Τετάρτη 12 Μαρτίου 2008

Ο τρόπος που ζουν οι Έλληνες No 3- Ο Έλληνας και ο έρωτας

Μεθεόρτια του Αγίου Βαλεντίνου και οι Φυσικές Επιστήμες έχουν απαντήσεις και γι’ αυτόν. Όταν ο έρωτας είναι περισσότερο θέμα φυσικής, χημείας και βιολογίας και γνωρίζει περισσότερα για τον Έλληνα απ’ ότι αυτός για κείνον. Τι είναι τελικά ο έρωτας αν δεν είναι άγιος …

Τίποτα πιο ισχυρό και πιο οικουμενικό από τον έρωτα. Από την εκδήλωση του ζευγαρώματος, της αγάπης, της συντροφικότητας και του συναισθηματικού δεσίματος που κάποια στιγμή ενώνει τις ψυχές των ανθρώπων …ή μήπως τους εγκεφάλους; Τις καρδιές ή μήπως τους βιολογικούς μηχανισμούς τους; Ιδού η απορία! Τα τελευταία χρόνια, αντιλήψεις αιώνων που ήθελαν τον έρωτα φαινόμενο πρώτιστα ψυχικό και πνευματικό και ύστερα σωματικό, «ροκανίζονται» από χημικούς, βιολόγους, νευρολόγους και άλλους επιστήμονες, που με τις έρευνές τους έχουν βάλει σκοπό να καταρρίψουν ένα από τα ωραιότερα παραμύθια του κόσμου και να «αποκαθηλώσουν» ανθρωπολόγους, κοινωνιολόγους, ψυχολόγους και λοιπούς κοινωνικούς επιστήμονες. Έρευνες επί ερευνών και μελέτες επί μελετών προσπαθούν να ερμηνεύσουν την αρχέγονη αυτή εκδήλωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, μέσα από το πρίσμα των Θετικών Επιστημών και –για να μην είμαστε και άδικοι- το καταφέρνουν, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό.

Κεραυνοβόλες φερομόνες

Σε πρόσφατη έρευνα του Ευρωπαϊκού Εργαστηρίου Μοριακής Βιολογίας, στο μικροσκόπιο της παρατήρησης τέθηκαν οι φερομόνες ( χημικοί διαβιβαστές που φέρονται να ευθύνονται για την ενεργοποίηση της ερωτικής επιθυμίας και έλξης στον άνθρωπο, μέσα από τον προσδιορισμό της μυρωδιά του). Χρησιμοποιήθηκε μια τεχνική μέσω της οποίας στάθηκε δυνατός ο φθορισμός (φωτισμός) μιας ομάδας πρωτεϊνών και η ανίχνευση της κυτταρικής διαδρομής της ερωτικής έλξης. Αυτό που προέκυψε ήταν ότι, η εκδήλωση του έρωτα σχετίζεται με τις φερομόνες και ότι, προέρχεται από την ενεργοποίηση των συγκεκριμένων χημικών διαβιβαστών.

Οι «Εικόνες» ρώτησαν τον Μιχάλη Χάλαρη, σύμβουλο της Ένωσης Ελλήνων Χημικών, πόσο βάσιμες είναι οι συγκεκριμένες θεωρίες, καθώς το αντίπαλο δέος, οι εκπρόσωποι των κοινωνικών επιστημών, υπερτονίζουν ότι ο έρωτας είναι πνεύμα. «Αυτό ακριβώς υποστηρίζω κι εγώ», λέει ο ίδιος, εξηγώντας ότι το πνεύμα εδράζεται στον εγκέφαλο. Μάλιστα, «ο έρωτας παραείναι εγκεφαλικός. Ξεκινά από τη χημεία και βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με την οσμή. Γι’ αυτό και παλαιότερα συνήθιζαν να φυλάνε τα μαξιλάρια που κοιμόταν ο αγαπημένος τους ή η αγαπημένη τους, αντικείμενα που ανέπνεαν τη μυρωδιά τους», συνεχίζει. «Η πρώτη πάντως επαφή, σχετίζεται με την χημεία. Βλέπεις μια γυναίκα και σου αρέσει π.χ. με την πρώτη ματιά. Η αντίδραση αυτή, το δίχως άλλο, μπορεί να εξηγηθεί από την βιολογία και την χημεία και δεν αφορά για παράδειγμα, την κάλυψη των ψυχολογικών αναγκών του οι οποίες έρχονται στην επιφάνεια σε ένα δεύτερο επίπεδο», υποστηρίζει.

Προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω, η ιστορική εξέλιξη του ανθρώπινου είδους προσφέρει την δική της ερμηνεία στο θέμα. Στην διαδρομή των αιώνων, οι άνθρωποι ενσωμάτωσαν τρία βασικά εγκεφαλικά δίκτυα μέσω των οποίων ερωτεύονται, αγαπούν και κάνουν έρωτα. Τη λαγνεία, τον έρωτα και την συντροφικότητα. Η φυσική επιλογή ένωσε αυτά τα τρία ευδιάκριτα συστήματα στον ανθρώπινο εγκέφαλο, υποστηρίζει η ανθρωπολόγος Helen Fisher, καθηγήτρια του Πανεπιστημίου του Rutgers. Κάθε εγκεφαλικό σύστημα είναι συνδεδεμένο με μια διαφορετική δέσμη πρωταρχικών νευροχημικών και εγκεφαλικών δικτύων: Η λαγνεία, η ακόρεστη πείνα για σεξουαλική ικανοποίηση, συνδέεται πρωταρχικά με την τεστοστερόνη και στα δύο φύλα. Ο έρωτας, η ρομαντική έλξη, ο ενθουσιασμός, η υπερθυμία, η νέα αγάπη, η παθιασμένη σκέψη, η ιδεοληπτική αγάπη, συνδέονται με τις δραστηριότητες στον εγκέφαλο, της ντοπαμίνης και της νορεπινεφρίνης (φυσικοί διεγερτητές και οι δύο) και τη δραστηριότητα της σεροτονίνης, μιας άλλης χημικής ουσίας που βρίσκεται στον εγκέφαλο. Η συντροφικότητα, το ήρεμο και συναισθηματικό δέσιμο που νιώθει κανείς με έναν σύντροφο που είναι μαζί του για μεγάλο χρονικό διάστημα, συνδέεται με την ωκυτοκίνη και την βαζοπρεσίνη. Με άλλα λόγια, η ιστορία του Ρωμαίου και της Ιουλιέτας είναι μια ιστορία ουσιών και χημικών εγκεφαλικών διεργασιών. Η Fisher ανέπτυξε μια μέθοδο που επέτρεψε την σάρωση (scanning) των εγκεφάλων περισσότερων από 40 ερωτευμένων ανδρών και γυναικών. Οι μισοί είχαν ανταπόδοση του έρωτά τους εκείνη τη στιγμή, ενώ οι υπόλοιποι είχαν πρόσφατα απορριφθεί από κάποιον που λάτρευαν. Τα αποτελέσματα ήταν αξιοπρόσεκτα. Όταν οι ερωτευμένοι έβλεπαν την φωτογραφία του υποκειμένου του έρωτά τους, η εμπειρία αυτή είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής ντοπαμίνης. Η ντοπαμίνη συνδέεται με υπερβολική ενεργητικότητα, ενθουσιασμό, επικέντρωση της προσοχής και δημιουργία κινήτρου για την διεκδίκηση ανταμοιβής, βασικά χαρακτηριστικά του έρωτα. «Τα αποτελέσματα αυτά άλλαξαν τον τρόπο που σκεφτόμουν τον έρωτα. Το πάθος είναι θεμελιώδες χαρακτηριστικό που οδηγεί και κατευθύνει τον άνθρωπο. Όπως η λαχτάρα για φαγητό, ο έρωτας είναι μια πάρα πολύ δυνατή ψυχολογική ανάγκη, μια έντονη επιθυμία, ένα κίνητρο, ένα ένστικτο που υπάρχει ώστε οι άντρες και οι γυναίκες να φλερτάρουν και να κερδίζουν το ταίρι που προτιμούν», επισημαίνει η ανθρωπολόγος.

Ψυχολογικές ενέσεις

Αρκούν αυτά για να εξηγήσουν τη γέννηση του έρωτα, το πάθος, την ολοκλήρωση, τα συναισθήματα που προκαλεί το ανεκπλήρωτο και τόσα άλλα σχετικά; Για τη Λίζα Βάρβογλη, διδάκτορα του Παντείου Πανεπιστημίου, ψυχολόγο και ψυχοθεραπεύτρια, ο έρωτας έχει και ψυχολογική και βιολογική βάση, όπως άλλωστε ακριβώς και ο άνθρωπος είναι «μια βιολογική μάζα σώματος με πνεύμα και ψυχή». «Στον έρωτα υπάρχει ένα κομμάτι που σχετίζεται με τον άνθρωπο, την προσωπικότητά του, τον χαρακτήρα του, το πολιτισμικό του πλαίσιο στο οποίο ζει, το περιβάλλον που έχει μεγαλώσει. Δεν υπάρχει ασφαλής μέθοδος που να μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι η χημεία υπερισχύει του πνεύματος και της προσωπικότητας στον έρωτα ή το αντίθετο», τονίζει η ίδια. «Πρόκειται για έναν συγκερασμό δύο διαφορετικών πραγμάτων. Αν θέλαμε να ποσοστικοποιήσουμε την προέλευση του έρωτα, θα έπρεπε να διατυπώσουμε ότι εδράζεται και στις δύο παραμέτρους κατά 50% και 50%, αν και είναι δύσκολο να διαχωρίσει κανείς που τελειώνει η μια και που ξεκινά η επόμενη» Η Λ. Βάρβογλη πιστεύει στον έρωτα με τον εξής τρόπο: Δεν τον χαρακτηρίζει ως ένα είδος ιδεοληψίας σφηνωμένης στο μυαλό της ανθρωπότητας, όπως περίπου νομίζει η Fisher. Βάσει των λεγόμενών της, ο έρωτας δεν είναι μόνο βιολογικός, υπάρχει και η εξατομίκευση. Για τον λόγο αυτό βλέπουμε άτομα που έχουν τις προδιαγραφές να ερωτευτούν, «…καλό DNA, σωστά κοινωνικά χαρακτηριστικά (χαρακτήρας και εμφάνιση) που θεωρητικά θα μπορούσαν να είναι ερωτεύσιμα από πάρα πολλούς ανθρώπους, και όμως δεν είναι». Άλλωστε, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ερωτευόμαστε συχνά τον λάθος άνθρωπο, διότι αυτό σχετίζεται με συναισθηματικές ανάγκες που προσπαθούμε να καλύψουμε. Στον έρωτα υπάρχει και το σαρκικό, υπάρχει και το διανοητικό κομμάτι» λέει η Λ. Βάρβογλη –ευτυχώς! θα πουν πολλοί.

Αισθήματα σε διατίμηση

Κανονικά εδώ θα έπρεπε να παρεμβληθούν στοιχεία αν οι Έλληνες ερωτεύονται, αν πιστεύουν στον απόλυτο έρωτα, αν αναζητούν το ιδανικό ταίρι, αν πιστεύουν στη μοίρα, αν έχουν πάθος στις σχέσεις τους ή αν είναι «χλιαροί». Δυστυχώς, η έρευνα στο εν λόγω θέμα πάσχει. Συνήθως, όταν λέμε ότι οι Έλληνες είναι πρωταθλητές στον έρωτα εννοούμε πρωταθλητές στο σεξ, μια πράξη που μπορεί να γίνει, προφανώς, και χωρίς έρωτα. Κάπου εδώ «πατάνε» και οι ισχυρισμοί για το ταμπεραμέντο του Λατίνου εραστή και του Έλληνα θεού του έρωτα. Οι «Εικόνες» ρώτησαν για όλα αυτά τον Θάνο Λίποβατς, τον καθηγητή Πολιτικής Ψυχολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου με το ξεχωριστό έργο και τον τραγουδοποιό Χρήστο Θηβαίο , που πρωτογνωρίσαμε στους Συνήθεις Υπόπτους. Οι απόψεις τους, εκτός από το ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, συναντιούνται και αλληλοσυμπληρώνονται.

Ο Θ. Λίποβατς νιώθει ότι υπάρχει απαξίωση στην έννοια «έρωτας», αλλά αυτό δεν είναι φαινόμενο μόνο του καιρού μας. Εντοπίζει το ξεκίνημά του στον 19ο αιώνα, όπου εμφανίστηκαν μηδενιστικές και ηδονιστικές ιδεολογίες σε ορισμένους κοινωνικούς κύκλους. «Τον τελευταίο καιρό, πράγματι, διαπιστώνουμε ένα τέτοιο φαινόμενο και στην ελληνική κοινωνία, αλλά σε ευρύτερο πλαίσιο το οποίο έχει να κάνει και με άλλους παράγοντες, όπως η διάλυση της οικογένειας, η απαξίωση του πατέρα, η κρίση ταυτοτήτων, η κρίση αξιών και άλλα», προσθέτει. Για τον ίδιο, ο έρωτας έχει πολλές μορφές και περνάει από ποικίλα στάδια. «Ο έρωτας ο ίδιος είναι μια σύνθεση από διάφορα στοιχεία ανόμοια μεταξύ τους. Υπάρχει η καθαρά αισθησιακή διάσταση, υπάρχει και η τρυφερότητα. Η δεύτερη δεν έχει άμεση σχέση με την σεξουαλική ικανοποίηση. Υπάρχει όμως και το πάθος, το οποίο είναι κάτι επίσης διαφορετικό. Υπάρχουν και όλες οι μετουσιωμένες μορφές του έρωτα που είναι επέκεινα της σεξουαλικότητας. Όλα αυτά μπορούν να γίνουν κατανοητά και να εκτιμηθούν από έναν άνθρωπο με παιδεία».

Με τους θετικούς επιστήμονες που βλέπουν τον έρωτα ως ηλεκτρικές κενώσεις νευρώνων, ο ίδιος εμφανίζεται διαμετρικά αντίθετος. «Είναι οι γνωστοί αναγωγιστές. Είναι καθαρός αναγωγισμός, είναι μια πρωτόγονη και μονοδιάστατη εξήγηση των φαινομένων. Άλλωστε τι θα πει εξήγηση; Είναι σημαντικό να το προσδιορίσουμε. Εξηγώ, σημαίνει ότι, συνδέω δύο φαινόμενα ανάμεσά τους, με μια σχέση αιτίας και αποτελέσματος –τίποτε άλλο. Αυτό στο χώρο που θέλουν να ασχοληθούν οι αναγωγιστές, στο χώρο δηλ. των ψυχικών φαινομένων, δεν γίνεται. Είναι μια εσφαλμένη σύνδεση. Επειδή συμβαίνουν ταυτόχρονα δύο πράγματα, το να ερωτευόμαστε και το να συμβαίνει κάτι μέσα μας από βιοχημική άποψη, δεν σημαίνει ότι αυτά συνδέονται. Αυτό που γίνεται μέσα μας από χημική άποψη δεν είναι η αιτία για τη οποία δημιουργείται ένα ψυχικό φαινόμενο. Είναι ένας φορέας ο οποίος συνοδεύει ένα ετερογενές φαινόμενο το οποίο έχει εντελώς δική του λογική, στην προκειμένη περίπτωση τον «έρωτα». Ο Θ. Λίποβατς πιστεύει ότι το πνεύμα εξηγείται με το πνεύμα. «Ο έρωτας, για παράδειγμα, έχει να κάνει με την τέχνη και την λογοτεχνία. Τις τέχνες τις ερμηνεύουμε μεν, αλλά, για σκεφτείτε, δεν λέμε ποτέ, από ποιες χημικές ουσίες έκανε ο τάδε ζωγράφος τον πίνακά του!». Λέμε; Δεν λέμε …

Η τέχνη του έρωτα

Ο Χρήστος Θηβαίος συμφωνεί με όλα αυτά και –τη στιγμή που υπάρχουν εκατοντάδες άλλα προβλήματα που πρέπει να λύσει η Ιατρική- εκλαμβάνει την ενασχόληση αυτή, τη βιοχημική ερμηνεία του έρωτα, τουλάχιστον ως αστεία. «Έχω την εντύπωση ότι όχι μόνο δεν θα τον ερμηνεύσουν έτσι, αλλά θα τον καταστρέψουν» λέει χωρίς περιστροφές. «Το βασικό συστατικό του έρωτα είναι η μαγεία και η μαγεία έχει ως κύριο χαρακτηριστικό της το …ανεξήγητο», συμπληρώνει. «Η τέχνη είναι ένας τρόπος ερμηνείας του έρωτα;», τον ρωτάμε. «Ναι», απαντά. «Ο έρωτας σπρώχνει τους ανθρώπους να τον ερμηνεύσουν και εμείς οι καλλιτέχνες να ερμηνεύσουμε τον έρωτα προσπαθούμε, κάθε φορά που δημιουργούμε. Κάθε ένας από μας, κάθε φορά που συνθέτει ή τραγουδάει, ερμηνεύει τη μαγεία με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Κάθε φορά εφευρίσκουμε τον έρωτα».

Ο καλλιτέχνης, λιγότερο γνωστός για την πλούσια ακαδημαϊκή του παιδεία, μας πληροφορεί ότι το θέμα της ερμηνείας του έρωτα απασχολεί τους ανθρώπους εδώ και πολλούς αιώνες. Από το 1300 μέχρι τους Λιμπερτίνους (γύρω στα μέσα του 15ου αιώνα), τέθηκε αρκετές φορές το ζήτημα της ερμηνείας του έρωτα, στη ζωή και στη τέχνη. Επιχειρήθηκε η ερμηνεία της αναπαράστασης μέσα από τον έρωτα και η διαχείριση της μνήμης, ενώ τέθηκαν ορισμένες βιοσωματικές παράμετροι». Όπως λέει, «πίστευαν ότι, τη στιγμή που ο ερωτευμένος κοιτάζει το αντικείμενο του έρωτά του στα μάτια –κι έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το επίκεντρο είναι τα μάτια- δημιουργείται η γοητεία, η γητειά. «Η όραση είναι κεντρικό σημείο του έρωτα, η γητειά που δημιουργείται είναι κάτι που αναγνωρίζουν όλοι οι λαοί ως πρώτη λειτουργία του. Χριστιανοί, Εβραίοι και Μουσουλμάνοι αναγνωρίζουν την πρωτοκαθεδρία της όρασης, ενώ έτσι ερμηνεύεται το γεγονός ότι σε κάποιους λαούς οι κοπέλες δεν κοιτάνε τους άνδρες στα μάτια ή δεν πρέπει ο ξένος να κοιτάζει την κοπέλα στα μάτια. Η δοξασία, λοιπόν, ανέφερε ότι ο ερωτευμένος υφίσταται ταχυπαλμία, επειδή αλλάζει η θερμοκρασία του αίματός του. Το αίμα, κοχλάζον πια, μετά την ερωτική ματιά και με ισχυρή εσώτερη ενέργεια, ανεβάζει τους χτύπους της καρδιάς – όπου η καρδιά αντιπροσωπεύει στη συγκεκριμένη δοξασία το συμπαντικό στοιχείο. Το ζεστό αίμα ακουμπά στην επιφάνεια του καρδιακού μυ και ψύχεται. Η διαφορά θερμοκρασίας δημιουργεί υδρατμούς οι οποίοι κατευθύνονται από το σώμα στα μάτια κι από κει εκπέμπονται προς τον άλλον. Το βλέμμα δηλ., κατευθύνει κατά ένα περίεργο τρόπο το, με μορφή υδρατμών, αίμα προς τα μάτια του άλλου, ο οποίος δέχεται την εσώτερη ενέργεια. Έτσι, ο ερωτευμένος αφήνει ή μεταβιβάζει πάντα ένα κομμάτι του εαυτού του στον άλλο, ενώ ο άλλος το κουβαλάει συνεχώς μαζί του, το φέρει ως αίμα! Ο άλλος αναπαρίσταται στα μάτια του ερωτευμένου συνεχώς. Εδώ εδράζεται η μνήμη του έρωτα, η αδυναμία να ξεχάσεις το πρόσωπο με το οποίο είσαι ερωτευμένος διότι κουβαλάς ένα μέρος από το αίμα του μαζί σου. Αρκεί ένα κοίταγμα, ένα σκίρτημα, μια ματιά για την εγγραφή του ενός μέσα στο σώμα του άλλου. Η έννοια της γητειάς έχει να κάνει με αυτήν ακριβώς την δοξασία. Δεν ξέρω αν πιστεύω σε αυτήν τη δοξασία, αλλά μου αρέσει η μαγεία της, ο υπερβατικός τρόπος με τον οποίο ερμηνεύει τον έρωτα», καταλήγει ο Χ. Θηβαίος στον πιο συγκλονιστικό ερωτικό μονόλογο που ακούσαμε τα τελευταία χρόνια και «πιάνεται» απ’ τα μάτια.

Ερωτόλογα

  • «Δεν υπάρχει τίποτα πιο δυνατό από τον έρωτα» –Μένανδρος
  • «Παραπλανούμε δύο φορές τους εαυτούς μας όσον αφορά τους ανθρώπους που ερωτευόμαστε. Στην αρχή υπερεκτιμούμε τα θετικά τους, στο τέλος υπερβάλλουμε για τα μειονεκτήματά τους» -Αλμπέρ Καμί
  • «Είναι παράδοξος ο έρωτας. Πολύ παράδοξη κατάσταση. Μεταφέρει ακαριαία τον άνθρωπο από την κατάσταση του αγγέλου, σε εκείνη του θηρίου. Ακριβέστερα, συγχέει τις δύο αυτές ιδιότητες σε βαθμό ακατανόητο και επικίνδυνο» -Πολύβιος Δημητρακόπουλος
  • «Ο έρωτας μοιάζει με το πιάνο. Πρώτα μαθαίνεις να παίζεις με βάση τους κανόνες. Κατόπιν ξεχνάς τους κανόνες και παίζεις με την ψυχή σου» -Αγνώστου

Αν ήταν ταινία …

  • Ένας έρωτας που ξεκινάει στην παιδική ηλικία και δεν σταματάει ποτέ. Στο φιλμ ‘Οι εραστές του Αρκτικού Κύκλου’ (1998) του Χούλιο Μέντεμ. Μέσα από τους μαιάνδρους δύο ψυχών που γεννήθηκαν για να συναντηθούν και να ερωτευτούν, ο Αρκτικός Κύκλος γίνεται ένα ακόμη γύρισμα της μοίρας που αναποδογυρίζει με ορμή τις ζωές τους, ώσπου ο θάνατος να κρουσταλλιάσει την εικόνα του ενός στα μάτια του άλλου.

Αν ήταν κάτι άλλο …

  • «Μέσα σ’ αυτό το γυαλί βρίσκεται ο έρωτας του κορμιού και στο άλλο, που είναι γαλάζιο, ο έρωτας της ψυχής. Πρόσεξε μη τ’ αναμείξεις»
-Γιώργος Σεφέρης, «Σημειώσεις για μια εβδομάδα-¨Σάββατ層, 18-20. Τετράδιο γυμνασμάτων, 1940. Ποιήματα, Ίκαρος 1974.

Ο έρωτας δεν κρύβεται

  • Κατά πάσα πιθανότητα είναι ερωτευμένος μαζί σου όταν: κομπιάζει σαν σου μιλάει (αν δεν φταίνε οι πολλοί καφέδες) και πίνει συνέχεια νερό (αν δεν έχει φάει λακέρδα) είναι ασυνήθιστα ευγενικός και προσεκτικός στις εκφράσεις του (η στολή του ιππότη του πάει περισσότερο τώρα). Είναι απίστευτα υποχρεωτικός (μπορεί να σου κλαδέψει και τον κήπο, θα ήταν χαρά του) και εξυπηρετικός.
  • Υπάρχουν πιθανότητες να είναι ερωτευμένη μαζί σου όταν: είναι υπερβολικά άνετη μαζί σου (αν δεν σε βλέπει σαν φίλο, τότε το κρύβει καλά), αγγίζει συνέχεια τα μαλλιά της σαν σου μιλάει ( αν δεν είναι απλά φιλάρεσκη, τότε το κάνει από αμηχανία), θαυμάζει αυτά που λες (μη χαίρεσαι όμως γιατί μπορεί να σε «δουλεύει») και συμφωνεί σε όλα μαζί σου (στο μέλλον θα διαφωνεί σε όλα).
Ανοιχτό βιβλίο οι άνδρες, άβυσσος η ψυχή των γυναικών. Αιώνες τώρα …

Αν ήταν ποίημα …

«Ο έρωτας ,
το αρχιπέλαγος
κι η πρώρα
των αφρών του.
Κι οι γλάροι των
ονείρων του
Στο πιο ψηλό κατάρτι του
ο ναύτης ανεμίζει.
Ένα τραγούδι.
Ο έρωτας
Το τραγούδι του.
Κι οι ορίζοντες
του ταξιδιού του.
Κι η ηχώ της
νοσταλγίας του
Στον πιο βρεμένο
βράχο της η
αρραβωνιαστικιά
προσμένει ένα καράβι»
Απέραντος όσο το πέλαγος, αθώος όσο οι λευκοί αφροί του, παραμυθένιος όσο τα ταξίδια των γλάρων και ένας ναύτης που στέλνει κύματα στην αγαπημένη του που προσμένει στον βράχο. Αβύθιστος

-Οδυσσέας Ελύτης από το ποίημα ‘Του Αιγαίου’, που μελοποίησε ο Ηλίας Ανδριόπουλος στον δίσκο ‘Προσανατολισμοί’ και ανέμισε το 1994, στο Ηρώδειο, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη σαν από πλώρη καραβιού.

Η 3η συνέχεια της Έρευνας «Ο τρόπος που ζουν οι Έλληνες». Των Θανάση Αντωνίου, Θώμης Μελίδου και Χαράλαμπου Νικόπουλου από τις «Εικόνες», ένθετο περιοδικό του «ΕΘΝΟΥΣ» της Κυριακής, 17 Φεβρουαρίου 2008.