Σαν μια ταινία ξετυλίγεται η σχέση του Έλληνα με τον κινηματογράφο εδώ και έξι δεκαετίες. Μια ταινία με σασπένς, συγκίνηση, ανατροπές και άδηλο τέλος. Υποψήφια για το Οσκαρ της ζωής μας. Πρωταγωνιστές της, αυτοί που μέσα στην υποβλητική ατμόσφαιρα της αίθουσας βρίσκουν αυτά που χάνουν καθημερινά εκεί έξω.
Διαχρονικά, η σχέση του Έλληνα με τις σκοτεινές αίθουσες και την 7η Τέχνη έχει περάσει από πολλές φάσεις και από μεγάλες περιόδους υφέσεων και εξάρσεων.
- Στις αρχές της δεκαετίας του ’50 ο Έλληνας πήγαινε κατά μέσο όρο στον κινηματογράφο 3 ~ 4 φορές τον χρόνο, με τα εισιτήρια να κυμαίνονται στα 40 εκατομμύρια.
Η δεκαετία του ’60 ήταν η χρυσή εποχή:
- την περίοδο 1966 ~ 1968, οι Έλληνες έβλεπαν σινεμά περίπου 15 φορές τον χρόνο (140 εκατομμύρια θεατές).
- Απ’ την δεκαετία του ’70 ξεκίνησε η αντίστροφη πορεία, με την νεότευκτη τότε τηλεόραση να “κλέβει” την παράσταση.
- Τα χρόνια της δεκαετίας του ’80 ήταν “πέτρινα”, ενώ
- η πτώση κορυφώθηκε στις αρχές του ’90 με λιγότερα από 10 εκατομμύρια τον χρόνο, που αντιστοιχεί σε περίπου μία επίσκεψη ετησίως.
- Κάποιες χρονιές μάλιστα, τα εισιτήρια έπεσαν αρκετά κάτω από τα 10 εκατομμύρια (μεταξύ 1995 ~ 2000).
Η επέλαση του βίντεο και της ιδιωτικής τηλεόρασης, έδωσαν απανωτά χτυπήματα στον κινηματογράφο, σαν και αυτά του Τζάκι Τσαν και του Ρόκι, που τότε μεσουρανούσαν στο πανί, ειδικά κατά την περίοδο 1985 ~ 1995.
- Το σήμερα εμφανίζεται βελτιωμένο και σταθερό, χωρίς να ξεφεύγει από τα 12 με 13 εκατομμύρια εισιτήρια τον χρόνο.
- Το 2006 κόπηκαν λιγότερα από 13 εκατομμύρια εισιτήρια, επίδοση που αντιστοιχεί σε 1 και κάτι επισκέψεις στον κινηματογράφο για κάθε Έλληνα, ενώ
- το 2007 κόπηκαν κοντά στα 14 εκατομμύρια εισιτήρια.
Σινεφίλ μύθοι
Πέρυσι, η εταιρεία AudioVisual πραγματοποίησε μια πολύ ενδιαφέρουσα έρευνα για τις κινηματογραφικές συνήθειες των Ελλήνων. Σύμφωνα με αυτήν,
- το 32% του πληθυσμού δεν πάει ποτέ στον κινηματογράφο.
Το γεγονός αυτό μαζί με διάφορα άλλα, άκρως ενδιαφέροντα και σίγουρα όχι αναμενόμενα, συμπεράσματα της έρευνας, αποτέλεσαν την αφορμή για τον επαναπροσδιορισμό του ρόλου αρκετών εταιρειών διανομής, οι οποίες στις μέρες μας βασίζονται πολύ περισσότερο στην έρευνα και πολύ λιγότερο στη διαίσθηση ή την πολύχρονη εμπειρία τους. Ο Έλληνας έχει γίνει και στην κινηματογραφική ψυχαγωγία απρόβλεπτος, ασταθής και επιλεκτικός. «Τα στοιχεία της έρευνας ήταν μια αποκάλυψη… Παρατηρήσαμε επικάλυψη ανάμεσα στις πλατφόρμες μετάδοσης που δεν το περιμέναμε. Τελικά αποδείχτηκε ότι οι άνθρωποι καταναλώνουν ταινίες σε διάφορες πλατφόρμες. Οι άνθρωποι που αγοράζουν DVD’s, δεν είναι καθόλου διαφορετικοί απ’ αυτούς που πηγαίνουν στις αίθουσες: είναι οι ίδιοι άνθρωποι. Δεν υπάρχει σινεφίλ κοινό όπως πιστεύαμε, κοινό το οποίο λατρεύει την μεγάλη οθόνη. Αυτός που αγαπάει μια ταινία θα τη δει οπουδήποτε. Είχαμε μια ελιτίστικη άποψη για το σινεμά, η οποία καταρρίφθηκε από την έρευνα», μας είπε η Ειρήνη Σουγανίδου, γενική διευθύντρια της AudioVisual, που γνωρίζει την κινηματογραφική πιάτσα όσο ελάχιστοι. Βάση της ίδιας έρευνας, ο Έλληνας διαβάζει αλλά δεν φαίνεται να λαμβάνει υπόψη του τις κριτικές που δημοσιεύονται, παραδοσιακά, κάθε Πέμπτη. Δεν είναι τυχαίο ότι μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες των τελευταίων χρόνων, όπως το “Safe Sex” και “300”, αν και έλαβαν μάλλον χλιαρές κριτικές, κατάφεραν να κόψουν πάνω από 1 εκατομμύριο εισιτήρια εκάστη. Για πολλά χρόνια, η αίσθηση της κινηματογραφικής αγοράς ήταν ότι οι κριτικοί είχαν τη δύναμη να επηρεάσουν την πορεία μιας ταινίας. Αυτό είναι μύθος. Σύμφωνα με την παραπάνω έρευνα, το τρεϊλερ της ταινίας είναι ο σημαντικότερος παράγοντας για την προσέλευση θεατών!
- Το τρεϊλερ φαίνεται να επηρεάζει το 73% των θεατών,
- το in theater υλικό –αυτά που βλέπει κάποιος μέσα στην κινηματογραφική αίθουσα (φωτογραφικό υλικό, φυλλάδια, προγράμματα, δωρεάν περιοδικά κ.ά.)- το 59%,
- η τηλεόραση επηρεάζει το 53%,
- οι εφημερίδες το 27%,
- οι κριτικές μόλις το 14%, ενώ
- ο ειδικός τύπος και η υπαίθρια διαφήμιση επηρεάζουν το 11% και το 9% αντίστοιχα.
Η νοσταλγία είναι της μόδας
Την ίδια στιγμή, οι ταινίες που παίζονται κάθε χρόνο στις ελληνικές αίθουσες κυμαίνονται μεταξύ 230 250, εκ των οποίων οι 15 περίπου είναι ελληνικές. Τα τελευταία χρόνια, από αυτές τις (ελληνικές) ταινίες, συνήθως υπάρχει μια ή δυο κάθε χρόνο που κάνουν τη διαφορά. Το “Safe Sex” , η “Πολίτικη Κουζίνα”, “οι Νύφες”, -για το 2008 ο “Ελ Γκρέκο”- αποτελούν χαρακτηριστικά τέτοια παραδείγματα που έκοψαν εκατοντάδες χιλιάδες εισιτήρια. Την τάση αυτή επισημαίνει και η Ειρήνη Σουγανίδου και ο Χάρης Αντωνόπουλος, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της “Village Roadshow” στην Ελλάδα. « Η Ελλάδα και η νοσταλγία πουλάει πολύ στη χώρα μας αυτή τη στιγμή. Γι’ αυτό πήγε τόσο καλά η “Πολίτικη Κουζίνα” του Τάσου Μπουλμέτη. Ο κόσμος ζητάει ελληνικές ταινίες ή φιλμ με ελληνικό θέμα. Αυτό φαίνεται και από τα εισιτήρια που κόβουν οι ξένες ταινίες με ελληνικό θέμα όπως οι “300”, ο “Αλέξανδρος”, το “Γάμος αλά Ελληνικά”. Γενικά, τα ελληνικά θέματα, τα δανεισμένα από την ελληνική πραγματικότητα –από τις νεότερές της εκδοχές έως τις πιο αρχέγονες- συγκινούν το ελληνικό κοινό και κόβουν πολλά εισιτήρια».
Ανάμεσα στα άλλα, ο Χάρης Αντωνόπουλος, τονίζει ότι σινεμά σημαίνει αίθουσα και για τον λόγο αυτό η δημιουργία νέων χώρων προβολής από το 1997 μέχρι σήμερα ξανάφερε τον κόσμο στον κινηματογράφο. «Διπλασιάστηκε η προσέλευση σε σχέση με τελευταία πενταετία του ‘90». Ο ίδιος αναφέρει, τέλος, ότι ανταγωνιστής της μεγαλύτερης προσέλευσης του κοινού στο σινεμά είναι η έλλειψη χρόνου στα αστικά κέντρα, ο καλός καιρός που ωθεί τον Έλληνα σε έξοδο για καφέ (και όχι στη σκοτεινή αίθουσα) και τα αθλητικά γεγονότα. «Γιατί», λέει με έμφαση, «ο κόσμος που πάει στον κινηματογράφο μοιάζει με τον φίλαθλο. Είναι οι άνθρωποι που παρακολουθούν και αθλητικά στη τηλεόραση και αυτό το βλέπουμε από την μειωμένη προσέλευση που παρατηρείται όταν υπάρχει τηλεοπτική κάλυψη κάποιου σημαντικού αθλητικού γεγονότος.
Η ελληνική πρόταση
Εκτός από σινεφίλ, κριτικούς, εταιρείες διανομής και αίθουσες το κεφάλαιο “Έλληνας και κινηματογράφος” περιλαμβάνει ασφαλώς και τους σκηνοθέτες της εγχώριας φιλμικής παραγωγής. Οι “Εικόνες” συνάντησαν από κοντά τους δύο πιο ξεχωριστούς, ίσως, εκφραστές της “ελληνικότητας”, τον Γιάννη Σμαραγδή και τον Δήμο Αβδελιώδη, που θα μπορούσε κάποιος να ισχυριστεί ότι αποτελούν την ελληνική πρόταση της εγχώριας κινηματογραφίας. Θέματα “δικά μας” (από την ιστορία και την καθημερινότητα), τον “Καβάφη”, τον “Ελ Γκρέκο”, το “Δέντρο που Πληγώναμε”, την “Εαρινή Σύναξη των Αγροφυλάκων”, την “Νίκη της Σαμοθράκης” –όλες ταινίες των δύο αυτών σκηνοθετών- αποτελούν πτυχές της ελληνικότητας, αν και αυτή είναι δύσκολο να οριστεί.
Η κουβέντα ξεκινάει με τον Γιάννη Σμαραγδή, στον οποίο θέτουμε ως πρώτο θέμα τη σχέση μας με τον κινηματογράφο. Ο ίδιος διακρίνει ότι παραδοσιακά ο Έλληνας έχει πολύ καλή σχέση με το σινεμά, κυρίως με το θερινό, το οποίο περιγράφει ως ανοικτό χώρο που επιτρέπει την αυτόματη και ταυτόχρονη επικοινωνία του θεατή με την ταινία και το σύμπαν. «Κατά ένα περίεργο τρόπο, αυτή η σχέση έχει άμεση αναφορά στα Ελευσίνια Μυστήρια. Οι τελετές αυτές είχαν ως αποτέλεσμα την δημιουργία ανάλογων αναφορών και συναισθημάτων στη συνείδηση του ατόμου με ότι προκαλεί και ο κινηματογράφος. Την προσωρινή κατάργηση του θανάτου, δηλ. Αυτή την στιγμιαία κατάργηση, οι Έλληνες τη βιώνουν μέσα από το σινεμά και ιδιαίτερα με τον θερινό, με σκέπη τον ουρανό», συμπληρώνει.
Ωστόσο, πως εξηγούνται οι διαχρονικές αυξομειώσεις στην προσέλευση του κοινού, με την πτώση των εισιτηρίων –που εμφανίστηκε έντονα στις αρχές του ’80- να έχει παγιωθεί πλέον; Ο Σμαραγδής εξηγεί: «ο ελληνικός κινηματογράφος είχε οικοδομήσει μια πολύ γερή σχέση με τους θεατές αμέσως μετά τον πόλεμο. Είχε αναπτυχθεί μια σχέση αμοιβαίας εμπιστοσύνης ανάμεσα στους καλλιτέχνες και τους σκηνοθέτες εκείνης της εποχής με το κοινό. Αυτό δεν συνέβαινε ή δεν συμβαίνει πάντοτε. Ο λαϊκός κινηματογράφος του Σακελλάριου του Τζαβέλα κ.ά. είχε πλήρως επικοινωνήσει με τον θεατή, γι’ αυτό και σημείωσε μεγάλη εμπορική επιτυχία. Από τη δεκαετία του ’80 και μετέπειτα κατέρρευσε η σχέση με τον θεατή, όχι λόγω της άνθησης των οπτικοακουστικών μέσων. Κυρίως λόγω της λανθάνουσας πολιτικής των τότε Ελλήνων κινηματογραφιστών. Συγκεκριμένα, μέσα στη διάρκεια της χούντας αλλά και μετά, οι κινηματογραφιστές, αγόμενοι από τη μόδα της εποχής για πολιτικό κινηματογράφο, έπαψαν να κοιτάζουν τις ανάγκες που είχε ο λαός. Εμφανίστηκε μια γενιά που ακολούθησε τον πολιτικό κινηματογράφο με τις αριστερές ιδέες. Διότι τότε θεωρείτο σημαντικό να κάνεις πράγματα ενάντια στην καταπιεστική χούντα. Μέσα σ’ αυτούς, βέβαια, ήμουν κι εγώ… Ξεχάσαμε τις ανάγκες του κόσμου, με αποτέλεσμα το κοινό να γυρίσει την πλάτη του στον κινηματογράφο. Ένα κοινό που ήθελε να βλέπει πράγματα δικά του, πράγματα της ταυτότητάς του. Διότι αυτές οι απόψεις που υπήρχαν ως θέσεις στον πολιτικό κινηματογράφο τότε, δεν ήταν τίποτε άλλο από ξενόφερτες μόδες που δεν ακολουθούσαν το ελληνικό αίσθημα».
Διαρρήχθηκε, λοιπόν, η σχέση των Ελλήνων κινηματογραφιστών με το κατεξοχήν κοινό τους και η επόμενη ερώτηση προκύπτει φυσιολογικά: «Εσείς πως φαντάζεστε το κοινό σας; Ποιόν έχετε στο μυαλό σας όταν κινηματογραφείτε;». «Τον γιο μου. Οι δύο τελευταίες μου ταινίες, ο ”Καβάφης” και ο “Ελ Γκρέκο”, έγιναν με τον συγκεκριμένο τρόπο εξαιτίας του ότι μπήκε στη ζωή μου ο γιος μου. Κοίταζα το παιδί μου για να δω τι είναι αυτό που θα ήθελε να δει όταν θα ήταν 18 χρονών. Σήμερα είναι 16», απαντά και δεν σταματά εδώ. Επεκτείνει τον συλλογισμό, λέγοντας ότι είναι υποχρέωση να παρακινηθούν οι νέοι να πάνε προς αυτή την κατεύθυνση. «Και έχω κατηγορηθεί γι’ αυτό. Ξέρετε είναι ιδιαιτερότητα της χώρας μας να σνομπάρουμε τα ελληνικά θέματα και τα θέματα του ελληνικού αισθήματος με επίθετα όπως η λέξη εθνικιστής. Όταν μεγάλωσα κατάλαβα ότι δεν πρέπει να ακούς τους διαμορφωτές γνώμης, αλλά εάν ενδιαφέρεσαι πραγματικά για το κοινό σου, πρέπει να μιλήσεις με τον κόσμο, να δεις ποιες είναι οι βαθύτερες ανάγκες του, ποια ιχνοστοιχεία θα απαλύνουν και θα μαλακώσουν την ψυχή του. Οτιδήποτε άλλο είναι εγωισμοί και ματαιοδοξίες που δεν νομίζω ότι οδηγούν πουθενά».
Το δέντρο που πληγώναμε
Ο Σμαραγδής εκτιμάει βαθιά τον Δήμο Αβδελιώδη. Τον χαρακτηρίζει τον μεγαλύτερο εν ζωή Έλληνα σκηνοθέτη και ως άλλος κριτικός προλογίζει το έργο του.»Στην πρώτη του ταινία είχε κάνει ένα αριστούργημα, το “Δέντρο που πληγώναμε”, μια ταινία εξαιρετική. Τη χτύπησαν οι κριτικοί και μάλιστα η τότε προκριματική επιτροπή του Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης απέρριψε τη συμμετοχή της από το φεστιβάλ. Γιατί; Διότι δεν ανταποκρινόταν στα μοντέλα που είχαν φτιάξει στο κεφάλι τους. Το ίδιο συνέβη και με τον “Ελ Γκρέκο” . Με είπαν σοβινιστή για τον ίδιο λόγο, πιστεύω. Ότι βγαίνει έξω από τα μοντέλα που υπηρετούν και ασχολείται με τα θέματα της ελληνικότητας πρέπει να υποστεί κυρώσεις, αρνητικές κριτικές, λασπολογία. Συνέβη με τον Αβδελιώδη, παλαιότερα με τον Αλέξη Δαμιανό, τώρα με μένα».
Με νωπές αυτές τις εντυπώσεις συναντάμε την επόμενη μέρα τον Δήμο Αβδελιώδη στην Αθήνα. Τον περισσότερο καιρό ζει στη Χίο, δηλώνει θαυμαστής των ταινιών και του τρόπου σκέψης του Σμαραγδή. Με συγκίνηση λέει ότι καθετί που κάνει, έχει σε ένα μέρος του μυαλού του τον Σμαραγδή και αναρωτιέται αν η συγκεκριμένη ταινία που κάνει κάθε φορά θα του άρεσε ή όχι. Τον ρωτάμε ευθύς αμέσως τι είναι επιτέλους αυτή η “ελληνικότητα” του Σμαραγδή. «Καταρχήν είναι κάτι που δεν νομίζω ότι περιορίζεται στα όρια της Ελλάδος. Είμαι σίγουρος ότι ο Σμαραγδής εννοεί την ελληνικότητα σαν τον ζήλο και την αγάπη για την ομορφιά και την αλήθεια. Αυτός είναι ο βασικός πυρήνας της ελληνικότητας. Χωρίς αυτά δεν έχει νόημα η ελληνικότητα. Νομίζω ότι ψάχνοντας αυτού του είδους την ελληνικότητα, ψάχνουμε μεγάλες αλήθειες, παγκόσμιες αλήθειες».
«Και για σας τι σημαίνει ελληνικότητα, κ. Αβδελιώδη», του απευθύνουμε τη τελευταία ερώτηση και του ζητάμε να μας πει πως εκφράζεται αυτή μέσα από τις ταινίες του. «Η ελληνικότητα είναι ένας συγκερασμός της παιδείας που έχουμε και του χώρου που ζούμε. Και το ένα είναι που ολοκληρώνει το άλλο. Θέλω να πω ότι οι εικόνες και ο τρόπος που βίωσα την ελληνικότητα στη Χίο, όπου ενηλικιώθηκα, δεν ήταν ένας τρόπος που εφευρέθηκε το 1960. μέχρι τότε δε πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ρυθμός των αλλαγών ήταν πάρα πολύ μικρός και πολλά στοιχεία της καθημερινής ζωής, της αγροτικής ζωής, της πολιτιστικής ζωής ήταν ακριβώς τα ίδια στοιχεία που βρίσκαμε και εμείς στο ομηρικό έργο ακόμα. Οι ρυθμοί της ζωής και ο τρόπος –αυτό που λέμε ντεκόρ- άλλαξε δραματικά μετά το 1970. Οπότε, πρόλαβα να ζήσω έναν χώρο που είχε ελάχιστες διαφορές από το παρελθόν, από αυτό που κουβαλάμε μέσα μας ως καλλιέργεια που στηρίζεται στην προφορική παράδοση, στα ήθη, τα έθιμα και τον τρόπο ζωής. Αυτός ο τρόπος ζωής είχε μέσα του μια λαμπρότητα. Αυτή τη λαμπρότητα και αυτήν τη θαλπωρή της ζωής τη βίωσα στη Χίο. Και όταν ήλθα στην Αθήνα, τα πρώτα χρόνια του ’70, κουβαλούσα αυτές τις μνήμες μέσα μου, που ασφυκτιούσαν. Η έλλειψη του χώρου σου δημιουργεί πάντα και τη νοσταλγία και το αίσθημα της απώλειας του χαμένου χρόνου. Μου θυμίζει τον Προυστ αυτό, η αναζήτηση του χρόνου που χάθηκε. Στην πραγματικότητα δεν είναι ένας χαμένος χρόνος, είναι ο χρόνος που μας στιγματίζει, ο χρόνος που δημιουργεί πάνω στο χαρακτήρα μας. Και αυτό είναι το τίμημα της ζωής». Και ταυτόχρονα, συνεχίζουμε εμείς με μια δόση αυθαιρεσίας, η αφορμή για να γίνονται ταινίες όπως “Το δέντρο που πληγώναμε”, στον φλοιό του οποίου βλέπουμε τις ρίζες, τις πληγές και τις αφορμές ενός “διαφορετικού” ελληνικού κινηματογράφου που μπορεί να φέρει κόσμο στις αίθουσες. Αρχίζει!
Το σάουντρακ της ζωής μας ακούγεται…
Και ο νικητής είναι…
- Χρυσός Φοίνικας για το “Μια αιωνιότητα και μια μέρα” (1998),
- Μεγάλο Ειδικό Βραβείο της επιτροπής για “Το Βλέμμα του Οδυσσέα” (1995),
- Βραβείο καλύτερου σεναρίου για το “Ταξίδι στα Κύθηρα” (1984) και
- Βραβείο Κριτικών Κινηματογράφου για τον “Θίασο” (1975).
Όλα στο Φεστιβάλ Καννών.
Η τελευταία Ελληνίδα θεά.
Μελίνα Μερκούρη. Η Ελληνίδα ηθοποιός με την παγκόσμια ακτινοβολία.
- Χρυσή Σφαίρα σε μιούζικαλ ‘η κωμωδία για το “Top Kapi” (1965).
- Χρυσή Σφαίρα δραματικής ερμηνείας για τη “Φαίδρα” (1963).
- Βραβείο γυναικείας ερμηνείας για το “Ποτέ την Κυριακή” στις Κ(1960).
- Υποψηφιότητα για Οσκαρ Α! γυναικείου ρόλου για το “Ποτέ την Κυριακή” (1961)
Οι Έλληνες και το αγαλματάκι
- Κατίνα Παξινού: Οσκαρ Β! γυναικείου ρόλου για το “Για Ποιόν Χτυπάει Η Καμπάνα” του Σαμ Γούντ (1944).
- Θεώνη Βαχλιώτη – Όλντριτς: Οσκαρ κουστουμιών για το “Ο Υπέροχος Γκάτσμπι” του Τζακ Κλεϊτον (1975).
- Μάνος Χατζιδάκις: Οσκαρ τραγουδιού για “Tα Παιδιά Του Πειραιά” από το “Ποτέ την Κυριακή” του Ζυλ Ντασέν (1961).
- Βαγγέλης Παπαθανασίου: Οσκαρ μουσικής για τους “Δρόμους Της Φωτιάς” του Χιου Χάντσον (1982).
- Βασίλης Φωτόπουλος: Οσκαρ σκηνικών για τον “Αλέξη Ζορμπά” (1965).
- Κώστας Γαβράς: Οσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (συμμετοχή ως Αλγερία) για το “Z” (1969) και Οσκαρ σεναρίου για τον “Αγνοούμενο” (1983).
Ο αδικημένος
- καλύτερης ταινίας, καλύτερης σκηνοθεσίας και καλύτερου διασκευασμένου σεναρίου για τον “Αλέξη Ζορμπά” (1965),
- καλύτερης ξένης ταινίας για την “Ηλέκτρα” (1962)
- και την “Ιφιγένεια” (1977).
Υποψηφιότητες για τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες:
- με την “Στέλλα” (1955)
- το “Κορίτσι με τα Μαύρα” (1956)
- το “Τελευταίο Ψέμα” (1958)
- το “Il Relitto” (1961)
- Το 1962 η Ηλέκτρα ήταν υποψήφια για τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες, πήρε τελικά δύο βραβεία (καλύτερης διασκευής έργου και ένα τεχνικό).
- την “Ιφιγένεια” (1977).
Εικόνες της Χαλιμάς
«Αν είμαι της καρδιάς σου η χαλιμά
Πάμε σινεμά, πάμε σινεμά
Συνθετικά ρουμπίνια και στρας χλωμά
Γράφουν στο σκοτάδι άνοιξε σουσάμι
Χίλιες και μια νύχτες σινεμά.
Απ’ το Σινέ Παρί στο Ιντεάλ
Κι από το Ρεξ στο Τροπικάλ
Χωρίς ελπίδα σ’ έψαχνα στο σωρό
Των κομπάρσων του Ζορό.
Κανίβαλοι σε τρώνε στην Ουαγκαντάμ
Με τρελά ταμ-ταμ Κρατήσου και πηδάω
απ’ τις μπανανιές. Με καράτε και μπουνιές
Τους διώχνω και σου κόβω τα δεσμά
Πάμε σινεμά πάμε σινεμά
Γωνία Πατησίων και Παλαμά
Μες στις συμφορές μας Χίλιες και μια νύχτες σινεμά.
Στου δράκουλα τον πύργο έχω χαθεί
Σα μικρό παιδί Αντώνη Αντώνη
βγάλε με από δω Πριν να μεταμορφωθώ
Και στ’ άλογα καβάλα του Τρινιτά
Κράτα με σφιχτά Και πέρνα χοπ
καλπάζοντας με γκαλόπ Εγχρωμα σινεμασκόπ.
Φωτιές ερείπια μια ζωή κιμά
Πάμε σινεμά πάμε σινεμά
Κι αν είμαστε τα πιόνια του Φαντομά
Φίλα με στο στόμα Κι έχουμε ακόμα Χίλιες
και μια νύχτες σινεμά»
-“Χίλιες και μια νύχτες σινεμά” από τον δίσκο της Λένας Πλάτωνος “Σαμποτάζ”, 1981. Τους στίχους της Μαριανίνας Κριεζή ερμήνευσε σαν σταρ του σινεμά η Σαβίνα Γιαννάτου.