Το λιοντάρι, το τσακάλι και ο άνθρωπος
Από τη Νότια Αφρική
Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, το Λιοντάρι, ο βασιλιάς της ζούγκλας, και το Τσακάλι, ο μυστικοσύμβουλός του, συναντήθηκαν για να συζητήσουν πώς θα αντιμετωπίσουν τους εχθρούς του βασιλείου. Κάποια στιγμή το Λιοντάρι άρχισε να καυχιέται για τη δύναμή του. «Είμαι το πιο δυνατό και το πιο έξυπνο ζώο», είπε, «μονάχα εγώ αξίζει να είμαι βασιλιάς». Το Τσακάλι πάντα κολάκευε το Λιοντάρι, όμως, αυτή τη φορά, αποφάσισε να του δώσει ένα μάθημα. «Ολα τα ζώα αναγνωρίζουν τη δύναμη και την εξυπνάδα σου», του απάντησε, «όμως, δυστυχώς, υπάρχει ένα ζώο πιο δυνατό από σένα. Το λένε άνθρωπο, και το αρσενικό του, ο άνδρας, έχει πολλά χαρίσματα».
«Πάμε να μου το δείξεις», είπε το Λιοντάρι. «Πρόσεξε, όμως, γιατί αν με κοροϊδεύεις, θα το πληρώσεις ακριβά».
Μπροστά το Τσακάλι πίσω το Λιοντάρι, άρχισαν να περιπλανιούνται στη σαβάνα, αναζητώντας τον άνδρα, το πιο δυνατό ζώο στον κόσμο. Στον δρόμο τους συνάντησαν ένα αγόρι.
«Αυτός είναι ο πανίσχυρος άνδρας;», ρώτησε το Λιοντάρι.
«Οχι», απάντησε το Τσακάλι, «αυτός δεν έχει γίνει ακόμα άνδρας, βασιλιά μου».
Υστερα από λίγο συνάντησαν έναν γέροντα, που βάδιζε με σκυμμένο το κεφάλι, στηριγμένος σ' ένα μπαστούνι.
«Αυτός είναι ο πανίσχυρος άνδρας;», ρώτησε το Λιοντάρι.
«Οχι, βασιλιά μου», απάντησε το Τσακάλι, «κάποτε ήταν πανίσχυρος άνδρας, αλλά δεν είναι πια».
Συνέχισαν να βαδίζουν, ώσπου, σε λίγο, συνάντησαν έναν νεαρό, που είχε βγει με τα σκυλιά του να κυνηγήσει.
«Να τος ο άνδρας, βασιλιά μου», είπε το Τσακάλι. «Αναμετρήσου μαζί του, κι αν τον νικήσεις, τότε είσαι στ' αλήθεια το πιο δυνατό ζώο στον κόσμο».
«Τώρα θα δει με ποιον έχει να κάνει», είπε το Λιοντάρι, ενώ το Τσακάλι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τους θάμνους, για να παρακολουθήσει με ασφάλεια τη μονομαχία Ανθρώπου και Λιονταριού.
Μ' έναν δυνατό βρυχηθμό, το Λιοντάρι όρμησε προς τον κυνηγό, αλλά πριν προλάβει να τον πλησιάσει, τα σκυλιά το περικύκλωσαν. Χωρίς να τους δώσει μεγάλη σημασία, τα παραμέρισε με την πατούσα του και τα σκόρπισε, αλλά αυτά συνέχισαν να γαβγίζουν και να του δείχνουν τα δόντια τους.
Τότε, ο άνδρας πυροβόλησε και χτύπησε το Λιοντάρι στον ώμο. Ούτε τώρα πτοήθηκε το Λιοντάρι και επιτέθηκε στον κυνηγό. Εκείνος, γρήγορος σαν αστραπή, έβγαλε το ατσάλινο μαχαίρι του και χτύπησε με δύναμη το ζώο. Το Λιοντάρι, τρομαγμένο, το έβαλε στα πόδια, ενώ σφύριζαν στ' αυτιά του οι σφαίρες του κυνηγού.
«Τι λες, λοιπόν; Συνεχίζεις να είσαι το πιο δυνατό ζώο στον κόσμο;» ρώτησε το Τσακάλι όταν το Λιοντάρι, λαχανιασμένο, έφτασε κοντά του.
«Οχι, Τσακάλι», απάντησε το Λιοντάρι, «παραχωρώ τον τίτλο μου σ' αυτόν τον -πώς τον είπες;- άνθρωπο. Δεν έχω δει άλλον σαν αυτόν. Στην αρχή έστειλε δέκα από τους σωματοφύλακές του να μου χιμήξουν. Μετά, όταν προσπάθησα να τον πλησιάσω, έφτυσε φωτιά καταπάνω μου. Κι ύστερα, όταν άρχισα να παλεύω μαζί του, ξεκόλλησε από το σώμα του ένα από τα πλευρά του και μ' αυτό με πλήγωσε άσχημα. Για να γλιτώσω τον θάνατο, αναγκάστηκα να το βάλω στα πόδια και τότε άρχισε να μου πετάει καυτές μπάλες που με τσουρούφλισαν. Οχι, Τσακάλι, σ' αυτόν αξίζει ο τίτλος του πιο δυνατού στον κόσμο».
«Πάμε να μου το δείξεις», είπε το Λιοντάρι. «Πρόσεξε, όμως, γιατί αν με κοροϊδεύεις, θα το πληρώσεις ακριβά».
Μπροστά το Τσακάλι πίσω το Λιοντάρι, άρχισαν να περιπλανιούνται στη σαβάνα, αναζητώντας τον άνδρα, το πιο δυνατό ζώο στον κόσμο. Στον δρόμο τους συνάντησαν ένα αγόρι.
«Αυτός είναι ο πανίσχυρος άνδρας;», ρώτησε το Λιοντάρι.
«Οχι», απάντησε το Τσακάλι, «αυτός δεν έχει γίνει ακόμα άνδρας, βασιλιά μου».
Υστερα από λίγο συνάντησαν έναν γέροντα, που βάδιζε με σκυμμένο το κεφάλι, στηριγμένος σ' ένα μπαστούνι.
«Αυτός είναι ο πανίσχυρος άνδρας;», ρώτησε το Λιοντάρι.
«Οχι, βασιλιά μου», απάντησε το Τσακάλι, «κάποτε ήταν πανίσχυρος άνδρας, αλλά δεν είναι πια».
Συνέχισαν να βαδίζουν, ώσπου, σε λίγο, συνάντησαν έναν νεαρό, που είχε βγει με τα σκυλιά του να κυνηγήσει.
«Να τος ο άνδρας, βασιλιά μου», είπε το Τσακάλι. «Αναμετρήσου μαζί του, κι αν τον νικήσεις, τότε είσαι στ' αλήθεια το πιο δυνατό ζώο στον κόσμο».
«Τώρα θα δει με ποιον έχει να κάνει», είπε το Λιοντάρι, ενώ το Τσακάλι έτρεξε να κρυφτεί πίσω από τους θάμνους, για να παρακολουθήσει με ασφάλεια τη μονομαχία Ανθρώπου και Λιονταριού.
Μ' έναν δυνατό βρυχηθμό, το Λιοντάρι όρμησε προς τον κυνηγό, αλλά πριν προλάβει να τον πλησιάσει, τα σκυλιά το περικύκλωσαν. Χωρίς να τους δώσει μεγάλη σημασία, τα παραμέρισε με την πατούσα του και τα σκόρπισε, αλλά αυτά συνέχισαν να γαβγίζουν και να του δείχνουν τα δόντια τους.
Τότε, ο άνδρας πυροβόλησε και χτύπησε το Λιοντάρι στον ώμο. Ούτε τώρα πτοήθηκε το Λιοντάρι και επιτέθηκε στον κυνηγό. Εκείνος, γρήγορος σαν αστραπή, έβγαλε το ατσάλινο μαχαίρι του και χτύπησε με δύναμη το ζώο. Το Λιοντάρι, τρομαγμένο, το έβαλε στα πόδια, ενώ σφύριζαν στ' αυτιά του οι σφαίρες του κυνηγού.
«Τι λες, λοιπόν; Συνεχίζεις να είσαι το πιο δυνατό ζώο στον κόσμο;» ρώτησε το Τσακάλι όταν το Λιοντάρι, λαχανιασμένο, έφτασε κοντά του.
«Οχι, Τσακάλι», απάντησε το Λιοντάρι, «παραχωρώ τον τίτλο μου σ' αυτόν τον -πώς τον είπες;- άνθρωπο. Δεν έχω δει άλλον σαν αυτόν. Στην αρχή έστειλε δέκα από τους σωματοφύλακές του να μου χιμήξουν. Μετά, όταν προσπάθησα να τον πλησιάσω, έφτυσε φωτιά καταπάνω μου. Κι ύστερα, όταν άρχισα να παλεύω μαζί του, ξεκόλλησε από το σώμα του ένα από τα πλευρά του και μ' αυτό με πλήγωσε άσχημα. Για να γλιτώσω τον θάνατο, αναγκάστηκα να το βάλω στα πόδια και τότε άρχισε να μου πετάει καυτές μπάλες που με τσουρούφλισαν. Οχι, Τσακάλι, σ' αυτόν αξίζει ο τίτλος του πιο δυνατού στον κόσμο».
Γιατί ο Ηλιος και η Σελήνη ζουν στον ουρανό
Από τη Νιγηρία
Πριν από πολλά πολλά χρόνια, ο Ηλιος και το Νερό ήταν καλοί φίλοι και κατοικούσαν στη γη. Ο Ηλιος περνούσε πολύ συχνά από το σπίτι του Νερού, αλλά το Νερό ποτέ δεν επισκεπτόταν τον Ηλιο. Μια μέρα, λέει ο Ηλιος στο Νερό: «Καλέ μου φίλε, έχω ένα παράπονο. Γιατί ποτέ δεν περνάς από το σπίτι μου να μου πεις μια καλημέρα;» «Α, φίλε μου», απάντησε το νερό, «το σπίτι σου είναι πολύ μικρό. Αν έρθω να σε επισκεφτώ με τη συνοδεία μου, εσύ πρέπει να βγεις απ' το παράθυρο, για να χωρέσουμε. Αν θέλεις να σε επισκεφθώ, πρέπει να χτίσεις ένα λαμπρό παλάτι. Σε προειδοποιώ, όμως: να είναι πελώριο, γιατί η συνοδεία μου είναι πραγματικά πολύ μεγάλη».
Ο Ηλιος υποσχέθηκε να χτίσει ένα πελώριο παλάτι, κι αμέσως γύρισε σπίτι του στη γυναίκα του, τη Σελήνη. «Πρέπει να χτίσουμε ένα τεράστιο παλάτι για τον φίλο μας το Νερό», είπε στη Σελήνη. «Δεν μπορούμε να το δεχτούμε εδώ μέσα. Εμπρός, αρχίζουμε το χτίσιμο».
Πέρασε καιρός ώσπου να τελειώσουν, κι όταν πια είχε μπει και το τελευταίο κεραμίδι, όταν είχε φυτευτεί και το τελευταίο λουλούδι, ο Ηλιος κάλεσε το Νερό να έρθει να τον επισκεφτεί.
Οταν έφτασε στην πόρτα, το Νερό φώναξε στον Ηλιο: «Ηλιε, φίλε μου, είσαι σίγουρος ότι μπορώ να μπω;» κι εκείνος απάντησε «Μα ναι, φίλε μου! Εχτισα για σένα ένα πελώριο παλάτι. Πέρασε μέσα».
Και τότε το Νερό άρχισε να ρέει μέσα στο παλάτι, και το συνόδευαν τα ψάρια κι όλα τα πλάσματα της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών. Ανέβαινε το νερό, κι έφτασε τον Ηλιο ώς το γόνατο. Τότε, τον ξαναρώτησε: «Ηλιε, φίλε μου, είσαι σίγουρος ότι μπορώ να μπω;» «Ναι, φίλε μου», απάντησε ο Ηλιος και το Νερό συνέχισε να ρέει μέσα στο παλάτι. Οταν πια είχε φτάσει τον Ηλιο ώς τον ώμο, το Νερό ξαναρώτησε: «Ηλιε, φίλε μου, χωράει κι άλλους δικούς μου το παλάτι σου;» Ο Ηλιος και η Σελήνη, μη θέλοντας να δυσαρεστήσουν τον καλεσμένο τους, απάντησαν και πάλι «Ναι». Και τότε το Νερό πλημμύρισε το παλάτι, αναγκάζοντας τον Ηλιο και τη Σελήνη να σκαρφαλώσουν στη στέγη για να μην πνιγούν.
Για τελευταία φορά, ρώτησε το Νερό: «Ηλιε, φίλε μου, μήπως πρέπει να σταματήσουν να έρχονται οι δικοί μου;» Ομως ο Ηλιος και η Σελήνη δεν μπορούσαν πια να απαντήσουν. Το Νερό είχε πλημμυρίσει τα πάντα και το ζευγάρι είχε εγκαταλείψει τη στέγη και είχε γαντζωθεί από ένα σύννεφο για να γλιτώσει. Κι έτσι, ποτέ ξανά δεν κατέβηκαν στη Γη ο Ηλιος και η Σελήνη και μέχρι σήμερα ζουν ευτυχισμένοι -και στεγνοί- ψηλά στον ουρανό.
Το Κολιμπρί
Από την Μπουρκίνα Φάσο
Τα πουλιά ήθελαν να εκλέξουν βασιλιά. Γιατί να έχουν βασιλιά οι άνθρωποι και τα ζώα, σκέφτηκαν, κι εμείς όχι; Συγκεντρώθηκαν, λοιπόν, σε ένα ξέφωτο, για να αποφασίσουν.
«Να διαλέξουμε τη Στρουθοκάμηλο, είναι το μεγαλύτερο πουλί!», ακούστηκε μια φωνή.
«Οχι, δεν μπορεί να πετάξει».
«Τότε τον Αετό, που έχει το πιο διαπεραστικό βλέμμα!».
«Οχι, είναι πολύ άσχημος».
«Τον Γύπα, που έχει τα πιο δυνατά φτερά!»
«Ο Γύπας είναι βρομερός, μυρίζει απαίσια».
«Το Παγόνι, που είναι όμορφο!».
«Τα πόδια του είναι πολύ άσχημα, το ίδιο και η φωνή του».
«Την Κουκουβάγια, που βλέπει στο σκοτάδι!».
«Η Κουκουβάγια είναι άχρηστη τη μέρα, δεν αντέχει το φως».
Εφτασε το βράδυ κι ακόμα δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Τότε μια καρακάξα φώναξε: «Να κάνουμε διαγωνισμό! Οποιος μπορέσει να ανεβεί πάνω από τα σύννεφα, θα γίνει βασιλιάς!». «Ναι, ναι!» τσίριξαν τα πουλιά. Δόθηκε το σύνθημα κι όλα μαζί ζυγιάστηκαν ψηλά στον ουρανό.
Ο Γύπας πετούσε τρεις ολόκληρες μέρες χωρίς να σταματήσει, κόντευε να φτάσει τον ήλιο. Στο τέλος της τρίτης μέρας, φώναξε δυνατά: «Πέταξα πιο ψηλά απ' όλους, είμαι ο βασιλιάς!»
«Τσίου-τσίου-τσίου», άκουσε μια φωνούλα από πάνω του. Σήκωσε το κεφάλι του, και τι να δει! Το Κολιμπρί τον είχε ξεπεράσει. Είχε γαντζωθεί, χωρίς κανένας να το πάρει μυρωδιά, στο φτερό του Γύπα και δεν είχε πέσει, γιατί ήταν ελαφρύ σαν πούπουλο. «Τσίου-τσίου-τσίου! Εγώ έφτασα πιο ψηλά, είμαι ο βασιλιάς!», τραγούδησε το Κολιμπρί.
Ο Γύπας πέταξε άλλη μια μέρα, συνεχίζοντας να ανεβαίνει προς τον ήλιο. «Εφτασα πιο ψηλά απ' όλους σας, είμαι ο βασιλιάς», φώναξε.
«Τσίου-τσίου-τσίου! Εγώ έφτασα πιο ψηλά, εγώ είμαι ο βασιλιάς!», τσίριξε κοροϊδευτικά το Κολιμπρί, ξεπροβάλλοντας μέσα από τα φτερά του Γύπα.
Ο Γύπας συνέχισε να πετάει και την πέμπτη μέρα. «Κανένας δεν μπορεί να ανεβεί πιο ψηλά από μένα!» φώναξε. «Είμαι ο βασιλιάς!».
«Τσίου-τσίου-τσίου!», τραγούδησε το Κολιμπρί πάνω απ' το κεφάλι του. «Εγώ έφτασα πιο ψηλά, είμαι ο βασιλιάς!».
Ο Γύπας είχε πια κουραστεί και κατέβηκε στη Γη. Ολα τα πουλιά είχαν θυμώσει. Το Κολιμπρί έπρεπε να τιμωρηθεί γιατί τα είχε κοροϊδέψει. Πέταξαν καταπάνω του, κι εκείνο μόλις πρόλαβε να κρυφτεί στη φωλιά ενός ποντικού. Πώς θα το έβγαζαν από εκεί; Κάποιος έπρεπε να παραφυλάξει και να το πιάσει, μόλις θα ξεμύτιζε.
«Η Κουκουβάγια πρέπει να παραφυλάξει! Εχει τα μεγαλύτερα μάτια και βλέπει στο σκοτάδι!», φώναξαν τα πουλιά.
Η Κουκουβάγια πήρε θέση μπροστά στην ποντικότρυπα. Ολη τη νύχτα φρουρούσε άγρυπνα τη φωλιά. Ομως γρήγορα ξημέρωσε, και ο ζεστός ήλιος σκορπούσε τέτοια θαλπωρή, που η Κουκουβάγια νύσταξε και αποκοιμήθηκε.
Το Κολιμπρί κρυφοκοίταξε, είδε ότι η Κουκουβάγια κοιμόταν και φρρρτ!, το έσκασε. Οταν τα πουλιά έφτασαν για να τιμωρήσουν το Κολιμπρί, η ποντικότρυπα ήταν άδεια. «Τσίου-τσίου», άκουσαν από ψηλά. Σήκωσαν το κεφάλι τους και είδαν το παμπόνηρο πουλάκι καθισμένο στο ψηλότερο κλαδί.
Αυτός που θύμωσε περισσότερο ήταν ο Ασπροκόρακας. Γύρισε την πλάτη του στα πουλιά και έκραξε: «Δεν είμαστε άξιοι να εκλέξουμε βασιλιά. Γι' αυτό κι εγώ δεν θα ξαναβγάλω λέξη από το στόμα μου». Και από εκείνη τη μέρα, ο Ασπροκόρακας δεν ξαναμίλησε. Ακόμα και να πληγωθεί, φωνή δεν βγάζει.
Μια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, όταν στον κόσμο υπήρχε μόνο ημέρα και η νύχτα ήταν άγνωστη, ο Ελέφαντας και η Χελώνα μάλωσαν άσχημα. Αιτία ήταν το πλούσιο γρασίδι ενός λιβαδιού. «Είναι δικό μου!» έλεγε η Χελώνα. «Οχι, είναι δικό μου!» επέμενε ο Ελέφαντας. Κανένας δεν υποχωρούσε, ώσπου, στο τέλος, ο Ελέφαντας θύμωσε πολύ. «Θα σου σπάσω το καύκαλο!» φώναξε και σήκωσε το πόδι του να χτυπήσει τη Χελώνα. Εκείνη, κατατρομαγμένη, έτρεξε να κρυφτεί ανάμεσα στους θάμνους της σαβάνας και κρύφτηκε τόσο καλά, που ο Ελέφαντας δεν κατάφερε να τη βρει. Ομως, την άλλη μέρα, ο Ελέφαντας ζήτησε τη βοήθεια των υπόλοιπων ζώων, κι όλοι μαζί ξεκίνησαν για να την ξετρυπώσουν και να την τιμωρήσουν.
Στο μεταξύ η Χελώνα, που ήταν έξυπνη και ήξερε πολλά μαγικά, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει, άρπαξε τη σκόνη και την πέταξε στον άνεμο. Τότε η νύχτα, που όπως είπαμε ήταν άγνωστη ώς εκείνη τη στιγμή, σκέπασε τη γη...
Τα ζώα, μη βλέποντας πια τον ήλιο, τρομοκρατήθηκαν. «Τι πυκνό σκοτάδι!», έλεγαν το ένα στο άλλο. «Τι έγινε ο ήλιος, πού πήγε η μέρα; Πώς θα ζήσουμε τώρα χωρίς φως;». Ο Ελέφαντας, καταστενοχωρημένος, θέλησε να διορθώσει τα πράγματα. Εστειλε τον Κόκορα να ζητήσει συγγνώμη από τη Χελώνα και να την παρακαλέσει να ξαναφέρει τη μέρα στον κόσμο. Ο Κόκορας ζήτησε από τη Χελώνα να συγχωρήσει τον Ελέφαντα, κι εκείνη δέχτηκε, φέρνοντας και πάλι τον ήλιο στον ουρανό. Ομως από τότε οι μέρες δεν είναι πια πάντα ηλιόλουστες και το φως δίνει τη θέση του στο σκοτάδι κάθε νύχτα.
Πριν από πολλά πολλά χρόνια γεννήθηκε ένας όμορφος λευκός ποντικός. Οσο μεγάλωνε τόσο πιο όμορφος γινόταν. Ολοι τον θαύμαζαν και τον καμάρωναν. Οι γονείς του και οι φίλοι του αναρωτιούνταν: «Είναι τόσο χαριτωμένος κι ευγενικός! Πού θα βρούμε νύφη αντάξιά του;». Το σκέφτηκαν από δω, το σκέφτηκαν από κει και αποφάσισαν ότι μόνο στην οικογένεια του Βασιλιά θα έβρισκαν γυναίκα κατάλληλη για τον ωραίο Λευκοπόντικα.
Ετσι, τρεις γέροντες προξενητές, θείοι του ποντικού, ξεκίνησαν για το παλάτι του Βασιλιά, να του ζητήσουν νύφη για το παλικάρι τους. Εφτασαν στην πύλη του παλατιού καταφοβισμένοι. Τρέμοντας πέρασαν στην αίθουσα του θρόνου και γονάτισαν με σεβασμό μπροστά στον Βασιλιά.
«Μεγαλειότατε», είπαν, «μας έστειλε να μεσιτέψουμε στη μεγαλοσύνη σου η οικογένεια του όμορφου ποντικού, που σίγουρα τον έχεις ακουστά. Είναι λευκός σαν χιόνι, το πιο ωραίο πλάσμα της φύσης. Ψάχνουμε για γυναίκα αντάξιά του, αλλά μονάχα στη δική σου τη γενιά θα βρούμε κατάλληλη νύφη, αφού εσύ είσαι ο πιο δυνατός και ο πιο σπουδαίος άνθρωπος στον κόσμο».
Ο Βασιλιάς τούς κοίταξε καλά καλά, χαμογέλασε και απάντησε: «Στον γιο σας πράγματι αξίζει γυναίκα απ' την καλύτερη γενιά. Δεν θα τη βρείτε όμως εδώ. Υπάρχει μια γενιά πιο δυνατή απ' τη δική μου. Είναι η γενιά του Ανέμου. Πηγαίνετε να τον βρείτε».
Οι γέροντες συμφώνησαν και ξεκίνησαν για το σπίτι του Ανέμου. Μπήκαν στην αυλή και περίμεναν.
«Ελάτε μέσα!» τους φώναξε απ' το μπαλκόνι του ο Ανεμος. «Τι ζητάτε;»
«Ψάχνουμε μια γυναίκα άξια να παντρευτεί τον πιο ωραίο ποντικό του κόσμου», είπαν οι γέροντες. «Πήγαμε πρώτα στον Βασιλιά, αλλά αυτός μας είπε ότι ο Ανεμος είναι δυνατότερός του. Κι έτσι ήρθαμε σε σένα, να σου ζητήσουμε νύφη από τη γενιά σου».
Ο Ανεμος τους άκουσε, σκέφτηκε και είπε: «Πολύ καλή η ιδέα σας και σας ευχαριστώ. Ομως δεν είμαι εγώ ο δυνατότερος. Οταν φυσάω με όλη μου τη δύναμη σηκώνω σκόνη και ξεριζώνω δέντρα, αλλά μπροστά στο Βουνό είμαι ανίσχυρος. Φυσάω και φυσάω, μα το Βουνό μένει ακίνητο. Βλέπετε, είναι δυνατότερο από μένα. Πηγαίνετε να το βρείτε».
Τι να κάνουν οι προξενητές, ξεκίνησαν για το σπίτι του Βουνού. Περπάτησαν μερόνυχτα, κι έφτασαν κουρασμένοι. Το Βουνό τους καλοδέχτηκε. «Τι σας έφερε στα μέρη μου;» τους ρώτησε. «Ψάχνουμε νύφη από καλή γενιά για τον πιο όμορφο ποντικό του κόσμου», απάντησαν, «και ο Ανεμος μας είπε πως εσύ, απ' όλα τα πλάσματα, είσαι το πιο σπουδαίο και το πιο δυνατό».
«Δυνατός είμαι», είπε το Βουνό, «αλλά όχι ο δυνατότερος. Υπάρχει κάποιος καλύτερος από μένα. Σκάβει τα θεμέλιά μου μέρα-νύχτα. Φτιάχνει λαγούμια στα πλευρά μου, και με κάνει να τρέμω. Η γενιά του είναι η πιο δυνατή».
«Α, μα στ' αλήθεια είναι δυνατό ένα τέτοιο πλάσμα!», φώναξαν οι προξενητές. «Πού μένει;»
Το Βουνό έδειξε μια τρύπα στη ρίζα του και οι γέροντες πήγαν προς τα εκεί. Ηταν το σπίτι του Γκριζοπόντικα. Χτύπησαν, μπήκαν, είπαν τι ζητάνε. «Βρήκατε την κατάλληλη γυναίκα για τον γιο σας!», φώναξε κατενθουσιασμένος ο γέρος Γκριζοπόντικας. «Τι χαρά να ενωθούν δύο μεγάλες οικογένειες!»
Κι έτσι ο όμορφος Λευκοπόντικας βρήκε γυναίκα αντάξιά του.
Από την "ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ" της "Ελευθεροτυπίας" της Παρασκευής, 28 Δεκεμβρίου 2007
«Να διαλέξουμε τη Στρουθοκάμηλο, είναι το μεγαλύτερο πουλί!», ακούστηκε μια φωνή.
«Οχι, δεν μπορεί να πετάξει».
«Τότε τον Αετό, που έχει το πιο διαπεραστικό βλέμμα!».
«Οχι, είναι πολύ άσχημος».
«Τον Γύπα, που έχει τα πιο δυνατά φτερά!»
«Ο Γύπας είναι βρομερός, μυρίζει απαίσια».
«Το Παγόνι, που είναι όμορφο!».
«Τα πόδια του είναι πολύ άσχημα, το ίδιο και η φωνή του».
«Την Κουκουβάγια, που βλέπει στο σκοτάδι!».
«Η Κουκουβάγια είναι άχρηστη τη μέρα, δεν αντέχει το φως».
Εφτασε το βράδυ κι ακόμα δεν μπορούσαν να συμφωνήσουν. Τότε μια καρακάξα φώναξε: «Να κάνουμε διαγωνισμό! Οποιος μπορέσει να ανεβεί πάνω από τα σύννεφα, θα γίνει βασιλιάς!». «Ναι, ναι!» τσίριξαν τα πουλιά. Δόθηκε το σύνθημα κι όλα μαζί ζυγιάστηκαν ψηλά στον ουρανό.
Ο Γύπας πετούσε τρεις ολόκληρες μέρες χωρίς να σταματήσει, κόντευε να φτάσει τον ήλιο. Στο τέλος της τρίτης μέρας, φώναξε δυνατά: «Πέταξα πιο ψηλά απ' όλους, είμαι ο βασιλιάς!»
«Τσίου-τσίου-τσίου», άκουσε μια φωνούλα από πάνω του. Σήκωσε το κεφάλι του, και τι να δει! Το Κολιμπρί τον είχε ξεπεράσει. Είχε γαντζωθεί, χωρίς κανένας να το πάρει μυρωδιά, στο φτερό του Γύπα και δεν είχε πέσει, γιατί ήταν ελαφρύ σαν πούπουλο. «Τσίου-τσίου-τσίου! Εγώ έφτασα πιο ψηλά, είμαι ο βασιλιάς!», τραγούδησε το Κολιμπρί.
Ο Γύπας πέταξε άλλη μια μέρα, συνεχίζοντας να ανεβαίνει προς τον ήλιο. «Εφτασα πιο ψηλά απ' όλους σας, είμαι ο βασιλιάς», φώναξε.
«Τσίου-τσίου-τσίου! Εγώ έφτασα πιο ψηλά, εγώ είμαι ο βασιλιάς!», τσίριξε κοροϊδευτικά το Κολιμπρί, ξεπροβάλλοντας μέσα από τα φτερά του Γύπα.
Ο Γύπας συνέχισε να πετάει και την πέμπτη μέρα. «Κανένας δεν μπορεί να ανεβεί πιο ψηλά από μένα!» φώναξε. «Είμαι ο βασιλιάς!».
«Τσίου-τσίου-τσίου!», τραγούδησε το Κολιμπρί πάνω απ' το κεφάλι του. «Εγώ έφτασα πιο ψηλά, είμαι ο βασιλιάς!».
Ο Γύπας είχε πια κουραστεί και κατέβηκε στη Γη. Ολα τα πουλιά είχαν θυμώσει. Το Κολιμπρί έπρεπε να τιμωρηθεί γιατί τα είχε κοροϊδέψει. Πέταξαν καταπάνω του, κι εκείνο μόλις πρόλαβε να κρυφτεί στη φωλιά ενός ποντικού. Πώς θα το έβγαζαν από εκεί; Κάποιος έπρεπε να παραφυλάξει και να το πιάσει, μόλις θα ξεμύτιζε.
«Η Κουκουβάγια πρέπει να παραφυλάξει! Εχει τα μεγαλύτερα μάτια και βλέπει στο σκοτάδι!», φώναξαν τα πουλιά.
Η Κουκουβάγια πήρε θέση μπροστά στην ποντικότρυπα. Ολη τη νύχτα φρουρούσε άγρυπνα τη φωλιά. Ομως γρήγορα ξημέρωσε, και ο ζεστός ήλιος σκορπούσε τέτοια θαλπωρή, που η Κουκουβάγια νύσταξε και αποκοιμήθηκε.
Το Κολιμπρί κρυφοκοίταξε, είδε ότι η Κουκουβάγια κοιμόταν και φρρρτ!, το έσκασε. Οταν τα πουλιά έφτασαν για να τιμωρήσουν το Κολιμπρί, η ποντικότρυπα ήταν άδεια. «Τσίου-τσίου», άκουσαν από ψηλά. Σήκωσαν το κεφάλι τους και είδαν το παμπόνηρο πουλάκι καθισμένο στο ψηλότερο κλαδί.
Αυτός που θύμωσε περισσότερο ήταν ο Ασπροκόρακας. Γύρισε την πλάτη του στα πουλιά και έκραξε: «Δεν είμαστε άξιοι να εκλέξουμε βασιλιά. Γι' αυτό κι εγώ δεν θα ξαναβγάλω λέξη από το στόμα μου». Και από εκείνη τη μέρα, ο Ασπροκόρακας δεν ξαναμίλησε. Ακόμα και να πληγωθεί, φωνή δεν βγάζει.
Ελέφαντας και Χελώνα
Από την Μπουρκίνα ΦάσοΜια φορά κι έναν καιρό, τον πολύ παλιό καιρό, όταν στον κόσμο υπήρχε μόνο ημέρα και η νύχτα ήταν άγνωστη, ο Ελέφαντας και η Χελώνα μάλωσαν άσχημα. Αιτία ήταν το πλούσιο γρασίδι ενός λιβαδιού. «Είναι δικό μου!» έλεγε η Χελώνα. «Οχι, είναι δικό μου!» επέμενε ο Ελέφαντας. Κανένας δεν υποχωρούσε, ώσπου, στο τέλος, ο Ελέφαντας θύμωσε πολύ. «Θα σου σπάσω το καύκαλο!» φώναξε και σήκωσε το πόδι του να χτυπήσει τη Χελώνα. Εκείνη, κατατρομαγμένη, έτρεξε να κρυφτεί ανάμεσα στους θάμνους της σαβάνας και κρύφτηκε τόσο καλά, που ο Ελέφαντας δεν κατάφερε να τη βρει. Ομως, την άλλη μέρα, ο Ελέφαντας ζήτησε τη βοήθεια των υπόλοιπων ζώων, κι όλοι μαζί ξεκίνησαν για να την ξετρυπώσουν και να την τιμωρήσουν.
Στο μεταξύ η Χελώνα, που ήταν έξυπνη και ήξερε πολλά μαγικά, βλέποντας ότι δεν μπορούσε να ξεφύγει, άρπαξε τη σκόνη και την πέταξε στον άνεμο. Τότε η νύχτα, που όπως είπαμε ήταν άγνωστη ώς εκείνη τη στιγμή, σκέπασε τη γη...
Τα ζώα, μη βλέποντας πια τον ήλιο, τρομοκρατήθηκαν. «Τι πυκνό σκοτάδι!», έλεγαν το ένα στο άλλο. «Τι έγινε ο ήλιος, πού πήγε η μέρα; Πώς θα ζήσουμε τώρα χωρίς φως;». Ο Ελέφαντας, καταστενοχωρημένος, θέλησε να διορθώσει τα πράγματα. Εστειλε τον Κόκορα να ζητήσει συγγνώμη από τη Χελώνα και να την παρακαλέσει να ξαναφέρει τη μέρα στον κόσμο. Ο Κόκορας ζήτησε από τη Χελώνα να συγχωρήσει τον Ελέφαντα, κι εκείνη δέχτηκε, φέρνοντας και πάλι τον ήλιο στον ουρανό. Ομως από τότε οι μέρες δεν είναι πια πάντα ηλιόλουστες και το φως δίνει τη θέση του στο σκοτάδι κάθε νύχτα.
Ο γάμος του ποντικού
Από την ΑιθιοπίαΠριν από πολλά πολλά χρόνια γεννήθηκε ένας όμορφος λευκός ποντικός. Οσο μεγάλωνε τόσο πιο όμορφος γινόταν. Ολοι τον θαύμαζαν και τον καμάρωναν. Οι γονείς του και οι φίλοι του αναρωτιούνταν: «Είναι τόσο χαριτωμένος κι ευγενικός! Πού θα βρούμε νύφη αντάξιά του;». Το σκέφτηκαν από δω, το σκέφτηκαν από κει και αποφάσισαν ότι μόνο στην οικογένεια του Βασιλιά θα έβρισκαν γυναίκα κατάλληλη για τον ωραίο Λευκοπόντικα.
Ετσι, τρεις γέροντες προξενητές, θείοι του ποντικού, ξεκίνησαν για το παλάτι του Βασιλιά, να του ζητήσουν νύφη για το παλικάρι τους. Εφτασαν στην πύλη του παλατιού καταφοβισμένοι. Τρέμοντας πέρασαν στην αίθουσα του θρόνου και γονάτισαν με σεβασμό μπροστά στον Βασιλιά.
«Μεγαλειότατε», είπαν, «μας έστειλε να μεσιτέψουμε στη μεγαλοσύνη σου η οικογένεια του όμορφου ποντικού, που σίγουρα τον έχεις ακουστά. Είναι λευκός σαν χιόνι, το πιο ωραίο πλάσμα της φύσης. Ψάχνουμε για γυναίκα αντάξιά του, αλλά μονάχα στη δική σου τη γενιά θα βρούμε κατάλληλη νύφη, αφού εσύ είσαι ο πιο δυνατός και ο πιο σπουδαίος άνθρωπος στον κόσμο».
Ο Βασιλιάς τούς κοίταξε καλά καλά, χαμογέλασε και απάντησε: «Στον γιο σας πράγματι αξίζει γυναίκα απ' την καλύτερη γενιά. Δεν θα τη βρείτε όμως εδώ. Υπάρχει μια γενιά πιο δυνατή απ' τη δική μου. Είναι η γενιά του Ανέμου. Πηγαίνετε να τον βρείτε».
Οι γέροντες συμφώνησαν και ξεκίνησαν για το σπίτι του Ανέμου. Μπήκαν στην αυλή και περίμεναν.
«Ελάτε μέσα!» τους φώναξε απ' το μπαλκόνι του ο Ανεμος. «Τι ζητάτε;»
«Ψάχνουμε μια γυναίκα άξια να παντρευτεί τον πιο ωραίο ποντικό του κόσμου», είπαν οι γέροντες. «Πήγαμε πρώτα στον Βασιλιά, αλλά αυτός μας είπε ότι ο Ανεμος είναι δυνατότερός του. Κι έτσι ήρθαμε σε σένα, να σου ζητήσουμε νύφη από τη γενιά σου».
Ο Ανεμος τους άκουσε, σκέφτηκε και είπε: «Πολύ καλή η ιδέα σας και σας ευχαριστώ. Ομως δεν είμαι εγώ ο δυνατότερος. Οταν φυσάω με όλη μου τη δύναμη σηκώνω σκόνη και ξεριζώνω δέντρα, αλλά μπροστά στο Βουνό είμαι ανίσχυρος. Φυσάω και φυσάω, μα το Βουνό μένει ακίνητο. Βλέπετε, είναι δυνατότερο από μένα. Πηγαίνετε να το βρείτε».
Τι να κάνουν οι προξενητές, ξεκίνησαν για το σπίτι του Βουνού. Περπάτησαν μερόνυχτα, κι έφτασαν κουρασμένοι. Το Βουνό τους καλοδέχτηκε. «Τι σας έφερε στα μέρη μου;» τους ρώτησε. «Ψάχνουμε νύφη από καλή γενιά για τον πιο όμορφο ποντικό του κόσμου», απάντησαν, «και ο Ανεμος μας είπε πως εσύ, απ' όλα τα πλάσματα, είσαι το πιο σπουδαίο και το πιο δυνατό».
«Δυνατός είμαι», είπε το Βουνό, «αλλά όχι ο δυνατότερος. Υπάρχει κάποιος καλύτερος από μένα. Σκάβει τα θεμέλιά μου μέρα-νύχτα. Φτιάχνει λαγούμια στα πλευρά μου, και με κάνει να τρέμω. Η γενιά του είναι η πιο δυνατή».
«Α, μα στ' αλήθεια είναι δυνατό ένα τέτοιο πλάσμα!», φώναξαν οι προξενητές. «Πού μένει;»
Το Βουνό έδειξε μια τρύπα στη ρίζα του και οι γέροντες πήγαν προς τα εκεί. Ηταν το σπίτι του Γκριζοπόντικα. Χτύπησαν, μπήκαν, είπαν τι ζητάνε. «Βρήκατε την κατάλληλη γυναίκα για τον γιο σας!», φώναξε κατενθουσιασμένος ο γέρος Γκριζοπόντικας. «Τι χαρά να ενωθούν δύο μεγάλες οικογένειες!»
Κι έτσι ο όμορφος Λευκοπόντικας βρήκε γυναίκα αντάξιά του.
Από την "ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ" της "Ελευθεροτυπίας" της Παρασκευής, 28 Δεκεμβρίου 2007