Η ερώτηση δεν περιείχε κάποιον υπαινιγμό: «Θα μπορούσες να συγκρίνεις το συναίσθημα της νίκης με την Toro Rosso με εκείνο που βίωνες στο παρελθόν, όταν κέρδιζε η McLaren ή η Ferrari;» Η απάντηση ήταν από εκείνες που σπανίως δίνονται και που γι’ αυτό ακριβώς τα ΜΜΕ τις δέχονται ως μάννα εξ ουρανού: «Είναι σαν το σεξ. Ποτέ δεν είναι τόσο καλό όσο την πρώτη φορά που το δοκιμάζεις. Όταν το σεξ είναι καλό, είναι πολύ καλό. Όταν το σεξ είναι κακό, εξακολουθεί να είναι αρκετά καλό! Νομίζω πως αυτό τα λέει όλα». Τάδε έφη Τζόρτζιο Ασκανέλι, ο τεχνικός διευθυντής της ομάδας Toro Rosso, ύστερα από μια εκπληκτική νίκη στη φετεινή Μόντσα.
Η Toro Rosso είναι ένας από τους πτωχούς συγγενείς της F1 και το να νικήσει σε κάποιο Γκραν Πρι θεωρείται μια εκτός προγράμματος αστοχία του όλου συστήματος. Ο Ασκανέλι, όμως, ένας πολύπειρος και εξαιρετικά ευφυής άνθρωπος των αγώνων, το πρώτο που σκέφτηκε για να αποδώσει την ένταση της ικανοποίησης ήταν το σεξ. Δεν ήταν τυχαίο, αντιθέτως, είναι ενδεικτικό -στο κάτω-κάτω τι άλλο μπορεί να έχει στο μυαλό του ένας άντρας, ιδιαίτερα όταν δοκιμάζεται σε κατεξοχήν ανδρικές δραστηριότητες; Η ταχύτητα, η μηχανοκίνητη κόντρα, η αγωνιστική τεχνολογία εδώ και αιώνες αποτελούν το τελευταίο ίσως προπύργιο του μαχόμενου σωβινισμού. Ακόμη και όταν η Ντανίκα Πάτρικ κέρδιζε την πρώτη της κούρσα στην αμερικανική εκδοχή της F1, το στερεότυπο δεν κλονίστηκε σοβαρά: Το άνοιγμα της σαμπάνιας δείχνει αφόρητα παράταιρο με μια γυναίκα στο βάθρο.
«Το σεξ είναι το πρωινό των πρωταθλητών» έγραφε ένα στρογγυλό σήμα πάνω στην αγωνιστική φόρμα του Τζέιμς Χαντ, του Βρετανού παγκόσμιου πρωταθλητή F1 το 1976. Ο Νέλσον Πικέ, ο Βραζιλιάνος τρις πρωταθλητής τη δεκαετία του ’80, είχε ένα επιπλέον κίνητρο για να κυνηγά τον καλύτερο χρόνο στις κατατακτήριες δοκιμές, καθώς για κάθε πολ-ποζίσιον κέρδιζε και μια βέσπα. Το σκούτερ, φυσικά, δεν τον ενδιέφερε, αντιθέτως προς το χυμώδες φωτομοντέλο που είχε αναλάβει να παραδίδει τα έπαθλα. Στον Πικέ, εννοείται, παραδόθηκε η ίδια.
Η γυναίκα-τρόπαιο αποτελεί μια σχεδόν αταβιστική κληρονομιά κάποιων πολύ μακρινών προγόνων όσων πρωταγωνιστούν σήμερα στα μηχανοκίνητα σπορ. Αψηφώντας οποιαδήποτε κριτική που τοποθετεί τη F1 -ως πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα- ανάμεσα στις πλέον κραυγαλέες επιδείξεις σεξισμού, ο κόσμος των Γκραν Πρι είναι πλημμυρισμένος από το θηλυκό στοιχείο, μόνο όμως σε διακοσμητικό ρόλο.
Στη F1 δεν υπάρχουν γυναίκες οδηγοί, δεν υπάρχουν γυναίκες μηχανικοί, ούτε υψηλά ιστάμενα στελέχη ομάδων. Παραδόξως, όμως, και τουλάχιστον για τους τύπους, στον θρόνο του πιο ακριβοπληρωμένου σπορ στον πλανήτη βρίσκεται μια γυναίκα: Η Σλάβικα Έκλεστον. Για λόγους που μόνο ο ίδιος γνωρίζει, ο δαιμόνιος άρχων της F1, ο Μπέρνι Έκλεστον, έχει μεταβιβάσει στη σύζυγό του το μεγαλύτερο μέρος της αμύθητης περιουσίας του. Όταν πριν από μερικά χρόνια η βασίλισσα Ελισάβετ αποφάσισε να σταματήσει να σνομπάρει τον Έκλεστον και τον κάλεσε στα ανάκτορά της, εκείνος δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να της ανταποδώσει εκ των υστέρων την περιφρόνηση. Επέστρεψε την πρόσκληση με το εξής μήνυμα: «Θα προτιμήσω τη συντροφιά της συζύγου μου η οποία είναι όχι μόνο πιο όμορφη αλλά και πολύ πιο πλούσια από τη βασίλισσα της Αγγλίας». Γνωρίζοντας ότι η προίκα της Σλάβικα είναι της τάξης των 10 δις ευρώ, ακόμη και η Μεγαλειότατη κατάπιε τη χονδροειδέστατη προσβολή χωρίς περαιτέρω αντιδράσεις.
Η Σλαβiκα Ράντιτς, στα πενήντα της, σε κάθε εμφάνισή της βοηθά ακούσια τον όρο «γυναικάρα» να βρει την ιδανική του εικονογράφηση. Πανύψηλη και εντυπωσιακή, κάποτε είχε εργαστεί ως μοντέλο για τον Αρμάνι, έχει πάψει προ πολλού να ασχολείται με όσους αμφισβητούσαν την αυθεντικότητα των αισθημάτων της για τον Έκλεστον. Όταν γνωρίστηκαν και κεραυνοβολήθηκαν από τον έρωτα, η Σλαβίκα υποτίθεται πως δεν γνώριζε ότι ο κατά 28 χρόνια μεγαλύτερός της και κατά δεκάδες εκατοστά πιο βραχύσωμος Μπέρνι ήταν ένας μεγιστάνας του πλούτου.
Εκείνη απλώς είδε τον άντρα της ζωής της, καθώς ανέκαθεν προτιμούσε τους κάπως σιτεμένους, έχοντας ένα σοβαρό απωθημένο από την επεισοδιακή σχέση με τον πατέρα της. Για όσους επιμένουν στην καχυποψία, οι δύο κόρες του ζεύγους, η Πέτρα και η Ταμάρα, είναι δύο κούκλες, παραδόξως όμως δεν μοιάζουν σε κανέναν από τους γονείς τους -και ιδιαίτερα στον Μπέρνι. Ωστόσο, η φυσική ομορφιά και η εκτυφλωτική λάμψη της απόλυτης εξουσίας που εμμέσως αντιπροσωπεύουν, τις καθιστούν δύο από τα πλέον σημαντικά πρόσωπα στο ταμπλό βιβάν της F1.
Η Σλάβικα είναι και αυτή τρόπον τινά η γυναίκα-τρόπαιο, μόνο που η περίπτωσή της είναι τόσο ακραία ώστε αυτοακυρώνεται: Ποιος θα τολμούσε ποτέ να την αποκαλέσει «λεία» του αδίστακτου Έκλεστον, όταν ο ίδιος ισχυρίζεται, με απόλυτη σοβαρότητα, πως «η Σλάβικα με αγάπησε για την ομορφιά μου»;
Ο Έκλεστον δεν έχει φίλους και είναι τόσο ισχυρός ώστε δεν τους χρειάζεται. Ωστόσο, φαίνεται πως για τουλάχιστον έναν άνθρωπο έχει κάνει εξαίρεση: Τον Φλάβιο Μπριατόρε, τον εγκέφαλο των δύο πρωταθλημάτων του Μίκαελ Σουμάχερ με τη Benetton και άλλων δύο με τον Φερνάντο Αλόνσο και τη Renault.
Ο Ιταλός έχει υπερβολικά πολλές ομοιότητες με τον Έκλεστον και μια μεγάλη διαφορά: Αντίθετα από τον εργασιομανή Μπέρνι, ο Φλάβιο απολαμβάνει τη φήμη του μεγάλου πλεϊμπόι. Όπως και ο Έκλεστον με το διπλό by-pass, o Μπριατόρε πέρασε πρόσφατα μια σοβαρή περιπέτεια υγείας, αφού όμως αναχαίτισε τον καρκίνο στα νεφρά, αγόρασε τη βρετανική ποδοσφαιρική ομάδα QPR και παντρεύτηκε. Επισημοποίησε, έτσι, τους δύο πιο σημαντικούς δεσμούς του, τον προσωπικό με την Ιταλίδα καλλονή Ελιζαμπέτα Γκρεγκοράτσι και τον επαγγελματικό με τον Έκλεστον, εφόσον αυτός είναι ένας από τους δύο συνεταίρους του στην QPR.
Στα πρότυπα του Μπέρνι, ο 58χρονος Φλάβιο έχει διαφορά 31 ετών από την Ελιζαμπέτα -και δεν δίνει δεκάρα γι’ αυτό. Όπως aλλωστε παλαιότερα δεν είχε δώσει την παραμικρή σημασία στο γεγονός ότι ενώ είχε δεσμό με τη Χάιντι Κλουμ εθεάθη να ερωτοτροπεί με ένα 19χρονο μοντέλο, όχι τοπ μόντελ όπως η Ναόμι, η Κλουμ και μια σειρά άλλα εκθαμβωτικά θηλυκά που συγκαταλέγονται στις ερωμένες του.
Το παράξενο στη σχέση γυναίκας και αγώνων αυτοκινήτου είναι ότι δύο από τους πιο προβεβλημένους σταρ που αποπειράθηκαν να εισέλθουν με αξιώσεις στον κόσμο της ταχύτητας, ο Στιβ Μακουίν και ο Πολ Νιούμαν, το έκαναν με οποιοδήποτε άλλο στόχο εκτός από την προσέλκυση του γυναικείου ενδιαφέροντος. Τόσο ο Μακουίν όσο και ο μακράν πιο επιτυχημένος όσον αφορά στους αγώνες Νιούμαν, ήταν «άρρωστοι» με την ίδια την ταχύτητα και όχι με τα συμπαρομαρτούντα -θηλυκά ή άλλα.
Επιστρέφοντας στη F1, είναι σαφές ότι τα Γκραν Πρι δεν είναι ο τόπος όπου επικρατεί η κοινή λογική, επομένως το να πει κανείς ότι περιπτώσεις σαν του Έκλεστον και του Μπριατόρε στις οποίες οι γυναίκες είναι κάτι σαν τρόπαια σε μια πανάκριβη και παγκόσμια βιτρίνα, ενδεχομένως δεν έχει νόημα. Όπως ίσως δεν έχει νόημα και το να διερευνήσει κανείς το εάν η σταρ των Pussycat Dolls, η εκρηκτική 30χρονη Νικόλ Σέρζιντζερ, ηράσθη σφόδρα τον 23χρονο Λιούις Χάμιλτον μόνο επειδή είναι τόσο γλυκός και όχι επειδή είναι ένα ζωντανό χρυσωρυχείο, εφαλτήριο μαζικής και διαρκούς προβολής κ.λπ. Εάν κάναμε μια αφαίρεση, οι αγώνες ταχύτητας είναι λογικό να μαγνητίζουν τα θηλυκά όχι επειδή έτσι το θέλουν οι οργανωτές, αλλά επειδή αυτό ορίζει η αρχέγονη φύση τους.
Η εξήγηση του γιατί συρρέουν τόσες γυναίκες στους αγώνες ταχύτητας δεν έγκειται λοιπόν στην πρόθεση δημιουργίας ενός λουστραρισμένου υλικού παράδεισου, ενός κήπου ηδονών επίζηλου αλλά και επί της ουσίας απαγορευμένου για το πόπολο, γεμάτου από τα αρχέτυπα αντικείμενα του αντρικού πόθου -δηλαδή άγρια γκάζια και πρόθυμη γυναικεία σάρκα. Θεωρητικά στους αγώνες ταχύτητας οι άντρες ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλον και όλοι μαζί τον φόβο τους, που μοιραία υφίσταται ως υπενθύμιση του ορίου. Όταν κάποιος φοβάται, εκκρίνει αδρεναλίνη και η αδρεναλίνη, για τα πλάσματα εκείνα της δημιουργίας που εξακολουθούν να εμπιστεύονται την όσφρησή τους για να προσανατολίζονται, έχει οσμή πολύ χαρακτηριστική -αν όχι ελκυστική.
Αναμφίβολα, ένα αρσενικό που ετοιμάζεται να παίξει τη ζωή του κορώνα-γράμματα ασκεί θανάσιμη γοητεία στο γυναικείο φύλο. Μόνο που σήμερα πια η αδρεναλίνη του είναι προσεκτικά ελεγχόμενη, περιτυλιγμένη σε ένα άψογα σιδερωμένο πυρίμαχο κοστούμι. Όσο για τον φόβο, ακόμη και η πιο ισχυρή όσφρηση δεν θα εντόπιζε ίχνη του, καθώς οι οδηγοί αγώνων δεν φοβούνται, όχι διότι είναι ατρόμητοι, αλλά επειδή βαδίζουν σύμφωνα με προδιαγεγραμμένα σενάρια ενεργειών.
Ο τελευταίος πρωταθλητής που εξομολογήθηκε πως φοβόταν πραγματικά, ήταν ο καρδιοκατακτητής Τζέιμς Χαντ. Όλοι οι υπόλοιποι που τον διαδέχτηκαν μάλλον αναδίδουν απλώς τη χαρακτηριστική οσμή του χρήματος.