Ανάμεσα στο θολό φως του σύγχρονου πολιτισμού και τον Κάτω Κόσμο των Μακεδόνων Βασιλέων, δεν μεσολαβούν παρά μερικές χιλιάδες χρόνια, που κατάφεραν να χωρέσουν στη ζωή ενός και μόνο ανθρώπου: του Έλληνα αρχαιολόγου που έμεινε στη Ιστορία ανασύροντας από τη λήθη της τέφρας έναν τάφο και το πεπρωμένο ενός έθνους ...
Ήταν μεσημέρι, στις 8 Νοεμβρίου του 1977, όταν ο Μανόλης Ανδρόνικος και οι συνεργάτες του άνοιξαν την πόρτα του ασύλητου τάφου στη Βεργίνα, που είχε σφραγιστεί πριν από 2.300 χρόνια.
Εκείνη τη στιγμή, καθώς έσπρωχναν τη βαριά φθαρμένη πύλη κάτω από τον μουντό, φθινοπωριάτικο ουρανό, δεν γνώριζαν σε ποιον ανήκει ο τάφος. Το μόνο για το οποίο ήταν βέβαιοι είναι αυτό στο οποίο είχε καταλήξει ο ίδιος ο Ανδρόνικος το 1963, όταν ανακάλυψε τις πρώτες επιτύμβιες στήλες: ότι σε εκείνη την περιοχή ήταν εγκατεστημένη, μεταξύ 1000 και 700 π.Χ., μια ακμαία ανθρώπινη κοινωνία που συνήθιζε να συνοδεύει τους νεκρούς της με πλούσια χάλκινα κοσμήματα και σιδερένια όπλα και να σκεπάζει τους τάφους τους με χαμηλούς τύμβους, σύμφωνα με ένα πανάρχαιο έθιμο που εμφανίζεται στον ελλαδικό χώρο από τα πανάρχαια χρόνια.
Αυτούς τους χαρακτηριστικούς τύμβους έσπευσε να ερευνήσει πρώτη φορά ο Μανόλης Ανδρόνικος το 1951, επισκεπτόμενος, ως επιμελητής αρχαιοτήτων ακόμα, το εκτεταμένο νεκροταφείο που απλωνόταν στη βόρεια και ανατολική πλευρά του χωριού. Ωστόσο, έπρεπε να περάσουν είκοσι έξι ολόκληρα χρόνια μέχρι εκείνο το συννεφιασμένο απομεσήμερο του ’77 που σήμανε την επίτευξη μίας εκ των σπουδαιότερων ανακαλύψεων σε παγκόσμιο επίπεδο: τη διαπίστωση ότι πίσω από εκείνη τη βαριά, φθαρμένη πύλη βρίσκεται ο τάφος του Φιλίππου του Β’, του πατέρα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.
Τα ευρήματα, η χρυσή λάρνακα με τα οστά και το αστέρι των Μακεδόνων βασιλέων, οι λαμπρές τοιχογραφίες, οι σιδερένιοι θώρακες, τα ψηφιδωτά, τα ανάγλυφα μέλη, οι κλίνες από ελεφαντοστό, όλα έδωσαν ένα τέλος στις αγωνίες και τις αμφιβολίες του Ανδρόνικου και τον έκαναν να σφραγίσει θριαμβευτικά ένα ταξίδι γεμάτο κόπους και απογοητεύσεις. Ένα ταξίδι που ξεκίνησε όταν πρωτοπήγε στη Βεργίνα ως μαθητής του Κωνσταντίνου Ρωμαίου, τον Μάρτη του ’38. Δεν ήταν καν είκοσι χρονών, κι όμως το πάθος του για την Αρχαιολογία έκανε πολλούς να τον προσέξουν όταν έπρεπε να συντονίζει τους εργάτες και να τα έχει όλα έτοιμα εν αναμονή της άφιξης του δασκάλου του. Αυτό το πάθος ήταν που θα τον άφηνε και για πάντα χαραγμένο στην ιστορία: το πάθος του οραματιστή που ανοίγει δρόμους στην ομίχλη του παρελθόντος. Το πάθος του ταξιδευτή που αναζητεί την Ιθάκη του στο εύρημα. Στο εύρημα που φωτίζει ζωές και κόσμους από το κάποτε.
Το δικό του «κάποτε» άρχισε να υφίσταται στην Προύσα τον Οκτώβριο του 1919 κι έμελλε να χαράξει από νωρίς ανησυχίες συναφείς με την αναζήτηση. Από παιδί στη Θεσσαλονίκη, βρήκε καταφύγιο στην ποίηση κι έτσι πλούτισε τη χαρακτηριστική του εσωστρέφεια με τους θησαυρούς που μπορεί να κρύβει μια σελίδα τυπωμένη από λέξεις. Στην αρχή ο Παλαμάς, αργότερα ο Ελύτης και ο Σεφέρης. Αυτοί ήταν οι αγαπημένοι του ποιητές. Και μέσα από την ποίηση της ίδιας της ζωής, που αποπνέει το ταξίδι προς την αλήθεια, βάλθηκε να σκάβει. Κυριολεκτικά και μεταφορικά. Στο χώμα και στην ψυχή. Σπουδάζει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Αριστεύει. Το 1952 γίνεται καθηγητής Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο. Το 1954 και το 1955 συμπληρώνει τις σπουδές του στην Οξφόρδη υπό τις ευλογίες του σερ Τζον Μπίζλι. Υπηρετεί στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Το 1957 εκλέγεται υφηγητής της Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Τέσσερα χρόνια αργότερα γίνεται έκτακτος καθηγητής της Β’ έδρας Αρχαιολογίας και το 1964 τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα. Και παράλληλα διαβάζει. Διαβάζει πολύ. Η αφοσίωσή του στα γράμματα τον ωθεί στο να ιδρύσει, μαζί με φίλους, τον σύλλογο «Η Τέχνη». Αν και δεν του πολυαρέσουν τα ταξίδια, πηγαίνει παντού, ακόμα και στη Μέση Ανατολή. Παντρεύεται την Ολυμπία Κακουλίδου.
Διαμένει επί της οδού Παπάφη στη Θεσσαλονίκη και το «Μανώλης» θέλει να το γράφει με όμικρον. Διατελεί Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής της Θεσσαλονίκης. Σε ό,τι αφορά την Ιστορία, η αντίστροφη μέτρηση σήμανε το καλοκαίρι του 1976, όταν άρχισαν οι συστηματικές ανασκαφές της Μεγάλης Τούμπας. Το σημαντικότερο πρόβλημα ήταν ο τεράστιος όγκος των χαλαρών χωμάτων, μέσα στον οποίο κανείς δεν γνώριζε τη θέση του τάφου ή των τάφων, καθώς και τα περιορισμένα κονδύλια του Πανεπιστημίου τα οποία είχε στη διάθεσή του ο Ανδρόνικος. Οι μήνες που ακολούθησαν ήταν δύσκολοι, αγωνιώδεις, σκληροί. Ο Ανδρόνικος έδινε μάχη με τη γη, με τον χρόνο, ακόμα και με τον ίδιο του τον εαυτό.
Ώσπου φτάνουμε στο Νοέμβριο του 1977. Με το πολιτικό θερμόμετρο να ανεβαίνει στα ύψη, καθώς πλησιάζουν εκλογές. Πολύ μακριά απ’ όλα αυτά, εκεί όπου η τέφρα του χρόνου υπόσχεται τις δικές της αλλαγές, ο Ανδρόνικος περνά τη φθαρμένη πύλη. Και αποκαλύπτει το μυστικό της Μεγάλης Τούμπας. Κάτω από την επίχωση της νοτιοδυτικής πλευράς του Τύμβου, έρχονται στο φως τα θεμέλια ενός υπέργειου οικοδομήματος, του Ηρώου, ένας συλημένος κιβωτιόσχημος τάφος, που ονομάζεται Τάφος της Περσεφόνης από το θέμα των τοιχογραφιών που κοσμούν το εσωτερικό του, και ο ασύλητος Μακεδονικός τάφος που θα σημάνει μία από τις σπουδαιότερες ανακαλύψεις στα χρονικά.
«Αυτό το μυστικό το ονειρευόμουν από τότε που έκανα την πρώτη δοκιμή το 1952», θα έγραφε αργότερα. Και θα συμπλήρωνε: «Ο στόχος της αρχαιολογικής έρευνας έμενε πάντα καθαρός, σταθερός και καίριος. Ωστόσο, το ανθρώπινο πάθος μιας ολόκληρης ζωής λειτουργούσε το ίδιο έντονα και επίμονα». Το ανθρώπινο πάθος. Του οραματιστή. Του ταξιδευτή. Όταν, μερικές μέρες αργότερα, είναι έτοιμος να αναγγείλει και επισήμως την ανακάλυψή του, η αίθουσα της Αρχαιολογικής Εταιρείας πλημμυρίζει από κόσμο. Άνθρωποι στέκονται μέχρι και στο πεζοδρόμιο της Πανεπιστημίου προκαλώντας αναστάτωση στην κυκλοφορία. Ο Ανδρόνικος μπορεί να αισθάνεται τη λύτρωση που θα ένιωθε κάθε Οδυσσέας, αλλά όχι απόλυτα. Είναι ρεαλιστής. Ξέρει πολύ καλά πως ανάμεσα στους συναδέλφους του υπάρχουν αντιρρήσεις. Όχι φυσικά επειδή σπεύδει να χαρακτηρίσει τους τάφους βασιλικούς, αλλά επειδή ταυτίζει τον νεκρό της χρυσής λάρνακας με τον Φίλιππο τον Β’ και τη Βεργίνα με τις Αιγές.
Το δεύτερο θα ενδυναμωνόταν κάποια στιγμή χάρη και στο βιβλίο του Νίκολας Χάμοντ που δεν αφήνει αμφιβολίες για την ακριβή θέση της παλαιάς πρωτεύουσας της Μακεδονίας. Ο Φίλιππος όμως; Εκεί τα πράγματα είναι δύσκολα από την πρώτη κιόλας στιγμή, στο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Ενώ η οθόνη προβάλλει το ελεφάντινο κεφαλάκι του Φιλίππου, ο Ανδρόνικος κλείνει την ομιλία του λέγοντας, «Αυτός πρέπει να είναι ο νεκρός του τάφου: ο Φίλιππος ο Β’, ο πατέρας του Αλεξάνδρου». Και ακόμα και τότε το νιώθει ότι θα υπάρχουν αμφισβητήσεις.
Κάμποσα χρόνια αργότερα, θα έγραφε στο «Χρονικό της Βεργίνας»: «Δεν φαντάζομαι να έχει γίνει δεκτή ποτέ άλλοτε μια αρχαιολογική ανακοίνωση με τόσο ενθουσιασμό και συγκίνηση. Ήταν φανερό πως τα ευρήματα λειτουργούσαν κιόλας πολύ πέρα από την αυστηρά επιστημονική περιοχή. Για μιαν ακόμη φορά, ο θρύλος του Μεγαλέξανδρου είχε αγγίξει τις καρδιές των Μακεδόνων. Και όχι μόνο αυτών. Οι ξένοι ανταποκριτές φαίνονταν βαθιά συγκινημένοι, οπωσδήποτε δεν έκρυβαν τον ενθουσιασμό τους. Ίσως οι πιο συγκρατημένοι από όλους να ήταν οι συνάδελφοι αρχαιολόγοι. Μάντευα πως άρχιζε κιόλας η ετοιμασία κάποιας αντίδρασης, τουλάχιστον κάποιος σκεπτικισμός».
H επιτυχία του Ανδρόνικου οφείλεται στα ευρήματά του. Οφείλεται στην επιμονή της αναζήτησης του ευρήματος μέσα στο χώμα και της αλήθειας του στις αρχαίες μαρτυρίες, που και αυτές αναζητούνταν με πείσμα. Από τη μία η τέφρα του χρόνου και από την άλλη η απόσταση του σημερινού κόσμου από τούτη την τέφρα. Και στο ενδιάμεσο, η αγωνία. Το σαράκι και της παραμικρής αμφιβολίας. Προκειμένου να καταπνίξει τη δική του αμφιβολία σχετικά με τις τοιχογραφίες, ο Ανδρόνικος θέλησε να ακούσει τι θα πει ο Γιάννης Τσαρούχης. Για το περιεχόμενο της λάρνακας θέλησε να συμβουλευτεί τους καθηγητές Δημήτριο Παντερμαλή και Γεώργιο Δεσπίνη. Για τα ελεφάντινα κεφαλάκια περίμενε τις αντιδράσεις των συνεργατών του.
Η αφήγηση του «Χρονικού της Βεργίνας» αγκαλιάζει και την επόμενη χρονιά, το 1978, τότε που ο Ανδρόνικος ανακάλυψε τον Τάφο του Πρίγκιπα. Ήταν το τρίτο μυστικό που έκρυβε η Μεγάλη Τούμπα. Ένας ακόμα ασύλητος Μακεδονικός τάφος. Λίγο πριν ξεπροβάλει μέσα από την τέφρα του χρόνου, είχαν ρωτήσει τον Ανδρόνικο τι θα έκανε εάν βρισκόταν και τρίτος τάφος που θα αποδείκνυε δίχως καμιά αμφιβολία ότι ανήκει στον Φίλιππο. «Με χαρά θα αναγνωρίσω το σφάλμα μου», είχε απαντήσει. Και είχε προσθέσει: «Εάν συμβεί κάτι τέτοιο θα προσπαθήσω να ερμηνεύσω καλύτερα το εύρημα, στηριγμένος πια σε όλα τα στοιχεία της ανασκαφής».
Δεν χρειάστηκε τελικά να το κάνει, γιατί στον Τάφο του Πρίγκιπα δεν βρέθηκαν αποδείξεις για τον Φίλιππο. Στη δεκαετία του ’90, κυρίως μετά τον θάνατο του Ανδρόνικου το 1992, διατυπώθηκαν απόψεις για χρονολογήσεις άλλων ευρημάτων της Μακεδονίας που μοιραία συμπαρασύρουν και τη χρονολόγηση του περιεχομένου του δεύτερου βασιλικού τάφου. Όμως η ταύτιση του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνας με τις Αιγές υπήρξε σημείο αναφοράς για τα ευρήματα από τον ευρύτερο βορειοελλαδικό χώρο.
Και όσο για τον άνθρωπο που τα έφερε όλα στο φως; Κείτεται κι αυτός τώρα στην τέφρα του χρόνου, διόλου ξεπερασμένος και σε καμιά περίπτωση λησμονημένος. Και δεν χρειάζεται να σκάψει κανείς στα βάθη της γης για να τον ανασύρει στο τώρα, διότι το δικό του ανάκτορο είναι βαθιά χαραγμένο εκεί, στη Μεγάλη Τούμπα, στα χώματα που κάποτε μελάνιασαν από το αίμα για να γιγαντωθεί αυτό που εμείς σήμερα λογίζουμε ως Μακεδονία και κανείς δεν μπορεί να μας το κλέψει: ο αρχαίος θαυμαστός κόσμος των Ελλήνων.
Ανθρώπινες αδυναμίες
Η μεγάλη ειρωνεία είναι ότι ο ίδιος ο Ανδρόνικος δεν έτρεφε ιδιαίτερη συμπάθεια στον Φίλιππο τον Β’, όσο μεγάλο βασιλιά κι αν τον θεωρούσε. Το αποκαλύπτει η ίδια η σύζυγός του στον επίλογο του «Χρονικού της Βεργίνας». «Στο σχολείο όπου δίδασκε», γράφει, «είχε δηλώσει κάποτε πως δεν αγαπούσε ούτε τον Φίλιππο». Άλλα πράγματα που δεν αγαπούσε; Τα ταξίδια. Τις φωτογραφίες. Ακόμα και τις συναντήσεις του με άλλους αρχαιολόγους. «Γυρνούσε πάντοτε ικανοποιημένος από τις επαφές του με τους αρχαιολόγους», σημειώνει η Όλυ Ανδρονίκου, «αλλά ήταν κουρασμένος και άκεφος».
Στη γη της Περσεφόνης
Σε ό,τι αφορά τα ευρήματα που έφερε στο φως ο Μανόλης Ανδρόνικος, η χρονική διαφορά ανάμεσα στους τάφους και τη Μεγάλη Τούμπα δηλώνει πως ο εντυπωσιακός τύμβος κατασκευάστηκε για να καλύψει τα παλαιότερα μνημεία που είτε είχαν συληθεί (όπως το Ηρώο και ο Τάφος της Περσεφόνης) είτε είχαν παραμείνει άθικτα (προκειμένου να προστατευτούν), όπως ο τάφος του Φιλίππου και ο τάφος του Πρίγκιπα, έπειτα από μια μεγάλη καταστροφή στο νεκροταφείο των Αιγών. Η καταστροφή αυτή οφείλεται σε Γαλάτες μισθοφόρους που είχε εγκαταστήσει ο Πύρρος, ο βασιλιάς της Ηπείρου, στις Αίγες, μετά τη νίκη του επί του Αντίγονου Γονατά στα 274 π.Χ. Οι Γαλάτες προκάλεσαν την εκτεταμένη καταστροφή και του νεκροταφείου των Αιγών που μαρτυρείται από τις θραυσμένες επιτάφιες στήλες, οι οποίες αργότερα χρησιμοποιήθηκαν ως δομικό υλικό στην κατασκευή της επίχωσης.
Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 322, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ του Μεγάλου Σαββάτου, 26 Απριλίου 2008.