Ο Σάνον, έχοντας βάλει τις βάσεις στην Τούμπα για την κατάκτηση του πρωταθλήματος, το οποίο ήρθε τελικά με τον αείμνηστο Λόραντ στον πάγκο το 1976, έφυγε για το Καυταντζόγλειο και τον Ηρακλή. Εκεί βρήκε τον Βασίλη Χατζηπαναγή και μαζί πήγαν τον «Γηραιό» έως την πηγή. Ο μοναδικός τίτλος του Ηρακλή, το Κύπελλο του 1976 μετά το «επικό» 4-4 με τον Ολυμπιακό, έφερε τη σφραγίδα του «Βάσια» αλλά και του Λες Σάνον, ο οποίος έκανε τους «κυανόλευκους» να αποκτήσουν ταυτότητα και φυσιογνωμία νικητή.
Η κάθοδός του στον Ολυμπιακό δεν συνοδεύτηκε από επιτυχία, μια και ήδη τα χρόνια είχαν βαρύνει τα πόδια του Κρητικόπουλου, του Σταυρόπουλου, του Δαβουρλή και του Δεληκάρη, ο οποίος βρισκόταν σε σύγκρουση με τη διοίκηση. Παρ' όλα αυτά, πλησίασε στον τίτλο, που χάθηκε από μία ήττα στην Καστοριά. Δούλεψε ακόμη στον ΟΦΗ και το Αιγάλεω πριν επιστρέψει στην Αγγλία.
Ο Σάνον για πάντα, όμως, θα είναι συνδεδεμένος με τον ΠΑΟΚ των 70s. Ισως μάλιστα ένα φιλικό παιχνίδι του Φεβρουαρίου του 1973 να αποτελεί το απόλυτο ρέκβιεμ για το τι αληθινά πρόσφερε στον ΠΑΟΚ και στο ελληνικό ποδόσφαιρο αυτός ο τζέντλεμαν. Τότε ο «Δικέφαλος του Βορρά» φιλοξένησε σε φιλικό ματς στην Τούμπα την πληρέστερη ομάδα που είδε ποτέ ο πλανήτης σε συλλογικό επίπεδο, τον Αγιαξ του Κρόιφ, του Κάιζερ, του Χάαν, του Κρολ και του Ρεπ. Μία εβδομάδα νωρίτερα, σε άλλο φιλικό ματς στη Βαρκελώνη, ο Αγιαξ είχε συντρίψει την Μπαρτσελόνα 5-1 και στο πρωτάθλημα μόλις είχε διαλύσει 3-0 την Αϊντχόφεν εκτός έδρας. Λίγες εβδομάδες μετά, στα προημιτελικά του Κυπέλλου πρωταθλητριών θα σκόρπιζε την Μπάγερν του Μπεκενμπάουερ 4-0 στον δρόμο για το τρίτο σερί τρόπαιο. Κι όμως, το μεσημέρι εκείνο στην κατάμεστη Τούμπα ο ΠΑΟΚ έπαιξε στα ίσα τους Ολλανδούς και το τελικό 1-1 ήταν κολακευτικό γι' αυτούς.
Ο Στέφαν Κόβατς απένειμε τα εύσημα στον Σάνον για την ομάδα και το παιχνίδι της και χαρακτήρισε τον Κούδα «παίκτη με στόφα, που θα στεκόταν ακόμα και δίπλα στον Κρόιφ». Το καλοκαίρι του 1973, όταν ο Αγιαξ και ο Κόβατς θα χώριζαν τους δρόμους τους, ο Λες Σάνον θα έμπαινε στη λίστα των υποψηφίων ανάμεσα στον Μπράιαν Κλαφ, τον Φέρεντς Πούσκας, τον Μίλαν Μίλιανιτς και τον Κνόμπελ, ο οποίος τελικά πήρε τη θέση και ήρθε σε σύγκρουση με τον Κρόιφ. Και μόνο αυτό δείχνει πόσο σημαντικό όνομα είχε φτιάξει ο Σάνον, χάρη στη δουλειά που έκανε στη Θεσσαλονίκη.
Την Ελλάδα τη λάτρεψε. Είχε πάντα στην καρδιά του τον τόπο μας και μέχρι που τον χτύπησε η νόσος του Αλτσχάιμερ επισκεπτόταν τη χώρα μας. Αλλοι συμπατριώτες του που ήρθαν να δουλέψουν στα μέρη μας, ο Ενγκλεστον, ο Μάνσελ και ο Μπερνς, πήραν τις καλύτερες συστάσεις από τον «άνθρωπο με το χαμόγελο», όπως ήταν το προσωνύμιό του. Κανείς όμως δεν άφησε τέτοιο έργο πίσω του. Ο ΠΑΟΚ στα χέρια του Λες Σάνον άλλαξε μέγεθος και έγινε ισότιμος πρωταγωνιστής και διεκδικητής τίτλων. Και το ελληνικό ποδόσφαιρο χάρη στη δική του δουλειά και μεθοδικότητα απόλαυσε πολλές ποδοσφαιρικές παραστάσεις υψηλού επιπέδου.
Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2007
Έκανε ένα «ασπρόμαυρο» όνειρο πραγματικότητα
Αφιέρωμα στον άνθρωπο που μ' έκανε να λατρέψω το ποδόσφαιρο, να λατρέψω τον Π.Α.Ο.Κ. και κατ' επέκταση τη πόλη που μεγαλούργησε, την Θεσσαλονίκη, όταν ακόμα (στα 10 -15 μου χρόνια) διαμόρφωνα χαρακτήρα.
Τα όνειρα δεν έχουν χρώματα, υποστηρίζουν κάποιοι επιστήμονες. Το άσπρο και το μαύρο κυριαρχούν. Η υπόθεση σηκώνει πολλή κουβέντα. Για έναν άνθρωπο, όμως, αυτό ήταν βεβαιότητα. Ο Λες Σάνον, ο οποίος έφυγε από τον μάταιο τούτο κόσμο στα 81 του χρόνια, είχε πάντα ένα «ασπρόμαυρο» όνειρο. Και το έκανε πραγματικότητα. Στη δεκαετία του '70 ήρθε και ανέλαβε μία ελληνική ομάδα για την οποία δεν είχε ακούσει ποτέ, όπως παραδέχτηκε. Ο ΠΑΟΚ προέκυψε στη ζωή του. Στον δρόμο έγινε ο μεγάλος του έρωτας. Αυτό το «ασπρόμαυρο» όνειρο που δημιούργησε τα επόμενα χρόνια αγαπήθηκε από όλους τους λάτρες της καλής μπάλας. Στα χέρια του ο ΠΑΟΚ ξέφυγε από τη μετριότητα και εκτοξεύτηκε. Το Κύπελλο του 1972 με τα δύο γκολ του Κούδα στο Στάδιο Καραϊσκάκη επί του Παναθηναϊκού του Πούσκας και του Δομάζου ήταν η αρχή. Η ομάδα που έφτιαξε κατάφερε να διδάξει ποδόσφαιρο και ήταν η πρώτη στην Ελλάδα που έπαιξε με σύστημα 4-4-2. Με τον Αποστολίδη να φορά το νούμερο 9, αλλά να οπισθοχωρεί και να γίνεται τέταρτος χαφ, οι εξτρέμ-βολίδες Παρίδης και Ασλανίδης γέμιζαν την περιοχή με σέντρες και ο Σταύρος Σαράφης (ο καλύτερος κεφαλοσφαιριστής στη γενιά του) έβαζε τους αντίπαλους στα δίχτυα. Ο Γιώργος Κούδας παρέα με τον Τερζανίδη κινούσαν με μαεστρία τα νήματα στο κέντρο και ο Σάνον ενθάρρυνε τα δύο ακραία μπακ, τον Γούναρη και τον Ιωσηφίδη, να βγαίνουν μπροστά. Εκείνη η ομάδα άξιζε παραπάνω τίτλους, έπαιζε όμως όλη τη δεκαετία του '70 τους τελικούς Κυπέλλου στην Αθήνα. Το δεύτερο Κύπελλο, του 1974 στη Νέα Φιλαδέλφεια, ήταν για τον Σάνον το πρελούδιο, αφού είχε προηγηθεί η προέλαση μέχρι τα προημιτελικά του Κυπελλούχων. Ο αποκλεισμός της Λέγκια του Ντέινα και του Γκάντοσα και η συντριβή της Λιόν του Λακόμπ με 4-0 ήταν αποτελέσματα που έκαναν εντύπωση προτού πέσει ηρωικά απέναντι στη Μίλαν του Ριβέρα.
Του Χρήστου Σωτηρακόπουλου, από την SportDay της Τρίτης, 4 Δεκεμβρίου 2007