Επιθυμίες, ανάγκες, παρορμήσεις, αφθονία, σπατάλη, διασκέδαση, ευτυχία: καταναλωτικές διαστάσεις στενά συνδεδεμένες μεταξύ τους, που ο Έλληνας γνωρίζει καλά. Homo consumerus χωρίς ενοχές, υπερέχει μέσα από «ιερά» αντικείμενα καθημερινής χρήσης, και ζει τη ζωή του χωρίς τσιγκουνιές …
Ο Έλληνας βρέθηκε μέσα στο σύμπαν της κατανάλωσης για να μεγαλουργήσει. Με παρουσία πληθωρική και «απλόχερο εκτόπισμα», ξοδεύει τα περισσότερα από κάθε άλλον Ευρωπαίο για ρούχα, παπούτσια, καλλυντικά και προϊόντα προσωπικής φροντίδας, ενώ εξίσου αδρά είναι τα ποσά που δαπανά για τρόφιμα και ποτά. Όλα αυτά, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat και της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, σε σχετικές έρευνες που έγιναν την τελευταία τριετία και επεξεργάστηκαν από την All Media Statistics.
Πιο συγκεκριμένα, οι Έλληνες ξόδεψαν για το 2006:
- 7 δις € για ρούχα και (από 5 δις € το 2000), και
- 2 δις € για παπούτσια, (από 1,7 δις € το 2000).
- Συνολικά δηλ. 9 δις € για ένδυση και υπόδηση, ποσό που αντιστοιχεί σε περίπου 900€ κατά κεφαλήν σχετικές δαπάνες τον χρόνο.
Με μέσο όρο παραμονής ενός ρούχου στην ντουλάπα τα τέσσερα χρόνια, όπως έδειξε έρευνα της Visa Europe πέρυσι στην Αθήνα, Θεσσαλονίκη και μεγάλες πόλεις, οι Έλληνες αρέσκονται να ανανεώσουν συχνά την γκαρνταρόμπα τους, με τους νέους να «ξεφορτώνονται» τα παλιά τους ρούχα πολύ πιο εύκολα σε σύγκριση με τους ηλικιωμένους.
Πληθωρικοί όχι μόνο στα έξοδα για την εμφάνιση τους αλλά και για το στομάχι τους, οι Έλληνες «τρώνε καλά»: Ξόδεψαν για τρόφιμα
- 9 δις € περισσότερα το 2006 σε σχέση με το 2000 (24 δις € το 2006 έναντι 15 δις € το 2000), μια άνοδος περίπου 60%, άνοδος που προφανώς δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με την αύξηση των τιμών ή των μισθών.
- Επιπλέον, ξόδεψαν το 2006 17 δις € για ψυχαγωγία και διασκέδαση έναντι 10 δις € το 2000,
- ενώ διαχρονικά ξοδεύουμε πολλά και για τον καφέ εκτός σπιτιού, που και αυτό μπορεί να θεωρηθεί ως μια μορφή ψυχαγωγίας. Κατά μέσο όρο, οι Έλληνες άνω των 15 ετών ξοδεύουν περί τα 70€ τον χρόνο για καφεδάκι, πίνουν, δηλ. έξω 15 με 20 καφέδες το έτος.
Πέραν αυτών, ταξιδεύουμε και τρώμε εκτός σπιτιού πολύ περισσότερο σε σχέση με παλαιότερα.
- Για υπηρεσίες ξενοδοχείων και εστιατορίων δώσαμε το 2006 8 δις € παραπάνω (25 δις €) από το 2000 (17 δις €),
- ενώ σε οργανωμένες διακοπές ξοδέψαμε 1,3 δις € το 2006 από 880 εκατομμύρια € το 2000.
Με λίγα λόγια, η σχέση του Έλληνα με τον «σκληρό πυρήνα» της κατανάλωσης –δηλ. με τα μη διαρκή αγαθά, τις αυθόρμητες αγορές και τα προϊόντα που καλύπτουν κάτι περισσότερο από βασικές ανάγκες διαβίωσης- γίνεται χρόνο με τον χρόνο στενότερη. Συνολικά,
- τα ελληνικά νοικοκυριά ξόδεψαν το 2006, 63 δις € για καταναλωτικά και μικρής διάρκειας αγαθά, όταν το ίδιο μέγεθος το 2000, ίσα που ξεπερνούσε τα 40 δις € -αύξηση άνω του 50% μέσα σε λίγα μόλις χρόνια.
Η κατανάλωση στο φόρτε της!
Η κάλτσα του Αϊ Βασίλη
Το καταναλωτικό «όργιο» όχι μόνο συνεχίζεται στις γιορτές, αλλά φτάνει σε δυσθεώρητα ύψη, αφού, ούτε λίγο ούτε πολύ, ξοδεύουμε κοντά έναν (βασικό) μισθό για δώρα, εξόδους και δείπνα, υπό τους ήχους των γιορτινών τραγουδιών και για όσο αυτά κρατούν. Η έρευνα “Year & Holiday Survey 2007” της Deloitte, που κατέγραψε τις καταναλωτικές συνήθειες των Ελλήνων στις γιορτές, έδειξε ότι
- οι Έλληνες ξόδεψαν στην εορταστική περίοδο περίπου 715€, ποσό πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που κυμαίνεται στα 680€.
Απ’ ότι φαίνεται, η λάμψη των Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς μας κάνει να σταματάμε (προσωρινά) την γκρίνια για τους χαμηλούς μισθούς και μας ωθεί να ενσωματωνόμαστε στη γιορτινή ατμόσφαιρα.
- Ειδικά για δώρα, το 2007, ξοδέψαμε 304€,
με τα ρούχα να αποτελούν την κλασσική επιλογή για τους μεγάλους. Αξιοσημείωτο το ότι στη ίδια έρευνα, το 44% θα επιθυμούσε να πάρει για δώρο μετρητά (πιθανότατα για να τα “επενδύσει” στην κατανάλωση) …
Όσον αφορά την ανθρωπογεωγραφία της γαλαντομίας, πιο γενναιόδωροι στις επιλογές δώρων όλο τον χρόνο –και όχι μόνο τις γιορτές- είναι οι Θεσσαλονικείς. Η έρευνα της Visa Europe υποστηρίζει ότι:
- το 47% των ανδρών στη συμπρωτεύουσα είναι διατεθειμένοι να ξοδέψουν εύκολα χρήματα για τους φίλους τους,
- σε σχέση με το 37% των κατοίκων στα μεγάλα αστικά κέντρα και
- το 24% των ανδρών στην Αθήνα.
Μάλιστα,
- το 50% των Θεσσαλονικέων αγοράζουν με ευκολία δώρα, ενώ
- το αντίστοιχο ποσοστό για τους άνδρες στην Αθήνα, πέφτει στο 33%.
Ίσως ο ερωτισμός που διαχρονικά αποπνέει η νύμφη του Θερμαϊκού, να κάνει τα πορτοφόλια να ανοίγουν ευκολότερα και η ανεμοδούρα του Βαρδάρη να σκορπάει τα χαρτονομίσματα εκεί που η πόλη ζει και αναπνέει εμπορικά.
Προσοχή, επιλογή, ενοχή
Η Ξένια Κούρτουγλου, πρόεδρος και διευθύνουσα σύμβουλος της εταιρείας ερευνών Focus, είναι από τα πιο άγρυπνα και διεισδυτικά “μάτια” της αγοράς, την οποία παρακολουθεί και καταγράφει εδώ και πολλά χρόνια. Της ζητάμε να μας αποκαλύψει ορισμένες νέες τάσεις στην εγχώρια κατανάλωση που ακόμη δεν έχουν γίνει πλήρως ορατές. «Τα τελευταία χρόνια παρατηρούμε ότι τα ζαχαρώδη προϊόντα έχουν πτώση στην κατανάλωση, ένα φαινόμενο, όχι αποκλειστικά ελληνικό αλλά παγκόσμιο. Ο κόσμος καταναλώνει ζαχαρώδη, αλλά λιγότερα σε σχέση με το παρελθόν. Επίσης, στα ρούχα παρατηρείται σαφής εκλογίκευση στην κατανάλωση, ενώ οι σύγχρονοι καταναλωτές ψάχνουν συνεχώς για ευκαιρίες να ψωνίσουν φθηνότερα», μας λέει. Ειρήσθω εν παρόδω, θυμάται την δεκαετία του’80 –πριν το μεγάλο καταναλωτικό “μπουμ” του ’90- και την συγκρίνει με το σήμερα. «Την δεκαετία του ’80, δεν υπήρχε πληθώρα επιλογών, οι Έλληνες πήγαιναν στο εξωτερικό για να ψωνίσουν επώνυμα ρούχα και μάρκες. Σήμερα, σε κάθε γωνιά υπάρχει και μια μπουτίκ. Οι επιλογές είναι αμέτρητες …», υποστηρίζει. Η Ξ. Κούρτογλου επισημαίνει ότι ο σύγχρονος καταναλωτής έχει αρχίσει να γίνεται πολύ προσεκτικός στις αγορές του. Διευκρινίζει, όμως, ότι αυτό δεν αφορά όλους τους Έλληνες, αλλά το κομμάτι των ηλικιών 30 ~ 50. «Σε σχέση με πέντε χρόνια πριν, υπάρχει αυξημένη διάθεση προσοχής –στο τι τρώμε για παράδειγμα- ακόμα και στους νέους, οι οποίοι, επειδή είναι και αισθάνονται υγιείς, δεν προσέχουν την διατροφική αξία εκείνων που τρώνε. Ίσως μόνο τα κορίτσια προσέχουν να μην παχύνουν, όχι όμως και το αν αυτά που τρώνε είναι υγιεινά», εξηγεί η πεπειραμένη ερευνήτρια. Παίρνοντας αφορμή από αυτά, ρωτήσαμε την Παναγιώτα Καλαποθαράκου, αντιπρόεδρο της καταναλωτικής ένωσης ΕΚΠΟΙΖΩ, αν η προσοχή αυτή μεταφράζεται και σε αύξηση της καταναλωτικής συνείδησης. «Οι Έλληνες τα τελευταία χρόνια διεκδικούν πολύ περισσότερο τα δικαιώματα τους σε σχέση με παλαιότερα και προσφεύγουν εύκολα στις ενώσεις καταναλωτών», μας απάντησε στο τηλέφωνο, δείγματα συμπεριφοράς σίγουρα ενθαρρυντικά για το μέλλον.
Επιστρέφοντας στην Ξ. Κούρτογλου, τη ρωτάμε αν ο σύγχρονος Έλληνας ευχαριστιέται τα ψώνια του (σήμερα μάλιστα που οι ναοί της κατανάλωσης έχουν γίνει έργα τέχνης από αισθητικής άποψης) και αν κάποιο αίσθημα ενοχής διακατέχει την αγοραστική και καταναλωτική συμπεριφορά του «Ο Έλληνας δεν νιώθει ενοχή απέναντι στην κατανάλωση», αποκρίνεται χωρίς περιστροφές. «Απλώς θέλει να φέρεται με περισσότερη εξυπνάδα», προσθέτει.
Το καύσιμο της κοινωνίας
Το 1960 ο Andy Warhal είχε εκθέσει στην Νέα Υόρκη έναν πίνακα μεταξοτυπίας –πέντε μπουκάλια Coca Cola σε διαφορετικά χρώματα- με τίτλο “Έχεις δικαίωμα να διαλέξεις”, θέλοντας να δείξει την ψευδαίσθηση της επιλογής που έχουν οι καταναλωτές. Το περιστατικό μας θυμίζει ο Γεώργιος Πανηγυράκης, καθηγητής στο τμήμα Οργάνωσης και Διοίκησης Επιχειρήσεων, στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών (ΟΠΑ) και πρόεδρος του Ελληνικού Ινστιτούτου Εξυπηρέτησης Πελατών, ενός φορέα στον οποίο συμμετέχουν επιχειρήσεις που θέλουν να βελτιώσουν τις τεχνικές προσέγγισης του καταναλωτή, αλλά και να μοιραστούν με άλλες εταιρείες εμπειρίες από την ορθή εξυπηρέτηση της πελατειακής βάσης. Μπορεί το Ινστιτούτο να έχει ως μέλη μεγάλες ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις με εμπειρία (και επιτυχίες …) στο να πείθουν καταναλωτές, ο καθηγητής όμως εκφράζει μια αρκετά συγκρατημένη άποψη, που αναγνωρίζει αρκετά προβλήματα και “γκρίζες” ζώνες στο καταναλωτικό “παιχνίδι”. Για τον καθηγητή, η κατανάλωση είναι το καύσιμο της σύγχρονης κοινωνίας. Θεωρεί ότι σε μια κοινωνία μεγάλης προσφοράς αγαθών, όπου οι δουλειές εκατομμυρίων ανθρώπων, εξαρτώνται από την παραγωγή των προϊόντων, πρέπει να υπάρχει ένας μηχανισμός για την πώλησή τους. Αυτός ο μηχανισμός είναι η κατανάλωση. Ο Γ. Πανηγυράκης δεν χαρακτηρίζει την κατανάλωση αναγκαίο κακό, δεν είναι όμως και τυφλός υποστηρικτής της: «Η κατανάλωση δεν είναι αντίπαλος, χρειάζεται γνώση και παιδεία στην άσκησή της», σημειώνει και αποδίδει πολλά αρνητικά της (εγχώριας) κατανάλωσης στην ελλιπή παιδεία των Ελλήνων. «Πολίτης με παιδεία δεν ελέγχεται εύκολα …», τονίζει.
Γιατί όμως η κατανάλωση ως ανθρώπινη ενέργεια έχει τόσο πολλούς και τόσο φανατικούς φίλους, μεταξύ άλλων, και τους Έλληνες; Ο καθηγητής του ΟΠΑ μεταφέρει μια ερμηνεία με ρίζες στη νεοτερικότητα και στις θεωρίες στοχαστών όπως ο Μποντριγιάρ. «Ο σύγχρονος άνθρωπος ψάχνει για κοινωνικό κύρος και επιβολή (status) μέσα από την κατανάλωση», υποστηρίζει και εξηγεί ότι από την Γαλλική Επανάσταση και μετά όλοι οι άνθρωποι είναι θεωρητικά ίσοι –οι τίτλοι καταγωγής ανήκουν στο παρελθόν. Επομένως, δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερο που να μπορεί να διαφοροποιήσει έναν άνθρωπο από τον άλλο και να υπογραμμίσει την υπεροχή του σε σχέση με τους άλλους, παρά μόνο η κατοχή υλικών αγαθών». Και η κατοχή υλικών αγαθών ισούται με την κατανάλωση …
Στο ίδιο πλαίσιο αναφοράς, του ζητάμε να μας περιγράψει το πρίσμα μέσα από το οποίο τα ψώνια έχουν καθιερωθεί ως είδος διασκέδασης (για να μη πούμε ψυχαγωγίας). Προτιμάει να απαντήσει ανακαλώντας στην μνήμη του τα παιδικά του χρόνια. «Την εποχή του παππού μου, εδώ στην Αθήνα, υπήρχαν οι πλατείες, όπου οι άνθρωποι αποφόρτιζαν την ένταση της ημέρας και καλλιεργούσαν την κοινωνικότητά τους. Σήμερα, την πλατεία την έχει αντικαταστήσει το εμπορικό κέντρο. Εκεί ο άνθρωπος βγάζει την καταπίεση που υφίσταται καθημερινά και νομίζει ότι κάνοντας shopping therapy θα ξεσκάσει. Αλίμονο αν ο άνθρωπος μετατραπεί σε καταναλωτική μηχανή. Η κατανάλωση είναι μέσο, δεν είναι αυτοσκοπός».
Θυσία στη νέα θρησκεία
Κρατάμε την τελευταία πρόταση και με αυτή ξεκινάμε να διερευνήσουμε αν και κατά πόσο το άτομο έχει παγιδευτεί στον αυτοσκοπό της κατανάλωσης. Φωνές ενάντια στην άκριτη (υπερ)κατανάλωση ακούγονται, αλλά όχι δυνατά.
Εδώ και αρκετά χρόνια έχει αναπτυχθεί ένα παγκόσμιο κίνημα καταναλωτικής αυτογνωσίας, αυτοσυγκράτησης και παρέμβασης, τα αποτελέσματά του όμως είναι, μάλλον, πενιχρά. Ενδεχομένως αυτή η αποτυχία να οφείλεται και στο ότι προγράμματα καταναλωτικής συμπεριφοράς απουσιάζουν από το σχολείο. Ο Γ. Πανηγυράκης μας πληροφορεί ότι στις ΗΠΑ και στην Ιαπωνία έχει επιχειρηθεί να εισαχθεί στα σχολεία μάθημα για την αγωγή του καταναλωτή, αλλά οι προσπάθειες δεν καρποφόρησαν. Γιατί; «Διότι ένα τέτοιο μάθημα δεν συμφέρει συστήματα που στηρίζονται πολύ στη κατανάλωση», αναφέρει με έκδηλη απογοήτευση, οδηγώντας μας να θυμηθούμε ένα παλιό σύνθημα που έλεγε ότι “το να κάνεις οικονομία είναι αντιαμερικανικό”
Από αυτή την απογοήτευση ξεκίνησε πριν από αρκετά χρόνια ο Μανώλης Ανδριωτάκης, δημοσιογράφος, σκηνοθέτης και συγγραφέας του “αιρετικού” βιβλίου “Η Πέμπτη εξουσία” (Νεφέλη, Αθήνα 2005). Σε αυτό ο κόσμος της εμπορικής επικοινωνίας (διαφήμισης, μάρκετινγκ, πωλήσεων κ.λ.π.) υποβάλλεται σε εξονυχιστική ανάλυση και κριτική, με τον συγγραφέα να υποστηρίζει ότι «ο καταναλωτής είναι ο βασικότερος ηθοποιός στο θέατρο της οικονομίας, επομένως, το πιο σοφό που μπορούν να κάνουν οι παραγωγοί είναι να τον κολακέψουν». Με βάση τα λεγόμενά του, όταν ο κόσμος μετρά την ευτυχία με οικονομικούς όρους που μεταφράζονται σε εμπορεύματα, η καταναλωτική πράξη αποκτά μια συμβολική διάσταση. «Τα προϊόντα γίνονται ιερά αντικείμενα», αναφέρει με μια δόση ειρωνείας. Ο Μ. Ανδριωτάκης διατηρεί ένα ιστολόγιο (http://www.andriotakis.wordpress.com), όπου συζητά τις ιδέες του για τον σύγχρονο καταναλωτικό πολιτισμό. Θεωρεί ότι «με την μετατροπή της κατανάλωσης σε απόλαυση, η διαφήμιση καθιστά τον καταναλωτή έναν κυνηγό εμπειριών. Η διαφήμιση σήμερα είναι μια κανονική ιδεολογία!». Που οδηγεί όμως το συνεχές κυνήγι και μάλιστα υπό το κράτος της ιερότητας που περιβάλλει την κατανάλωση; «Ο κόσμος, μέσα από το πρίσμα των εταιρειών, παρουσιάζει πράγματι μεγάλο ενδιαφέρον, αλλά απέχει πολύ από το να είναι ο ιδανικός κόσμος που θέλουν να μας πείσουν ότι ζούμε. Οι καταναλωτές ως επαγγελματίες φετιχιστές πλέον, αγοράζουν στα τυφλά, σαν να πρόκειται να στερηθούν ανά πάσα στιγμή την μέγιστη απόλαυση και εξιλέωση μαζί, που δεν είναι άλλη από το ίδιο το ψωνίζειν», παρατηρεί ο ίδιος.
Ακόμη πιο πέρα πάει τον συλλογισμό ο Malcolm McLaren, ο πάλαι ποτέ μάνατζερ των Sex Pistols και σήμερα σύμβουλος επιχειρήσεων που θέλουν να φρεσκάρουν την εικόνα τους και να προσεγγίσουν νέα κοινά καταναλωτών. «Η διαφήμιση γίνεται τέχνη, το κατάστημα είναι ο σύγχρονος ναός και η κατανάλωση λειτουργεί ως θρησκεία», ισχυρίζεται στις διαλέξεις του. Για τον εκκεντρικό Βρετανό, πρώην πανκ, μουσικό, σχεδιαστή και σκηνοθέτη, τα Malls είναι οι σύγχρονοι ναοί του ανθρώπινου πολιτισμού, οι χώροι λατρείας που αντικατέστησαν (σε ιερότητα και ισχύ) διαδοχικά τις εκκλησίες και τα μουσεία. Κι αν δεχτούμε αυτόν τον συλλογισμό, τότε οι Malls cats (διεθνής όρος για τις νεαρές κυρίες που περνάνε εκεί όλη την μέρα τους για καφέ, φαγητό, ψώνια, σινεμά) είναι οι νέες θεραπαινίδες της κατανάλωσης που έχουν ασπασθεί πλήρως το «καταναλώνω, άρα υπάρχω» και το «ψώνιζε και μη ερεύνα»
Οι τάξεις των καταναλωτών
- Πατρίκιοι: Οι φανατικοί ενός προϊόντος και ταυτόχρονα οι καλύτεροι πρεσβευτές του. Σχεδόν πάντα προτιμούν ακριβά, ξεχωριστά προϊόντα. Μαζί με το προϊόν καταναλώνουν και τους συμβολισμούς που μεταφέρουν. Υψηλόφρονες.
- Πληβείοι: Οι συνεχώς παραπονούμενοι καταναλωτές, οι οποίοι αλλάζουν προϊόντα σαν τα πουκάμισα. Βγάζουν από τη μύγα ξίγκι και είναι δύσκολο να τους κερδίσει κάποιος οριστικά. Οικονομολόγοι.
- Επαναστάτες: Νέα γενιά καταναλωτών, που παρακολουθεί τις νέες τάσεις και επιδιώκει να χαίρεται την εμπειρία του να δοκιμάζει πρώτη καινούργια προϊόντα, δίχως να την απασχολεί το ότι είναι άγνωστα. Ψαχτήρια
Το παντεσπάνι
- Ίσως η πιο δυνατή τάση στη παγκόσμια καταναλωτική κοινωνία του σήμερα είναι η αγορά πολυτελών προϊόντων. Και στην Ελλάδα, εξαιρετικά αυξημένη εμφανίζεται η ζήτηση για ρούχα, παπούτσια, αξεσουάρ και ποτά πολυτελείας. Η εξωστρέφεια, η άνοδος του βιοτικού επιπέδου και η ανάγκη για αναγνώριση και κύρος γεμίζουν τα ταμεία των καταστημάτων που στις προθήκες τους φιλοξενούν τον “αφρό” της κατανάλωσης. Από την άλλη, τα κοσμήματα, αν και θα περίμενε κάποιος να ευνοηθούν από τη τάση, παρουσιάζουν στάσιμη εικόνα.
- Η Αικατερίνη Λαλαούνη, της γνωστής οικογένειας, επισημαίνει ότι οι Έλληνες, ξοδεύουν λίγο-πολύ σταθερά την ίδια αναλογία του εισοδήματός τους για κοσμήματα, παρά την άνοδο του βιοτικού επιπέδου.
- Τα κοσμήματα δεν είναι ένα είδος που αντικαθίσταται τακτικά όπως τα ρούχα. Έχουν διάρκεια ζωής όσο και η ζωή του ανθρώπου και περνούν και από γενιά σε γενιά, γι’ αυτό ίσως και έχουν ξεφύγει από το καταναλωτικό μπουμ.
Ζητάμε τα ρέστα
- «Είμαι χαμένος στο σούπερ μάρκετ. Δεν μπορώ πια να ψωνίσω χαρούμενος». Ήταν το 1979 όταν οι Λονδρέζοι Κλας κυκλοφόρησαν το Lost in the Supermarket, ένα τυπικό γκρίζο πανκ κομμάτι, που τα έβαζε με την κατανάλωση και την απώλεια της προσωπικότητας στους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του σούπερ μάρκετ.
Τα νέα πλαφόν
- Υπεύθυνη κατανάλωση: “Φοριέται” πολύ από την βιομηχανία αλκοολούχων. Πιείτε όσο αντέχετε και πάρτε ταξί για να γυρίσετε
- Πράσινη κατανάλωση: Το αντίθετο της άλωσης του περιβάλλοντος και της αδηφάγου αφαίμαξης των φυσικών πόρων
- Μέση κατανάλωση: Στην αυτοκινητοβιομηχανία σπάνια οι τιμές που δίνονται από τον κατασκευαστή ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα. Σχεδόν πάντα “καίνε” παραπάνω. Προσοχή, γίνεται κι αλλού.
Δούναι και λαβείν
- Αποενοχοποιώντας την κατανάλωση, Αντιγόνη Λυμπεράκη, Θεόδωρος Πελαγίδης –Παπαζήσης, 2002. Η νέα συνειδητή κατανάλωση συνιστά σήμερα κοινωνικό δικαίωμα. Η αποενοχοποίηση της κατανάλωσης και ο συνειδητοποιημένος καταναλωτής αποτελούν προϋπόθεση μιας ευρύτερα οριζόμενης, συνεκτικής, συλλογικής, ακέραιης κοινωνίας.
- Η καταναλωτική συμπεριφορά στην ελληνική κοινωνία 1960~1975, Βασίλης Καραποστόλης, -Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 1983. Επιστημονική διαπραγμάτευση του τρόπου που κατανάλωναν οι Έλληνες σε μια περίοδο που μπροστά στη καταναλωτική έκρηξη των δεκαετιών του ’80 και του ’90 θυμίζει “παρθένα φύση”
- Η καταναλωτική κοινωνία, Ζαν Μπροντιγιάρ, -Νησίδες,2000. Ο αντίλογος του μύθου της καταναλωτικής αφθονίας από τον μεγάλο Γάλλο στοχαστή. Μετά την ανάγνωσή του η διάκριση του χρήσιμου από το περιττό και το αναγκαίο ίσως και να μην είναι τόσο δύσκολη.
- Κουλτούρα και κατανάλωση, Alvin Toffler, -Κάκτος 1992. Η κουλτούρα ως καταναλωτικό προϊόν. Πόσο κοστίζει, ποιοι αγοράζουν και οι πληθωριστικές πιέσεις στα προϊόντα πνεύματος.