Το Μπούλκες (σημερινό Μάγκλιτς) ήταν μια μικρή πόλη στα Βορειοδυτικά της Σερβίας, στην καμπή του Δούναβη στην Βοϊβοντίνα, Στο σύνολο τους σχεδόν οι κάτοικοι του Μπούλκες ήταν Γερμανοί. Οι άνδρες είχαν ενταχθεί στο Χιτλερικό στρατό και οι γυναίκες συγκεντρώθηκαν σε στρατόπεδο.
Η πόλη παραχωρήθηκε στους Έλληνες πολιτικούς προσφυγές που ήταν γύρω στις 5.000-6.000. Μετά την ήττα στα Δεκεμβριανά, την υπογραφή της συμφωνίας της Βάρκιζας και το άγριο δολοφονικό όργιο των φασιστικών συμμοριών της Δεξιάς, μερικές χιλιάδες κυνηγημένοι Ελασίτες πέρασαν στην Γιουγκοσλαβία και εγκαταστάθηκαν στο Μπούλκες. Το Μάιο του 1945, με άδεια του Κομμουνιστικού Κόμματος Γιουγκοσλαβίας, 4.650 μέλη του ΕΛΑΣ εγκαταστάθηκαν στα εγκαταλελειμμένα σπίτια του χωριού. Το Μπούλκες έγινε εξωτερικό έδαφος της Ελλάδας και μέχρι το 1949 λειτούργησε ως ανεξάρτητη ελληνική κοινωνία μέσα στην επικράτεια της Γιουγκοσλαβίας.
Κομματικός καθοδηγητής στο Μπούλκες, είχε οριστεί ο Μιχάλης Πεκτασίδης (ανιψιός της Δόμνας, γυναίκας του Γιάννη Ιωαννίδη, υπαρχηγού τότε του Κ.Κ.Ε.) Ο Μ. Πεκτασίδης αφού χρησιμοποιήθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα δολοφονήθηκε και αυτός με εντολή του Γιάννη Ιωαννίδη. Η γνωστή ανθρωποφαγία του Κ.Κ.Ε….
Αυτόνομη κοινότητα με όλα τα απαραίτητα συστατικά μιας ολοκληρωμένης χώρας, με τα σύνορά της, τους δικούς της νόμους, νόμισμα, εκπαιδευτικό σύστημα, όργανα εξουσίας και καταστολής. Ιδρύθηκαν επαγγελματικά σωματεία (οικοδόμοι, ξυλουργοί, ράφτες κ.λπ.), άνοιξε νοσοκομείο, ορφανοτροφείο, δημοτικό και γυμνάσιο στην ελληνική γλώσσα, αλλά και στρατιωτική Ακαδημία στην οποία εκπαιδεύονταν αξιωματικοί για τις ανάγκες των μονάδων του ΕΛΑΣ που μάχονταν εναντίον της αθηναϊκής κυβέρνησης. Στην τοποθεσία όπου σήμερα βρίσκεται το δημοτικό σχολείο του χωριού ήταν η θεατρική αίθουσα “Αθήνα”, στην οποία ανέβασαν παραστάσεις επαγγελματίες ηθοποιοί, μέλη και συμπαθούντες του ΕΛΑΣ. Το τοπικό τυπογραφείο εξέδιδε την εφημερίδα “Φωνή του Μπούλκες”, το παιδικό περιοδικό “Αετόπουλα”, σχολικά βιβλία και εγχειρίδια ιδεολογικής καθοδήγησης. Εκεί τυπώθηκαν νομίσματα (δηνάρια) που κυκλοφόρησαν αποκλειστικά στην ελληνική κοινότητα του Μπούλκες, αλλά και το υλικό της προπαγάνδας για τους στόχους του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος στην πατρίδα και το εξωτερικό.
Όμως, η αλήθεια είναι ότι το Μπούλκες παρέμενε κλειστό και απομονωμένο για τους κατοίκους του - η επικοινωνία με τον υπόλοιπο κόσμο ήταν απαγορευμένη. Η όμορφη εικόνα της ιδανικής κομμουνιστικής κοινότητας άρχισε να ξεθωριάζει, και το αληθινό της πρόσωπο δεν άργησε να φανεί. Σύντομα η πραγματικότητα θύμιζε τη φρίκη της οργουελιανής φάρμας και μέχρι σήμερα ένας τεράστιος, αόρατος τοίχος σιωπής περικυκλώνει με μυστήριο και τρόμο την ήρεμη, γόνιμη πεδιάδα της Βοϊβοντίνας.
Κατ’ αρχήν, για να υπογραμμίστουν καθαρά οι νέες διαβαθμίσεις της νέας ιεραρχίας, προνόμια φανταχτερά παραχωρούνται στους γραφειοκράτες του κόμματος. Έχουν μεγάλα σπίτια, τρώνε σ’ ένα είδος λέσχης και μοιράζονται τον καλό ρουχισμό. Οι καπετάνιοι κι οι παλιοί αντάρτες είναι μαντρωμένοι σαν αιχμάλωτοι.
Σε μια συγκέντρωση, ένας καπετάνιος απευθύνεται στο ακροατήριο:
- "Γιατί αυτή η ανισότητα ανάμεσα στη διοίκηση και στα μέλη του στρατόπεδου; Γιατί αυτή η δυσπιστία και η αδιαφορία για τους ήρωες της Αντίστασης;"
- "Πρέπει να διαγραφεί ο σύντροφος."
Όπως ήταν φυσικό και συζητήσεις γίνονταν ανάμεσα στους παλιούς αγωνιστές και επόμενο ήταν, πικρίες να υπήρχαν ανάμεσα στους προσφυγές, και αντιρρήσεις να ακούγονταν σχετικά με την πολιτική που ακολουθήθηκε και απογοητεύσεις από το αποτέλεσμα και την εξορία.
Οι συζητήσεις γύρω απ' αυτά, κατά την αντίληψη της ηγεσίας, έπρεπε να "κοπούν με το μαχαίρι". Με βάση αυτή τη λογική άρχισαν οι νυχτερινές μουλωχτές συλλήψεις και εξαφανίσεις αγωνιστών. Τα θύματα της εγκληματικής αυτής νοοτροπίας και πρακτικής είναι πολλά, μερικοί από εκείνους που επέζησαν τα ανεβάζουν σε πάνω από τριακόσια. Οι διαφωνούντες στέλνονταν στο νησί του Δούναβη με το "αιτιολογικό" να κόβουν ξύλα για το ασβεστοκάμινο. Εκεί εξοντώθηκαν. Τους ρίχναν στον Ασβέστη. Και επειδή πολλές φορές από τον "φόρτο δουλειάς" ο λάκκος γέμιζε μισοδιαλυμένα πτώματα επέπλεαν στον Δούναβη. Εκατόμβη πραγματική!
Οι λαϊκοί αρχηγοί, οι καπετάνιοι και οι διανοούμενοι είναι a priori ύποπτοι για μικροαστικό συναισθηματισμό, αριστερισμό και τυχοδιωκτικές τροτσκιστικές τάσεις. Το στρατόπεδο του Μπούλκες απ’ όπου θα περάσουν οι περισσότεροι από τους παλιούς υπεύθυνους του ΕΛΑΣ, εγκαινιάζεται με το έμβλημα της αστυνομικής τρομοκρατίας. Η παραμικρότερη κριτική, η πιο ανώδυνη αμφισβήτηση της πολιτικής γραμμής του ΚΚΕ, ερμηνεύεται σαν αληθινή προδοσία. Οι περισσότεροι από τους παλιούς αρχηγούς του ΕΛΑΣ, που στη διάρκεια του αγώνα τους δεν είχανε ποτέ υποστεί αυτό το είδος καταναγκασμού, αντιτάσσουν μια βουβή αντίσταση στην επιτροπή διοίκησης.
Η αστυνομική τοξίνωση δηλητηριάζει όλες τις ανθρώπινες σχέσεις, διαβρώνει τις θελήσεις και τελικά παραλύει κάθε διάθεση κριτικής.
- "Αν κουβεντιάσεις με τον τάδε που έχει αντικομματική στάση, θα παρασυρθείς απ’ αυτόν. Πρόσεχε, γιατί διαφορετικά θα υποχρεωθούμε να λάβουμε μέτρα εναντίον σου."
- "Ρε σύντροφε, πολύ μπουλκιώτικα μας τα λες …" ή
- "... πολύ μπουλκιώτικο πνεύμα έχεις …"
Σημ. Κάθε ομοιότητα με Κομματικές Οργανώσεις (ΠΑΣΚΕ – ΔΑΚΕ – ΠΑΜΕ – κ.λ.π.) σε χώρους δουλειάς όχι απλά δεν είναι συμπτωματική, αλλά δείχνει και σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο λειτουργίας τους.
Αλοίμονο …!