Το κυνήγι της δόξας και η επαγγελματική εξασφάλιση δεν φαίνεται να είναι τα μοναδικά ζητούμενα για τους αθλητές που όταν ολοκληρώνουν την καριέρα τους αποφασίζουν να ασχοληθούν με την πολιτική.
Ο
Βλαντιμίρ Πούτιν είναι παλαιός πρωταθλητής του τζούντο, ο Σεμπάστιαν Κόε εξαργύρωσε τις καταπληκτικές του επιδόσεις στα 1.500 μέτρα με την είσοδο στο Βρετανικό Κοινοβούλιο, ο Πελέ χρημάτισε υπουργός Αθλητισμού της Βραζιλίας, ο Σεργκέι Μπούμπκα πέρασε από το Ουκρανικό Κοινοβούλιο, ενώ οι Βαλερί Μπορζόφ και Αλεξάντερ Βολκόφ έγιναν υπουργοί Αθλητισμού στην ίδια χώρα.
Όλοι αυτοί, ανάμεσα σε άλλους πολλούς, καθώς υπάρχουν εκατοντάδες αθλητές μικρότερου και μεγαλύτερου βεληνεκούς, ατομικών και ομαδικών αθλημάτων, που πέρασαν στην πολιτική.
Στη χώρα μας, τα παραδείγματα είναι επίσης πολλά, μόνο όμως μετά τη δεκαετία του ’80 η λάμψη του (πρωτ)αθλητισμού είναι τέτοια που εξασφαλίζει, αρχικά, μια άνετη εκλογή στους υποψηφίους και γενικά αποτελεί εφαλτήριο για ανέλιξη σε άλλους κοινωνικούς χώρους. Έτσι, ελάχιστοι γνωρίζουν ότι ο σημερινός Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κάρολος Παπούλιας είχε υπάρξει μέλος της Εθνικής Ομάδας Βόλεϊ. Όλοι όμως γνωρίζουν την μπασκετική καριέρα του Παναγιώτη Φασούλα και το μετάλλιο της Σοφίας Σακοράφα.
Οι ελληνικές επιτυχίες -σε ομαδικό αλλά και ατομικό επίπεδο- χάρισαν άφθονη προβολή στους αθλητές και διευκόλυναν την είσοδό τους όχι τόσο στο Κοινοβούλιο, αλλά κυρίως στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Έτσι, ενώ οι βουλευτές που προέρχονται από τον χώρο του αθλητισμού μετριούνται στα δάχτυλα του ενός χεριού, με ποσοστό συμμετοχής κάτω του 1%, εκείνοι που έχουν αναλάβει κάποια θέση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση -συνήθως στους αθλητικούς οργανισμούς των δήμων- είναι εκατοντάδες.
To Reportage αναζήτησε και βρήκε τέσσερις επιφανείς εκπροσώπους του είδους, μίλησε μαζί τους και προσπάθησε να διερευνήσει τι σκέφτονται και τι κομίζουν στη σύγχρονη πολιτική σκηνή.
Οι ανοικτές πόρτες
Ξεκίνημα με την ακοντίστρια Άννα Βερούλη. Κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκούς Αγώνες της Αθήνας το 1982 και το χάλκινο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα του Ελσίνκι ένα χρόνο μετά. Περίπου 10 χρόνια αργότερα βρέθηκε στην πολιτική. «Η πολιτική με ενδιέφερε από τα νεανικά και τα φοιτητικά χρόνια. Ανήκω σε μια γενιά που είχε να αντιμετωπίσει πολλά προβλήματα, όπως τα πυρηνικά, το διαχρονικό αίτημα για καλύτερη Παιδεία, και που γενικά ενδιαφερόταν για το τι γίνεται γύρω της. Έτσι, μετά το τέλος της καριέρας μου, η ενασχόληση με την πολιτική ήρθε αρκετά φυσικά.
Το 1990 εκλέγεται δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Νέου Ηρακλείου, όπου εξελέγη συνολικά τρεις φορές προσφέροντας από τη θέση του Αντιδημάρχου. «Βγαίνοντας πάντα πρώτη σε σταυρούς», λέει η ίδια περήφανα. Το 2003 εξελέγη νομαρχιακός σύμβουλος στην Υπερνομαρχία Αθηνών - Πειραιώς όπως συνέβη και το 2007: Σήμερα είναι αντινομάρχης για θέματα αθλητισμού.
Όλα αυτά τα χρόνια στο μετερίζι της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, υπήρξαν πολλές καλές στιγμές, αλλά και στιγμές που απογοητεύτηκε. «Αισθάνθηκα την ήττα, κυρίως από νοοτροπίες ανθρώπων που ασχολούνται με την πολιτική. Μπήκα στην πολιτική για να προσφέρω και παρά την εμπειρία μου δεν δέχομαι τον τίτλο του επαγγελματία πολιτικού. Κάποιοι άλλοι κατεβαίνουν στην πολιτική για άλλους λόγους». Όπως η ίδια λέει, αυτό που «μετάγγισε» από τις ρίψεις στην πολιτική ήταν το αθλητικό πνεύμα.
«Ξεκινώ από ένα όνειρο και προσπαθώ να το υλοποιήσω, πάντα με σκληρή δουλειά και προσπάθεια. Θα έλεγα ότι γενικά οι αθλητές που μεταπηδούν στην πολιτική έχουν καλή αίσθηση της αξιοκρατίας. Γνωρίζουμε και από μεζούρα και από χρονόμετρο και δεν κουραζόμαστε ποτέ να δίνουμε εξετάσεις. Προσωπικά, δεν το βάζω ποτέ κάτω, γιατί κυριαρχεί η νοοτροπία της αθλήτριας και όχι της πολιτικού. Είναι ιδιαίτερα έντονο, επίσης, και το ομαδικό πνεύμα, και ας προέρχομαι από ατομικό άθλημα. Η πολιτική είναι ομαδικό παιχνίδι και για να υπάρχει αποτέλεσμα χρειάζεται συλλογική δουλειά».
Η ίδια αναγνωρίζει ότι ο αθλητισμός της προσέφερε αναγνωρισιμότητα και της άνοιξαν τον δρόμο, όμως αν οι πολίτες δεν διέκριναν τις αρετές στην πολιτική, δεν θα ψηφιζόταν συνέχεια εδώ και περισσότερα από 15 χρόνια. Καταλήγοντας, η Άννα Βερούλη εκφράζει την ενόχλησή της για τα πολιτικά κόμματα που χρησιμοποιούν λαμπερά ονόματα από τον χώρο του αθλητισμού, με σκοπό την ψηφοθηρία.
Ο Βασίλης Κικίλιας ήταν παλαιότερα καλαθοσφαιριστής του Πανιώνιου, της ΑΕΚ και του Απόλλωνα Πατρών. Σήμερα είναι ορθοπεδικός και αποτελεί νέο αίμα στην πολιτική -και αυτός στην Τοπική Αυτοδιοίκηση. Βρίσκεται εδώ και περίπου τρία χρόνια στη θέση του προέδρου του Οργανισμού Νεολαίας και Άθλησης του Δήμου Αθηναίων, ενώ έχει εκλεγεί και στην Κεντρική Επιτροπή της Ν. Δ. «Πριν ασχοληθώ με την πολιτική και τα κοινά δεν ήμουν ο καλύτερος και ο πιο ταλαντούχος παίκτης του μπάσκετ. Ήμουν όμως ο καλύτερος συμπαίκτης. Η πίστη μου στον συνάνθρωπο, το ομαδικό παιχνίδι» για το καλό του συνόλου, και η ανάγκη για προσφορά, έγιναν πράξη όταν συνεργάστηκα ως σύμβουλος του Ν. Κακλαμάνη στο Υπουργείο Υγείας. Εκεί έμαθα πολλά για την πολιτική και ίσως εκείνο το χρονικό διάστημα κόλλησα το μικρόβιο. Μια εμπειρία καταλυτική. Τόσο, που όταν μου πρότεινε στη συνέχεια να είμαι υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος στον Δήμο Αθηναίων δέχτηκα αμέσως».
Στην ερώτηση «ποια είναι εκείνα τα ιδιαίτερα στοιχεία που μπορεί να προσφέρει στα κοινά;» ένας πρώην αθλητής, ο Β. Κικίλιας, απαντάει: «Ένας άνθρωπος που έχει μάθει στη ζωή του να είναι αθλητής και να κάνει πρωταθλητισμό είναι πάνω απ’ όλα πειθαρχημένος. Ξέρει να προσχεδιάζει τις κινήσεις του προκειμένου να φτάσει στον στόχο. Να βλέπει γήπεδο, όπως λέμε. Να έχει εικόνα για το τι συμβαίνει γύρω του, να μπορεί να συνεργαστεί, να δεχθεί την ήττα, να αναγεννάται και να ξαναπροσπαθεί μέχρι να έρθει η τελική νίκη. Όταν, δε, πέσει κάτω, να ξανασηκώνεται και να συνεχίζει, να ξέρει να παίζει καθαρά, γιατί μέσα στο γήπεδο τίποτε δεν μπορεί να κρυφτεί. Εκεί φυσικά που όλοι οι άλλοι απογοητεύονται, αυτός έχει πίστη και τραβάει μπροστά».
Ο ίδιος παραδέχεται ότι η αναγνωρισιμότητα ανοίγει πόρτες, αυτό όμως δεν αρκεί: «Οι πόρτες μπορεί να ανοίγουν εύκολα αλλά κλείνουν και εύκολα. Μετά όμως δεν ξανανοίγουν, κλειδώνουν οριστικά. Το κλειδί για να παραμείνουν ανοιχτές είναι να μένεις σταθερός στις αξίες σου. Σε αυτό είμαι αδιαπραγμάτευτος. Όπως επίσης και στην αγάπη μου για την πόλη μου, την Αθήνα και κυρίως τους νέους ανθρώπους. Οι νέοι είναι το μέλλον μας, είναι το αύριο, είναι η ελπίδα μας. Δεν πρέπει να τους απογοητεύουμε άλλο. Πρέπει να τους στηρίζουμε και να τους δίνουμε καθημερινά τη δυνατότητα να αγγίζουν τα όνειρα τους και να είναι χαρούμενοι. Προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις, έτσι ώστε το αύριο των παιδιών να είναι καλύτερο απ’ ό,τι τους παρουσιάζεται τη σημερινή εποχή και θα παλέψω γι’ αυτό».
Η άλλη όψη
Για το τέλος και για τα «δύσκολα», αφήσαμε την ακοντίστρια Σοφία Σακοράφα
Στη συλλογική μνήμη θα μείνει η βολή της στα 74,20 μέτρα το 1982 στα Χανιά, ένα συγκλονιστικό παγκόσμιο ρεκόρ, καθώς και το χάλκινο μετάλλιο στο Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα Στίβου της Αθήνας. Οι νεώτερες γενιές τη γνωρίζουν όμως ως πολιτικό πρόσωπο καθώς από το 1993, όταν και εκλέχθηκε μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΑΣΟΚ, βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο -κυρίως για θέματα αθλητικής πολιτικής.
Η Τοπική Αυτοδιοίκηση και η Παλαιστίνη είναι δύο θέματα με τα οποία ασχολήθηκε συστηματικά τα τελευταία χρόνια: εκλέχθηκε δημοτική σύμβουλος Αθήνας στις δημοτικές εκλογές του 1994 και δημοτική σύμβουλος στο Μαρούσι στις εκλογές του 1998 και του 2004. Είχε μεσολαβήσει η εκλογή της το 2000 ως βουλευτού στη Β’ Περιφέρεια της Αθήνας. Σήμερα είναι γραμματέας στον Τομέα Αθλητισμού του ΠΑΣΟΚ. Όσο για το Παλαιστινιακό, η Σ. Σακοράφα είναι από τις λίγες προσωπικότητες που μάχονται σταθερά για τα δίκαια του λαού της Παλαιστίνης, τιμώντας και σήμερα τη ζεστή φιλία και τον θαυμασμό του Γιασέρ Αραφάτ προς το πρόσωπό της.
Η μαχητική πολιτικός αιφνιδιάστηκε αρνητικά από την ερώτησή μας σχετικά με την επίπτωση που ενδέχεται να έχουν τα εκτεταμένα κρούσματα ντόπινγκ, πάνω στους αθλητές που θέλουν να πολιτευτούν. «Είχα την ευκαιρία να δω πρόσφατα την κινηματογραφική ταινία Το Κύμα και έχω την εντύπωση η ερώτησή σας αναπαράγει το σκεπτικό της ταινίας: μετασχηματίζεται το άτομο σε σύνολο και το σύνολο σε μάζα. Δηλαδή, κάποιοι αθλητές βρέθηκαν ντοπέ, που σημαίνει, κατά το σκεπτικό σας, ότι όλοι οι αθλητές οφείλουν να απολογηθούν. Κάποιοι πολιτικοί δεν χαίρουν της εκτίμησης του κοινού, που σημαίνει, κατά το σκεπτικό σας, ότι όλοι οι πολιτικοί φέρουν μια αρνητική ταυτότητα. Αυτή η λειτουργία είναι λιγάκι επικίνδυνη ακριβώς γιατί παραγνωρίζει την προσωπική ιστορία του καθένα, ισοπεδώνει διαχωριστικές γραμμές και καταλήγει σε μια γενίκευση που είναι αφοριστική». Πώς αντιμετωπίζει το γεγονός ότι, τη στιγμή που οι περισσότερες έρευνες αξιολογούν χαμηλά τους πολιτικούς, οι αθλητές - πολιτικοί έχουν να αντιμετωπίσουν και επιπλέον «βαρίδια»; Η Σ. Σακοράφα αποκρούει ασφαλώς την έννοια της συλλογικής ευθύνης. «Με τη δική σας λογική θα έπρεπε να αισθάνονται άβολα: οι γιατροί για τα φακελάκια, οι δικαστές για το παραδικαστικό, οι δημοσιογράφοι για τη διαπλοκή.
Όμως γιατρός είναι και αυτός που αφήνει την πατρίδα του και με κίνδυνο της ζωής του βρίσκεται στα νοσοκομεία της Γάζας, δημοσιογράφος είναι και αυτός που παίζει τη ζωή του κορώνα-γράμματα για την ενημέρωση του κόσμου, δικαστικός ήταν και ο Ντεγιάννης». Και συνεχίζοντας στο ίδιο ύφος «η λογική της συλλογικής ευθύνης, άρα και της συλλογικής απολογίας στις δημοκρατίες δεν υπάρχει. Σε ό,τι με αφορά προσωπικά, ποτέ δεν ένιωσα ότι για το πέρασμά μου στην πολιτική, το γεγονός του παγκοσμίου ρεκόρ μου έδωσε φτερά στα πόδια». Τι δίνει, λοιπόν, το κουράγιο για την ενασχόληση με την πολιτική; «Φτερά στα πόδια μου έδωσαν οι πολιτικές θέσεις που είχα από την εποχή που ήμουν αθλήτρια, φτερά μου έδωσε η δυναμική που ανέπτυξα μέσα από το χώρο της Τοπικής Αυτοδιοίκησης για το τί σημαίνει ανάπτυξη της πόλης, ‘’φτερά’’ μου έδωσε η θέση μου ότι στην πολιτική δεν φτάνει απλώς να διαμαρτύρεσαι, αλλά πρέπει να αντιστέκεσαι. Με αυτή την έννοια το μόνο βαρίδι που νιώθω είναι η ευθύνη απέναντι σε όσους εμπιστεύθηκαν αυτά τα χαρακτηριστικά», τονίζει.
Παίξε μπάλα
- Ο Γιώργος Λιάνης, ο Τάσος Μητρόπουλος και ο Θανάσης Γκόκας αντιπροσωπεύουν τις τρεις γενιές Ελλήνων ποδοσφαιριστών που ασχολούνται με την πολιτική. Ο πρώτος γεννήθηκε το 1942 και έπαιξε ποδόσφαιρο στον Ηρακλή. Αργότερα έγινε βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ και υφυπουργός. Ο δεύτερος γεννήθηκε το 1957 και έκανε μεγάλη καριέρα στον Ολυμπιακό. Σήμερα είναι δημοτικός σύμβουλος στον Πειραιά. Ο τελευταίος γεννήθηκε το 1980. Σήμερα παίζει στον Ιωνικό, έχοντας περάσει από Κέρκυρα και Σέρρες, όπου και ήταν υποψήφιος δημοτικός σύμβουλος.
Πολιτική «αράχνη»
- Ο Παναγιώτης Φασούλας, δήμαρχος Πειραιά, εκφράζει την άποψή του για το θέμα: «Για μένα, ο αθλητισμός δεν ήταν μια επιταγή που εξαργύρωσα άμα τη εμφανίσει. Ηταν και είναι ζωή. Μου πρόσφερε πολλά και πολύτιμα εφόδια που συλλειτούργησαν στην πολιτική. Δεν έχω λοιπόν ούτε βαρίδια, ούτε φτερά. Απλώς υπάρχει το αίσθημα ευθύνης που λειτούργησε και λειτουργεί τόσο όταν ήμουν αθλητής όσο και πολιτικός. Γιατί και στους δυο τομείς τελικά αυτός που μας κρίνει και μάλιστα αυστηρά είναι ο πολίτής. [...] Κάθε άνθρωπος, ανεξάρτητα με το ποιος είναι, μπορεί να είναι αναλώσιμος για οποιονδήποτε λόγο. Να γνωρίζετε ότι οι αθλητές, και ιδιαίτερα αυτοί που έχουν κάνει πρωταθλητισμό, επειδή έχουν περάσει διά πυρός και σιδήρου στη ζωή τους, για να πετύχουν τους στόχους τους, δεν είναι σίγουρα εύκολα αναλώσιμοι, ούτε είναι μιας χρήσης. Αυτό ας το έχουν υπόψη τους άπαντες. [...] Σίγουρα τα φαινόμενα ντόπινγκ τον τελευταίο καιρό στον χώρο του αθλητισμού, δεν είναι ευχάριστα. Πάντως πιστεύω, ότι όλο αυτό μπορεί να λειτουργήσει και θετικά, γιατί αν ένας αθλητής σκοπεύει να ασχοληθεί με τα κοινά θα σκεφθεί διπλά να αποκτήσει αρνητική δημοσιότητα, σε συνάρτηση με το ντόπινγκ. Ισως όλο αυτό τελικά να λειτουργήσει προστατευτικά και για τις δυο του ιδιότητες».
Πρώτος στο νήμα
- Ο Γιώργος Κατσιμπάρδης είναι μάλλον ο πιο επιτυχημένος πολιτικός που προέρχεται από τον αθλητισμό, αν αναλογιστούμε τις οκτώ συνεχείς φορές που εκλέχτηκε βουλευτής με το ΠΑΣΟΚ, την περίοδο 1977 - 2000. Υπήρξε βαλκανιονίκης στους δρόμους ταχύτητας (1960), ενώ αργότερα, εκλέχτηκε δύο φορές (1984 και 1987) πρόεδρος του ΣΕΓΑΣ, υπηρετώντας από τη θέση εκείνη το χώρο του αθλητισμού.
Τρίποντο και μέσα
- Ο Γιάννης Ιωαννίδης και ο Κώστας Παταβούκας (μαζί με τους Φασούλα και Κικίλια που μιλούν στο Reportage) αποτελούν τους επιφανέστερους πολιτικούς που προέρχονται από το βασίλειο της πορτοκαλί μπάλας. Ο πρώτος εκλέχτηκε βουλευτής με τη Ν.Δ. στις αναμετρήσεις του 2004 και του 2007 και σήμερα είναι υφυπουργός Πολιτισμού για θέματα Αθλητισμού. Ο δεύτερος είναι δημοτικός σύμβουλος στην Αθήνα.
Φτερωτός γιατρός
- Ο Βασίλης Παπαγεωργόπουλος υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Ελληνες δρομείς ταχύτητας όλων των εποχών στη χώρα μας (στα 100 μέτρα) -εξού και το προσωνύμιο. Την περίοδο 1971 - 1976 κατέκτησε τρία ευρωπαϊκά μετάλλια. Την πολιτική του σταδιοδρομία την ξεκίνησε το 1981 όταν εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής με το κόμμα της Ν.Δ. Επανεξελέγη σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μέχρι και το 1996. Από το 1998 είναι δήμαρχος Θεσσαλονίκης.