...ή πώς διαφωνούμε για το διεθνές όνομα της Ελλάδας
Αυτή η περιπέτεια με το όνομα κρατάει περίπου 200 χρόνια. Ηταν μια νίκη ενός από τους πατέρες του ελληνικού Διαφωτισμού, του Αδαμάντιου Κοραή, ο οποίος επέμενε ότι η ονομασία «Greece» είναι η πιο σωστή «αφού οι ξένοι έτσι μας γνωρίζουν». Σ' αυτό συνηγορούν και σύγχρονοι ιστορικοί, χαρακτηρίζοντας λάθος την επιμονή στο «Hellas», διότι η πανάρχαιη ρίζα της ονομασίας «Greece» σηματοδοτεί ακριβώς την «Ελλάδα». Το ζήτημα ετέθη εκ νέου με τη Μεταπολίτευση, ενώ προδικτατορικά είχαν αναβιώσει και πάλι οι από τον 19ο αιώνα διαφωνίες των Ελλήνων διαφωτιστών, αυτή τη φορά με τη λέξη «Ρωμιοσύνη».
«— Λεμονιά: Αμ εμένα πώς με λένε Εγγλέζικα;
— Τζίμης: Εσένα σε λένε woma
— Λεμονιά: Πώς το είπες, γούμενο;
— Τζίμης: Οχι μη σε είπα δεσπότη(…) Γούμα βρε τσούπι, γούμα αλλά σαν είσαι τσούπα σε λένε gierl.
— Λεμονιά: Αϊ στο καλό χριστιανέ μου που από Λεϊμονιά θα με βαφτίσεις γούμα και γκιέρλ! Εμένα δε μου αρέσουνε ευτούνα τα παράξενα ονόματα, θέλω να μου λές τόνομά μου.
— Τζίμης: Ωράιτ! Αφού το θέλεις θα σε φωνάζω Λεϊμονιά, μα να ξέρεις ότι τόνομά σου Εγγλέζικα λέγεται γκιέρλ.»
T ο απόσπασμα προέρχεται από την κωμωδία «Οι φωστήρες» που γράφτηκε το 1925 από κάποιον (άγνωστο) Ελληνοαμερικανό και περιόδευσε εκείνα τα χρόνια με έναν (επίσης άγνωστο) ερασιτεχνικό θίασο στην σκηνή πολλών ελληνικών κοινοτήτων σε πολλές αμερικανικές πολιτείες. Το ανέσυρε από την αφάνεια η Ιωάννα Λαλιώτου (επίκουρη καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας) και αποτελεί παράδειγμα του γλωσσικού ζητήματος που αντιμετώπισαν (και Ελληνες) μετανάστες. «Στη δεκαετία του 1920», σημειώνει η Ιωάννα Λαλιώτου, «απέκτησαν ιδιαίτερη δημοτικότητα τα άρθρα για τις ψυχολογικές επιπτώσεις των εθνικών ονομάτων στους μετανάστες. Η υποχρεωτική αλλαγή των ελληνικών ονομάτων και η υιοθέτηση των αμερικανικών συντομευμένων εκδοχών τους υπήρξε συχνά σημείο αναφοράς σε περιγραφές των αρνητικών εμπειριών που είχαν σημαδέψει τα πρώτα χρόνια της μετανάστευσης για πολλούς Ελληνες. Οι περισσότεροι μετανάστες είχαν αλλάξει τό όνομά τους με υπόδειξη των υπαλλήλων στο νησί Ελλις.»
Η ονοματολογία δεν είναι μια καθόλου τυχαία ιστορία. Πολλές φορές υποδηλώνει –ιδίως όταν επιβάλλεται– τη σχέση εξουσίας ανάμεσα στον «νονό» και το «βαφτιστήρι». Αλλά με τον ίδιο τρόπο που επιβάλλεται η εξουσία μέσω του «νονού» έτσι ακριβώς λησμονείται, από την ιστορία, το προ βάφτισης καθεστώς.
Από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα αυτής της σχέσης που πλέον αναπαράγεται με την ονοματολογία είναι οι Αβορίγινες στην Αυστραλία και οι Οττεντότοι στη Νότια Αφρική. Οι πρώτοι Δυτικοί που έφτασαν στην Αυστραλία τους χαρακτήρισαν «ab origin», «αρχανθρώπους» σε ελεύθερη μετάφραση, ενώ η ονομασία «οττεντότος» προέρχεται από την ολλανδική λέξη «τραυλός» (αφού οι Ολλανδοί άποικοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν την γλώσσα τους με τους έντονους λαρυγγισμούς). Και στις δύο περιπτώσεις ουδέποτε τελικά κατέστη δυνατόν να μάθουμε πώς αυτοπροσδιορίζονταν αυτές οι ομάδες και, το σημαντικότερο, οι (απαξιωτικές) ονομασίες διευκόλυναν βασανισμούς και περιθωριοποιήσεις.
Οσο για τα δικά μας, ακόμη και το «Ελλάς» πέρασε και εξακολουθεί να περνάει εδώ και περίπου 200 χρόνια από τα χίλια μύρια κύματα που μας χωρίζουν από τις απαρχές του ελληνικού Διαφωτισμού.
Αν και είναι γνωστή η επιμονή του Αδαμάντιου Κοραή υπέρ των «Γραικών» και εναντίον των «Ρωμιών», εντούτοις το ίδιο ζήτημα έρχεται και ξανάρχεται μέχρι και σήμερα. Για παράδειγμα, ενώ στην Αγγλία η Ελλάδα μεταφράζεται ως «Greece», στη Νορβηγία ως ακριβής μετάφραση θεωρείται το «Ηellas». Αν μάλιστα έχετε την ατυχία να πέσετε σε μπλόκο της ινδικής αστυνομίας στο νέο Δελχί, θα διαπιστώσετε πως το «Hellenic Republic» δεν αναγνωρίζεται. Θα χρειαστεί να τους πείτε «Γιουνάν».
Οι τρεις προσδιορισμοί που κονταροχτυπήθηκαν για το βάφτισμα του νέου κράτους - έθνους ήταν το «Γραικοί», το «Ρωμιοί» και –αργότερα– το «Ελληνες». Ωστόσο, ο Αδαμάντιος Κοραής πέρασε τη δική του άποψη, τουλάχιστον ως προς το πώς θα αποκαλούσαν τους πολίτες του νέου κράτους οι ξένοι. Το «Greece» (εκ του Γραικός), επειδή όπως έγραφε το 1805, «ούτω μας ονομάζουσι και όλα τα φωτισμένα έθνη της Ευρώπης». Ο ίδιος, μας θυμίζει η Χριστίνα Κουλούρη (καθηγήτρια, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου), απέρριπτε κατηγορηματικά την ονομασία «Ρωμιοί» γιατί θύμιζε την περίοδο δουλείας του έθνους.
Αντίθετα, ο Δ Καταρτζής από το 1783 πρόκρινε το «Ρωμιός» απορρίπτοντας ιδίως το «Ελληνας» ως «παράγωγο» της ειδωλολατρίας και το οποίο εξαφάνιζε την ιστορική περίοδο του Βυζαντίου. (Χρειάστηκαν περίπου 100 χρόνια για να κατασκευάσει τη λύση της ιστορικής συνέχειας ο Κ. Παπαρρηγόπουλος).
Αλλά η διαφωνία συνεχίστηκε μέχρι πολύ πρόσφατα με την εκ νέου ανακάλυψη της «Ρωμιοσύνης». Τη σχετική συζήτηση ήδη από τις αρχές του 20ού αιώνα περιγράφει με έξοχο τρόπο ο Πάτρικ Λη Φέρμορ θυμίζοντας και τη λυσσαλέα επίθεση του Κωστή Παλαμά εναντίον του «Ελλην»: «Η ανάσταση του ονόματος “Ελλην”», λέει ο Παλαμάς είναι για να «ρίχνουμε στάχτη στα μάτια του κόσμου. Αντίθετα το “Ρωμιός” είναι η πραγματικότητα (…) Τι είναι το όνομα “Έλληνας”; Δεν είναι απηρχαιωμένο και φτιαχτό, και, με τις νύξεις από τον ειδωλολατρικό κόσμο που επιζούν μέσα του, ανακριβές; Δεν έχει κάτι το ψευτοεπίσημο και το βαρύ – το πομπώδες με άλλα λόγια;» Ενώ στη λέξη «Ρωμιοσύνη» ο –για πολλούς– εθνικός ποιητής αναγνωρίζει «κάτι τι ποιητικά και μουσικά χρωματισμένο, κάτι τι φτερωτό, λεβέντικο για μας και ανάλαφρο που δεν το ’χει ο Ελληνισμός με όλη τη βαριά του ασάλευτη μεγαλοπρέπεια».
Η «Ρωμιοσύνη» επανήλθε δριμύτερη (και από τ’ αριστερά) τη δεκαετία του ’60, αλλά η συζήτηση ξεκίνησε εκ νέου μετά τη Χούντα. Οταν ο Κωνσταντίνος Τσάτσος όχι μόνο εφηύρε εκ νέου, όπως λέει ο Βασίλης Παναγιωτόπουλος (καθηγητής, Πανεπιστήμιο Αθήνας), αλλά και προσπάθησε να επιβάλει με τη βοήθεια του υπουργείου Εξωτερικών την διεθνή ονομασία της χώρας ως «Hellas» σε αντικατάσταση του «Greece». Ο καθηγητής ιστορίας χαρακτηρίζει τέτοιες προσπάθειες «εντελώς λανθασμένες».
Το «Greece» σημαίνει «Ελλάς». Προέρχεται από την ξένη βιβλιογραφία η οποία στα τέλη του 18ου αιώνα και στις αρχές του 19ου μπήκε και στην ελληνική βιβλιογραφία. Αλλωστε –όπως υπενθυμίζει ο κ. Παναγιωτόπουλος– η λέξη «Ελλάς» δεν υπήρχε, αλλά προήλθε από το «ελληνικός».
Ειναι χαρακτηριστικό προς τούτο, λέει η Χριστίνα Κουλούρη, ότι οι αναφορές περί βυζαντινής αυτοκρατορίας στη γαλλική βιβλιογραφία του 19ου αιώνα γίνονταν ως «αυτοκρατορία των Γραικών». (Αλλωστε, και στη διεθνή βιβλιογραφία το «βυζαντινή αυτοκρατορία» επινοήθηκε μόλις στα ύστερα του 19ου αιώνα).
Λίγο μετά την είσοδο της Ελλάδας στην ΟΝΕ, το «Hellas» εμφανίζεται και πάλι ως «προβληματισμός», αυτή τη φορά από εθνικιστικούς κύκλους. Τότε (2004) παρεμβαίνει στο «διάλογο» και η Ελλη Παππά η οποία σε κείμενό της παραπέμπει απλώς στο σχετικό λήμμα της Britannica («το όνομα προέρχεται από τους “Γραίους”, φυλή της Βοιωτίας, η οποία αναφέρεται και στον Ομηρο. Και επειδή οι Γραίοι ήσαν από τους πρώτους που μετανάστευσαν στην Ιταλία δημιουργήθηκε το Greece»).
Η ονοματολογία ταλαιπωρούσε και ταλαιπωρεί. Ισως τα πράγματα να ήταν πιο απλά αν, όπως λέει η Χριστίνα Κουλούρη, γινόταν δεκτό ότι με «το όνομα δεν δηλώνουμε ποιοι είμαστε, αλλά ποιων απόγονοι είμαστε».
Πολλοί Ελληνες δημοσιογράφοι που κάλυψαν την εξέγερση του αλβανικού νότου το 1997 γνώρισαν τον Χαϊρεντίν Ζούπα, έναν ταξιτζή από το Αργυρόκαστρο. Λίγους μήνες μετά, ο Χαϊρεντίν συστηνόταν ως «Χαϊρεδίνης». Περίπου ό,τι έγινε και με τον Πολωνό υδραυλικό Ζμπίγκνιου που έγινε «Σπύρος». Το ζήτημα δεν είναι λοιπόν τόσο το όνομα, όσο ο «νονός». Τι επιδιώκει και πώς το επιβάλλει. Αλλωστε, καμιά ονομασία δεν προϋπήρξε και καμία δεν άντεξε στον χρόνο χωρίς να την υιοθετήσουν τα «βαφτιστήρια»…
Info
-Πασχάλη Κ. Κιτρομηλίδη, «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», Αθήνα 2000, εκδ. ΜΙΕΤ
-Πάτρικ Λη Φέρμορ «Ρούμελη», Αθήνα 2000, εκδ. Ωκεανίδα
-Ελπίδας Κ. Βόγλη «Ελληνες το γένος», Ηράκλειο 2007, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης
-Κ. Θ. Δημαρά «Νεοελληνικός Διαφωτισμός», Αθήνα 2007, εκδ. Ερμής
-Ιωάννας Λαλιώτου «Διασχίζοντας τον Ατλαντικό», Αθήνα 2006, εκδ. Πόλις
-Παντελή Βουτούρη, Γιώργου Γεωργή «Ο ελληνισμός στον 19ο αιώνα», Αθήνα 2006, εκδ. Καστανιώτης
Tου Τάκη Καμπύλη από την «Καθημερινή» της Κυριακής, 21 Οκτωβρίου 2007.