Το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο είναι ένα από τα πιο περίεργα πράγματα του κόσμου. Βέβαια, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το ποδόσφαιρο κάθε χώρας στη Λατινική Αμερική είναι περίεργο. Είναι η διαφορετική προσέγγιση στη ζωή που κάνει το ποδόσφαιρο στη Λατινική Αμερική περίεργο στα μάτια –κυρίως– των Ευρωπαίων.
Ειδικά για το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο υπάρχει και το περιτύλιγμα του μύθου που το συνοδεύει. Η μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, με πληθυσμό λίγο πάνω από 180 εκατομμύρια, μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές θρησκείες, αλλά το ποδόσφαιρο είναι η πιο διαδεδομένη γλώσσα επικοινωνίας.
Πολλές φορές ή μάλλον για πολλούς είναι και κάτι παραπάνω. Ενα διαβατήριο για μια καλύτερη ζωή. Η χώρα με τα περισσότερα Παγκόσμια Κύπελλα αποτελεί μια απέραντη δεξαμενή ποδοσφαιρικού ταλέντου. Ενός ταλέντου που σε αντίθεση με τα όσα θα πίστευε κανείς –ότι βρίσκεται συγκεντρωμένο στην Ευρώπη– βρίσκεται σκορπισμένο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οπουδήποτε παίζεται ποδόσφαιρο σε αυτόν τον κόσμο, έστω ένας Βραζιλιάνος θα βρίσκεται εκεί, ως απόδειξη για το όνομα του παιχνιδιού. Θυμάμαι μια ιστορία που διηγείται ο Αλεξ Μπέλος σε αυτό το εκπληκτικό βιβλίο του για το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο («Futebol», Εκδόσεις Κέδρος), για δύο Βραζιλιάνους που έπαιζαν επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην Ισλανδία.
Αν κάποιος ήθελε να εξετάσει από κοντά το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, εύκολα θα διαπίστωνε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημά του είναι η διαφθορά. Πράγμα καθόλου περίεργο, αν υπολογίσει κανείς τα χρήματα που κυκλοφορούν στο σύμπαν του ποδοσφαίρου της Βραζιλίας. Χρήματα που έγιναν ακόμα περισσότερα από τον καιρό που η εμπορευματοποίηση σφιχταγκάλιασε το παιχνίδι. Ισως οι νεότεροι να μην έχουν υπ' όψιν τον θόρυβο που έγινε όταν το 1994 η NIKE πρότεινε το πρώτο δεκαετούς διάρκειας συμβόλαιο συνεργασίας στη βραζιλιάνικη ομοσπονδία ποδοσφαίρου.
Ενα συμβόλαιο που έδωσε την ευκαιρία στην αμερικανική πολυεθνική εταιρεία να βάλει χέρι στη δεξαμενή ταλέντου του ποδοσφαίρου της χώρας της σάμπας και του καφέ και να εξασφαλίσει προνομιακή διαφημιστική προβολή για τα προϊόντα της. Ενα διαφημιστικό προνόμιο που το χρυσοπλήρωσε μεν, αλλά της απέφερε οφέλη πέρα από κάθε προσδοκία. Μόλις πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της βραζιλιάνικης ομοσπονδίας ποδοσφαίρου, εξήχθησαν στο εξωτερικό 1.085 επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, που έφεραν στη χώρα συνάλλαγμα λίγο περισσότερο από όσο έφερναν οι εξαγωγές καφέ.
Η εκτεταμένη εξαγωγή ποδοσφαιριστών μπορεί να φέρνει χρήματα και να αποτελεί το αντίστοιχο του αμερικανικού ονείρου για κάθε ταλαντούχο πιτσιρικά ή την οικογένειά του, όμως δημιουργεί αξεπέραστα προβλήματα στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο και τους προπονητές των 20 ομάδων της μεγάλης κατηγορίας. Αν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου οι προπονητές έχουν κοινούς τρόπους για να σχεδιάζουν το χτίσιμο της ομάδας τους, στη Βραζιλία συμβαίνει το αντίθετο.
Οι προπονητές προσπαθούν να αποτρέψουν το γκρέμισμα της ομάδας τους, μια και είναι δεδομένο ότι όλο και κάποια ευρωπαϊκή –κυρίως– ομάδα θα δώσει τα εκατομμύρια ευρώ που θα της ζητηθούν για να πάρει τους καλύτερους ποδοσφαιριστές μακριά από τη Βραζιλία. Ετσι, η ποιότητα του ποδοσφαίρου της μεγάλης κατηγορίας όλο και φτωχαίνει, την ώρα που όλα τα μεγάλα ταλέντα φεύγουν στο εξωτερικό από πολύ μικρή ηλικία.
Η παλιότερη πρόταση του Λουξεμπούργκο, που ζητούσε οι Βραζιλάνοι ποδοσφαιριστές να μην κάνουν μεταγραφή πριν συμπληρώσουν τα 23 τους, κερδίζει έδαφος ανάμεσα στους προπονητές, αλλά όχι ανάμεσα στους προέδρους και τους μάνατζερ. Αυτοί θα προτιμούν πάντα το συνάλλαγμα.
Του Χρήστου Χαραλαμπόπουλου από την SportDay της Παρασκευής, 4 Ιανουαρίου 2008
Ειδικά για το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο υπάρχει και το περιτύλιγμα του μύθου που το συνοδεύει. Η μεγαλύτερη χώρα της Λατινικής Αμερικής, με πληθυσμό λίγο πάνω από 180 εκατομμύρια, μπορεί να έχει πολλές διαφορετικές θρησκείες, αλλά το ποδόσφαιρο είναι η πιο διαδεδομένη γλώσσα επικοινωνίας.
Πολλές φορές ή μάλλον για πολλούς είναι και κάτι παραπάνω. Ενα διαβατήριο για μια καλύτερη ζωή. Η χώρα με τα περισσότερα Παγκόσμια Κύπελλα αποτελεί μια απέραντη δεξαμενή ποδοσφαιρικού ταλέντου. Ενός ταλέντου που σε αντίθεση με τα όσα θα πίστευε κανείς –ότι βρίσκεται συγκεντρωμένο στην Ευρώπη– βρίσκεται σκορπισμένο σε ολόκληρο τον κόσμο.
Οπουδήποτε παίζεται ποδόσφαιρο σε αυτόν τον κόσμο, έστω ένας Βραζιλιάνος θα βρίσκεται εκεί, ως απόδειξη για το όνομα του παιχνιδιού. Θυμάμαι μια ιστορία που διηγείται ο Αλεξ Μπέλος σε αυτό το εκπληκτικό βιβλίο του για το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο («Futebol», Εκδόσεις Κέδρος), για δύο Βραζιλιάνους που έπαιζαν επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην Ισλανδία.
Αν κάποιος ήθελε να εξετάσει από κοντά το βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο, εύκολα θα διαπίστωνε ότι το μεγαλύτερο πρόβλημά του είναι η διαφθορά. Πράγμα καθόλου περίεργο, αν υπολογίσει κανείς τα χρήματα που κυκλοφορούν στο σύμπαν του ποδοσφαίρου της Βραζιλίας. Χρήματα που έγιναν ακόμα περισσότερα από τον καιρό που η εμπορευματοποίηση σφιχταγκάλιασε το παιχνίδι. Ισως οι νεότεροι να μην έχουν υπ' όψιν τον θόρυβο που έγινε όταν το 1994 η NIKE πρότεινε το πρώτο δεκαετούς διάρκειας συμβόλαιο συνεργασίας στη βραζιλιάνικη ομοσπονδία ποδοσφαίρου.
Ενα συμβόλαιο που έδωσε την ευκαιρία στην αμερικανική πολυεθνική εταιρεία να βάλει χέρι στη δεξαμενή ταλέντου του ποδοσφαίρου της χώρας της σάμπας και του καφέ και να εξασφαλίσει προνομιακή διαφημιστική προβολή για τα προϊόντα της. Ενα διαφημιστικό προνόμιο που το χρυσοπλήρωσε μεν, αλλά της απέφερε οφέλη πέρα από κάθε προσδοκία. Μόλις πέρυσι, σύμφωνα με τα στοιχεία της βραζιλιάνικης ομοσπονδίας ποδοσφαίρου, εξήχθησαν στο εξωτερικό 1.085 επαγγελματίες ποδοσφαιριστές, που έφεραν στη χώρα συνάλλαγμα λίγο περισσότερο από όσο έφερναν οι εξαγωγές καφέ.
Η εκτεταμένη εξαγωγή ποδοσφαιριστών μπορεί να φέρνει χρήματα και να αποτελεί το αντίστοιχο του αμερικανικού ονείρου για κάθε ταλαντούχο πιτσιρικά ή την οικογένειά του, όμως δημιουργεί αξεπέραστα προβλήματα στο βραζιλιάνικο ποδόσφαιρο και τους προπονητές των 20 ομάδων της μεγάλης κατηγορίας. Αν σε οποιαδήποτε άλλη χώρα του κόσμου οι προπονητές έχουν κοινούς τρόπους για να σχεδιάζουν το χτίσιμο της ομάδας τους, στη Βραζιλία συμβαίνει το αντίθετο.
Οι προπονητές προσπαθούν να αποτρέψουν το γκρέμισμα της ομάδας τους, μια και είναι δεδομένο ότι όλο και κάποια ευρωπαϊκή –κυρίως– ομάδα θα δώσει τα εκατομμύρια ευρώ που θα της ζητηθούν για να πάρει τους καλύτερους ποδοσφαιριστές μακριά από τη Βραζιλία. Ετσι, η ποιότητα του ποδοσφαίρου της μεγάλης κατηγορίας όλο και φτωχαίνει, την ώρα που όλα τα μεγάλα ταλέντα φεύγουν στο εξωτερικό από πολύ μικρή ηλικία.
Η παλιότερη πρόταση του Λουξεμπούργκο, που ζητούσε οι Βραζιλάνοι ποδοσφαιριστές να μην κάνουν μεταγραφή πριν συμπληρώσουν τα 23 τους, κερδίζει έδαφος ανάμεσα στους προπονητές, αλλά όχι ανάμεσα στους προέδρους και τους μάνατζερ. Αυτοί θα προτιμούν πάντα το συνάλλαγμα.
Του Χρήστου Χαραλαμπόπουλου από την SportDay της Παρασκευής, 4 Ιανουαρίου 2008