Υπάρχουν σε γενικές γραμμές δύο ορισμοί της έννοιας του «έθνους». Σύμφωνα με τον πρώτο, που ταυτίζεται με τον πολιτικό, συνταγματικό ή φιλελεύθερο εθνικισμό, το έθνος αποτελείται από όλα τα άτομα τα οποία ζουν εντός των ορίων της χώρας, ανεξάρτητα από την εθνοτική, φυλετική ή θρηκευτικη καταγωγή τους. Αυτή είναι η περί έθνους αντίληψη που επικρατεί σε χώρες όπως η Αμερική, η Αυστραλία ή ο Καναδάς.
Σύμφωνα με τον δεύτερο ορισμό, που παραπέμπει στον εθνοεθνικισμό, το έθνος αποτελείται από άτομα τα οποία μοιράζονται μια κοινή παράδοση, η οποία συνήθως περιλαμβάνει γλώσσα, θρησκεία και καταγωγή. Αυτή είναι η περί έθνους αντίληψη που επικρατεί στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Ο εθνοεθνικισμός υποστηρίζει ότι το κράτος θα πρέπει να ταυτίζεται με το έθνος, κάτι που σημαίνει ότι σε πολλές περιπτώσεις τα άτομα που δεν ανήκουν στην κυρίαρχη εθνότητα αποτελούν στην ουσία πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Οπως όμως υποστηρίζει ο καθηγητής Jery Muller σε άρθρο του στο τελευταίο τεύχος της πολιτικής επιθεώρησης «Foreign Affairs», ο εθνοεθνικισμός έχει παίξει καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του σύγχρονου κόσμου - τόσο στην Ευρώπη όσο και αλλού.
Είναι γνωστό ότι η κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οδήγησε στην εμφάνιση πολλών κρατών τον 19ο αιώνα, των οποίων η κυρίαρχη ιδεολογία ήταν ο εθνοεθνικισμός, δηλαδή η ταύτιση του κράτους με μία εθνότητα .
Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό, είναι το γεγονός ότι αυτή η διαδικασία του σχηματισμού «εθνικά καθαρά κρατών» συνεχίστηκε με αμείωτη ένταση και μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Η ήττα της Γερμανίας δεν σήμανε και την ήττα του εθνοεθνικισμού - παρά το γεγονός ότι ο ναζισμός ήταν μία από τις πιο ακραίες μορφές αυτής της ιδεολογίας. Μία από τις πρώτες αποφάσεις που πήραν ο Τσόρτσιλ, ο Στάλιν και ο Ρούζβελτ, ήταν η αναγκαιότητα της εκδίωξης των γερμανικών πληθυσμών από τις μη γερμανικές χώρες, προκειμένου να υπάρξει σταθερότητα στη μεταπολεμική Ευρώπη.
Ετσι το 1944 ο Τσόρτσιλ σε ομιλία του στο Βρετανικό Κοινοβούλιο (την οποία θα ζήλευε και ο Μιλόσεβιτς...) δήλωνε: «Η εκδίωξη (σ.σ. των Γερμανών) είναι η μέθοδος που, από ό,τι μπορεί κανείς να δει, θα είναι η πιο ικανοποιητική και θα έχει τη μεγαλύτερη διάρκεια. Δεν θα υπάρχει ανάμειξη πληθυσμών που να μας δημιουργεί συνεχώς προβλήματα... Θα πρέπει να υπάρξει ένα γενικό ξεκαθάρισμα. Δεν με ανησυχεί ούτε η προοπτική του διαχωρισμού των πληθυσμών ούτε με ανησυχούν αυτές οι μαζικές μετακινήσεις». Στο πλαίσιο της ίδιας ομιλίας ο Αγγλος πρωθυπουργός έκανε αναφορά στη Συνθήκη της Λωζάννης και της ανταλλαγής των πληθυσμών ως του μοντέλου για το τι έπρεπε να γίνει στην Ευρώπη.
Ετσι μεταξύ του 1944 και 1945 πέντε εκατομμύρια Γερμανοί αναγκάστηκαν να αποχωρήσουν από τις ανατολικές περιοχές του Γ' Ράιχ και να μετακινηθούν δυτικά, προκειμένου να αποφύγουν την επέλαση του σοβιετικού στρατού. Μεταξύ του 1945 και του 1947 τα νέα καθεστώτα σε χώρες όπως η Τσεχοσλοβακία, η Ουγγαρία, η Πολωνία και η Γιουγκοσλαβία εκδίωξαν άλλα επτά εκατομμύρια Γερμανούς. Ολα αυτά τα μέτρα συγκροτούν τη μεγαλύτερη αναγκαστική μετακίνηση πληθυσμών στην ευρωπαϊκή ιστορία, στην οποία εκατοντάδες χιλιάδες πέθαναν από τις κακουχίες. Επίσης, στο πλαίσιο του επαναπροσδιορισμού των συνόρων, εκατομμύρια ανθρώποι άλλων εθνοτήτων αναγκάστηκαν να μετακινηθούν. Ενάμισι εκατομμύριο Πολωνοί που έμεναν στο κομμάτι της Πολωνίας που μετά τον πόλεμο πέρασε στη Σοβιετική Ενωση υποχρεώθηκαν να μετακινηθούν προς την Πολωνία. Παράλληλα 500.000 Ουκρανοί που ζούσαν μέχρι τότε στην Πολωνία, στάλθηκαν πίσω στην Ουκρανία (η οποία τότε ήταν τμήμα της ΕΣΣΔ). Επίσης, μια άλλη ανταλλαγή πληθυσμών έγινε ανάμεσα στην Τσεχοσλοβακία και την Ουγγαρία κατά την οποία οι Σλοβάκοι εκδιώχτηκαν από την Ουγγαρία και οι Μαγιάροι από την Τσεχοσλοβακία .
«Το αποτέλεσμα αυτής της μαζικής επιχείρησης εθνικού διαχωρισμού», γράφει ο Muller, «ήταν η υλοποίηση του εθνοεθνικιστικού ιδεώδους: Κάθε κράτος της Ευρώπης απέκτησε το έθνος του, και κάθε κράτος αποτελούνταν σχεδόν ολοκληρωτικά από ένα έθνος». Απ' αυτή τη σκοπιά, τα πρόσφατα αιματηρά γεγονότα στη Γιουγκοσλαβία και η πιο πρόσφατη ανεξαρτητοποίηση του Κοσόβου αποτελούν μία από τις τελευταίες πράξεις ενός έργου που έχει μια μακρά προϊστορία στην Ευρώπη.
Η διάδοση του εθνοεθνικισμού υπήρξε εξίσου σημαντική με τη διάδοση του καπιταλισμού και της δημοκρατίας. Είναι γεγονός ότι οι περισσότεροι αναλυτές που μελετούν το φαινόμενο της οικοδόμησης «εθνικά καθαρών κρατών», επικεντρώνονται στο ανθρώπινο κόστος αυτής της προσπάθειας («εθνικές εκκαθαρίσεις», ανταλλαγές πληθυσμών από εδάφη στα οποία ζούσαν χρόνια κ.λπ). Ομως το γεγονός ότι το φαινόμενο αυτό είναι τόσο διαδεδομένο, σημαίνει, σύμφωνα με τον συγγραφέα, ότι πρέπει να έχει και ορισμένα πλεονεκτήματα. Τα πλεονεκτήματα αυτά μπορούν να συνοψισθούν σε μία λέξη: Σταθερότητα.
«Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυρισθεί κανείς», καταλήγει ο Muller, «ότι ποτέ στην Ευρώπη δεν επικρατούσε τέτοια αρμονία όσο αυτή που επικρατεί από το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτό οφείλεται, όχι στην αποτυχία του εθνοεθνικισμού, αλλά στην επιτυχία του, που είχε ως αποτέλεσμα την εξουδετέρωση ορισμένων από τις μεγαλύτερες πηγές αστάθειας και τριβών, τόσο εντός ενός κράτους όσο και μεταξύ κρατών. Το γεγονός ότι σήμερα τα εθνικά ταυτίζονται σε μεγάλο βαθμό με τα κρατικά σύνορα, σημαίνει ότι υπάρχουν λιγότερες τριβές για τα σύνορα, με αποτέλεσμα να έχουμε μία από τις πιο σταθερές εδαφικές επικράτειες στην ευρωπαϊκή ιστορία».
Του Τάκη Μίχα από την "Ελευθεροτυπία" της Δευτέρας, 17 Μαρτίου 2008