Αν ήταν πιάτο θα ήταν τουρλού, αν ήταν κουζίνα θα ήταν πολυεθνική, αν ήταν γεύση θα ήταν πικάντικη, αν ήταν αίσθηση θα ήταν απωθημένο. Το διατροφικό σύμπαν του Έλληνα θυμίζει μυστική συνταγή καλά φυλαγμένη μέσα στις ιδιαιτερότητές του …
Ο σύγχρονος Έλληνας εξακολουθεί να δανείζεται από την παράδοση, ότι το φαγητό είναι μια από τις απολαυστικές εκδοχές της καθημερινότητάς του. Όχι μόνο για το στομάχι του, αλλά και για την ψυχική του υγεία και ισορροπία. Γνωρίζει τους κανόνες της υγιεινής διατροφής, αλλά η διατροφική του κουλτούρα περιλαμβάνει και σουβλάκι και πίτσα. Έχει ακούσει για την μεσογειακή διατροφή, αλλά δεν είναι σίγουρος ότι γνωρίζει ακριβώς τις τροφές που την απαρτίζουν.
Προβληματίζεται με τη φράση «… είμαστε ότι τρώμε», αλλά σπάνια δεν μεταθέτει την αλλαγή των συνήθειών του στο (μακρινό) αύριο. Θέλει να πιστεύει ότι διατρέφεται καλύτερα απ’ ότι στην πραγματικότητα και βρίσκει την ίδια ευχαρίστηση, στο να βουτάει στα λιπαρά με το να απολαμβάνει τη λεπτή γεύση μιας βιολογικής ντομάτας. Συγκεχυμένη, συζητήσιμη –ενδεχομένως και σαγηνευτικά σιβυλλική- είναι η επίγευση που αφήνει στο στόμα η διατροφική κουλτούρα του Έλληνα. «Φρέσκια» έρευνα της Public Issue/VPRC, που διενεργήθηκε στο διάστημα 17~25 Οκτωβρίου 2007 σε δείγμα 2.023 ατόμων από 15 ετών και άνω, αποκαλύπτει πολλά και διάφορα που μάλλον περιπλέκουν παρά αποσαφηνίζουν το θέμα. Πιο συγκεκριμένα, οι Έλληνες:
- τρώνε κατά μέσο όρο 3 με 4 γεύματα ημερησίως,
- με το 38% να μην τρώει πρωινό και
- το 21% να τρώει βραδινό μετά τις 22:00.
Όσον αφορά στις πρώτες ύλες, οι Έλληνες καταναλώνουν καθημερινά:
- ελαιόλαδο το 93%,
- ψωμί το 79%,
- φρούτα το 72%,
- τυρί το 71%,
- γαλακτοκομικά το 67%,
- λαχανικά το 64%,
- γλυκά το 15%,
- αβγά και πατάτες το 4~ 6%,
- ζυμαρικά, ρύζι, όσπρια, κόκκινο κρέας, πουλερικά και ψάρια το 1 ~ 3%.
Κοντολογίς, έχουν καλές και κακές συνήθειες μαζί, σαν πιάτο σύγχρονης ελληνικής κουζίνας που συνδυάζει τα πικρόχορτα με το μέλι.
Η χώρα των σαρκοφάγων
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Λευτέρης Λαζάρου, επί 21 συνεχή χρόνια σεφ του ‘Βαρούλκου’, βραβευμένος με αστέρι Michelin και επικεφαλής ομάδας σεφ της πρωτοβουλίας Kerasma του ΟΠΕ, «…ο Έλληνας δεν κρατά σταθερή στάση ως προς την υγιεινή διατροφή. Μπορεί να φάει το μεσημέρι σαλάτα και το βράδυ να καταναλώσει κοψίδια σε χασαποταβέρνα». Οι χασαποταβέρνες και οι ψησταριές συνιστούν σταθερή επιλογή του κλασικού μέσου Έλληνα. Όπως επισημαίνεται στην παραπάνω έρευνα:
- το 57% των Ελλήνων τρώει εκτός σπιτιού κατά μέσον όρο 2 φορές την εβδομάδα,
- με το 64% να επιλέγει τις ταβέρνες και τις ψησταριές.
- Το 33% παραγγέλνει στο σπίτι ή στη δουλειά έτοιμο φαγητό κατά μέσον όρο 1,8 φορές την εβδομάδα, με τις προτιμήσεις να αφορούν
- τα σουβλάκια για το 64% και
- πίτσα για το 42%.
Πέραν αυτών και μέσα στο σπίτι οι έτοιμες λύσεις «τραβιούνται» αρκετά:
- το 16% καταναλώνει προμαγειρευμένα ή προτηγανισμένα τρόφιμα 2 φορές την εβδομάδα κατά μέσον όρο.
Μια άλλη έρευνα, που έγινε το 2005 για το πρόγραμμα EPIC (The European Prospective Investigation in Cancer and Nutrition), έδειξε ότι οι σύγχρονοι Έλληνες έχουν μειώσει την κατανάλωση φρούτων, οσπρίων και ελαιόλαδου και έχουν αυξήσει την κατανάλωση κρέατος και τυριού και κατά συνέπεια την πρόσληψη κορεσμένων λιπιδίων, σε σχέση με την περίοδο 1960 ~ 1965. Αυτό υποστηρίζει και ο Παναγιώτης Κουμεντάκης, ένας από τους κορυφαίους Έλληνες υγιεινιστές, συγγραφέας πολλών βιβλίων και εκδότης του περιοδικού «Υγεία για Όλους», που μας χαρακτηρίζει «σαρκοφάγους» «γαλακτοφάγους» και «ζαχαροφάγους». Ο Π. Κουμεντάκης ασπάζεται και προωθεί ιδιαίτερα αυστηρές αρχές υγιεινής διατροφής, που στηρίζονται σε βαθιά επιστημονική γνώση, στοιχεία και εμπειρία τεσσάρων δεκαετιών στην Ιατρική. Μας δέχτηκε στο ιατρείο του και μας έκανε την καρδιά περιβόλι. «Είμαστε χώρα γαλακτοφάγων και σαρκοφάγων. Εισάγουμε 150 είδη τυριών και τεράστιες ποσότητες κρεάτων και πληρώνουμε πολλά δις € για υποβαθμισμένα γαλακτοκομικά και κρέατα. Είμαστε όμως και χώρα ζαχαροφάγων. Σε κάθε γωνιά ζαχαροπλαστείο και γλυκατζίδικο. Τα super markets και τα περίπτερα είναι γεμάτα γλυκίσματα, οι φούρνοι και τα ψιλικατζίδικα είναι γεμάτα με γλυκά και λιχουδιές», τονίζει. «Καταναλώνουμε επίσης τεράστιες ποσότητες ραφιναρισμένων τροφίμων, τα οποία γυαλίζονται με ταλκ γλυκόζης και παραφίνης για να διατηρούνται. Τρώμε άσπρο ψωμί, άσπρο ρύζι, άσπρα μακαρόνια, προϊόντα τα οποία, για να αποκτήσουν αυτή τη μορφή έχουν υποστεί καταστροφική επεξεργασία απομάκρυνσης των εξωτερικών στιβάδων τους, που περιέχουν βιταμίνες και μέταλλα», συνεχίζει. Και σαν να μην έφτανε αυτό, «αγνοούμε πρακτικά τη μεσογειακή διατροφή. Αυτή που είχε εξασφαλίσει στους προγόνους μας ελάχιστες καρδιοπάθειες, καρκίνους και ζαχαρώδη διαβήτη και πρότεινε ως διατροφικό πρότυπο τα λαχανικά, τα σαλατικά, τα όσπρια, τα πλήρη δημητριακά, τα φρούτα, τους ωμούς ξηρούς καρπούς και τους βλαστούς». Καταπέλτης.
Η μεσογειακή διατροφή
Δεν είναι μόνο ο Π. Κουμεντάκης που κάνει λόγο για άγνοια της μεσογειακής διατροφής, τόσο στη θεωρία όσο και στη πράξη. Είναι και τα ευρήματα στατιστικών ερευνών που την κάνουν να μοιάζει με ένδοξο παρελθόν. Όλοι αρέσκονται στο να την μνημονεύουν, ελάχιστοι όμως την ακολουθούν. Στην έρευνα της VPRC το 29% δεν γνωρίζει τις βασικές κατηγορίες τροφίμων που ανήκουν στη μεσογειακή διατροφή, ενώ άλλα ευρήματα μας επιτρέπουν να υποθέσουμε, ότι μια μεγάλη μερίδα πολιτών γνωρίζει ποια είναι η ενδεδειγμένη ποσότητα κρέατος για κατανάλωση με βάση τη μεσογειακή διατροφή, χωρίς όμως να μετατρέπει τη γνώση σε πράξη. Πως αναδείχθηκε, όμως, η αξία των διατροφικών συνηθειών της συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής; Ήταν το 1960, όταν ο Anzel Keys ξεκίνησε τη διαχρονική μελέτη επτά χωρών (Φινλανδία, ΗΠΑ, Ολλανδία, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία, Ιαπωνία και Ελλάδα, με τον αντιπροσωπευτικό ελληνικό πληθυσμό να προέρχεται από την Κέρκυρα και την Κρήτη) με σκοπό να μελετήσει τη συσχέτιση διατροφής και υγείας. Το βασικό εύρημα ήταν ότι το επίπεδο υγείας των Κρητικών ήταν το καλύτερο στο σύνολο των χωρών που μελετήθηκαν. Οι καρκίνοι και καρδιαγγειακά ήταν σπάνια, καθώς και οι θάνατοι απ’ αυτά τα αίτια ήταν 9 στην Κρήτη έναντι 466 στην Φινλανδία ανά 100.000 κατοίκους. Ο Keys απέδωσε το αποτέλεσμα της μελέτης στις διατροφικές συνήθειες των Κρητικών, που βασίζονταν στα δημητριακά, τα λαχανικά, τα φρούτα, τα άγρια χόρτα, σε λίγο κρέας, στην άφθονη ποσότητα ψαριών, στο τυρί, το λίγο κόκκινο κρασί και, το σημαντικότερο, στο ελαιόλαδο. Λίγες από τις συνήθειες αυτές ακολουθεί ο σύγχρονος Έλληνας και αυτό ίσως συνιστά διατροφική διαστροφή, διότι «όταν έχεις (το καλό μέσα στα χέρια) και δεν τρως, πρέπει να σε δει γιατρός» όπως λέει μια παροιμία.
Κάτι τέτοιο έγινε, άλλωστε, με τα μεγάλα διατροφικά σκάνδαλα των δύο τελευταίων δεκαετιών, από το σύνδρομο Κρόϊτσφελ-Γιάκομπς μέχρι τον αφθώδη πυρετό και από τις διοξίνες μέχρι την γρίπη των πουλερικών. Το ανησυχητικό είναι ότι, παρά τον παγκόσμιο συναγερμό στα ζητήματα διατροφής, η έρευνα της VPRC καταδεικνύει το σημαντικό έλλειμμα ενημέρωσης των Ελλήνων καταναλωτών, αφού στην σχετική ερώτηση λιγότεροι από τους μισούς συμμετέχοντες (46%) δηλώνουν ενημερωμένοι ως προς το τι ακριβώς καταναλώνουν …
Λαχτάρα για βιολογικά
Αντίστιξη στο φαγητό στο πόδι και τις διατροφικές επιπολαιότητες, τα βιολογικά προϊόντα. Ανανέωσαν το ενδιαφέρον του κοινού για την διατροφή, έστρεψαν πολλές «χαμένες ψυχές» προς τον υγιεινό τρόπο ζωής, ενώ αποτελούν πλέον την εναλλακτική δύναμη της αγοράς: από λαϊκές και καταστήματα μέχρι φάρμες και συσκευαστήρια. Ένα γεύμα απαλλαγμένο από χημικά, εκτός από το να είναι νόστιμο, μπορεί να συμβάλλει πολυποίκιλα στην κοινωνία και την υγεία, στο περιβάλλον και την οικονομία. Ο Κώστας Παζαρακιώτης, διευθυντής ανάπτυξης του ΔΗΟ (του μεγαλύτερου οργανισμού πιστοποίησης βιολογικών τροφίμων), δίνει συνοπτικά την εικόνα του κλάδου: «Το 1991 το ποσοστό των βιολογικών εκτάσεων στην Ελλάδα ήταν το 0,8% των συνολικών, ενώ σήμερα το 4,5%. Χρόνο με το χρόνο καταγράφεται συνεχώς αυξητική τάση και το ίδιο ισχύει για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στο χώρο, που αυτή τη στιγμή καταλαμβάνουν το 3,5% περίπου της συνολικής αγοράς, ενώ η τάση της ανάπτυξης αγγίζει το 50%. Ας σημειωθεί ότι 50% των διακινούμενων βιολογικών είναι εισαγόμενα, κάτι που μιλάει εύγλωττα για τις προοπτικές της ελληνικής αγοράς».
Αξίζει να αναφερθεί ότι σε μελέτη του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου του 2006αναφέρεται ότι « …τα υπάρχοντα δεδομένα δεν υποστηρίζουν, αλλά και ούτε αναιρούν, τον ισχυρισμό ότι τα βιολογικά προϊόντα είναι ασφαλέστερα και επομένως υγιεινότερα από τα συμβατικά τρόφιμα ή αντιστρόφως».
Μια άλλη τάση προς την υγιεινότερη διατροφή αποτελούν τα λειτουργικά τρόφιμα (functional foods). Είναι εκείνα τα τρόφιμα που, πέρα από την διατροφική τους αξία, μπορούν να ωφελήσουν τον οργανισμό έναντι συγκεκριμένων παθήσεων. Εκτιμάται ότι περίπου το 2030 με 2040 θα αποτελούν το 50% της παγκόσμιας παραγωγής τροφίμων. Μαργαρίνες, τυριά επάλειψης, και ροφήματα με φυτικές στερόλες που μειώνουν την χοληστερίνη, γιαούρτια με προβιοτικά για την φυσιολογική λειτουργία του εντέρου, γάλατα εμπλουτισμένα με ασβέστιο και σίδηρο για τις αυξημένες ανάγκες των εγκύων, αρτοπαρασκευάσματα για την καλύτερη λειτουργία της καρδιάς, νερό για αδυνάτισμα, βρίσκονται στη διάθεση όσων επιθυμούν υγιεινότερη διατροφή. Το 2006 η παγκόσμια αγορά λειτουργικών τροφίμων ξεπέρασε τα 100 δις $, με την διείσδυσή τους όμως στην Ευρώπη να παραμένει χαμηλή. Και τρως και θεραπεύεσαι.
Διατροφικές δηλώσεις
Τα ερωτήματα που αναδύονται αβίαστα έχουν σχέση με το γιατί τρώμε όπως τρώμε, καθώς και με το βαθύτερο νόημα της ελληνικής διατροφικής συμπεριφοράς. Οι διατροφικές συνήθειες φαίνεται να συντελούν στην αδιάκοπη παραγωγή πολιτισμού και να υπογραμμίζουν την σπουδαιότητα που αποδίδουν οι άνθρωποι στην πολιτισμική τους διαφορετικότητα και ιδιαιτερότητα. Η επιβεβαίωση των ορίων μιας ομάδας (εθνοτικής, θρησκευτικής) γίνεται εφικτή μέσω της αποτίμησης καθημερινών και φαινομενικά ασήμαντων πρακτικών, με έντονα όμως συμβολικό χαρακτήρα, όπως είναι η καθημερινή μαγειρική και ιδιαίτερα η τελετουργική μαγειρική, η οποία συνδέεται με εορτασμούς και παραδόσεις. Όπως παρατηρεί η Βασιλική Κράββα, επιστημονική συνεργάτης του Α.Τ.Ε.Ι. Θεσσαλονίκης στο τμήμα Διατροφής και Διαιτολογίας, η διατροφή και η περί αυτής διαδικασίες (προμήθεια, προετοιμασία, μαγείρεμα, σερβίρισμα, κατανάλωση, ανταλλαγή) αποτελούν επιλογές, υπακούουν σε κανόνες, ακολουθούν ένα συγκεκριμένο τελετουργικό, νοηματοδοτούν και διαχωρίζουν το χρόνο σε καθημερινό και τελετουργικό, εμπεριέχουν μοντέλα ανθρώπινων σχέσεων, εκπέμπουν και επικοινωνούν μηνύματα ένταξης και αποκλεισμού. Είναι δηλ. κάτι πολύ σημαντικότερο από το γέμισμα του ανθρώπινου ρεζερβουάρ με καύσιμο. Η ίδια την αντιλαμβάνεται ως μια μεταγλώσσα: «Μια επιλογή που πραγματικά αντικατοπτρίζει ποιοι είμαστε, ποιοι θα θέλαμε να είμαστε, πως θα θέλαμε να μας δουν οι άλλοι, να μας ενσωματώσουν ή να μας απορρίψουν». Στην περίοδο αυτή, τη σύγχρονη ή για άλλους την μεταμοντέρνα, η πιο δυνατή τάση που διακρίνει η Μαίρη Γιαννακούλια, λέκτορας στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο, στη σύγχρονη ελληνική διατροφική κουλτούρα είναι η δυτικοποίηση: «Βιώνουμε μια διατροφική μετάβαση. Μεταβαίνουμε από το παραδοσιακό πρότυπο διατροφής σε ένα πιο δυτικό, τάση που συμβαδίζει με το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον, που επίσης δυτικοποιείται». Ίσως γι’ αυτό η μη εφαρμογή κανόνων υγιεινής διατροφής, παρά την παραδοχή της αξίας της, είναι περισσότερο θέμα κοινωνικών δομών, δυνατοτήτων, παιδείας και διαδικασιών παρά καθαρής επιλογής. Όπως μας είπε η ίδια, οι έφηβοι σήμερα αγοράζουν φαγητό fast food επειδή αυτός είναι ένας από τους λίγους τρόπους που έχουν να αποκοπούν από την οικογένεια και να προσδιορίσουν ταυτότητα, ενώ τα κοινωνικά στρώματα υψηλού μορφωτικού επιπέδου και τα υψηλότερα εισοδήματα παρουσιάζουν μικρότερη απόκλιση από τους κανόνες της υγιεινής διατροφής.
Πρόσκληση σε γεύμα
Μια άλλη διάσταση στο θέμα δίνει ο καθηγητής και συγγραφέας Δημήτρης Ποταμιάνος. Τον συναντήσαμε στην Αθήνα και του ζητήσαμε να μας αποσαφηνίσει ορισμένα ζητήματα σχετικά με τις συνήθειες εστίασης εντός και εκτός σπιτιού. Τα εστιατόρια, το γκουρμέ, το fast food. «Υπήρχε πάντα μια κουλτούρα για εκτός οικίας φαγητό στις αστικές κοινωνίες. Η κουλτούρα του εστιατορίου είναι τελείως διαφορετική από εκείνη της ταβέρνας και άρχισε να λαμβάνει την σημερινή της μορφή στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1970. τα πρώτα τέτοια στέκια της παλαιάς Αθήνας, όπως το Ιντεάλ, θύμιζαν τα παριζιάνικα εστιατόρια, στην Ελλάδα όμως περάσαμε γρήγορα από το παριζιάνικο κι ήρθαμε κατευθείαν στο σύγχρονο εστιατόριο. Στο εστιατόριο δεν πας μόνο για να επικοινωνήσεις, αλλά και για να απομονωθείς –με την παρέα σου- και αυτό ίσως αναπαράγει τον παλαιό οικογενειακό κύκλο, την παλαιά οικογενειακή συνάντηση». Ο Δ. Ποταμιάνος θεωρεί ότι το έτοιμο φαγητό που έρχεται στο σπίτι είναι κέρδος χρόνου (αν είναι της προκοπής), διατυπώνοντας έτσι μια διαφορετική από την κυρίαρχη αντίληψη. Δεν συμφωνεί με την ανηλεή κριτική ενάντια στα fast food. «Είναι μέρος της διατροφικής και της κοινωνικής πλέον ζωής μας, αφού σε μια εποχή εντάσεων σαν τη σημερινή, πράγματι κάποιοι άνθρωποι δεν μπορούν να μαγειρεύουν», ισχυρίζεται. Ύστερα απ’ όλα αυτά, μας άνοιξε η όρεξη. Μαγειρέψαμε (!) και γευματίσαμε με τον Μικρασιάτη τοπογράφο και λάτρη του καλού φαγητού Δημήτρη Μαυρόπουλο στο εστιατόριο Cook Eat, στη Νέα Σμύρνη, που ανήκει στην –επίσης Μικρασιάτισσα- Μαίρη Κουτρούπη. Με ιδιαίτερη νοσταλγία, μας περιγράφουν πιάτα, μυρωδιές και γεύσεις του τόπου καταγωγής τους και ξεδιπλώνουν μια διαφορετική κουλτούρα για το φαγητό. Το Cook Eat –εκτός από τα πιάτα «πειραγμένης» ελληνικής κουζίνας που σερβίρει- δίνει την δυνατότητα στους πελάτες να μαγειρέψουν σε δύο πλήρως οργανωμένες κουζίνες, οι οποίες υποστηρίζονται από μαγειρικά σκεύη, μικρό μπακάλικο με δεκάδες πρώτες ύλες (από μακαρόνια και είδη σάλτσας μέχρι συσκευασμένα μανιτάρια, μυρωδικά κ.ά.). θεωρούν και οι δύο το σπιτικό φαγητό στοιχείο πολιτισμού, αλλά και μια διαδικασία κοινωνικοποίησης που υπερτονίζεται από το συγκεκριμένο «γαστρονομικό» happening. «Η κουζίνα για τους πελάτες εκφράζει περισσότερο μια διάθεση για παιχνίδι, μια αίσθηση του ‘περνάμε καλά’», λέει η Μαίρη Κουτρούπη. Ίσως, αυτό είναι το στοιχείο που λείπει από τη σύγχρονη κουλτούρα της εστίασης. Η αντίληψη ότι η κουζίνα είναι ένας τόπος ψυχαγωγίας, δημιουργίας, διασκέδασης και όχι αγγαρείας…
Τροφές για σκέψη
- «Καθένας έχει μέσα του ένα γιατρό. Αυτό που χρειάζεται να κάνουμε είναι να τον αφήσουμε να εργαστεί με την σωστή τροφή. Ας είναι το φαγητό το φάρμακό μας» -Ιπποκράτης
- «Δεν υπάρχει πιο ειλικρινής αγάπη από την αγάπη για το φαγητό» -Τζορτζ Μπέρναντ Σο
- «Είμαστε ότι και όπως τρώμε» -Αγνώστου
Η σκέψη τρώει τον παρά
- Το 1998 το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο Τροφίμων υπέβαλε ερωτήσεις σε περίπου 14.500 καταναλωτές από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. σχετικά με τις στάσεις, τις πεποιθήσεις και τις πρακτικές τους όσον αφορά στη διατροφή και την υγεία. Η Ελλάδα, το Λουξεμβούργο και η Ιρλανδία δίνουν προτεραιότητα στη γεύση σε σχέση με την τιμή, ενώ το αντίθετο ισχύει για την Φινλανδία, την Γερμανία και την Ισπανία. Όχι, παίζουμε!
Το εθνικό μας φαγητό.…
- «Ζω σε μια χώρα που τη λένε Ελλάδα. Εθνικό μας φαγητό είναι η φασολάδα. Μας αρέσει η λιακάδα, το ραχάτι, η τεμπελιά. Στον ελεύθερό μας χρόνοκάνουμε καμιά δουλειά» Τα Ημισκούμπρια με το τραγούδι ‘Της Ελλάδος τα παιδιά’ από το CD ‘Η απλή μέθοδος των τριών’ του 2006, υπενθυμίζουν το –ξεχασμένο- εθνικό μας φαγητό. Οι νεαροί ακροατές τους, όμως, την αγνοούν επιδεικτικά. Ίσως γιατί μυρίζει οικογένεια.
Τρώγονται με τα μάτια
- Πολίτικη Κουζίνα (2003), του Τάσου Μπουλμέτη. Ο απόλυτος γαστρονομικός μικρόκοσμος, όπου όλα περνούν από την κουζίνα και όπου όλα μεταφράζονται σε μπαχαρικά και καρυκεύματα.
- Είναι ο θεός μάγειρας; (2005), του Στέργιου Νιζήρη. Η –ειπωμένη πάνω από ένα κουτί πίτσας- ιστορία ενός εκκολαπτόμενου σεφ που αναζητεί το τέλειο φαγητό και η αέναη αναζήτηση μιας ευτυχίας που ούτε ο θεός δεν μπορεί να μαγειρέψει.
Μπουκιά και συχώριο
- «Ελλάδα η χώρα του πράσινου ήλιου, του ΠΑΟΚ, της ΑΕΚ, της Καλαμαριάς, πατρίδα, θρησκεία, σουβλάκι με πίτα, Datsun, Αdidas και χάνι της Γραβιάς». Ο Γιάννης Κακουλίδης, με το τραγούδι ‘Ελλάδα η χώρα’, από το δίσκο του Χάρρυ Κλυνν ‘Μαλακά, πιο μαλακά …’ του 1984, ζωγραφίζει την εικόνα της Ελλάδας τη δεκαετία του ’80, απ’ την οποία δεν λείπει το σουβλάκι.
- '60’s: Ο Έλληνας ανακαλύπτει την πίτσα, την μοτσαρέλα, την πανακότα, τις τρατορίες και μαθαίνει τις πρώτες ιταλικές λέξεις. Τις λες και γεμίζει το στόμα.
- ‘70’s: Τη σκυτάλη παίρνει η γαλλική κουζίνα και το γαλλικό μοσχάρι. Ως συνήθως, λίγο άψητο, αλλά οι Έλληνες ‘ψήνονται’
- 80’s: Η ευρωπαϊκή κουζίνα πρωταγωνιστεί, ο σολομός βγαίνει στη στεριά, τα κινέζικα ξεφυτρώνουν σαν τα μανιτάρια.
- '90’s: Γίνεται η μεγάλη ανατροπή και στο προσκήνιο έρχεται η ελληνική δημιουργική κουζίνα, η «πειραγμένη». Το made in Japan των ηλεκτρονικών μεταφέρεται στο φαγητό. Ονομάζεται «σούσι».
- Σήμερα: Τα όσπρια, ο τραχανάς και άλλα ξεχασμένα καλούδια της ελληνικής γης σε ευφάνταστες συνθέσεις (λ.χ. μους ρεβιθιού). Δεν προκαλούν φούσκωμα και δεν χρειάζεται να πας με τα πόδια για να χωνέψεις.