Είναι απλώς ένα ανθρώπινο δημιούργημα για να μας βοηθά στις διάφορες ασχολίες κατά την διάρκεια του έτους. Για τα ημερολόγια ο λόγος, που δεν μπορεί να είναι κάτι το απόλυτο ούτε να βασίζονται σε κάποιο θρησκευτικό ή θείο νόμο.....
Όπως ξέρετε, το ¼ του πληθυσμού της Γης ζει στην περιοχή που καλύπτει η Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και παρ΄ όλο που επίσημα η χώρα αυτή χρησιμοποιεί το Γρηγοριανό ημερολόγιο, όπως και οι δυτικές χώρες, εν τούτοις η κινέζικη Πρωτοχρονιά δεν συμπίπτει με την 1η Ιανουαρίου, αλλά γιορτάζεται σε διαφορετικές ημερομηνίες κάθε χρόνο, αφού βασίζεται ακόμη και σήμερα στο αρχαίο κινεζικό ημερολόγιο που έχει τις ρίζες του στο 14ο αιώνα π.Χ., όταν, σύμφωνα με την παράδοση, το ημερολόγιο αυτό επινοήθηκε και εγκαθιδρύθηκε από τον Κινέζο αυτοκράτορα Χουάνγκτσί το 2637 π.Χ.
Όπως και πολλά άλλα ημερολόγια του κόσμου, το κινεζικό είναι και αυτό ένας συνδυασμός ηλιακού και σεληνιακού ημερολογίου και βασίζεται, μερικώς τουλάχιστον, στις φάσεις της σελήνης, ένα μηνιαίο φαινόμενο που είναι εμφανές σε όλους. Σύμφωνα με το ημερολόγιο αυτό, ένα κανονικό έτος έχει 12 σεληνιακούς μήνες, ενώ ένα δίσεκτο έτος έχει 13 σεληνιακούς μήνες. Σε ημέρες το κανονικό έτος διαρκεί από 353 έως 355 ημέρες, ενώ ένα δίσεκτο διαρκεί από 383 έως 385 ημέρες. Με αυτά ως βάση στο κινεζικό ημερολόγιο η Πρωτοχρονιά γιορτάζεται σε διαφορετικές ημερομηνίες που επαναλαμβάνονται σε μια περίοδο 60 ετών, ενώ κάθε έτος παίρνει την ονομασία ενός ζώου. Έτσι η Πρωτοχρονιά στη διάρκεια του 2005 γιορτάστηκε στις 9 Φεβρουαρίου (έτος 4703 ή έτος του πετεινού), ενώ για το 2006 είναι η 29 Ιανουαρίου (έτος 4704 ή έτος του σκύλου).
Πριν προχωρήσουμε πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξ αρχής ότι ένα ημερολόγιο δεν είναι, ούτε μπορεί να είναι, κάτι το απόλυτο ούτε βασίζεται σε κάποιο θρησκευτικό ή θείο νόμο. Είναι απλά ένα ανθρώπινο δημιούργημα για να μας βοηθάει στις διάφορες ασχολίες μας στη διάρκεια ενός έτους, αφού ένα σύστημα μέτρησης του χρόνου έχει βάση ορισμένα τακτικώς επαναλαμβανόμενα ουράνια φαινόμενα. Τα κύρια, και εμφανή με γυμνό μάτι, ουράνια φαινόμενα που επαναλαμβάνονται σε τακτικές χρονικές περιόδους είναι τρία:
- η περιστροφή της Γης γύρω από τον άξονά της, που αυτή προσδιορίζεται από δύο διαδοχικές μεσουρανήσεις του Ηλίου,
- η περιφορά της Σελήνης γύρω από τη Γη, που αυτή προσδιορίζεται από τη συμπλήρωση των φάσεών της, και
- η περιφορά της Γης γύρω από τον Ήλιο, που αυτή προσδιορίζεται από την επαναλαμβανόμενη διαδοχή των 4 εποχών.
Οι χρόνοι όμως που απαιτούνται για μια περιστροφή και για μια περιφορά της Γης, καθώς και για τη συμπλήρωση των φάσεων της Σελήνης, είναι ασύμμετροι, δηλαδή κανένας απ΄ αυτούς δεν διαιρεί τον άλλον ακριβώς. Η Γη, για παράδειγμα, περιστρέφεται 365,242199 φορές γύρω από τον άξονά της για κάθε μια πλήρη περιφορά της γύρω από τον Ήλιο, ενώ στον ίδιο χρόνο η Σελήνη συμπληρώνει 12,368267 φορές τον κύκλο των φάσεών της, όπου ο κάθε τέτοιος κύκλος διαρκεί 29,530588 ημέρες. Όπως βλέπετε, δεν υπάρχει καμία συμφωνία ανάμεσα σ΄ αυτούς τους αριθμούς. Ένα σωστό όμως ημερολόγιο πρέπει να έχει βάση του τον ακριβή χρόνο που χρειάζεται η Γη για να συμπληρώσει μια πλήρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο, να συμπληρώσει δηλαδή τον κύκλο των εποχών, την επαναλαμβανόμενη παρέλαση της άνοιξης, του καλοκαιριού, του φθινοπώρου και του χειμώνα!
Οι εποχικές αυτές αλλαγές είχαν για τους αρχαίους τεράστια σημασία, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την εμφάνιση της γεωργίας πριν από 10.000 χρόνια. Γι΄ αυτό, και επειδή η σπορά, η συγκομιδή και οι άλλες γεωργικές ασχολίες εξαρτιόνταν από τις αλλαγές των εποχών, η διάρκεια ενός ηλιακού έτους έπρεπε να μετρηθεί επακριβώς. Στην αρχαιότητα όμως υπήρχαν πάρα πολλά προβλήματα στην ακριβή μέτρηση του ηλιακού έτους. Ο Ήλιος, βλέπετε, δεν έχει φάσεις όπως η Σελήνη και γι΄ αυτό δεν μπορούν να αναγνωριστούν κάποιες επαναλαμβανόμενες όψεις του. Ούτε είναι δυνατόν να παρατηρηθεί την ημέρα η θέση του Ηλίου σε μια δεδομένη τοποθεσία του ζωδιακού κύκλου, έτσι ώστε να δημιουργηθεί ένα σωστό ημερολόγιο.
Οι Βαβυλώνιοι ήταν αυτοί που κατέγραψαν για πρώτη φορά την αργή κίνηση του Ηλίου προς την Ανατολή ανάμεσα στα άστρα, γιατί παρατηρούσαν προσεκτικά τον ορίζοντα την ώρα της Δύσης. Έτσι μετά την κάθοδο του Ηλίου και την εμφάνιση των άστρων σημείωναν ποια άστρα ανέτελλαν και ποια έδυαν. Αν, για παράδειγμα, στη Δύση έβλεπαν τον αστερισμό του Σκορπιού έτοιμο να δύσει ακολουθώντας τον δύοντα Ήλιο, αυτός ο αστερισμός σε ένα μήνα είχε χαθεί τελείως και τη θέση του είχε πάρει ο αστερισμός του Τοξότη. Όταν σε ακόμη ένα μήνα χανόταν και ο Τοξότης, φαινόταν ότι ο Ήλιος μεταφερόταν ανατολικά ανάμεσα στα άστρα, καλύπτοντας διαδοχικά με τη λαμπρότητά του τους διάφορους αστερισμούς.
Οι Βαβυλώνιοι και οι Αιγύπτιοι χρησιμοποιούσαν την Αστρονομία για πρακτικούς σκοπούς και δεν γνώριζαν ότι η Γη βρίσκεται σε τροχιά γύρω από τον Ήλιο. Κοιτάζοντας όμως τον Ήλιο από τη Γη μια δεδομένη στιγμή, αυτός φαίνεται σαν να βρίσκεται μπροστά από έναν ορισμένο αστερισμό. Αλλά καθώς η Γη περιφέρεται γύρω από τον Ήλιο, ο Ήλιος φαίνεται ότι κινείται καλύπτοντας έτσι διαδοχικά διάφορους αστερισμούς. Μετά την πάροδο ενός χρόνου, η Γη έχει συμπληρώσει μια ολόκληρη περιφορά γύρω από τον Ήλιο και έτσι ο Ήλιος φαίνεται σαν να έχει γυρίσει και να βρίσκεται μπροστά από τον πρώτο αστερισμό. Αφού λοιπόν ο Ήλιος επέστρεφε στην αφετηρία του έπειτα από περίπου 360 ημέρες, οι Βαβυλώνιοι, χώρισαν τον κύκλο σε 360 μοίρες, μια ιδέα που παραμένει ακόμη και σήμερα.
Το πρώτο αρχαίο ημερολόγιο που εγκατέλειψε τελείως τις σεληνιακές φάσεις δημιουργήθηκε από τους Αιγυπτίους και βασιζόταν στις ετήσιες πλημμύρες του ποταμού Νείλου. Κάθε καλοκαίρι ο μεγάλος αυτός ποταμός πλημμύριζε τις γύρω περιοχές. Λόγω της ξηρασίας που επικρατούσε, οι ετήσιες πλημμύρες του Νείλου θεωρούνταν πραγματικά «θεόσταλτες», γιατί χάρη σ΄ αυτές ποτίζονταν άφθονα οι διψασμένες καλλιέργειες. Επί πλέον μετά την αποχώρηση των νερών άφηναν πίσω τους πλούσια στρώματα εδάφους έτοιμα να βοηθούσαν ακόμη περισσότερο τις καλλιέργειες της νέας χρονιάς.
Οι Αιγύπτιοι θεωρούσαν υπεύθυνη, για τις «ευλογημένες» αυτές πλημμύρες, τη θεά Ίσιδα, στην οποία είχαν αφιερώσει πολλούς ναούς στις όχθες του Νείλου. Ένας απ΄ αυτούς τους ναούς, στα Ντέντερα, ήταν προσανατολισμένος προς το νοτιανατολικό ορίζοντα, τη διεύθυνση από την οποία ανέτελλε η Ίσις με τη μορφή του λαμπρότερου άστρου στο νυχτερινό ουρανό που ονομαζόταν «Σώθι», κι εμείς σήμερα ονομάζουμε Σείριο, στον αστερισμό του Μεγάλου Κυνός. Από τον Μεγάλο Ναό οι ιερείς της Ίσιδος παρακολουθούσαν με προσοχή τον πρωινό ουρανό περιμένοντας την «εωθινή επιστολή του Σείριου», δηλαδή περίμεναν να παρατηρήσουν την ανατολή του Σείριου, λίγο πριν το λαμπρό φως του ανατέλλοντος Ηλίου «σβήσει» το φως όλων των άλλων άστρων του ουρανού.
Επειδή το αστρονομικό αυτό φαινόμενο συνέπιπτε με τις ετήσιες πλημμύρες του Νείλου και συνέβαινε με απόλυτη ακρίβεια μία φορά κάθε χρόνο, οι Αιγύπτιοι κατόρθωσαν να προσδιορίσουν με μεγάλη ακρίβεια ότι η διάρκεια του έτους είναι 365 ημέρες. Το γεγονός αυτό τους επέτρεψε να δημιουργήσουν ένα πλήρες ημερολόγιο 12 μηνών, των 30 ημερών ο καθένας και 5 «επαγόμενων» ημερών που ήταν αφιερωμένες στους θεούς Όσιρι, Ώρο, Ίσιδα, Σηθ, Νεφθύν. Η διαφορά όμως των 6 ωρών που υπολείπονταν από το ημερολόγιό τους των 365 ημερών έγινε αισθητή με την πάροδο των αιώνων. Και γι΄ αυτό σύντομα άρχισαν οι μεταρρυθμίσεις, που συνεχίστηκαν κατά περιόδους ως τον 1ο αιώνα π.Χ.
Την ίδια περίπου περίοδο, όταν πρώτος ύπατος στη Ρώμη ήταν ο Ιούλιος Καίσαρας (101-44 π.Χ.), το ρωμαϊκό ημερολόγιο είχε και αυτό τα χάλια του. Το σεληνοηλιακό αυτό ημερολόγιο είχε καθιερωθεί από τον (μυθικό μάλλον) βασιλέα της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιο τον 7ο αιώνα π.Χ. και αποτελούνταν από ένα έτος 12 μηνών, που λόγω δεισιδαιμονίας, είχαν μονό αριθμό ημερών. Συνολικά δηλαδή το ημερολογιακό έτος του Νουμά είχε 354 ημέρες. Για να συμπληρωθούν οι 365 ημέρες του ηλιακού έτους, πρόσθεταν κάθε 3 χρόνια έναν εμβόλιμο μήνα, 33 ημερών, που τον ονόμαζαν Μερκεδόνιο. Επειδή όμως το ρωμαϊκό ημερολογιακό έτος ήταν μερικές ώρες μικρότερο από το ηλιακό, ήταν επόμενο ότι στους 7 αιώνες που πέρασαν από την εφαρμογή του είχε συσσωρευθεί ένα τεράστιο λάθος.
Γι΄ αυτό το 46 π.Χ. ο Ιούλιος Καίσαρ, με την βοήθεια του Έλληνα αστρονόμου Σωσιγένη, που μετακάλεσε από την Αλεξάνδρεια, διόρθωσε το ρωμαϊκό ημερολόγιο προσθέτοντας στο έτος 45 π.Χ. 90 ημέρες, που όμως δεν μετρήθηκαν διότι είχαν ήδη μετρηθεί στους 7 προηγούμενους αιώνες. Έτσι τον επόμενο χρόνο, το 44 π.Χ., η εαρινή ισημερία επανήλθε στην αρχική της θέση, στις 23 Μαρτίου. Ο Σωσιγένης υπολόγισε τη διάρκεια του έτους ίση με 365 ημέρες και 6 ώρες και όρισε όπως : τα έτη έχουν 365 ημέρες, και σε κάθε τέταρτο έτος πρόσθετε ακόμη μια ημέρα μετά την «έκτη προ των καλενδών του Μαρτίου». Έτσι η ημέρα αυτή, επειδή μετριόταν δύο φορές, ονομάστηκε «bis sextus» δηλαδή «δις έκτη» και το έτος που την περιέχει «δίσεκτο».
Αλλά το Ιουλιανό ημερολόγιο δεν ήταν τέλειο, γιατί παρ΄ όλο τον καλύτερο προσδιορισμό του ηλιακού έτους από τον Σωσιγένη, υπήρχε ακόμη μια μικρή απόκλιση από την πραγματικότητα. Ο Σωσιγένης καθόρισε το ηλιακό (ή τροπικό) έτος ίσο ως προς 365,25 μέσες ηλιακές ημέρες, βασιζόμενος στους υπολογισμούς του πατέρα της Αστρονομίας, Ιππάρχου, ο οποίος έναν αιώνα νωρίτερα είχε προσδιορίσει ότι το ηλιακό έτος θα έπρεπε να έχει διάρκεια 365,242 ημέρες. Σήμερα όμως γνωρίζουμε με μεγαλύτερη ακρίβεια τη διάρκεια του ηλιακού έτους που είναι 365,242199 ημέρες. Έτσι το καθορισμένο από τον Σωσιγένη έτος είναι μεγαλύτερο του πραγματικού κατά 0,0078 της ημέρας, ή κατά περίπου 11 λεπτά και 13 δευτερόλεπτα, χρόνος που εκ πρώτης όψεως δείχνει σχεδόν ασήμαντος. Κάθε τέσσερα χρόνια όμως το μικρό αυτό λάθος έφτανε να γινόταν περίπου 45 λεπτά, και κάθε 129 χρόνια γινόταν μια ολόκληρη μέρα. Μέσα στα 400 πρώτα χρόνια από την εφαρμογή του Ιουλιανού ημερολογίου το λάθος είχε φτάσει τις 3 ημέρες περίπου, με αποτέλεσμα το 325 μ.Χ., έτος συγκλήσεως της Α’ Οικουμενικής Συνόδου -που προσδιόρισε τον εορτασμό του χριστιανικού Πάσχα, που συνδεόταν με την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης- η εαρινή ισημερία να συμβεί στις 21 Μαρτίου.
Κατά τους 3 πρώτους αιώνες της Χριστιανοσύνης, οι διάφορες Εκκλησίες γιόρταζαν το Πάσχα σε διαφορετικές ημερομηνίες. Άλλες, κατά το παράδειγμα των αποστόλων Ιωάννη και Παύλου, κατά την ημέρα του θανάτου του Χριστού, την 14η του μηνός Νισάν, δηλαδή μία ημέρα πριν από την γιορτή του εβραϊκού Πάσχα και σε οποιαδήποτε ημέρα της εβδομάδας κι αν συνέπιπτε, και άλλες πάντοτε κατά την Κυριακή που ακολουθούσε την πρώτη εαρινή πανσέληνο. Λόγω των διαφορών αυτών στον εορτασμό του Πάσχα από τις διάφορες Εκκλησίες, η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, που συνεκλήθη στη Νίκαια της Βιθυνίας, από τον Μέγα Κωνσταντίνο, το 325 μ.Χ. θέσπισε τα του προσδιορισμού της εορτής του Πάσχα με μια εγκύκλιο επιστολή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, στην οποία εκτίθεται ο γνωστός έκτοτε ως «Όρος της Νίκαιας». Σύμφωνα με αυτόν: «Το Πάσχα θα πρέπει να εορτάζεται την Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης, κι αν η πανσέληνος συμβεί Κυριακή, τότε να εορτάζεται την επόμενη Κυριακή ώστε να μην συμπίπτει με την εορτή του εβραϊκού Πάσχα». Ο εορτασμός του Πάσχα λοιπόν συνδέθηκε άμεσα με την εαρινή ισημερία και την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης.
Όπως άλλωστε αναφέρει και στην διδακτορική του διατριβή ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Χριστόδουλος, ‘...αξιοσημείωτο τυγχάνει το γεγονός ότι η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, θελήσασα να ωρίσει την ημέρα εορτασμού του Πάσχα, δεν ώρισε μήνας και ημέρας του Ιουλιανού ημερολογίου, αλλ’ ‘έθετο ως σταθεράν βάσιν του υπολογισμού την εαρινήν ισημερίαν, δηλαδή ώρισε τα κατά τον εορτασμόν ουχί ημερομηνιακώς, αλλ’ αστρονομικώς, και τούτο διότι το κανονικώς ενδιαφέρον δεν είναι η ημερομηνία, αλλά η ισημερία’.
Το όλο θέμα δηλαδή είναι πλέον, με βάση τον «Όρο της Νίκαιας», ένα καθαρά αστρονομικό-μαθηματικό πρόβλημα, γι’ αυτό και η Α’ Οικουμενική Σύνοδος, λόγω της ακμής της αστρονομίας και των μαθηματικών στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, ανέθεσε στον εκάστοτε πατριάρχη Αλεξανδρείας με ειδικές «πασχάλιες επιστολές» να γνωστοποιεί κάθε χρόνο στις άλλες Εκκλησίες την ημέρα εορτασμού του Πάσχα, αφού πρώτα υπολογιστεί με την βοήθεια των αστρονόμων της Αλεξανδρείας η ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου. Για να βρούμε επομένως την ημερομηνία εορτασμού του Πάσχα τυχόντος έτους, αρκεί να γνωρίζουμε την ημερομηνία της πρώτης εαρινής πανσελήνου και στη συνέχεια να βρούμε την πρώτη Κυριακή που ακολουθεί αυτή την πανσέληνο
Επειδή τότε θεωρούσαν ότι η εαρινή ισημερία (21 Μαρτίου) θα παρέμενε σταθερή, βάσισαν τον κανόνα προσδιορισμού του Πάσχα σε αυτή την ημερομηνία. Τα πράγματα όμως, με το λανθασμένου υπολογισμού έτος του Ιουλιανού ημερολογίου, δεν ήταν έτσι. Το λάθος των 11 λεπτών συσσωρευόταν και η εαρινή ισημερία μετατοπιζόταν όλο και πιο νωρίς. Έτσι, ενώ την εποχή του Χριστού η εαρινή ισημερία συνέβαινε στις 23 Μαρτίου, το 325 μ.Χ. αυτή συνέβη στις 21 Μαρτίου, και το 1582 μ.Χ. είχε φτάσει να συμβαίνει στις 10 Μαρτίου, γεγονός που δημιουργούσε προβλήματα στον ακριβή προσδιορισμό του εορτασμού του χριστιανικού Πάσχα σύμφωνα με τον Όρο που είχε θεσπίσει η Οικουμενική Σύνοδος το 325 μ.Χ.
Η μετατόπιση αυτή της εαρινής ισημερίας είχε γίνει αντιληπτή από τον 8ο αιώνα μ.Χ. Το 1324 μάλιστα, ο μεγαλύτερος αστρονόμος του Βυζαντίου, ο Νικηφόρος Γρηγοράς, (ο αποκαλούμενος «φιλόσοφος») πρότεινε στον αυτοκράτορα Ανδρόνικο Παλαιολόγο να κάνει κάποια μεταρρύθμιση, αλλά αυτός αρνήθηκε ..... ‘δια τον φόβον συγχύσεως των αμαθών και μερισμού της Εκκλησίας’. Έναν αιώνα αργότερα, το 1450, ο Πλήθων Γεμιστός διαμόρφωσε ένα δικό του ημερολόγιο, το οποίο ‘...αν εφηρμόζετο δεν θα υπήρχε η ανάγκη άλλης μεταρρυθμίσεως’.
Τον 14ο αιώνα ο βασιλιάς της Καστίλης, Αλφόνσος Ι’ ο Σοφός (γνωστότερος ως συγγραφέας και αστρονόμος, στον οποίο αφιερώθηκαν οι περίφημοι «Αλφόνσιοι Πίνακες») πληροφορήθηκε από μια ομάδα αστρονόμων, που ο ίδιος είχε συγκεντρώσει, ότι η διάρκεια του ηλιακού (τροπικού) έτους ήταν ίση με 365 ημέρες, 5 ώρες, 43 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα, που είναι κατά 5 λεπτά και 34 δευτερόλεπτα μόνο μικρότερη από την σημερινή αποδεκτή. Ο νέος αυτός υπολογισμός απέδειξε πλέον επίσημα για την διόρθωση του Ιουλιανού ημερολογίου.
Ο Roger Bacon υπολόγισε επίσης ότι το συσσωρευθέν λάθος είχε φτάσει στην εποχή του τις 8 ημέρες και πρότεινε ημερολογιακή μεταρρύθμιση στον πάπα Κλήμεντα Α’. Ο πάπας όμως πέθανε πριν προλάβει να κάνει τίποτα. Στις αρχές του 15ου αιώνα πολλοί ήταν εκείνοι που ανακίνησαν και πάλι το θέμα του λάθους. Η Σύνοδος μάλιστα της Βασιλείας, το 1439, προετοίμασε και ανακοίνωση, η οποία όμως δεν εξεδόθη ποτέ. Το 1474 ο πάπας Σίξτος Δ’ ανέθεσε στον περίφημο αστρονόμο Johannes Regomontanous την ημερολογιακή μεταρρύθμιση. Δεν πρόλαβε όμως ούτε καν να αρχίσει την εργασία αυτή, γιατί πέθανε δηλητηριασμένος από τους εχθρούς του. Η Σύνοδος του Λατερανού, το 1524, ξανάπιασε το θέμα χωρίς όμως αποτέλεσμα. Το 1545 η Σύνοδος του Τριεστίνο ανέθεσε στον πάπα Παύλο Γ’ και κατόπιν στον πάπα Πίο Ε’ να κάνουν την μεταρρύθμιση, χωρίς όμως ούτε αυτοί να βρουν κάποια αποδεκτή λύση.
Αυτή βρέθηκε το 1572, έτος που εξελέγη πάπας ο Γρηγόριος ΙΓ’. Ο ιησουίτης αστρονόμος Christoforous Clavious, με την βοήθεια του αστρονόμου Luigi Liglio, επεξεργάστηκε την παπική βούλα της ημερολογιακής μεταρρύθμισης που δημοσιεύτηκε τον Φεβρουάριο του 1582.. Με αυτήν, η 5η Οκτωβρίου 1582 ονομάστηκε 15η Οκτωβρίου, για να διορθωθεί το λάθος των 10 ημερών, που είχε συσσωρευθεί τους προηγούμενους 11 αιώνες, και για να επιστρέψει η εαρινή ισημερία την 21η Μαρτίου, όπως ήταν κατά την Α’ Οικουμενική Σύνοδο.
Για να μην επαναληφθεί το λάθος αυτό, ο Liglio διόρθωσε τον κανόνα του Ιουλιανού ημερολογίου που πλέον όριζε ότι: δίσεκτα θα είναι τα έτη που ο αριθμός τους διαιρείται με τον αριθμό 4, εξαιρουμένων των «επαιωνίων», δηλαδή των έτών των αιώνων. Από τις επαιωνίες όριζε ως δίσεκτα μόνο όσα έχουν αριθμό αιώνων που διαιρείται ακριβώς με τον αριθμό 4. Με την τροποποίηση αυτή το επαιώνιο έτος 1900 δεν ήταν δίσεκτο, ενώ αντίθετα , το επαιώνιο έτος 2000 ήταν. Η τροποποίηση αυτή καθορίζει ότι σε κάθε 400 χρόνια θα έχουμε 97 δίσεκτα έτη, αντί των 100 δίσεκτων ετών του Ιουλιανού ημερολογίου, μια και το λάθος του Ιουλιανού ημερολογίου είναι 3 ημέρες και περίπου 3 ώρες κάθε 400 χρόνια. Φυσικά, με αυτόν τον τρόπο διορθώνουμε μεν το λάθος των 3 ημερών, παραμένει όμως ένα λάθος 3 ωρών κάθε 400 χρόνια, που θα συσσωρευθεί σε περίπου 1 ημέρα μετά την πάροδο περίπου 3200 ετών.
Το Νέο ή Γρηγοριανό ημερολόγιο, όπως ονομάστηκε προς τιμήν του πάπα Γρηγορίου ΙΓ’, είναι αυτό που χρησιμοποιείται πλέον επίσημα από το μεγαλύτερο τμήμα του παγκόσμιου πληθυσμού, παρ’ όλο που δεν έγινε αμέσως ή εύκολα αποδεκτό απ’ όλους. Ο καθολικός κλήρος αναγκάστηκε να προσφύγει στην ανακοίνωση «θαυμάτων» για να το καθιερώσει. Τα ευρωπαϊκά καθολικά κράτη το αποδέχτηκαν τελικά μέσα στα επόμενα 5 χρόνια. Τα προτεσταντικά κράτη, όμως, χρειάστηκαν ακόμη έναν αιώνα, ενώ η Αγγλία και οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής ακόμη περισσότερο, αποδεχόμενες τελικά την ημερολογιακή μεταρρύθμιση (με διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες του λαού) μόλις το 1752. Το ίδιο άλλωστε συνέβη και στην Ανατολή, όπου η αντίδραση της Ορθόδοξης Εκκλησίας ήταν άμεση και οξεία. Οι πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας και Αντιοχείας διαμαρτυρήθηκαν έντονα στη Ρώμη και το Ιουλιανό ημερολόγιο παρέμεινε σε ισχύ σε όλα τα ορθόδοξα κράτη μέχρι τον 20ο αιώνα.
Η Ελληνική πολιτεία ανακίνησε το ημερολογιακό θέμα το 1919, οπότε, έπειτα από γνωμάτευση μιας ειδικής επιτροπής, η Ιερά Σύνοδος αποφάσισε παμψηφεί ότι ‘...η μεταβολή του Ιουλιανού ημερολογίου μη προσκρούουσα εις δογματικούς και κανονικούς λόγους δύναται να γίνει (.....), της Εκκλησίας κρατούσης μεχρι του νέου επιστημονικού ημερολογίου, το Ιουλιανόν’. Κι έτσι η Ελληνική πολιτεία, με νομοθετικό διάταγμα που έλαβε την 18ης Ιανουαρίου 1923, και δημοσιεύθηκε την 23η Ιανουαρίου 1923, αντικατέστησε το Ιουλιανό ημερολόγιο με το Γρηγοριανό και όρισε ως ημερομηνία έναρξης εφαρμογής του την 16η Φεβρουαρίου 1923 που την ονόμασε 1η Μαρτίου. Αφαιρέθηκαν, δηλαδή, 13 ημέρες από το έτος 1923, και αυτό γιατί στις 10 ήδη υφιστάμενες ημέρες λάθους μεταξύ Ιουλιανού και Γρηγοριανού ημερολογίου από το 325 έως το 1582, είχε επέλθει μια καθυστέρηση και άλλων 3 ημερών στα 340 χρόνια που είχαν περάσει από την εισαγωγή του Γρηγοριανού ημερολογίου.
Επειδή όμως η Εκκλησία διατήρησε το Ιουλιανό ημερολόγιο, υπήρξε οξεία αντίδραση του λαού όταν ο εορτασμός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου δεν συνέπεσε με την εθνική μας εορτή της 25ης Μαρτίου. Έτσι με ομόφωνη και πάλι απόφασή της η Εκκλησία της Ελλάδος ‘...λαμβάνουσα μεν υπ’ όψιν, την εκ της διαφοράς του εκκλησιαστικού ημερολογίου προς το επικρατήσαν ήδη πολιτικόν ημερολόγιον, προερχομένην σύγχυσιν παρά τω λαώ και την εκ ταύτης θρησκευτικήν βλάβην αυτού, ανταποκρινόμενη δε εις την πανταχόθεν εκδηλόυμενην επιθυμίαν, αποφασίζει όπως αφομοιώση το εκκλησιστικόν ημερολόγιον προς το πολιτικόν...’. Έτσι από τις 24 Μαρτίου του 1924 το εκκλησιαστικό ημερολόγιο συνταυτίστηκε με το πολιτικό, χωρίς όμως τη μετακίνηση του Πασχαλίου, που ακολουθεί και υπολογίζεται, ακόμη και σήμερα, με βάση το Ιουλιανό ή Παλαιό ημερολόγιο.
Η διαφορά όμως του εορτασμού του Πάσχα από τις δυτικές και ανατολικές εκκλησίες δεν βασίζεται μόνο στο λάθος του Ιουλιανού ημερολογίου, αλλά και στον επίσης ελλιπή Μετωνικό κύκλο (5ος αιώνας π.Χ.), με τον οποίο η Ορθόδοξη Εκκλησία εξακολουθεί να υπολογίζει τις ημερομηνίες των εαρινών πανσελήνων. Και αυτό γιατί σύμφωνα με τον Σεληνιακό κύκλο του Μέτωνα, 19 έτη του Ιουλιανού / Παλαιού ημερολογίου είναι ίσα με 235 σεληνιακούς συνοδικούς μήνες. Υποτίθεται, δηλαδή, ότι μετά παρέλευση 19 ετών οι ημερομηνίες των πανσελήνων επαναλαμβάνονται. Αυτό όμως δεν είναι τελείως ακριβές.
Επειδή σήμερα γνωρίζουμε ότι ένας συνοδικός μήνας είναι ίσος με 29,530588 ημέρες, τότε οι 235 μήνες του Μετωνικού κύκλου είναι ίσοι με 6.939,688180 ημέρες. Γνωρίζουμε επίσης ότι το τροπικό (ηλιακό) έτος έχει διάρκεια 365,242199 ημέρες, που σημαίνει ότι τα 19 έτη του Μετωνικού κύκλου είναι ίσα με 6.939,601781 ημέρες. Βλέπουμε, δηλαδή, ότι ανάμεσα στους 235 συνοδικούς μήνες και στα 19 τροπικά έτη υπάρχει μια διαφορά 0,086399 της ημέρας, ή 2 ώρες, 4 λεπτά και 24,8736 δευτερόλεπτα σε κάθε 19ετή κύκλο.
Με την πάροδο όμως των ετών τα λάθη έχουν συσσωρευθεί. Έτσι, στις 13 ημέρες της λανθασμένης Ιουλιανής εαρινής ισημερίας προστίθεται και το λάθος του 19ετούς Μετωνικού κύκλου, το οποίο σήμερα ανέρχεται σε περίπου 5 ημέρες. Η Ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία, παρ’ όλο που όπως είπαμε έχει αποδεχθεί από το 1924 για τις ακίνητες εορτές το Νέο / Γρηγοριανό ημερολόγιο, εξακολουθεί, ακόμη και σήμερα να χρησιμοποιεί το Παλαιό / Ιουλιανό ημερολόγιο αλλά και τον Κύκλο του Μέτωνος, για τον προσδιορισμό της ημερομηνίας εορτασμού του Πάσχα. Αποτέλεσμα όλων αυτών είναι και το γεγονός της διαφοράς που υπάρχει ανάμεσα στις ανατολικές και στις δυτικές εκκλησίες. Η διαφορά αυτή δεν άπτεται καθόλου δογματικών θεμάτων της χριστιανικής εκκλησιαστικής λατρείας ή θρησκείας. Γιατί, όπως είδαμε, το όλο θέμα προσδιορισμού της εορτής του Πάσχα είναι ένα απλό αστρονομικό-μαθηματικό πρόβλημα.
Γι’ αυτό άλλωστε και οι πρώην Οικουμενικοί Πατριάρχες Δημήτριος και Αθηναγόρας προ ετών πρότειναν ‘.... πρώτον πανορθόδοξον και δεύτερον Πανχριστιανική ιεράν συμφωνία, προς καθορισμόν σταθεράς Κυριακής διηνεκώς από κοινού εορτασμού του ενός Χριστιανικού Πάσχα υφ’ απάντων των ανά την Οικουμένη χριστιανών’.
Πολλοί λαοί χρησιμοποιούν παράλληλα με το Γρηγοριανό ημερολόγιο, για πολιτικούς κυρίως λόγους, και το δικό τους εντόπιο ημερολόγιο για τις θρησκευτικές τους εορτές. Οι Εβραίοι, για παράδειγμα, χρησιμοποιούν ένα σεληνιακό ημερολόγιο που χωρίζεται σε 12 μήνες των 29 ή 30 ημερών, ανάλογα με τις φάσεις της Σελήνης. Κάθε 19 χρόνια όμως, προστίθεται ένας επιπλέον μήνας στο έτος για να φέρει το ημερολόγιο να συμφωνεί με το ηλιακό έτος. Η λέξη «Πάσχα», άλλωστε, προέρχεται από την εβραϊκή λέξη «πεσάχ» που σημαίνει «διέλευση» και είναι η μνημόσυνος εορτή των Εβραίων, και αναφέρεται στην «διέλευση του Γιαχβέ» από την Αίγυπτο δια μέσου της Ερυθράς Θάλασσας, σε αντίδραση του νόμου των Αιγυπτίων, προς πάταξη των πρωτότοκων παιδιών των Εβραίων, οι οποίοι κρατούσαν τον Μωϋσή και των αδελφούς του, ως δούλους. Σύμφωνα με το σεληνιακό τους ημερολόγιο, οι Εβραίοι γιόρταζαν το Πάσχα στη διάρκεια του μηνός Νισάν που σημαίνει «καιρός που πρασινίζουν τα πάντα». Ο μήνας αυτός ήταν επίσης και ο πρώτος μήνας του εβραϊκού έτους και άρχιζε λίγο πριν από την εαρινή ισημερία, την ημέρα της εμφάνισης της Νέας Σελήνης, αφού οι εβραϊκοί μήνες δεν καθορίζονταν με μόνιμο ημερολόγιο, αλλά σύμφωνα με τις νουμηνίες, δηλαδή τις φάσεις της Σελήνης. Γι’ αυτό και η εορτή του Πάσχα γιορταζόταν από τους Εβραίους τη 15η του μηνός Νισάν, δηλαδή την ημέρα της πρώτης εαρινής πανσελήνου.
Την παλιά λοιπόν εκείνη εποχή στην Ιερουσαλήμ το Μεγάλο Συνέδριο των Εβραίων, το Σανχεντρίν, συνεδρίαζε επίσημα το απόγευμα της 29ης κάθε μήνα στην ειδική αίθουσα του Μεγάλου Ναού του Σολομώντα. Εκείνο το βράδυ οι Αρχιερείς έστελναν έναν ή περισσότερους νεαρούς ιερείς στον εξώστη του Μεγάλου Ναού για να παρατηρήσουν τον δυτικό ουρανό κατά την στιγμή της δύσης του Ηλίου και να αναφέρουν εαν μπορούσαν να διακρίνουν την εμφάνιση του μικρού φωτισμένου δρέπανου της Νέας Σελήνης. Εάν παρατηρούσαν κάτι τέτοιο, οι νεαροί ιερείς το ανέφεραν αμέσως στο Μεγάλο Συνέδριο των Αρχιερέων, οι οποίοι εξέταζαν αμέσως και προσεκτικά τις λεπτομέρειες της παρατήρησής τους.
Η όλη τελετουργική αυτή εξέταση γινόταν ακόμη πιο επίσημη όταν επρόκειτο για την αρχή του μηνός Νισάν, αφού ήταν ο πρώτος μήνας του εβραϊκού έτους. Κι εάν οι Αρχιερείς πείθονταν ότι οι μάρτυρες είχαν πράγματι δει το φωτισμένο δρέπανο της Σελήνης, τότε ανακοίνωναν την αρχή του Νισάν και παράλληλα την αρχή του έτους, με τους ήχους της τελετουργικής σάλπιγγας που ήταν φτιαγμένη από κέρατο κριού. Στις πλαγιές των λόφων που περιέβαλαν την Ιερουσαλήμ πολυάριθμες ομάδες ανθρώπων περίμεναν με ανυπομονησία την αναγγελία του χαρμόσυνου γεγονότος. Με το άκουσμα της σάλπιγγας, χαρούμενοι, άναβαν μια συνθηματική φωτιά και κουνούσαν αναμμένους πυρσούς για να μεταδώσουν την αναγγελία της εισόδου του νέου έτους στις άλλες περιοχές, από λόφο σε λόφο και από βουνό σε βουνό, μέχρι τη Βαβυλώνα.
Από τους πανάρχαιους προγόνους μας, η άφιξη της άνοιξης καλωσοριζόταν πάντα με μεγάλη χαρά και αγαλλίαση, διότι σήμαινε το τέλος του «καιρού του θανάτου» όπως αποκαλούσαν τον χειμώνα τα παλιά χρόνια. Η άνοιξη άλλωστε είναι πραγματικά μια υπέροχη εποχή και παρ’ όλο που περιλαμβάνει και μερικές μέρες από τον ευμετάβλητο Μάρτιο (τον «Πεντάγωνο» όπως τον αποκαλεί ο λαός μας) προπέμπει αμέσως μετά την είσοδο του ανθοφόρου Απριλομάη: «του Απρίλη με τα λουλούδια και του Μάη με τα ρόδα». Οι παλαιοί, στον ερχομό της άνοιξης έβλεπαν το τέλος των στερήσεών τους, του κρύου και του θανάτου. Γιατί την άνοιξη τα χιόνια έλιωναν και χάνονταν, τα χόρτα και τα αγριολούλουδα των λιβαδιών φούντωναν, ο καιρός ημέρευε, γινόταν θερμότερος και τα μπουμπούκια παρουσιάζονταν και πάλι στα δέντρα. Έβλεπαν τη ζωή να ξαναγυρίζει στη Γη. Χαίρονταν χαρά μεγάλη και πρόσφεραν τις ευχαριστίες τους στους ειδωλολατρικούς θεούς τους, γιατί ξαναγύριζε η άνοιξη, θα μεγάλωναν οι μέρες, θα γλύκανε ο καιρός και καλύτερες μέρες θα έρχονταν και πάλι. Γιατί λοιπόν να παραξενευτεί κανείς που στα παλιά χρόνια πολλοί λαοί γιόρταζαν την πρώτη μέρα της άνοιξης , την εαρινή ισημερία, σαν αρχή ενός καινούργιου έτους, σαν εποχή αναγέννησης της φύσης; Ήταν πράγματι ο θάνατος του σκότους και η γέννηση του φωτός.
Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει λοιπόν να τοποθετηθεί και η θριαμβευτική είσοδος του Ιησού στην Ιερουσαλήμ, την Κυριακή των Βαϊων, με όλα τα γνωστά που ακολούθησαν, τον Μυστικό Δείπνο και την Σταύρωση, αφού όπως ξέρουμε όλα αυτά συνέβησαν μέσα στην εβδομάδα που γιορταζόταν το εβραϊκό Πάσχα. Δεν είναι λοιπόν καθόλου παράξενο που η Ανάσταση του Χριστού συνέπεσε με την αναζωογόνηση που αντικατοπτρίζεται στην εποχή της άνοιξης. Είναι εύκολο λοιπόν να αντιληφθούμε γιατί τα σύμβολα της άνοιξης, όπως τα λουλούδια, τα νεογέννητα αρνάκια και τα κόκκινα αυγά είναι τόσο χαρακτηριστικά μέσα στην πασχαλινή περίοδο. Γι’ αυτό άλλωστε και το Πάσχα ήταν ανέκαθεν μια προσφιλής περίοδος για βαπτίσεις, αφού η βάπτιση σαν μυστήριο αυτή καθεαυτή αντιπροσωπεύει μια νέα πνευματική περίοδο. Όσοι βαπτίζονταν φορούσαν πάντοτε λευκές ενδυμασίες για το μυστήριο, και έτσι το λευκό χρώμα συνδέθηκε πολύ στενά με τον εορτασμό του Πάσχα.
Στη περίπτωση τώρα του αραβικού-μουσουλμανικού ημερολογίου, που κι αυτό είναι σεληνιακό με διάρκεια 354 ημερών, δεν προστίθεται ποτέ κάποιος επιπλέον μήνας, με αποτέλεσμα οι διάφορες θρησκευτικές εορτές των μουσουλμάνων να μετακινούνται δια μέσου των εποχών. Το γεγονός αυτό οδηγεί το ημερολόγιο να αρχίζει 10 έως 12 ημέρες νωρίτερα του προηγούμενου σε σχέση με το ηλιακό έτος. Η Πρωτοχρονιά δηλαδή των μουσουλμάνων είναι πάντα η πρώτη ημέρα του μήνα, τον οποίο ονομάζουν «Μουχαράμ».
Αλλά και στη χρονολόγηση υπάρχει διαφορά, αφού οι μουσουλμάνοι ξεκινούν την αρίθμηση των ετών τους από το «Έτος της Εγίρας», δηλαδή την 16η Ιουλίου του 622 μ.Χ. στο Ιουλιανό ημερολόγιο. Η ημέρα αυτή είναι η συμβατική ημέρα της αναχώρησης του Μωάμεθ από τη Μέκκα προς τη γειτονική πόλη της Μεδίνας για να γλιτώσει από μια συνωμοσία εναντίον του. Την ημέρα αυτή γιορτάζεται και η Πρωτοχρονιά των μουσουλμάνων.
Στην Ιαπωνία γιορταζόταν ανέκαθεν η φύση, όπως για παράδειγμα η ημερομηνία άνθησης των κερασιών. Το ημερολόγιο τους ήταν παρόμοιο με το κινεζικό και χωριζόταν σε 24 δεκαπενθήμερες περιόδους και ήταν συνδεδεμένο με τις αγροτικές τους εργασίες. Από το 1873, όμως, η Ιαπωνία εισήγαγε το Γρηγοριανό ημερολόγιο με διαφορετική όμως χρονολόγηση, που συνεχίζεται από το 600 π.Χ. Πολλοί, επίσης, λαοί της νοτιοανατολικής Ασίας χρησιμοποιούν το σεληνιακό βουδιστικό ημερολόγιο 12 μηνών, των 29 ή 30 ημερών, με ένα δίσεκτο μήνα 30 ημερών που προστίθεται σε κανονικά διαστήματα. Και σε αυτές όμως τις περιπτώσεις αλλάζει και εδώ η χρονολόγηση.
Αν λοιπόν νομίζετε ότι σε λίγες μέρες θα γιορτάσουμε την είσοδό μας στο έτος 2008 μ.Χ. θα πρέπει να αναθεωρήσετε τη γνώμη σας, γιατί, όπως εξηγήθηκε συνοπτικά πιο πάνω, η χρονολόγηση αυτή αφορά τον χριστιανικό κόσμο, αφού και οι άλλοι λαοί έχουν τη δική τους χρονολόγηση. Με βάση, λοιπόν, αυτά τα δεδομένα, θα μπούμε στο έτος:
1428 για τους μουσουλμάνους
1386 για τους Πέρσες
5768 για τους Εβραίους
2756 για τους Αιγυπτίους
1457 για τους Αρμένιους
1724 για τους Κόπτες
2000 για τους Αιθίοπες
5108 για τους Ινδουιστές και
216 από την Γαλλική Επανάσταση.