Δευτέρα 30 Μαρτίου 2009

Σπύρος Λούης: Ο επίμονος μαραθωνοδρόμος

12 Ιανουαρίου 1873 – 28 Μαρτίου 1940

Έγινε ο πρώτος ήρωας που αναδείχθηκε από τον ελληνικό αθλητισμό και έμεινε παντοτινά χαραγμένος στη μνήμη του λαού, ίσως γιατί ήλθε από του πουθενά και μετά πάλι έφυγε για το πουθενά. Ο ίδιος έτρεξε για την αγάπη μιας γυναίκας. Και μπορεί να έτρεξε μόνο μια φορά, αλλά αυτή αποδείχθηκε αρκετή για να γραφτεί στην Ιστορία ...

Πίσω από κάθε μύθο κρύβεται κι ένας σφοδρός έρωτας. Αυτά είναι τα λόγια του ποιητή. Ο Σπύρος Λούης, βέβαια, δεν υπήρξε ποτέ του ποιητής. Ένας απλός άνθρωπος ήταν, χωρίς ιδιαίτερη μόρφωση. Κι όμως: ο ασήμαντος αυτός νερουλάς, ο οποίος είχε γεννηθεί το 1872 στο Μαρούσι και φορούσε πάντα την εθνική ενδυμασία, κατάφερε να γίνει κάτι παραπάνω από δάσκαλος του ελληνικού ονείρου. Έγινε μύθος και πίσω από τον άθλο του κρυβόταν πράγματι ένας σφοδρός έρωτας, επιβεβαιώνοντας έτσι τα λόγια του ποιητή. Αλλά ας πιάσουμε την ιστορία μας από πιο παλιά.

Στις 13 Αυγούστου του 490 π. Χ. οι Αθηναίοι, υπό τον στρατηγό Μιλτιάδη, κατανίκησαν τους Πέρσες στον κάμπο του Μαραθώνα. Ένας οπλίτης ονόματι Φειδιππίδης ανέλαβε να φέρει το μήνυμα της νίκης στην Αθήνα. Φορτώθηκε τα όπλα του και έκανε τη διαδρομή τρέχοντας. Η μεταγενέστερη εκδοχή τον θέλει να περνά από ένα σημείο, όπου οι χωρικοί του φώναζαν «Σταμάτα! Σταμάτα!» Η περιοχή αυτή ονομάστηκε Σταμάτα. Αρκετά χιλιόμετρα παρακάτω κοντοστάθηκε να ανασάνει, προφανώς επειδή του είχε βγει η ψυχή. Η περιοχή εκείνη ονομάστηκε Ψυχικό.

Το πώς ακριβώς συνδέθηκαν στο μυαλό του Μισέλ Μπρελ τα παρελκόμενα της νίκης τους Μαραθώνα με τους πρώτους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, δεν έχει ξεκαθαριστεί. Και δεν έχει και ιδιαίτερη σημασία. Σημασία έχει ότι ο Γάλλος λόγιος πρότεινε στον Κουμπερτέν ένα πρότυπο αγώνισμα: δρόμο αντοχής από τον Μαραθώνα ως το Καλλιμάρμαρο. Υποσχέθηκε, μάλιστα, ότι ο ίδιος θα αθλοθετούσε ένα βαρύτιμο ασημένιο τρόπαιο για το νικητή.

Η ιδέα έγινε, φυσικά, δεκτή. Οι Έλληνες, ως λάτρεις της μυθολογίας, άρχισαν αμέσως να διασπείρουν φήμες για τον αγώνα και σύντομα κυκλοφορούσε, μεταξύ άλλων, ότι ο πρώτος νικητής θα επιβραβευθεί με υψηλή κρατική θέση, ή ότι θα γίνει γαμπρός του Γεωργίου Αβέρωφ με προίκα ενός εκατομμυρίου δραχμών. Έξαφνα, η πρωτιά στο συγκεκριμένο αγώνισμα έγινε «εθνική υπόθεση» όλων.

Μέσα σε αυτήν την τεταμένη ατμόσφαιρα, και με την πολυπληθή ελληνική ομάδα να προπονείται εντατικά κάτω από την άγρυπνη παρακολούθηση του συνταγματάρχη Παπαδιαμαντόπουλου, ο οποίος είχε οριστεί αφέτης, ένας 24χρονος Μαρουσιώτης που έβγαζε το ψωμί του πουλώντας νερό με τη σούστα του, εμφανίστηκε ζητώντας να του επιτραπεί η συμμετοχή στον αγώνα.

Δεν είχε καιρό για αθλητισμό μήτε είχε ξαναδοκιμάσει να τρέξει αντιμέτωπος με άλλους. Ήταν όμως απελπισμένος. Οι γονείς της αγαπημένης του δεν τον ήθελαν για γαμπρό τους. Ένα πρωί η Ελένη άκουσε για τον μαραθώνιο και επηρεασμένη από τον χαμό που γινόταν, είπε στον Σπύρο: «Αν τρέξεις και νικήσεις, δεν θα μπορούν να πουν όχι».

Αυτό ήταν: η ιδέα σφήνωσε στο μυαλό του και τρεις μέρες αργότερα στεκόταν μπροστά στον αθλίατρο αξιώνοντας το δικαίωμα της συμμετοχής. Δεν ανήκε σε σύλλογο, δεν είχε προπονητή, δεν ήξερε καν τη διαδρομή. Στάθηκε, ωστόσο, τόσο επίμονος που τελικώς δέχτηκαν να τον δοκιμάσουν.

Ο Λούης έτρεξε χίλια μέτρα και τερμάτισε δεύτερος. Η συμμετοχή του απορρίφθηκε. Τον έπιασε μαύρη απελπισία. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να εντυπωσιάσει τους γονείς της αγαπημένης του. Η μοίρα, όμως, λειτούργησε προς όφελός του. Διότι τότε, σε εκείνη τη δοκιμαστική κούρσα, τον πρόσεξε ο Παπαδιαμαντόπουλος, ο οποίος κατά σύμπτωση είχε διατελέσει διοικητής του Λούη κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής του θητείας. «Τι θες εσύ εδώ;» τον ρώτησε ο αφέτης μόλις τον αναγνώρισε.

Να τρέξω, θέλω, κύριε συνταγματάρχα, αλλά δεν με αφήνουν», του απάντησε ο Λούης. Ο Παπαδιαμαντόπουλος γύρισε τότε στον αθλίατρο και του είπε ότι ο νεαρός είχε τρομερή αντοχή: «Από τους Αμπελόκηπους τον έστελνα στο Σύνταγμα για τσιγάρα και γυρνούσε σε είκοσι λεπτά». Κι έτσι, με την άνωθεν παρέμβαση, η συμμετοχή του Σπύρου Λούη εγκρίθηκε.

Ο πρώτος προκαταρκτικός αγώνας, που ήταν συγχρόνως και ο πρώτος Μαραθώνιος της σύγχρονης εποχής, πραγματοποιήθηκε στις 22 Μαρτίου. Νικητής αναδείχτηκε ο Χαρίλαος Βασιλάκος με χρόνο τρεις ώρες και δέκα οκτώ λεπτά. Ο Λούης συμμετείχε στον δεύτερο προκαταρκτικό, δύο εβδομάδες αργότερα. Διέσχισε την τελική γραμμή στην πέμπτη θέση, λίγα μέτρα πίσω από το νικητή Δημήτριο Δεληγιάννη. Ώσπου έφτασε η μεγάλη μέρα. Στις 10 Απριλίου του 1896 (ή στις 29 Μαρτίου, σύμφωνα με το Ιουλιανό ημερολόγιο που ήταν τότε σε χρήση στην Ελλάδα), τέσσερις ξένοι αθλητές, δώδεκα Έλληνες και ο νερουλάς από το Μαρούσι έλαβαν τις θέσεις τους στην εκκίνηση, κάτω από το λιοπύρι του καταμεσήμερου.

Όλοι θα έτρεχαν για το βαρύτιμο τρόπαιο ή για την κρατική θέση ή για τα χρήματα της προίκας του Αβέρωφ. Εκείνος θα έτρεχε για την Ελένη. Ο Παπαδιαμαντόπουλος σήμανε την εκκίνηση και η ιστορία άρχισε να γράφει αντίστροφα.

Ο Γάλλος Αλμπέν Λερμιζιό, που είχε πάρει και χάλκινο στα 1500 μέτρα, τέθηκε από νωρίς επικεφαλής της κούρσας. Αυτό, όμως, δεν προβλημάτισε τον Λούη. Στο Πικέρμι σταμάτησε σε ένα καφενείο και ζήτησε να πιει ένα ποτήρι κρασί. «Μα, θα μείνεις πίσω», του φώναξαν οι θαμώνες. «Μπα», έκανε εκείνος, «θα τους φτάσω και θα τους προσπεράσω πριν από το τέλος».

Μετά το τριακοστό δεύτερο χιλιόμετρο ο Λερμιζιό κατέρρευσε από την εξάντληση και το προβάδισμα πήρε ο Αυστραλός Τέντι Φλακ, ένας λογιστής που κατοικούσε στο Λονδίνο. Είχε κι αυτός να επιδείξει ένα μετάλλιο, τόσο στα 800 όσο και στα 1500 μέτρα.

Ο Λούης άρχισε να μειώνει την απόσταση, ώσπου και ο Αυστραλός, που δεν ήταν συνηθισμένος σε τόσο μεγάλες αποστάσεις, κατέρρευσε μερικά χιλιόμετρα αργότερα, αφήνοντας το τελικό προβάδισμα στον Έλληνα Στο μεταξύ, τα νέα είχαν ήδη μαθευτεί στις εξέδρες του Σταδίου και ο κόσμος παραληρούσε: εξήντα χιλιάδες θεατές κραύγαζαν ρυθμικά «Έλλην, Έλλην».

Ο Σπύρος Λούης μπήκε στο Καλλιμάρμαρο νικητής και ακμαίος, με χρόνο δύο ώρες, πενήντα οκτώ λεπτά και πενήντα δευτερόλεπτα, συντρίβοντας το προηγούμενο ρεκόρ κατά δεκαπέντε λεπτά. Εντούτοις, κανένας δεν έμοιαζε πρόθυμος να ασχοληθεί με τον χρόνο. Όλοι πανηγύριζαν ξέφρενα. Χαμένος στις αγκαλιές των παραληρούντων Ελλήνων, ο ανώνυμος νεαρός από το Μαρούσι ζούσε τον θρίαμβο του.

Ο κατοπινός διάδοχος του θρόνου Κωνσταντίνος και ο πρίγκιπας Γεώργιος έσπευσαν να τον κεράσουν κρασί, γάλα, μπύρα, αυγά πασχαλινά, πορτοκαλάδα και άλλα δώρα. Άλλοι του έταζαν κοσμήματα. Κάποιος του υποσχέθηκε τζάμπα ξύρισμα στο κουρείο του για όλη του τη ζωή. Κανείς δεν έμαθε ποτέ τι από όλα αυτά γεύτηκε τελικά. Το ίδιο βράδυ, ο πανευτυχής βασιλιάς Γεώργιος Α’ ρώτησε τον Λούη τι δώρο θα ήθελε να του προσφέρει, και εκείνος του απάντησε: «Ένα γαϊδουράκι να με βοηθάει να κουβαλάω το νερό». Το γαϊδουράκι, πάντως, το πήρε. Όπως πήρε και τη Ελένη.

Γιατί ποιοι γονείς θα μπορούσαν να αρνηθούν την θυγατέρα τους σε έναν εθνικό ήρωα; Αυτό ήθελε να πετύχει κι αυτό πέτυχε.

Έπειτα από την απονομή των μεταλλίων και το αναπόφευκτο γεύμα στο Παλάτι, ο Ολυμπιονίκης επέστρεψε στο σπίτι του και άφησε τους δημοσιογράφους να αναρωτιούνται από πού βαστούσε η σκούφια του.

Στις εφημερίδες των επόμενων ημερών, οι Έλληνες διάβαζαν ότι ήταν ταπεινός βοσκός, πλούσιος γαιοκτήμονας, στρατιώτης, ταχυδρομικός υπάλληλος. Ότι έτρεξε στον μαραθώνιο για να πείσει τον βασιλιά να δώσει χάρη στον φυλακισμένο αδελφό του (που δεν είχε καν).

Ότι έμποροι της πόλης τον γέμισαν με δώρα, από όπλα μέχρι ραπτομηχανές. Μια τρέλα! «Οι Αθηναίοι», θα έγραφε σατιρικά ο Εμμανουήλ Ροΐδης σε χρονογράφημα του επί των ημερών, «εξυπασθέντες από την λαμπρότητα της πανηγύρεως εκατάντησαν όλοι αθλομανείς». Όχι ο ίδιος, πάντως. Ο ίδιος δεν ξανάτρεξε ποτέ. Μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες γύρισε στο χωριό του (γιατί χωριό ήταν τότε το Μαρούσι) και έζησε ήρεμα, εργαζόμενος ως αγρότης και αργότερα ως αστυνομικός.

Εξασφάλισε και μια καινούργια σούστα και για κάποιο διάστημα μπορούσε να διανείμει το νερό πιο άνετα. Μοναδική μελανή περιπέτεια της ζωής του στάθηκε μια περίεργη υπόθεση στην οποία βρέθηκε αναμεμειγμένος το 1926, όταν κατηγορήθηκε για πλαστογράφηση στρατιωτικών εγγράφων. Έμεινε στη φυλακή κάτι παραπάνω από έναν χρόνο και η υπόθεσή του προκάλεσε σάλο στον Τύπο, ώσπου αθωώθηκε και επέστρεψε στην αφανή καθημερινότητά του.

Την τελευταία του δημόσια εμφάνιση την έκανε το 1936, όταν προσκλήθηκε ως επίτιμος φιλοξενούμενος από τους διοργανωτές των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων, που διοργανώθηκαν στο Βερολίνο. Δύο χρόνια αργότερα, ακριβώς 42 έτη έπειτα από τον ανέλπιστο θρίαμβό του, τιμήθηκε με ισόβια σύνταξη από την κοινότητα Αμαρουσίου Αττικής. Δεν έμελλε να τη χαρεί για πολύ. Πέθανε στις 28 Μαρτίου του 1940.

Συνέβη στην Αθήνα

Πολλές αθλητικές λέσχες, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, φέρουν το όνομά του, όπως φυσικά και το κύριο στάδιο του Ολυμπιακού Αθλητικού Κέντρου της Αθήνας (καθώς επίσης και η λεωφόρος που περνά από μπροστά). Στο Μόναχο, το όνομά του φέρει η λεωφόρος Spiridon-Louis-Ring από την οποία είναι προσβάσιμο το εκεί Ολυμπιακό Πάρκο. Και όσο για το Χόλιγουντ; Αυτό τίμησε τον Λούη με μια μέτρια μάλλον ταινία: το «It happened in Athens» με πρωταγωνίστρια την Τζέιν Μάνσφιλντ.

Επίτιμος καλεσμένος

Στο περίφημο ντοκιμαντέρ «Ολυμπία, Η γιορτή των Εθνών», που γυρίστηκε στη διάρκεια των θερινών Ολυμπιακών Αγώνων του 1936, ο Σπύρος Λούης εμφανίζεται σε πρώτο πλάνο την ώρα που μπαίνει στην εναρκτήρια εορταστική τελετή, ως τιμώμενο πρόσωπο της ελληνικής αποστολής. Μπροστά του πηγαίνουν ένα κοριτσάκι που κρατάει την ταμπέλα με το όνομα της χώρας μας (Griechenland στα Γερμανικά) και ο σημαιοφόρος με την ελληνική σημαία, και ακολουθεί εκείνος, με άσπρη φουστανέλα και σκούρο γιλέκο, κρατώντας ένα φουντωτό κλαδί ελιάς στο δεξί του χέρι.

Μας έφαγαν οι ξένοι...

Η «Εστία» της εποχής περιέγραψε με πολύ γλαφυρό τρόπο το πώς ο Σπύρος Λούης παρότρυνε τους Ελληνες συναθλητές του στη διάρκεια του μεγάλου αγώνα: «Εμπρός μωρέ παιδιά, τους έλεγε, εμπρός και μας έφαγαν οι ξένοι. Και έτρεχεν, έτρεχεν ακατάβλητος». Κάποια στιγμή, όμως, κουράστηκε και έμοιαζε έτοιμος ακόμα και να τα παρατήσει. Μέχρι που τον πλησίασε ένας έφιππος αξιωματικός και εκεί, πάνω στο άλογό του, έσπευσε να του δώσει κουράγιο. «Τι κάθεσαι, Λούη;» του φώναξε. «Τρέχα και μας πήρανε την νίκην οι ξένοι» - «Εστία» της 31ης Μαρτίου 1896.

Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 336, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 3 Αυγούστου 2008.