Η Νέα Υόρκη προσελκύει τους Έλληνες ήδη από το 1892, εποχή που συναθροίστηκαν οι πρώτοι Έλληνες μετανάστες στην πλατεία Χέραλντ, αναζητώντας δουλειά. Από τότε και για πολλές δεκαετίες μετέπειτα θα σαλπάρουν με τα υπερωκεάνια για το μεγάλο ταξίδι στη γη της επαγγελίας. Ο πρώτος όμως Έλληνας ομογενής στη Νέα Υόρκη εγκαθίσταται αρκετά νωρίτερα, το 1844. Έτσι διαβάζουμε στο λεύκωμα «Κυνηγώντας το όνειρο» της Ρούλας Κοτσέτα (Εκδόσεις Αλεκτρύων) -τη μοναδική έκδοση στην Ελλάδα που καταπιάνεται από τα πρώτα κιόλας χρόνια μέχρι σήμερα με τον Ελληνισμό της Νέας Υόρκης. Το όνομά του, Βασίλης Κωνσταντίν. Είναι η εποχή που οι Έλληνες έμποροι ταξιδεύουν ανά τη Γη εισάγοντας και εξάγοντας βαμβάκι αλλά και άλλα είδη. Τα νέα μαθαίνονται γρήγορα, οι εμπορικές συναλλαγές αρχίζουν, και όλο και περισσότεροι Έλληνες μετανάστες καταφθάνουν στη Νέα Υόρκη.
Από το 1870 έως τη δύση της δεκαετίας του 1910 οι Έλληνες μετανάστες στη Νέα Υόρκη μετά βίας προσεγγίζουν τους 10.000, με το σκηνικό να αλλάζει ραγδαία τις αμέσως επόμενες δεκαετίες. Τη δεκαετία του ‘20 ξεπερνούν τις 21.000, τη δεκαετία του ‘30 τις 27.000, τη δεκαετία του ‘40 τις 29.000, για να ξεπεράσουν τις 30.000 τη δεκαετία του ‘50. Τότε είναι που από τη μια πλευρά φιγουράρουν οι Έλληνες που κατακτούν το Μανχάταν -Ωνάσης, Νιάρχος, Λιβανός- και από την άλλη οι ανώνυμες χιλιάδες επιδιώκουν τη φυγή από τη θλιβερή πραγματικότητα της μεταπολεμικής Ελλάδας και αποβιβάζονται στο λιμάνι της Νέας Υόρκης. Αρκετοί από αυτούς είναι λαθρεπιβάτες που αναζητούν αμέσως μετά την εκπλήρωση του ονείρου μέσα στις λάντζες των εστιατορίων, όπου και αρχικά βρίσκουν εργασία.
Το 1972 οι νόμιμοι και παράνομοι Έλληνες μετανάστες στη Νέα Υόρκη υπολογίζονταν σε περίπου 125.000. Οι πιο πολλοί δούλευαν στα εστιατόρια. Η εργασία σκληρή, το μεροκάματο μικρό, αλλά δεν το βάζουν κάτω. Από λαντζέρηδες γίνονται επιχειρηματίες. Και το κάνουν με μεγάλη επιτυχία, τόσο που αρχίζει να σιγοψιθυρίζεται στους κύκλους των εστιατορίων της Νέας Υόρκης: «Αν δύο Έλληνες συναντηθούν ανοίγουν σύντομα δικό τους εστιατόριο». Στη δεκαετία του ’70 που οι Έλληνες στην πατρίδα ζουν τη θλιβερή περίοδο της χούντας, οι Έλληνες της Νέας Υόρκης είχαν καταφέρει να ανήκουν πλέον στις μειονότητες της μεσαίας κοινωνικοοικονομικής νεοϋορκέζικης τάξης, με αρκετούς από αυτούς να έχουν τις δικές του επιχειρήσεις.
«Κάστρο» των μεταναστών η Αστόρια, που με το πέρασμα του χρόνου θα γίνεται ολοένα και πιο ισχυρό. Το ξεκίνημα της δεκαετίας του ‘80 με τη νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική του Ρόναλντ Ρέιγκαν, έδωσε την ευκαιρία στους Έλληνες εκείνης της εποχής να ξεπεράσουν κάθε προσδοκία δημιουργώντας ένα από τα πιο δυναμικά οικονομικά λόμπι των ΗΠΑ, επηρεάζοντας έκτοτε την πολιτική σκηνή της χώρας με τη συμμετοχή πολλών Ελληνοαμερικανών στο Κογκρέσο και στη Γερουσία, κάτι που θα συνεχιστεί και τις επόμενες δεκαετίες.
Τη δεκαετία του ‘90, το μεταναστευτικό κύμα παίρνει την κατιούσα με τους Έλληνες που μετανάστευσαν στη Νέα Υόρκη αυτή τη δεκαετία να είναι 10.000 λιγότεροι σε σχέση με τη δεκαετία του ’80 (31.000 περίπου). Είναι η εποχή που η Ελλάδα αρχίζει να αποκτά σταδιακά οικονομική και κοινωνική ευημερία και το ταξίδι για μια καλύτερη ζωή χάνει την πάλαι ποτέ αίγλη του. Οι Έλληνες πλέον που εγκαθίστανται στις μέρες μας στη Νέα Υόρκη, δεν ξεπερνούν τα 500 άτομα το χρόνο. Αλλά και οι επιδιώξεις άλλαξαν. Σήμερα οι Έλληνες κυνηγούν στη Νέα Υόρκη νέες ιδέες, κοσμοπολίτικη ζωή, καλύτερες σπουδές, έρωτες.
Χωνευτήρι κουλτούρας
Ένας έρωτας έκανε τη δημοσιογράφο και συγγραφέα Ρούλα Κοτσέτα το 1987 να εγκαταλείψει τα πάτρια εδάφη και να αναζητήσει μία νέα ζωή στη Νέα Υόρκη: «Ένας έρωτας που κράτησε επτά χρόνια με έφερε στη Νέα Υόρκη αλλά δεν ήταν αυτός που με κράτησε σε αυτή. Ζώντας τη μαγεία αυτής της πόλης στην καθημερινότητά της την ερωτεύτηκα με πάθος».
Η συγγραφέας έζησε 10 χρόνια στην Αστόρια της Νέας Υόρκης, εργαζόμενη ως δημοσιογράφος μεταξύ άλλων, στην ελληνική εφημερίδα Πρωϊνή. Αργότερα επέστρεψε. Μιλάμε μαζί της για τη σχέση των Ελλήνων με αυτή. Για τότε που ήταν η πόλη των ευκαιριών και για σήμερα, που είναι η μητρόπολη που όλοι θέλουν να επισκεφθούν. «Το κύμα μετανάστευσης των Ελλήνων προς τη Νέα Υόρκη σταματά το 1990, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Υπηρεσίας Μετανάστευσης της Νέας Υόρκης», μας λέει και εξηγεί ότι η δεκαετία του ‘70 και λιγότερο του ‘80 ήταν ένας προορισμός που προσέφερε στον Έλληνα μετανάστη την οικονομική άνεση που αποζητούσε και τη δυνατότητα να γίνει πραγματικά πλούσιος. «Να γίνει επιχειρηματίας και να επιστρέψει στην πατρίδα υπερήφανος. Να χτίσει ένα μεγάλο σπίτι με όλες τις ανέσεις και να φέρει και ένα αυτοκίνητο πολλών κυβικών».
Σήμερα αυτά μπορεί να τα εξασφαλίσει και στην Ελλάδα. «Όλοι αυτοί οι Έλληνες», ρωτάμε στη συνέχεια, «τι έφεραν πίσω στην πατρίδα; Ποιες τάσεις, ποιες αντιλήψεις;». Να, η απάντηση: «Πολλοί Έλληνες παρότι έμειναν 30 και 40 χρόνια στην Αμερική, δεν θέλησαν να αφομοιωθούν από τους Αμερικανούς. Ακολουθώντας πιστά τους νόμους της χώρας πέτυχαν τους στόχους τους δουλεύοντας σκληρά. Περιόρισαν την καθημερινότητά τους στις γειτονιές που δημιούργησαν. Κράτησαν ζωντανές τις εικόνες της Ελλάδας που άφησαν πίσω. Όταν γύρισαν όμως στην πατρίδα, βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια άλλη πραγματικότητα. Μόλις ξεθώριασε η χαρά της επιστροφής, η πατρίδα άρχισε να τους πληγώνει.
Ασυναίσθητα έφεραν πίσω τις συνήθειες μιας άλλης καθημερινότητας που όσο και αν δεν θέλησαν να γίνουν κομμάτι της, υποσυνείδητα υιοθέτησαν κάποια στοιχεία της. Όπως η ευγένεια, η συνέπεια, η υπακοή, ο σεβασμός στον συνάνθρωπο και η ανθρωπιά. Έμαθαν να ζουν σε μια πόλη με κανόνες, με ευκαιρίες. Έφεραν μαζί τους τη μυρωδιά των ΜcDonalds, του τσιζκέικ, του καφέ φίλτρου. Έμαθαν να αγαπούν τις άλλες φυλές. Έφεραν πίσω εικόνες από πρόσωπα Νέγρων, Ασιατών που σε εκείνες τις δύσκολες στιγμές επιβίωσης και προσαρμογής αντάλλαξαν μαζί τους ένα χαμόγελο, μια ματιά. Έμαθαν να ζουν σε μια πόλη-μωσαϊκό που δεν ξεχωρίζει φυλές και θρησκείες. Έφεραν μαζί τους, τους ήχους της τζαζ και της λάτιν που πλανόδιοι μουσικοί έπαιζαν στους δρόμους της πόλης. Ζώντας εκεί, ‘’άνοιξαν τα μάτια τους’’ και συνειδητοποίησαν πως δεν είμαστε τόσο διαφορετικοί από τους άλλους.
Ωστόσο, οι αντιλήψεις τους σε κάποια θέματα όπως η οικογένεια, η θρησκεία και η πατρίδα έγιναν ακόμα πιο αυστηρές. Η ανάγκη να μη χάσουν την ταυτότητά τους σε μια πόλη μεταναστών τούς έκανε να γίνουν ακόμα πιο πατριώτες, πιο θρήσκοι και καλοί οικογενειάρχες. Σήμερα τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η νεότερη γενιά έχει αφομοιωθεί από την αμερικανική νοοτροπία, διατηρώντας βέβαια τα έθιμα και τις ελληνικές παραδόσεις. Διασκεδάζουν με ελληνική μουσική, χορεύουν παραδοσιακούς χορούς στις εκδηλώσεις των συλλόγων τους και αγαπούν κάθε τι ελληνικό. Ακόμα όμως και τα παιδιά που έχουν γεννηθεί εκεί, ονειρεύονται να γνωρίσουν και να ζήσουν στην πατρίδα των γονέων τους».
Προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα η Ρ. Κοτσέτα επισημαίνει ότι οι απόδημοι Έλληνες διαφέρουν σε πολλά από τους Έλληνες της Ελλάδας. «Όσο περνούν τα χρόνια η διαφορά μεγαλώνει. Οι τρόποι του Έλληνα στην πατρίδα είναι απότομοι και αγενείς. Η φιλοξενία είναι ένας μύθος! Η ευγένεια και ο σεβασμός απέναντι στον συνάνθρωπο ανύπαρκτος. Η εκμετάλλευση κυριαρχεί. Το μόνο που και οι δύο πλευρές διατηρούν είναι κάποια στοιχεία της ελληνικής κουλτούρας».
Φεύγω - έρχομαι
Κάποιοι, βέβαια, επέλεξαν να μείνουν και έχουν πολλούς λόγους να το κάνουν. Όπως, ο Λευτέρης Πισσαλίδης, δημοσιογράφος που ζει και εργάζεται σε ελληνική εφημερίδα της Νέας Υόρκης. Πρόσφατα συμπλήρωσε 22 χρόνια διαμονής στην «πόλη των αντιθέσεων». «Ακριβώς τη μισή μου ζωή», συμπληρώνει εμφατικά και μας εξηγεί ότι η σχέση του με την πατρίδα πάντα θα είναι μια σχέση στοργής και αγάπης. «Η Ελλάδα μας έχει ανάγκη και πρέπει να τη βοηθούμε όσο μπορούμε. Τελικά, εμείς οι ομογενείς πρέπει να στηρίζουμε την πατρίδα και όχι αυτή εμάς. [...] Δεν περνάει μέρα από την καθημερινότητά μου που να μη σκέφτομαι την επιστροφή. Μου λείπει η Θεσσαλονίκη όσο τίποτε άλλο και πριν από λίγο καιρό έφτασα πολύ κοντά στο να το κάνω πραγματικότητα. Εξακολουθώ σήμερα να ζω στην Αμερική και την αγαπώ. Εδώ ζει και η κόρη μου. Αλλά πατρίδα μου είναι εκεί που πρωτοείδα το φως και αγάπησα με πάθος. Εδώ είναι η χώρα όπου αγωνίστηκα σκληρά για να μπορέσω να ζήσω».
Αρκετοί επέστρεψαν. Έχουν και αυτοί τους λόγους τους. Όπως ο Αχιλλέας Βουνάτσος, ένας άνθρωπος της επικοινωνίας και των Μέσων. Συνολικά έζησε στη Νέα Υόρκη 15 χρόνια, ενώ πρωτοβρέθηκε σε αυτή σε νεαρή ηλικία ως φοιτητής πολιτικών επιστημών το 1978. Άπειρες φορές σε όλα τα χρόνια που έζησε στην Αμερική αισθανόταν υπερήφανος για την ελληνική του καταγωγή. «Οι Νεοϋορκέζοι έχουν μια ιδιαίτερη σχέση, θα έλεγα σχέση αγάπης με τους Έλληνες, αφού για παράδειγμα τα αγαπημένα τους εστιατόρια είναι ελληνικά. Στο Μπρόντγουεϊ υπάρχουν ακόμα αφίσες της Μελίνας, του Κούρκουλου, ενώ λίγο πιο κάτω στο Ιστ Βίλατζ, στην καρδιά του Μανχάταν, μπορείς να απολαύσεις έναν ελληνικό καφέ, ακούγοντας Θεοδωράκη και Χατζηδάκη. Στην 5η λεωφόρο δεσπόζει το Olympic Tower, σύμβολο κυριαρχίας του Αριστοτέλη Ωνάση, αλλά και αργότερα η δημιουργία από το Ίδρυμα Ωνάση, του Ιδρύματος Τεχνών και Πολιτισμών που είναι, ίσως, από τα ισχυρότερα σύμβολα του Ελληνισμού στην καρδιά της πόλης».
Μιας πόλης που δεν δίστασε ο Αχιλλέας Βουνάτσος να λατρέψει και παρόλα αυτά να εγκαταλείψει κάποια στιγμή. Σήμερα λέει ότι «δεν θα ήθελε να ξαναζήσει στην Αμερική και ότι για τίποτα δεν θα άφηνε ξανά τον αττικό ουρανό. Πάντα όμως θα μένει στη μνήμη του η ομορφιά της Νέας Υόρκης, η μαγεία του να περπατάς στο χιονισμένο Σέντραλ Παρκ, η γοητεία του Μουσείου Μοντέρνας Τέχνης. Και πάντα θα θυμάται τις συμβουλές του Αρχιεπισκόπου Ιακώβου, την εμπειρία του ως εθελοντής στις εκλογές του Μπίλ Κλίντον στην Ουάσιγκτον, τη γνωριμία του με τη Λάιζα Μινέλι.
Κάποιοι άλλοι, τέλος, στέκονται κριτικά απέναντι στη Νέα Υόρκη και τα όσα αυτή σημαίνει. Ο Χρήστος Σαρακατσιάνος είναι ένας από τους πιο σπουδαίους ζωγράφους που έχει να παρουσιάσει η σύγχρονη Ελλάδα. Αντίθετα με τον Αχιλλέα Βουνάτσο που βρέθηκε στη Νέα Υόρκη τα χρόνια της πρώτης του νιότης, ο Χρήστος Σαρακατσιάνος εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη σε ηλικία 49 ετών το 1986, κατασταλαγμένος πια και μετά από χρόνια παραμονής στην Ευρώπη. Η ανάγκη που τον έφερε εκεί ήταν το να ικανοποιήσει την εσωτερική του αναζήτηση για μεγαλύτερη πληροφόρηση πάνω στις τάσεις και στις καλλιτεχνικές αναζητήσεις της κατεξοχήν μητρόπολης. Κουβαλούσε μαζί του εκείνη την εποχή, τον ευρωπαϊκό τρόπο ζωής και σκέψης. Έναν τρόπο που αμέσως ήρθε σε ευθεία σύγκρουση με τον εφήμερο τρόπο ζωής με τον οποίο βρέθηκε αντιμέτωπος στη Νέα Υόρκη. «Η ζωή στη Νέα Υόρκη», σημειώνει σχετικά, «είναι σαν ένα καλοκουρδισμένο ρολόι, που οι δείκτες του δείχνουν πάντοτε το εφήμερο και την εύκολη επιτυχία. Όλα κινούνται στη λογική του μάρκετινγκ και των δημοσίων σχέσεων. Δεν θα ξεχάσω ποτέ ότι ένα από τα πρώτα πράγματα που μου είπαν εκεί ήταν: Το 10% του χρόνου σου θα εργάζεσαι και το 90% θα κάνεις δημόσιες σχέσεις. Αυτό δεν σημαίνει ότι απουσιάζει η πολιτισμική ελίτ, οι πνευματικοί άνθρωποι, οι γνήσιοι στοχαστές. Αυτοί όμως είναι η πενιχρή μειοψηφία. Γιατί ο μεγάλος όγκος του νεοϋορκέζικου πληθυσμού δεν επενδύει στη σκέψη, στερείται κουλτούρας και σχέσης με τις τέχνες και τα γράμματα. Απλά κυνηγούν ασταμάτητα το χρήμα. Στην Ελλάδα δεν συμβαίνει αυτό. Μπορεί να είμαστε πίσω σε αρκετά πράγματα, αν και τα τελευταία χρόνια δυτικοποιούμαστε με πολύ γρήγορο ρυθμό, παρόλα αυτά οι περισσότεροι Έλληνες σκέφτονται διαλεκτικά. Όχι μονοδιάστατα».
Ταξιδιωτικός προορισμός
- Όλο και περισσότεροι Έλληνες επισκέπτονται κάθε χρόνο τη Νέα Υόρκη, με την περίοδο που συγκεντρώνει τους περισσότερους επισκέπτες να είναι αυτή των γιορτών. Υπολογίζεται ότι τα Χριστούγεννα του 2007 περισσότεροι από 30.000 Έλληνες βρέθηκαν στο «Μεγάλο Μήλο». Συνήθως πρόκειται για ανήσυχα πνεύματα, άτομα μέσου και ανώτερου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου και φοιτητές, που επισκέπτονται την πόλη για να έρθουν σε επαφή με ό,τι πιο μοντέρνο σήμερα στον πλανήτη, αλλά και για να κάνουν τα ψώνια τους φθηνότερα (λόγω της τρέχουσας ισοτιμίας δολαρίου - ευρώ).
Οι δύο πατρίδες
- Η Ζωή Νίκολς είναι Ελληνοαμερικανίδα δασκάλα. Οι γονείς της γεννημένοι στην Κρήτη, βρέθηκαν μετανάστες στην Αμερική τη δεκαετία του ’50. Η ίδια γεννήθηκε το 1964 στη Δυτική Βιρτζίνια και αργότερα εγκαταστάθηκε με τους γονείς της στη Νέα Υόρκη. Όσα μας λέει απηχούν μία κάθε άλλο παρά άγνωστη αντίληψη για τους ομογενείς που επιστρέφουν. «Οι γονείς μου μιλούσαν σε εμένα και τον αδελφό μου στην ελληνική γλώσσα, μας λέει, και κρατούσαν στενούς δεσμούς με την ελληνική κοινότητα, ενώ παράλληλα αποκτούσαμε σιγά σιγά την αμερικανική κουλτούρα», λέει. «Κάπως έτσι, όμως, αισθανόμασταν και εγώ και ο αδελφός μου -από τη μικρή μας κιόλας ηλικία- και Έλληνες και Αμερικανοί. Οταν μετακόμισα στην Ελλάδα με το σύζυγό μου και τις δύο μου κόρες το 1998 και παρόλο που αρχικά η Ελλάδα που γνώρισα στην καθημερινότητά της διέφερε από την εικόνα του μυαλού μου, νιώθω σήμερα ριζωμένη σε αυτόν τον τόπο. Η προφορά μου είναι εμφανώς ξενική. Πολλοί με ρωτούν από πού κατάγομαι. Οι Έλληνες μου συμπεριφέρονται ως Αμερικανίδα και οι Αμερικανοί ως Ελληνίδα. Έχω δύο πατρίδες και ταυτόχρονα καμία».
Ο Έλληνας Κολόμβος
- Ο Χρήστος Τσάκωνας από τη Σπάρτη ήταν από τους πρώτους Έλληνες που αναζήτησαν την τύχη τους στη Νέα Υόρκη. Αποβιβάζεται το 1873 για να βρεθεί αντιμέτωπος με μια πραγματικότητα που ξεπερνά τις προσδοκίες του. Χωρίς να χάσει χρόνο, επιστρέφει στην Ελλάδα για να συμπαρασύρει μαζί του άλλους πέντε. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να τον αποκαλούν έκτοτε «Κολόμβο της Σπάρτης».
Η «μικρή Αθήνα»
- Η ανάγκη του Έλληνα μετανάστη να δημιουργήσει μία δεύτερη πατρίδα γεννιέται έντονα τη δεκαετία του ’60 και ’70. Γι’ αυτό και οι περισσότεροι ομογενείς περνούν τη γέφυρα, για να δημιουργήσουν τις δικές τους γειτονιές, μια περιοχή μόλις 20 λεπτά από το κέντρο του Μανχάταν. Η Αστόρια δεν είναι ένα εφήμερο στέκι ενός περαστικού μετανάστη. Είναι τόπος για εγκατάσταση. Γι’ αυτό και οι Έλληνες έκτιζαν εκεί τα σπιτικά τους. Το 55% των Ελληνοαμερικανών στην Αστόρια έχουν σήμερα δικά τους σπίτια και επιχειρήσεις στην περιοχή.
Σάλτο ελευθερίας
- «Πήδηξα από το καράβι στη Βαλτιμόρη και πήγα στην Οκλαχόμα. Εκεί μου είπαν πως εάν θέλω να πετύχω, πρέπει να έρθω στη Νέα Υόρκη, στην Αστόρια. Εκεί που υπάρχουν πολλοί Ελληνες και θα με βοηθήσουν να βρω δουλειά. Ετσι και έγινε. Δούλευα 15 ώρες την ημέρα σε εστιατόριο. Δεν το μετάνιωσα».
Ο δρόμος ενός ανώνυμου μετανάστη προς την Ιθάκη του. «Κυνηγώντας το όνειρο». Αλεκτρύων. 2007