«Σκέψου πριν μιλήσεις» είναι μια θαυμάσια αλλά πρακτικά ανεφάρμοστη συμβουλή: αφού, απ' ό,τι φαίνεται, καμία αφηρημένη σκέψη δεν μπορεί να αναδυθεί, πόσω μάλλον να εκφραστεί, έξω από τη γλώσσα. Πώς, όμως, ήδη από τη νηπιακή μας ηλικία αποκτάμε αυτή τη «μαγική» ικανότητα να κατανοούμε και να περιγράφουμε τον κόσμο με λέξεις;
Η είδηση έρχεται από τον Καναδά. Εκεί κάποιοι νευρογλωσσολόγοι, σε στενή συνεργασία με Ιταλούς και Χιλιανούς συναδέλφους τους, ισχυρίζονται ότι βρήκαν έναν τρόπο για να εξηγήσουν το μυστήριο της δημιουργίας των πρώτων λέξεων που συνήθως ψελλίζουν τα περισσότερα παιδιά. Από αυτές τις πρόσφατες έρευνες προκύπτει ότι οι πρώτες -και ιδιαίτερα αγαπητές στους γονείς- λέξεις «μαμά» και «μπαμπά», που συνήθως επαναλαμβάνουν διαρκώς τα νήπια, δεν υπαγορεύονται τόσο από τη λατρεία των μικρών για τους γονείς τους όσο από τη γοητεία που ασκεί στο τρυφερό μυαλό τους η ρυθμική επανάληψη των συγκεκριμένων ήχων. Απ' ό,τι φαίνεται, η επανάληψη αυτών των χωρίς νόημα συλλαβών αποβλέπει «απλώς» στην ενεργοποίηση ορισμένων κέντρων του εγκεφάλου των νηπίων!
Η έρευνα είδε το φως της δημοσιότητας πριν από λίγες ημέρες, στη διαδικτυακή επιθεώρηση «Proceedings of National Academy of Science» και μας αποκαλύπτει με ποιον τρόπο οι λέξεις «μαμά» και «μπαμπά» ασκούν ακαταμάχητη γοητεία στο γλωσσικά ακατέργαστο μυαλό των νηπίων. Καταφεύγοντας στις πιο πρόσφατες τεχνικές απεικόνισης της λειτουργίας του ζωντανού εγκεφάλου, οι ερευνητές μελέτησαν 22 νεογέννητα μόλις δύο ή τριών ημερών. Εξέθεσαν λοιπόν αυτά τα μωρά-πειραματόζωα σε κύκλους επαναλαμβανόμενης ακρόασης λέξεων που αποτελούνται από ή καταλήγουν σε επαναλαμβανόμενες συλλαβές (π.χ. μαμά, κακά, πατάτα) και λέξεων χωρίς επαναλήψεις.
Παρακολουθώντας κατευθείαν τη λειτουργία του εγκεφάλου των μωρών με τις ειδικές απεικονιστικές συσκευές, διαπίστωσαν ότι υπάρχει εντονότατη δραστηριότητα στον μετωπιαίο λοβό και στις περιοχές του αριστερού ημισφαιρίου που εμπλέκονται στην πρόσληψη και την εκφορά της γλώσσας. Όμως, αυτή η έντονη ενεργοποίηση των «γλωσσικών περιοχών» σημειωνόταν μόνο όταν τα βρέφη άκουγαν λέξεις που περιείχαν επαναλήψεις συλλαβών, ενώ καμία ιδιαίτερη αντίδραση δεν καταγραφόταν στο άκουσμα λέξεων χωρίς επαναλήψεις.
Σχολιάζοντας αυτά τα αποτελέσματα η Judith Gervain, η οποία διηύθυνε το ερευνητικό πρόγραμμα στο πανεπιστήμιο British Columbia του Καναδά, είπε: «Πιθανότατα δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι τόσες πολλές γλώσσες του κόσμου έχουν επαναλαμβανόμενες συλλαβές στα μωρουδίστικα, δηλαδή στις λέξεις των μωρών, όπως "mammy" ή "daddy" στα αγγλικά, "μαμά" και "μπαμπά" στα ελληνικά, "tata" στα ουγγαρέζικα, "mama" και "papa" στα ιταλικά κ.ο.κ.».
Πράγματι, ο νηπιακός αλλά και ο βρεφικός εγκέφαλος φαίνεται πως διαθέτουν «από κατασκευής», δηλαδή εκ γενετής, κάποια ικανότητα αναγνώρισης ορισμένων επαναλαμβανόμενων ηχητικών σχηματισμών. Βέβαια, επί δεκαετίες οι ειδικοί επιστήμονες (γλωσσολόγοι, νευρογλωσσολόγοι κ.ά.) προσπαθούν να καταλάβουν πώς ακριβώς τα παιδιά και οι ενήλικες αποκτούν την ευχέρεια να χειρίζονται τον προφορικό και γραπτό λόγο. Αν, με άλλα λόγια, αποκτάμε σταδιακά και κοπιωδώς τις τυπικά ανθρώπινες γλωσσικές ικανότητες ή αν, αντίθετα, τις εκδηλώνουμε λίγο-πολύ αυτόματα.
Η καναδική έρευνα αποτελεί μία από τις πρώτες προσπάθειες που τεκμηριώνουν πειραματικά την έμφυτη προδιάθεση των ανθρώπινων βρεφών να αποκωδικοποιούν τα πιο στοιχειώδη συστατικά κάθε γλώσσας: τα φωνήματα και τα μορφήματα, όπως τα αποκαλούν οι γλωσσολόγοι.
Ήδη γνωρίζαμε από καιρό ότι τα κέντρα επεξεργασίας και εκφοράς της γλώσσας βρίσκονται συνήθως εντοπισμένα στο αριστερό ημισφαίριο του εγκεφάλου μας. «Με αυτό το δεδομένο συμφωνεί και η ανακάλυψή μας για τα βρέφη», υποστηρίζει η Judith Gervain, «και επιβεβαιώνει την υποψία μας ότι οι άνθρωποι γεννιούνται με κάποιες ικανότητες οι οποίες τους επιτρέπουν να μαθαίνουν συστηματικά και αποτελεσματικά τη μητρική τους γλώσσα». Και καταλήγει στο εξής εντυπωσιακό συμπέρασμα: «Οι περιοχές του εγκεφάλου που ευθύνονται για τη γλώσσα των ενηλίκων δεν μαθαίνουν να επεξεργάζονται τη γλώσσα σταδιακά κατά τη διάρκεια της ανάπτυξης, αλλά μάλλον είναι εξαρχής διαφοροποιημένες, τουλάχιστον εν μέρει, ώστε να επιτελούν αυτή τη λειτουργία»!
Αυτό το πρόσφατο πειραματικό συμπέρασμα φαίνεται να δικαιώνει όσους από πολύ καιρό υποστηρίζουν ότι η γλωσσική ικανότητα είναι εγγενής και έμφυτη βιολογική ιδιότητα του ανθρώπου, ενώ διαψεύδει όσους, αντίθετα, υποστηρίζουν ότι η ανάπτυξη των γλωσσικών μας ικανοτήτων είναι μια σταδιακή διαδικασία στην οποία αποφασιστικό ρόλο παίζει το γλωσσικό περιβάλλον (δηλαδή οι εξωγενείς πολιτισμικοί και κοινωνικοί παράγοντες που επηρεάζουν τη γλωσσική μας ανάπτυξη).
Έμφυτος ή επίκτητος ο ανθρώπινος λόγος;
Η πολύχρονη και ιδιαίτερα σφοδρή διαμάχη μεταξύ αυτών που υποστηρίζουν τον «έμφυτο» και αυτών που υποστηρίζουν τον «επίκτητο» χαρακτήρα της γλώσσας εξακολουθεί να παραμένει ανοιχτή και εξίσου παραπλανητική με το παρελθόν. Ευτυχώς, όμως, σήμερα δεν τίθεται πλέον με όρους στείρων μεταφυσικών αντιπαραθέσεων αλλά με όρους διαφορετικών επιστημονικών και μεθοδολογικών προσεγγίσεων, οι οποίες στην πράξη, παρά τις διαφορές τους, αποδεικνύονται γόνιμες και παραγωγικές και στο μέλλον ενδέχεται να αποδειχτούν απολύτως συμπληρωματικές.
Πολύ σχηματικά, θα μπορούσαμε σήμερα να διακρίνουμε δύο τουλάχιστον ερευνητικές προσεγγίσεις: μία «εξελικτική-κατασκευασιοκρατική» και μία «παραγωγική-δομιστική» προσέγγιση.
Σύμφωνα με τους οπαδούς της πρώτης, η απόκτηση της γλώσσας, μολονότι έχει κάποιες βιολογικές προϋποθέσεις, είναι ουσιαστικά μια επίκτητη ανθρώπινη ικανότητα που διαμορφώνεται σταδιακά από τις πιέσεις του περιβάλλοντος. Οι αντίπαλοί τους, αντίθετα, είναι απολύτως πεπεισμένοι ότι ο ανθρώπινος λόγος διαθέτει τόσο εμφανή καθολικά χαρακτηριστικά, κοινά σε όλους τους ανθρώπους, ώστε η γλώσσα δεν θα μπορούσε ποτέ να προκύπτει από τη μεταφορά πληροφοριών από το εξωτερικό περιβάλλον του ατόμου, αλλά παράγεται από εγγενείς και καθολικές γλωσσικές δομές (όπως η περίφημη «καθολική γραμματική» του Τσόμσκι), που τελικά είναι βιολογικά καθορισμένες.
Οι πιο γνωστοί εκπρόσωποι της πρώτης σχολής σκέψης είναι ο παιδοψυχολόγος Jean Piaget, ο Lev Vygotsky και πιο πρόσφατα ο διάσημος γνωσιακός φιλόσοφος Daniel Dennett και ο πρωτοπόρος ψυχογλωσσολόγος S.C. Levinson. Αυτοί οι στοχαστές επιμένουν ότι η γλώσσα είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την ανάδυση της σκέψης και όλων των ανώτερων νοητικών φαινομένων: η γλώσσα μας καθορίζει τελικά τα όρια της σκέψης μας.
Εξίσου διάσημοι είναι όμως και οι αντίπαλοι αυτής της πρώτης σχολής, όπως οι περίφημοι γλωσσολόγοι Noam Chomsky και Steven Pinker καθώς και ο γνωσιακός επιστήμονας J.Α. Fodor. Σύμφωνα με τους τελευταίους, η γλώσσα και η σκέψη αποτελούν διακριτές λειτουργίες, του ανθρώπινου νου: η λειτουργία της γλώσσας ούτε επηρεάζει ούτε επηρεάζεται από τις άλλες νοητικές λειτουργίες, από τις οποίες και αναπτύσσεται ανεξάρτητα!
Το επίμαχο ζήτημα, επομένως, δεν είναι τόσο ο έμφυτος ή ο επίκτητος χαρακτήρας της γλώσσας, όσο μάλλον το πρόβλημα των περίπλοκων σχέσεων ανάμεσα στην ανάπτυξη των νοητικών και των γλωσσικών ικανοτήτων των παιδιών. Γύρω από αυτό το ακανθώδες πρόβλημα πρωτοποριακές υπήρξαν οι έρευνες του Piaget και του Vygotsky. Με το έργο τους ανέδειξαν τον καθοριστικό ρόλο που έχει η σταδιακή κατάκτηση της γλώσσας στη συνολική νοητική ανάπτυξη του παιδιού.
Πράγματι, όλες οι μέχρι σήμερα έρευνες επιβεβαιώνουν αυτήν τη δυναμική και εξελικτική ανάπτυξη της γλώσσας κατά τη νηπιακή ηλικία.
Όλα ανεξαιρέτως τα ανθρώπινα πλάσματα περνάνε από το αρχικό στάδιο των άναρθρων φωνών στο στάδιο του ψελλίσματος ή βαβίσματος, και από αυτό στο επόμενο στάδιο του τηλεγραφικού λόγου με την εκφορά μονολεκτικών προτάσεων, από τις οποίες θα προκύψουν αργότερα (μόνο μετά το τέταρτο έτος) οι πιο περίπλοκες μορφές γλωσσικής έκφρασης.
Η ιδιοποίηση και η ορθή χρήση της γλώσσας από ένα παιδί είναι μια σταδιακή και ιδιαίτερα σύνθετη διαδικασία, και όχι απλώς η αυθόρμητη εκδήλωση ενός «γλωσσικού ενστίκτου». Για να ιδιοποιηθούν το λόγο, και συνεπώς για να εκδηλώσουν, κατά τα πρώτα χρόνια της ανάπτυξής τους, τις γλωσσικές τους δυνατότητες, θα πρέπει τα παιδιά να υπερβούν τη λογική της πράξης και να περάσουν στη συμβολική λειτουργία της σκέψης.
Συνεπώς, η ανθρώπινη γλωσσική ικανότητα, μολονότι εγγενής στη βιολογική μας φύση, αναδύεται σταδιακά και εκδηλώνεται πάντα με καθορισμένα και χρονικά οριοθετημένα βήματα που εξαρτώνται τόσο από έμφυτους (βιολογικούς) όσο και από επίκτητους εξωγενείς παράγοντες (γλωσσολογικούς, νοητικούς, κοινωνικούς). Αυτή η νέα και καθόλου δυϊστική αντίληψη για τη δομή και την ανάπτυξη του ανθρώπινου λόγου ενισχύεται σημαντικά και από κάποιες πρόσφατες ανακαλύψεις της σύγχρονης νευροεπιστήμης.
Για παράδειγμα, η ανακάλυψη των περίφημων «κατοπτρικών νευρώνων» από τον Ιταλό Giacomo Rizzolati, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, έχει προκαλέσει σοβαρές ανατροπές πολλών καθιερωμένων αντιλήψεων σχετικά με τη γέννηση της γλώσσας. Οι νευρώνες αυτοί ανακαλύφθηκαν αρχικά σε πιθήκους μακάκους και κατόπιν στους ανθρώπους. Πιο συγκεκριμένα, εντοπίστηκαν στην περιοχή F5 του εγκεφαλικού φλοιού των πιθήκων του εργαστηρίου και, όπως αποδείχτηκε, μπορούν να επιτελούν τόσο κινητικές όσο και αισθητηριακές δραστηριότητες.
Αυτά τα άγνωστα μέχρι πρόσφατα νευρικά κύτταρα ενεργοποιούνται είτε όταν ο πίθηκος εκτελεί ο ίδιος κάποιες κινήσεις είτε όταν παρακολουθεί ανάλογες κινήσεις να εκτελούνται από άλλους πιθήκους ή ανθρώπους. Ο Rizzolati ονόμασε αυτούς τους νευρώνες «κατοπτρικούς» επειδή ενεργοποιούνται κατοπτρικά από το θέαμα των κινήσεων ενός άλλου ατόμου.
Η ανακάλυψη αυτή έχει απρόσμενες νευρογλωσσικές συνέπειες: το γεγονός ότι η περιοχή F5 του εγκεφαλικού φλοιού των πιθήκων αντιστοιχεί τοπολογικά επακριβώς στην περιοχή Broca στο αριστερό ημισφαίριο του ανθρώπινου εγκεφάλου γεννά αμέσως την υποψία ότι αυτοί οι κατοπτρικοί νευρώνες ίσως εμπλέκονται άμεσα στη γέννηση των ανθρώπινων γλωσσικών ικανοτήτων. Αν, όπως υποστηρίζουν αρκετοί ανθρωπολόγοι, η ανθρώπινη γλώσσα εξελίχθηκε αρχικά από μια νοηματική γλώσσα με την οποία επικοινωνούσαν οι ανθρωπίδες πρόγονοί μας, τότε η λειτουργία αυτών των νευρώνων θα πρέπει να έπαιξε κατά το παρελθόν αποφασιστικό ρόλο στην εξέλιξη των γλωσσικών μας ικανοτήτων (βλ. πλαίσιο).
Για όποιον αποδέχεται μια τέτοια εξελικτική εξήγηση, θα πρέπει να είναι σαφές ότι οι υποτιθέμενες αφηρημένες γλωσσικές κατηγορίες και έννοιες δεν αναδύονται ως διά μαγείας από κάποια καθολική γραμματική εσωτερικευμένη σε μεμονωμένα άτομα, αλλά από μια συλλογική ανάγκη επικοινωνίας και από τη διαρκή αλληλεπίδραση κάθε ανθρώπου με τους συνανθρώπους του!
Του Σπύρου Μανουσέλη. Από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του Σαββάτου, 4 Οκτωβρίου 2008.
«Μιλάνε» μόνο οι άνθρωποι;
Η παραγωγή άναρθρων φωνών και ήχων για στοιχειώδεις επικοινωνιακούς σκοπούς είναι εξαιρετικά διαδεδομένη μέσα στο ζωικό βασίλειο. Η πολυπλοκότητα μάλιστα αυτών των επικοινωνιακών σημάτων ποικίλλει ανάλογα με την πολυπλοκότητα του ζωικού είδους που τα παράγει. Αναμφίβολα όμως, η παραγωγή και η πολυπλοκότητα αυτών των στοιχειωδών φωνημάτων έχει αποκτήσει ασύλληπτες επικοινωνιακές δυνατότητες με την ανάπτυξη του λόγου από το είδος μας.
Πώς όμως οι πρόγονοί μας κατάφεραν, πριν από δεκάδες χιλιάδες χρόνια, να γίνουν τα μοναδικά ομιλούντα ζώα πάνω στη Γη; Και αυτό το τεράστιο εξελικτικό άλμα έγινε άραγε απότομα, χάρη στη «μαγική» εμφάνιση των κατάλληλων εγκεφαλικών περιοχών αλλά και των εξίσου απαραίτητων ανατομικών δομών της στοματικής κοιλότητας και του λάρυγγα;
Ή μήπως πραγματοποιήθηκε μέσα από μία μακρά εξελικτική διαδικασία, στη διάρκεια της οποίας κάποιες παλαιότερες σωματικές και εγκεφαλικές δομές χρησιμοποιήθηκαν με διαφορετικό τρόπο για να ικανοποιήσουν νέες προσαρμοστικές και επικοινωνιακές ανάγκες που προέκυψαν από την εξέλιξη του είδους μας;
Η σύγχρονη επιστήμη δεν διαθέτει ακόμη κάποιες ικανοποιητικές, πόσω μάλλον οριστικές, απαντήσεις σε αυτά τα καυτά ερωτήματα. Ωστόσο, κάποιες απαντήσεις έχουν ήδη αρχίσει να διαφαίνονται χάρη στις πιο πρόσφατες έρευνες. Για παράδειγμα, οι έρευνες του Christopher Petkov και των συνεργατών του στο Ινστιτούτο Βιοκυβερνητικής Μαξ Πλανκ του Tubingen (Γερμανία) ίσως αποκάλυψαν τον «χαμένο κρίκο» που συνδέει τον ανθρώπινο ομιλούντα εγκέφαλό μας με αυτόν των προανθρώπινων όντων, που ήταν ικανά να επικοινωνούν μόνο μέσω άναρθρων φωνών.
Μελετώντας μέσω της τεχνικής του λειτουργικού μαγνητικού συντονισμού την εγκεφαλική δραστηριότητα κάποιων μακάκων ενώ άκουγαν ορισμένους φυσικούς ήχους και φωνές ομοίων τους, ανακάλυψαν ότι ενεργοποιούνταν επιλεκτικά μία συγκεκριμένη «περιοχή για τη φωνή» που βρίσκεται στον ακουστικό φλοιό του εγκεφάλου τους. Μια αντίστοιχη περιοχή με ανάλογη λειτουργία υπάρχει και στον ανθρώπινο εγκεφαλικό φλοιό.
Η περιοχή αυτή για την επεξεργασία των φωνητικών σημάτων δεν αποτελεί επομένως αποκλειστικό προνόμιο του είδους μας. Γεγονός που υποδηλώνει ότι αυτή η διαφοροποιημένη ανατομικά και λειτουργικά περιοχή, κοινή στους ανθρώπους και τους πιθήκους, έχει μια μακρά εξελικτική ιστορία. Πιθανότατα υπήρχε ήδη πριν από περίπου 20 εκατομμύρια χρόνια στον κοινό πρόγονο από τον οποίο διαφοροποιήθηκαν τα είδη των πιθήκων και των αρχέγονων ανθρώπων!
Του Σπύρου Μανουσέλη. Από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του Σαββάτου, 4 Οκτωβρίου 2008.