισμός ήταν καταδικασμένος από όλες τις Σχολές της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, ο Γιάννης Τσαρούχης όρθωσε την δική του πηγαία πρόταση, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα. Ήταν μια πρόταση εμφορούμενη από τις προσωπικές ζωγραφικές του αξίες, που ώθησε τον χρωστήρα του να υμνήσει το ανθρώπινο σώμα, αγγίζοντας την ίδια στιγμή τα βαθύτερα σπήλαια της ψυχής. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι στο έρεβος του ανθρώπινου πάθους, εκεί όπου οι στεναγμοί των ονείρων και η μυσταγωγία της σάρκας ορίζουν τη δική τους λεπτή γραμμή. Ο Τσαρούχης, ζούσε για να ονειρεύεται και ονειρευόταν για να ζει. Την αλήθεια αυτή μετέτρεψε σε αριστούργημα: στο μεταίχμιο ζωής και ονείρου ακροβολίστηκε σ’ αυτή τη λεπτή γραμμή και, ακολουθώντας την, αποτύπωσε στους καμβάδες του τις εμπειρίες μιας πορείας στο άγνωστο με όπλο την ακόρεστη δίψα για δημιουργία.
Προσωπικότητα πληθωρική, άνθρωπος χαρισματικός, καλλιτέχνης εκρηκτικός, δεν απέτρεψε ούτε στιγμή το βλέμμα του από την πορεία τούτη, και όσα αλίευσε τα έντυσε με χρώματα και τα λάξευσε μέσα από γωνίες, για να μας τα παραδώσει εντελώς γήινα ούτως ώστε να μας κάνει να κατανοήσουμε την μόνη αλήθεια: ότι η ζωή και το όνειρο μπορεί να γίνουν έννοιες ταυτόσημες αν το θέλουμε. Για το αν ο ίδιος το ήθελε, ούτε λόγος. Και την ίδια ώρα πάγωσε στην αιωνιότητα τα ανομολόγητα ένστικτα ενός κόσμου ολάκερου: της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Υπάρχει μια άλλη αλήθεια που λέει ότι, όταν ήταν 6 χρονών, στάθηκε μπροστά στην εμβληματική φιγούρα του Ελευθέριου Βενιζέλου και, ερωτηθείς από τον μεγάλο άνδρα για το τι σκοπεύει να γίνει όταν μεγαλώσει, δεν το σκέφτηκε ούτε στιγμή. «Ζωγράφος θα γίνω», απάντησε με μια σιγουριά που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στον ώριμο συνομιλητή του. «Τότε, ζωγράφισέ με», του λέει ο Βενιζέλος. Πανευτυχής, ο μικρός Γιάννης, έσκυψε πάνω από ένα χαρτί και, με την έξαψη κάποιου που δίνει εξετάσεις, άρχισε να μετουσιώνει σε ακατέργαστες μολυβιές ίχνη από εκείνο το πάθος που τον στοίχειωνε από μικρό. «Για να γίνετε μεγάλος ζωγράφος πρέπει να κοιτάτε το μοντέλο σας στα μάτια», τον τσίγκλισε ο Βενιζέλος. Αλλά τούτο το τρυφερό πείραγμα θα γινόταν η σπουδαιότερη ενθάρρυνση για τον Τσαρούχη που, λίγα χρόνια αργότερα, από την εφηβεία του κιόλας, έσπευσε να κοιτάξει κατάματα όχι μονάχα τους πρώτους ανθρώπους που θα ζωγράφιζε, αλλά την εποχή του, την Τέχνη του, ακόμα και την ίδια του τη ζωή.
Ενεργοποιώντας την αμεσότητα του καλλιτέχνη που αποζητά το βίωμα πίσω από την εικόνα, βρήκε την πρωτόλεια δημιουργική θαλπωρή στις συνοικίες του Πειραιά, εκεί όπου με φόντο τους χωμάτινους δρόμους και τις μικρές αυλές, άρχισε να ζωγραφίζει τα πρώτα του έργα. Στην αρχή τον κέντρισαν τα νεοκλασικά και η θάλασσα. Ύστερα το βλέμμα του στράφηκε στον ουρανό, ψάχνοντας έναν άλλο κόσμο, μακριά από την άνεση του αστικού περιβάλλοντός του, ένα κόσμο που πρώτη φορά του αποκαλύφθηκε όταν είδε τα ψηφιδωτά του Δαφνίου στα εννέα του χρόνια. Τελικά, θα εύρισκε αυτό τον κόσμο στο πρόσωπο του απλού ανθρώπου. Και άρχισε να ζωγραφίζει τον απλό άνθρωπο. «Αυτός ο λαός», θα έλεγε αργότερα, «πολύ γρήγορα γίνηκε ο δάσκαλός μου και ο σύμβουλός μου. Και έτσι έμαθα τα πιο χρήσιμα πράγματα, τι επιτρέπετε και τι δεν επιτρέπετε, πότε πρέπει να επαναστατείς και πότε όχι». Κομμάτια αυτού του κόσμου συνάντησε πλάι στον Κόντογλου, που στάθηκε μια καταλυτική γνωριμία. Από τον Κόντογλου πήρε ο Κουν το ερέθισμα ενός νέου, πρωτοποριακού θεάτρου, και από τον Κόντογλου διδάχτηκε ο Τσαρούχης την τεχνική της νωπογραφίας και της αυγοτέμπερας. Μαζί θα επισκέπτονταν πρώτη φορά το Άγιον Όρος που, τα επόμενα χρόνια, θα γινόταν για τον Τσαρούχη το απόλυτο ησυχαστήριο της ψυχής του. Φανταστείτε, λοιπόν, τι χρωστάει ο ελληνικός πολιτισμός στον Κόντογλου.
Αλλά ας πάμε παρακάτω. Εάν η μαθητεία του δίπλα στον Κόντογλου και η φιλία του με ανθρώπους όπως ο Πικιώνης και η Χατζημιχάλη τον έφεραν κοντά στην ελληνική παράδοση, το σύντομο πέρασμά του από το Παρίσι, γύρω στα το ’36-’37, τον συγχρώτισε με τα νέα ρεύματα της Τέχνης, από τα οποία αυτό που εκείνος αλίευσε ήταν η «σφύζουσα ηδονικότητα των χρωμάτων». Δύο χρόνια αργότερα, τούτη η «ηδονικότητα» θα έκανε την εμφάνισή της στην πρώτη του ατομική έκθεση και το μαγαζί του Θ. Αλεξόπουλου θα πλημμύριζε από εστέτ επισκέπτες που ανυπομονούσαν να δουν δείγματα του μεγάλου ταλέντου για το οποίο μιλούσαν όλοι. Οι κριτικές στάθηκαν διθυραμβικές. Και το ταξίδι άρχισε να αποκτά ένα σπάνιο ειδικό βάρος. Ωστόσο, η μοίρα θα έπαιζε τα δικά της παιχνίδια. Γιατί σύντομα ήρθε ο πόλεμος και ο Τσαρούχης έφυγε για το μέτωπο. Και όταν επέστεψε, σώος και αβλαβής βέβαια, βίωσε το πραγματικό τίμημα του καλλιτέχνη: στην ανάγκη της επιβίωσης, έπαιρνε τα πινέλα του και αντί να ζωγραφίζει αγγέλους, μπογιάτιζε τοίχους, ασβέστωνε μάντρες και γενικώς κάλυπτε τις χαραγματιές μια χώρας διαλυμένης. Αλλά αυτό δεν ήταν παρά μια παρένθεση. Η γνωριμία του με τον Κουν δεν του χάρισε μονάχα ένα φίλο. Του έδωσε την ευκαιρία να σαλπάρει για ένα παράλληλο ταξίδι μέσα από το θέατρο. Κι έτσι ο ζωγράφος έγινε και σκηνογράφος. Έτσι γοητεύτηκε από την Ρόζα Εσκενάζυ. Έτσι γνώρισε τον Ευγένιο Σπαθάρη, «έναν από του πιο αριστοκρατικούς και σπουδαίους καλλιτέχνες».
Κάθε πρόσωπο απ’ αυτά, κάθε παράσταση και βίωμα από τούτο τον κύκλο θα εμπλούτιζαν σύντομα την οπτική του και θα προσέδιδαν στην Τέχνη του τον στοχασμό και την ποιητικότητα των δημιουργών που ακροπατούν ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Πρόκειται για τα ίδια στοιχεία που συναντάμε και στον Κουν, με την διαφορά ότι ο Τσαρούχης τα εξώθησε στα άκρα, εμμένοντας από κάποιο σημείο και μετά στη μυσταγωγία του γυμνού. Πράγμα που η μικροαστική συνείδηση της εποχής δεν μπόρεσε να χωνέψει έτσι εύκολα. Για παράδειγμα, εκείνη η έκθεση, στην Πανελλήνιο του Ζαππείου, μέσα του ’53. Ανάμεσα στα έργα του Τσαρούχη υπήρχε και σύνθεση «Ναύτης και γυμνό», στην οποία απεικονίζονται δύο άντρες, ο ένας γυμνός και ξαπλωμένος και δίπλα του ένας ναύτης με το καπέλο του. Η αστυνομία ειδοποίησε τον ζωγράφο να αφαιρέσει τον πίνακα από την έκθεση γιατί, όπως θα θυμόταν ο ίδιος αργότερα, «… θεωρούσαν ότι προσέβαλε το Ελληνικό Ναυτικό». Εάν δεν συμμορφωνόταν, η Ναυτική Αστυνομία θα έκανε το έργο σμπαράλια. Ο Τσαρούχης συμμορφώθηκε. Πήγε, ξεκρέμασε τον πίνακα και γύρισε σπίτι. Εντούτοις, την εκδίκησή του θα την έπαιρνε λίγους μήνες αργότερα όταν θα υπέγραφε συμβόλαιο με τον Αλέξανδρο Ιόλα. «Ο Ιόλας μου επέτρεψε να κάνω όσα γυμνά θέλω», ήταν τα λόγια του ζωγράφου. Κι έτσι, ο στοχασμός και η ποιητικότητα για την οποία λέγαμε, συμμάχησαν με την δύναμη των αισθήσεων, μετατρέποντας το ταξίδι του δημιουργού σε μια οδύσσεια στο σύμπαν της αισθητικής και της λαγνείας.
Το μόνο που θα επισφράγιζαν τα επόμενα χρόνια ήταν η καταξίωσή του σε μια Ελλάδα που την πλήγιαζαν οι άνθρωποι δίχως αισθητική. Παρόλα αυτά δεν κάμφθηκε. Αναζήτησε τα σταυροδρόμια των βαθύτερων ενστίκτων, λάτρεψε το Βυζάντιο και το κάλλος των Αρχαίων και, με την πίστη του στον Θεό, απέγινε μια φιγούρα που για την Τέχνη απέπνεε διαστάσεις βιβλικής σημασίας. Αθώος και υποψιασμένος, έπλασε με σπάνια οξύτητα μορφές που δεν πέθαναν και δεν πρόκειται να πεθάνουν ποτέ. Και απέναντι στην ψευδοσυντηρητική νοοτροπία των πληγιασμένων ανθρώπων, όρθωσε μια ψυχή που πάλευε με τους δαίμονές της, όπως πάλευαν και οι ψυχές όλων εκείνων που θαύμαζε, του Σολωμού, του Κάλβου, του Χαλεπά, του Καβάφη. Προφανώς, όχι αυτές τις βασανισμένες ψυχές, αλλά την ερειπωμένη ψυχή του Νεοέλληνα είχε κατά νου όταν ψέλλιζε τις λέξεις «…στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις». Αλλά ποιος ξέρει… Μπορεί να εννοούσε και την καθάρια ψυχή ενός εξάχρονου παιδιού. Ενός παιδιού που στάθηκε μπροστά στον Ελευθέριο Βενιζέλο και είπε: «Ζωγράφος θα γίνω». Γιατί όχι. Χάρη σ’ αυτό το παιδί η Ελλάδα ανακάλυψε πως μια εικόνα γεμάτη με σχέδια και χρώματα μπορεί να αποκαλύπτει πολύ περισσότερα από ένα Έργο Τέχνης.
Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις
Στην παρέα ο Τσαρούχης ήταν πάντα ένας ορεξάτος συνομιλητής. Λάτρευε τις συναναστροφές και δεν έχανε ευκαιρία να παρουσιάσει δείγματα του σαρκαστικού του χιούμορ, καταρρίπτοντας τον μύθο του απόμακρου και απρόσιτου δημιουργού. Του άρεσε να χορεύει ζεϊμπέκικο και τσιφτετέλι, μιλούσε με αποφθέγματα, ενώ συχνά γινόταν αφοριστικός, ιδιαίτερα με τους καλλιτέχνες που καπηλεύονταν την τέχνη τους. Την ίδια ώρα, δεν έπαυε ούτε στιγμή να είναι ένας εκκεντρικός άνθρωπος. Όταν βρισκόταν με στενούς φίλους, η αγαπημένη του ενδυμασία ήταν τα ράσα! Θεωρούσε το ράσο ως το ωραιότερο ένδυμα των Ελλήνων.
Σοφία και γνώση
«Ο Τσαρούχης συνδυάζει τη σοφία του λαού, πριν ο λαός γίνει μάζα, με τη γνώση και την αντίληψη του εξαιρετικά καλλιεργημένου ανθρώπου», έγραψε ο Γκάτσος. «Κάθε του κουβέντα είναι αποστάλαγμα ενός βαθύτερου στοχασμού, που καθορίζει και την στάθμη της ποιότητάς της». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Οδυσσέας Ελύτης: «Όπως το γύρισμα των φακών στις διόπτρες, μας παρουσιάζει ξαφνικά το εικονιζόμενο είδωλο στην απόλυτη καθαρότητά του, έτσι και η ζωγραφική του Τσαρούχη έστρεψε τα όργανα της όρασής μας από την πραγματικότητα των Φιλελλήνων, που μας είχε ως τότε επιβληθεί, στην πραγματικότητα των Ελλήνων, που υπήρχε λανθάνουσα μέσα μας».
Διαβάστε τη βιογραφία του Γιάννη Τσαρούχη
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι – Μέρος Α!” του εβδομαδιαίου περιοδικού “Εικόνες”, τεύχος Νο 338, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008.
Σε μια εποχή όπου ο ρεαλισμός ήταν καταδικασμένος από όλες τις Σχολές της ευρωπαϊκής πρωτοπορίας, ο Γιάννης Τσαρούχης όρθωσε την δική του πηγαία πρόταση, πηγαίνοντας κόντρα στο ρεύμα. Ήταν μια πρόταση εμφορούμενη από τις προσωπικές ζωγραφικές του αξίες, που ώθησε τον χρωστήρα του να υμνήσει το ανθρώπινο σώμα, αγγίζοντας την ίδια στιγμή τα βαθύτερα σπήλαια της ψυχής. Πάνω απ’ όλα, όμως, ήταν ένα ταξίδι. Ένα ταξίδι στο έρεβος του ανθρώπινου πάθους, εκεί όπου οι στεναγμοί των ονείρων και η μυσταγωγία της σάρκας ορίζουν τη δική τους λεπτή γραμμή. Ο Τσαρούχης, ζούσε για να ονειρεύεται και ονειρευόταν για να ζει. Την αλήθεια αυτή μετέτρεψε σε αριστούργημα: στο μεταίχμιο ζωής και ονείρου ακροβολίστηκε σ’ αυτή τη λεπτή γραμμή και, ακολουθώντας την, αποτύπωσε στους καμβάδες του τις εμπειρίες μιας πορείας στο άγνωστο με όπλο την ακόρεστη δίψα για δημιουργία.
Προσωπικότητα πληθωρική, άνθρωπος χαρισματικός, καλλιτέχνης εκρηκτικός, δεν απέτρεψε ούτε στιγμή το βλέμμα του από την πορεία τούτη, και όσα αλίευσε τα έντυσε με χρώματα και τα λάξευσε μέσα από γωνίες, για να μας τα παραδώσει εντελώς γήινα ούτως ώστε να μας κάνει να κατανοήσουμε την μόνη αλήθεια: ότι η ζωή και το όνειρο μπορεί να γίνουν έννοιες ταυτόσημες αν το θέλουμε. Για το αν ο ίδιος το ήθελε, ούτε λόγος. Και την ίδια ώρα πάγωσε στην αιωνιότητα τα ανομολόγητα ένστικτα ενός κόσμου ολάκερου: της Ελλάδας του 20ου αιώνα. Υπάρχει μια άλλη αλήθεια που λέει ότι, όταν ήταν 6 χρονών, στάθηκε μπροστά στην εμβληματική φιγούρα του Ελευθέριου Βενιζέλου και, ερωτηθείς από τον μεγάλο άνδρα για το τι σκοπεύει να γίνει όταν μεγαλώσει, δεν το σκέφτηκε ούτε στιγμή. «Ζωγράφος θα γίνω», απάντησε με μια σιγουριά που έκανε ιδιαίτερη εντύπωση στον ώριμο συνομιλητή του. «Τότε, ζωγράφισέ με», του λέει ο Βενιζέλος. Πανευτυχής, ο μικρός Γιάννης, έσκυψε πάνω από ένα χαρτί και, με την έξαψη κάποιου που δίνει εξετάσεις, άρχισε να μετουσιώνει σε ακατέργαστες μολυβιές ίχνη από εκείνο το πάθος που τον στοίχειωνε από μικρό. «Για να γίνετε μεγάλος ζωγράφος πρέπει να κοιτάτε το μοντέλο σας στα μάτια», τον τσίγκλισε ο Βενιζέλος. Αλλά τούτο το τρυφερό πείραγμα θα γινόταν η σπουδαιότερη ενθάρρυνση για τον Τσαρούχη που, λίγα χρόνια αργότερα, από την εφηβεία του κιόλας, έσπευσε να κοιτάξει κατάματα όχι μονάχα τους πρώτους ανθρώπους που θα ζωγράφιζε, αλλά την εποχή του, την Τέχνη του, ακόμα και την ίδια του τη ζωή.
Ενεργοποιώντας την αμεσότητα του καλλιτέχνη που αποζητά το βίωμα πίσω από την εικόνα, βρήκε την πρωτόλεια δημιουργική θαλπωρή στις συνοικίες του Πειραιά, εκεί όπου με φόντο τους χωμάτινους δρόμους και τις μικρές αυλές, άρχισε να ζωγραφίζει τα πρώτα του έργα. Στην αρχή τον κέντρισαν τα νεοκλασικά και η θάλασσα. Ύστερα το βλέμμα του στράφηκε στον ουρανό, ψάχνοντας έναν άλλο κόσμο, μακριά από την άνεση του αστικού περιβάλλοντός του, ένα κόσμο που πρώτη φορά του αποκαλύφθηκε όταν είδε τα ψηφιδωτά του Δαφνίου στα εννέα του χρόνια. Τελικά, θα εύρισκε αυτό τον κόσμο στο πρόσωπο του απλού ανθρώπου. Και άρχισε να ζωγραφίζει τον απλό άνθρωπο. «Αυτός ο λαός», θα έλεγε αργότερα, «πολύ γρήγορα γίνηκε ο δάσκαλός μου και ο σύμβουλός μου. Και έτσι έμαθα τα πιο χρήσιμα πράγματα, τι επιτρέπετε και τι δεν επιτρέπετε, πότε πρέπει να επαναστατείς και πότε όχι». Κομμάτια αυτού του κόσμου συνάντησε πλάι στον Κόντογλου, που στάθηκε μια καταλυτική γνωριμία. Από τον Κόντογλου πήρε ο Κουν το ερέθισμα ενός νέου, πρωτοποριακού θεάτρου, και από τον Κόντογλου διδάχτηκε ο Τσαρούχης την τεχνική της νωπογραφίας και της αυγοτέμπερας. Μαζί θα επισκέπτονταν πρώτη φορά το Άγιον Όρος που, τα επόμενα χρόνια, θα γινόταν για τον Τσαρούχη το απόλυτο ησυχαστήριο της ψυχής του. Φανταστείτε, λοιπόν, τι χρωστάει ο ελληνικός πολιτισμός στον Κόντογλου.
Αλλά ας πάμε παρακάτω. Εάν η μαθητεία του δίπλα στον Κόντογλου και η φιλία του με ανθρώπους όπως ο Πικιώνης και η Χατζημιχάλη τον έφεραν κοντά στην ελληνική παράδοση, το σύντομο πέρασμά του από το Παρίσι, γύρω στα το ’36-’37, τον συγχρώτισε με τα νέα ρεύματα της Τέχνης, από τα οποία αυτό που εκείνος αλίευσε ήταν η «σφύζουσα ηδονικότητα των χρωμάτων». Δύο χρόνια αργότερα, τούτη η «ηδονικότητα» θα έκανε την εμφάνισή της στην πρώτη του ατομική έκθεση και το μαγαζί του Θ. Αλεξόπουλου θα πλημμύριζε από εστέτ επισκέπτες που ανυπομονούσαν να δουν δείγματα του μεγάλου ταλέντου για το οποίο μιλούσαν όλοι. Οι κριτικές στάθηκαν διθυραμβικές. Και το ταξίδι άρχισε να αποκτά ένα σπάνιο ειδικό βάρος. Ωστόσο, η μοίρα θα έπαιζε τα δικά της παιχνίδια. Γιατί σύντομα ήρθε ο πόλεμος και ο Τσαρούχης έφυγε για το μέτωπο. Και όταν επέστεψε, σώος και αβλαβής βέβαια, βίωσε το πραγματικό τίμημα του καλλιτέχνη: στην ανάγκη της επιβίωσης, έπαιρνε τα πινέλα του και αντί να ζωγραφίζει αγγέλους, μπογιάτιζε τοίχους, ασβέστωνε μάντρες και γενικώς κάλυπτε τις χαραγματιές μια χώρας διαλυμένης. Αλλά αυτό δεν ήταν παρά μια παρένθεση. Η γνωριμία του με τον Κουν δεν του χάρισε μονάχα ένα φίλο. Του έδωσε την ευκαιρία να σαλπάρει για ένα παράλληλο ταξίδι μέσα από το θέατρο. Κι έτσι ο ζωγράφος έγινε και σκηνογράφος. Έτσι γοητεύτηκε από την Ρόζα Εσκενάζυ. Έτσι γνώρισε τον Ευγένιο Σπαθάρη, «έναν από του πιο αριστοκρατικούς και σπουδαίους καλλιτέχνες».
Κάθε πρόσωπο απ’ αυτά, κάθε παράσταση και βίωμα από τούτο τον κύκλο θα εμπλούτιζαν σύντομα την οπτική του και θα προσέδιδαν στην Τέχνη του τον στοχασμό και την ποιητικότητα των δημιουργών που ακροπατούν ανάμεσα σε Δύση και Ανατολή. Πρόκειται για τα ίδια στοιχεία που συναντάμε και στον Κουν, με την διαφορά ότι ο Τσαρούχης τα εξώθησε στα άκρα, εμμένοντας από κάποιο σημείο και μετά στη μυσταγωγία του γυμνού. Πράγμα που η μικροαστική συνείδηση της εποχής δεν μπόρεσε να χωνέψει έτσι εύκολα. Για παράδειγμα, εκείνη η έκθεση, στην Πανελλήνιο του Ζαππείου, μέσα του ’53. Ανάμεσα στα έργα του Τσαρούχη υπήρχε και σύνθεση «Ναύτης και γυμνό», στην οποία απεικονίζονται δύο άντρες, ο ένας γυμνός και ξαπλωμένος και δίπλα του ένας ναύτης με το καπέλο του. Η αστυνομία ειδοποίησε τον ζωγράφο να αφαιρέσει τον πίνακα από την έκθεση γιατί, όπως θα θυμόταν ο ίδιος αργότερα, «… θεωρούσαν ότι προσέβαλε το Ελληνικό Ναυτικό». Εάν δεν συμμορφωνόταν, η Ναυτική Αστυνομία θα έκανε το έργο σμπαράλια. Ο Τσαρούχης συμμορφώθηκε. Πήγε, ξεκρέμασε τον πίνακα και γύρισε σπίτι. Εντούτοις, την εκδίκησή του θα την έπαιρνε λίγους μήνες αργότερα όταν θα υπέγραφε συμβόλαιο με τον Αλέξανδρο Ιόλα. «Ο Ιόλας μου επέτρεψε να κάνω όσα γυμνά θέλω», ήταν τα λόγια του ζωγράφου. Κι έτσι, ο στοχασμός και η ποιητικότητα για την οποία λέγαμε, συμμάχησαν με την δύναμη των αισθήσεων, μετατρέποντας το ταξίδι του δημιουργού σε μια οδύσσεια στο σύμπαν της αισθητικής και της λαγνείας.
Το μόνο που θα επισφράγιζαν τα επόμενα χρόνια ήταν η καταξίωσή του σε μια Ελλάδα που την πλήγιαζαν οι άνθρωποι δίχως αισθητική. Παρόλα αυτά δεν κάμφθηκε. Αναζήτησε τα σταυροδρόμια των βαθύτερων ενστίκτων, λάτρεψε το Βυζάντιο και το κάλλος των Αρχαίων και, με την πίστη του στον Θεό, απέγινε μια φιγούρα που για την Τέχνη απέπνεε διαστάσεις βιβλικής σημασίας. Αθώος και υποψιασμένος, έπλασε με σπάνια οξύτητα μορφές που δεν πέθαναν και δεν πρόκειται να πεθάνουν ποτέ. Και απέναντι στην ψευδοσυντηρητική νοοτροπία των πληγιασμένων ανθρώπων, όρθωσε μια ψυχή που πάλευε με τους δαίμονές της, όπως πάλευαν και οι ψυχές όλων εκείνων που θαύμαζε, του Σολωμού, του Κάλβου, του Χαλεπά, του Καβάφη. Προφανώς, όχι αυτές τις βασανισμένες ψυχές, αλλά την ερειπωμένη ψυχή του Νεοέλληνα είχε κατά νου όταν ψέλλιζε τις λέξεις «…στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις». Αλλά ποιος ξέρει… Μπορεί να εννοούσε και την καθάρια ψυχή ενός εξάχρονου παιδιού. Ενός παιδιού που στάθηκε μπροστά στον Ελευθέριο Βενιζέλο και είπε: «Ζωγράφος θα γίνω». Γιατί όχι. Χάρη σ’ αυτό το παιδί η Ελλάδα ανακάλυψε πως μια εικόνα γεμάτη με σχέδια και χρώματα μπορεί να αποκαλύπτει πολύ περισσότερα από ένα Έργο Τέχνης.
Στην Ελλάδα είσαι ότι δηλώσεις
Στην παρέα ο Τσαρούχης ήταν πάντα ένας ορεξάτος συνομιλητής. Λάτρευε τις συναναστροφές και δεν έχανε ευκαιρία να παρουσιάσει δείγματα του σαρκαστικού του χιούμορ, καταρρίπτοντας τον μύθο του απόμακρου και απρόσιτου δημιουργού. Του άρεσε να χορεύει ζεϊμπέκικο και τσιφτετέλι, μιλούσε με αποφθέγματα, ενώ συχνά γινόταν αφοριστικός, ιδιαίτερα με τους καλλιτέχνες που καπηλεύονταν την τέχνη τους. Την ίδια ώρα, δεν έπαυε ούτε στιγμή να είναι ένας εκκεντρικός άνθρωπος. Όταν βρισκόταν με στενούς φίλους, η αγαπημένη του ενδυμασία ήταν τα ράσα! Θεωρούσε το ράσο ως το ωραιότερο ένδυμα των Ελλήνων.
Σοφία και γνώση
«Ο Τσαρούχης συνδυάζει τη σοφία του λαού, πριν ο λαός γίνει μάζα, με τη γνώση και την αντίληψη του εξαιρετικά καλλιεργημένου ανθρώπου», έγραψε ο Γκάτσος. «Κάθε του κουβέντα είναι αποστάλαγμα ενός βαθύτερου στοχασμού, που καθορίζει και την στάθμη της ποιότητάς της». Στο ίδιο μήκος κύματος και ο Οδυσσέας Ελύτης: «Όπως το γύρισμα των φακών στις διόπτρες, μας παρουσιάζει ξαφνικά το εικονιζόμενο είδωλο στην απόλυτη καθαρότητά του, έτσι και η ζωγραφική του Τσαρούχη έστρεψε τα όργανα της όρασής μας από την πραγματικότητα των Φιλελλήνων, που μας είχε ως τότε επιβληθεί, στην πραγματικότητα των Ελλήνων, που υπήρχε λανθάνουσα μέσα μας».
Διαβάστε τη βιογραφία του Γιάννη Τσαρούχη
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις την συλλεκτική έκδοση “Μεγάλοι Δάσκαλοι – Μέρος Α!” του εβδομαδιαίου περιοδικού “Εικόνες”, τεύχος Νο 338, ένθετου στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 17 Αυγούστου 2008.