Τα αντικρουόμενα αποτελέσματα μελετών προκαλούν σύγχυση και δημιουργούν λανθασμένες εντυπώσεις.
«Το φαινόμενο μπορεί να οφείλεται καταρχήν σε λανθασμένο χειρισμό των τεχνολογικών μέσων που χρησιμοποιούνται για τις μετρήσεις»
«Το φαινόμενο μπορεί να οφείλεται καταρχήν σε λανθασμένο χειρισμό των τεχνολογικών μέσων που χρησιμοποιούνται για τις μετρήσεις»
Παύλος Τούτουζας
Καθηγητής Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
& Διευθυντής του ΕΛΙΚΑΡ
Καθηγητής Καρδιολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών
& Διευθυντής του ΕΛΙΚΑΡ
Έπειτα από δύο μεγάλες έρευνες για τις ολέθριες επιπτώσεις έστω και λίγων παραπανίσιων κιλών στην υγεία, που έγιναν πρωτοσέλιδο στο διεθνή Τύπο, ήρθε και –πάλι πρωτοσέλιδο– το μήνυμα άλλης μελέτης, που υποστηρίζει «πάρτε κιλά, κάνουν καλό». Μέσα σε μία εβδομάδα οι ειδικοί μάς «βομβάρδισαν» με εκ διαμέτρου αντίθετες συμβουλές για ένα από τα κρισιμότερα προβλήματα της εποχής. Τα αντιφατικά επιστημονικά πορίσματα που αφορούν θέματα υγείας δεν είναι εξάλλου κάτι ασυνήθιστο. Αντικρουόμενα συμπεράσματα που επικεντρώνονται κυρίως σε φαρμακευτικές ουσίες και διατροφικές οδηγίες φτάνουν τον τελευταίο καιρό από τις ερευνητικές ομάδες στη δημοσιότητα, προκαλώντας σύγχυση και λανθασμένες εντυπώσεις.
«Το φαινόμενο μπορεί να οφείλεται καταρχήν σε λανθασμένο χειρισμό των τεχνολογικών μέσων που χρησιμοποιούνται για τις μετρήσεις. Τα όργανα αυτά έχουν αυξημένη ευαισθησία και συνεπώς απαιτούν τη μέγιστη ακρίβεια στο χειρισμό τους» εξηγεί ο καθηγητής Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ) Παύλος Τούτουζας.
«Βασικό ρόλο παίζει επίσης ο σχεδιασμός της έρευνας και συγκεκριμένα το μέγεθος του δείγματος και το βάθος στο οποίο οι επιστήμονες προσεγγίζουν το θέμα. Πιο αξιόπιστες θεωρούνται οι μελέτες που φτάνουν μέχρι το τελικό σημείο μιας νόσου -δηλαδή το θάνατο ή κάποιο συμβάν σαν τα καρδιακά επεισόδια- και δεν αρκούνται στη διαπίστωση μιας παροδικής βελτίωσης σε δείκτες υγείας, όπως είναι η κακή LDL χοληστερόλη. Πέρα απ’ αυτά, οι έρευνες πρέπει να είναι και τυχαιοποιημένες, ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα λάθους. Έτσι αποκαλούνται όσες περιλαμβάνουν μεγάλο δείγμα, το οποίο χωρίζεται σε δύο ομάδες και ακολουθείται διαφορετική στρατηγική αντιμετώπιση για κάθε ομάδα. Για παράδειγμα, στη πρώτη δίνεται φάρμακο, ενώ στη δεύτερη placebo δηλ. εικονικό σκεύασμα.
Από την άλλη, όπως τονίζει ο καθηγητής, η δημιουργία λανθασμένων εντυπώσεων μπορεί να οφείλεται στην τάση των ειδικών να υπερβάλλουν όταν παρουσιάζουν τα αποτελέσματα. Ανάλογη τακτική έχει ακολουθηθεί στις πρόσφατες έρευνες που συσχετίζουν την παχυσαρκία με σοβαρά προβλήματα υγείας. «Αν και κανείς δεν αμφισβητεί ότι το πάχος βλάπτει, δεν χρειάζεται να δαιμονοποιήσουμε τα λίγα επιπλέον κιλά, καθώς προγενέστερα ευρήματα συνηγορούν στο ότι προστατεύουν από την καχεξία και συνεπώς μπορούν να αποδειχτούν δικλίδα ασφαλείας ενάντια σε λοιμώξεις» επισημαίνει ο κ. Τούτουζας
Άλλωστε, επειδή οι έρευνες χρηματοδοτούνται από κρατικά ή ιδιωτικά κονδύλια, η υπερβολή στην παρουσίαση των πορισμάτων συχνά γίνεται για τη δημιουργία εντυπώσεων. Παράλληλα, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα τα αποτελέσματα να είναι κατευθυνόμενα, ώστε να εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα.
Η Κάθριν Φλέγκαλ, εξάλλου, ερευνήτρια από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών στις ΗΠΑ, μιλώντας για τη μελέτη που απενοχοποιεί τα λίγα παραπανίσια κιλά, τόνισε κάτι πολύ χαρακτηριστικό: «Τα τελευταία ευρήματα αποκαλύπτουν πως η σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και θνησιμότητας είναι πιο περίπλοκη απ’ ότι φανταζόμασταν». Ακριβώς αυτή η πολυπλοκότητα –που ισχύει και για άλλα θέματα υγείας, όπως ο καρκίνος– είναι που μπορεί να προκαλέσει και αντιφατικά συμπεράσματα.
Περιλαμβάνουν παρέμβαση, δηλαδή χορήγηση φαρμάκου ή αλλαγή διατροφικού μοντέλου. Θεωρούνται οι πιο αξιόπιστες.
o Επιδημιολογικές
Απλά παρακολουθούν την εξέλιξη των συμμετεχόντων, χωρίς παρεμβάσεις, και χωρίζονται σε δύο υποκατηγορίες:
§ Αναδρομικές επιδημιολογικές
Ξεκινούν από ένα συμβάν ή το θάνατο και διερευνούν το παρελθόν.
§ Προοπτικές επιδημιολογικές
Διερευνούν το παρών και το μέλλον των ατόμων που συμμετέχουν. Υπερέχουν σε αξιοπιστία των αναδρομικών.
o Μετά-αναλύσεις
Συγχώνευση εκ των υστέρων των αποτελεσμάτων προγενέστερων κλινικών μελετών.
o Τυχαιοποιημένες
Χωρίζουν τους συμμετέχοντες σε δύο πολύ ομοιογενείς ομάδες, εκ των οποίων η μία λαμβάνει ψευδοφάρμακο (placebo) ή ακολουθεί διαφορετικό διατροφικό μοντέλο.
o Μεγάλο δείγμα
Από 500 έως 50.000 άτομα, αναλόγως του τι αναζητούν κάθε φορά οι επιστήμονες.
o Ικανοποιητική διάρκεια Άνω των 5 ετών
o Διερεύνηση ως το τελικό σημείο νόσου
Παρακολούθηση των συμμετεχόντων έως κάποιο συμβάν (π.χ. έμφραγμα) ή το θάνατο.
2. Ψάρια. Περιέχουν τα ιχθυέλαια (ω3), στα οποία αποδίδονται καρδιοπροστατευτικές ιδιότητες. Του λόγου το αληθές αποδεικνύουν μελέτες που έχουν γίνει τη τελευταία 40ετία σε Εσκιμώους. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα μετά-ανάλυσης –που περιλαμβάνεται στο εγκυρότερο αποδεικτικό επίπεδο- δεν έδειξε κανένα ώφελος από την πρόσληψη ω3 στην πρόληψη των καρδιακών παθήσεων.
3. Βιταμίνες Α, C και Ε. Θεωρούνται ελιξίριο υγείας και η ευεργετική τους επίδραση μέσα από τα τρόφιμα δεν αμφισβητείται. Ωστόσο, ενώ προγενέστερες έρευνες κατέτασσαν τα βιταμινούχα συμπληρώματα διατροφής στα ωφέλιμα φαρμακευτικά προϊόντα, πρόσφατα ευρήματα αποδεικνύουν ότι η συστηματική λήψη τους σε μεγαδόσεις όχι μόνο δεν οφελεί αλλά αποτελεί κίνδυνο για την υγεία. Κι αυτό γιατί αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου ή καρδιακών προβλημάτων.
4. Καφές. Έχει βρεθεί πολλές φορές στο επίκεντρο της προσοχής, καθώς διαθέτει ευεργετικές και ταυτόχρονα βλαβερές ιδιότητες για τον οργανισμό. «Πέτρα του σκανδάλου» στις περισσότερες έρευνες , η καφεΐνη, που άλλοτε αναφέρεται ως καρδιοπροστατευτική και άλλοτε σαν εχθρός του γαστρεντερικού και του νευρικού συστήματος
5. Κάπνισμα. Θεωρείται ως ο πρώτος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου των πνευμόνων, χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, και άλλων αναπνευστικών παθήσεων και καρδιαγγειακών νοσημάτων. Ωστόσο, ανήκει στα παράδοξα της επιστήμης το γεγονός ότι τα στοιχεία βασίζονται σε επιδημιολογικές μελέτες. Οι κλινικές έρευνες για το κάπνισμα, απαγορεύονται καθότι θεωρούνται ανήθικες.
Ωστόσο, αν κάποιοι επιθυμούν να αξιολογήσουν όσες έρευνες δημοσιεύονται, θα πρέπει να εστιάσουν στην ταυτότητά τους για να διαπιστώσουν αν είναι κλινικές ή επιδημιολογικές και τυχαιοποιημένες ή μη τυχαιοποιημένες μελέτες. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη αν φτάνουν στο τελικό σημείο νόσου, περιλαμβάνουν μεγάλο δείγμα και έχουν μεγάλη διάρκεια.
Ο κανόνας λέει πως οι πιο έγκυρες είναι οι κλινικές έρευνες και όχι οι επιδημιολογικές, ενώ στη δεύτερη περίπτωση οι προοπτικές θεωρούνται πιο αξιόπιστες από τις αναδρομικές. Οι μεγάλες επιστημονικές εταιρίες, που εκδίδουν τις οδηγίες για το γενικό πληθυσμό, αξιολογούν τις μελέτες με βάση τη βαρύτητά τους, που προκύπτει από το αποδεικτικό επίπεδο των ευρημάτων τους. Υπάρχουν τρία (3) αποδεικτικά επίπεδα, εκ των οποίων εγκυρότερο θεωρείται το πρώτο, δηλαδή εκείνο που περιλαμβάνει πορίσματα από πολλές μεγάλες κλινικές τυχαιοποιημένες μελέτες, με διερεύνηση μέχρι και τα τελικά σημεία της νόσου. Ιδίας βαρύτητας θεωρείται ότι προκύπτει μετά από μετά-αναλύσεις.
Δεύτερα κατά σειρά εγκυρότητας θεωρούνται τα στοιχεία που προέρχονται από μια μεγάλη τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη ή πολλές μεγάλες μη τυχαιοποιημένες. Ακολουθούν, ως μικρότερου βαθμού εγκυρότητας, όσα πορίσματα συγκεντρώνονται από πολλές μικρές επιδημιολογικές μελέτες ή από την επίτευξη συμφωνίας πολλών ειδικών στο ίδιο εύρημα.
Της Αλεξίας Σβώλου, από τον «Ελεύθερο Τύπο» της Δευτέρας, 12 Νοεμβρίου 2007.
«Το φαινόμενο μπορεί να οφείλεται καταρχήν σε λανθασμένο χειρισμό των τεχνολογικών μέσων που χρησιμοποιούνται για τις μετρήσεις. Τα όργανα αυτά έχουν αυξημένη ευαισθησία και συνεπώς απαιτούν τη μέγιστη ακρίβεια στο χειρισμό τους» εξηγεί ο καθηγητής Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και διευθυντής του Ελληνικού Ινστιτούτου Καρδιολογίας (ΕΛΙΚΑΡ) Παύλος Τούτουζας.
«Βασικό ρόλο παίζει επίσης ο σχεδιασμός της έρευνας και συγκεκριμένα το μέγεθος του δείγματος και το βάθος στο οποίο οι επιστήμονες προσεγγίζουν το θέμα. Πιο αξιόπιστες θεωρούνται οι μελέτες που φτάνουν μέχρι το τελικό σημείο μιας νόσου -δηλαδή το θάνατο ή κάποιο συμβάν σαν τα καρδιακά επεισόδια- και δεν αρκούνται στη διαπίστωση μιας παροδικής βελτίωσης σε δείκτες υγείας, όπως είναι η κακή LDL χοληστερόλη. Πέρα απ’ αυτά, οι έρευνες πρέπει να είναι και τυχαιοποιημένες, ώστε να ελαχιστοποιείται η πιθανότητα λάθους. Έτσι αποκαλούνται όσες περιλαμβάνουν μεγάλο δείγμα, το οποίο χωρίζεται σε δύο ομάδες και ακολουθείται διαφορετική στρατηγική αντιμετώπιση για κάθε ομάδα. Για παράδειγμα, στη πρώτη δίνεται φάρμακο, ενώ στη δεύτερη placebo δηλ. εικονικό σκεύασμα.
Από την άλλη, όπως τονίζει ο καθηγητής, η δημιουργία λανθασμένων εντυπώσεων μπορεί να οφείλεται στην τάση των ειδικών να υπερβάλλουν όταν παρουσιάζουν τα αποτελέσματα. Ανάλογη τακτική έχει ακολουθηθεί στις πρόσφατες έρευνες που συσχετίζουν την παχυσαρκία με σοβαρά προβλήματα υγείας. «Αν και κανείς δεν αμφισβητεί ότι το πάχος βλάπτει, δεν χρειάζεται να δαιμονοποιήσουμε τα λίγα επιπλέον κιλά, καθώς προγενέστερα ευρήματα συνηγορούν στο ότι προστατεύουν από την καχεξία και συνεπώς μπορούν να αποδειχτούν δικλίδα ασφαλείας ενάντια σε λοιμώξεις» επισημαίνει ο κ. Τούτουζας
Άλλωστε, επειδή οι έρευνες χρηματοδοτούνται από κρατικά ή ιδιωτικά κονδύλια, η υπερβολή στην παρουσίαση των πορισμάτων συχνά γίνεται για τη δημιουργία εντυπώσεων. Παράλληλα, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα τα αποτελέσματα να είναι κατευθυνόμενα, ώστε να εξυπηρετούν συγκεκριμένα συμφέροντα.
Η Κάθριν Φλέγκαλ, εξάλλου, ερευνήτρια από το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Ασθενειών στις ΗΠΑ, μιλώντας για τη μελέτη που απενοχοποιεί τα λίγα παραπανίσια κιλά, τόνισε κάτι πολύ χαρακτηριστικό: «Τα τελευταία ευρήματα αποκαλύπτουν πως η σχέση μεταξύ παχυσαρκίας και θνησιμότητας είναι πιο περίπλοκη απ’ ότι φανταζόμασταν». Ακριβώς αυτή η πολυπλοκότητα –που ισχύει και για άλλα θέματα υγείας, όπως ο καρκίνος– είναι που μπορεί να προκαλέσει και αντιφατικά συμπεράσματα.
Πώς διαβάζουμε την ταυτότητα των ερευνών
o ΚλινικέςΠεριλαμβάνουν παρέμβαση, δηλαδή χορήγηση φαρμάκου ή αλλαγή διατροφικού μοντέλου. Θεωρούνται οι πιο αξιόπιστες.
o Επιδημιολογικές
Απλά παρακολουθούν την εξέλιξη των συμμετεχόντων, χωρίς παρεμβάσεις, και χωρίζονται σε δύο υποκατηγορίες:
§ Αναδρομικές επιδημιολογικές
Ξεκινούν από ένα συμβάν ή το θάνατο και διερευνούν το παρελθόν.
§ Προοπτικές επιδημιολογικές
Διερευνούν το παρών και το μέλλον των ατόμων που συμμετέχουν. Υπερέχουν σε αξιοπιστία των αναδρομικών.
o Μετά-αναλύσεις
Συγχώνευση εκ των υστέρων των αποτελεσμάτων προγενέστερων κλινικών μελετών.
o Τυχαιοποιημένες
Χωρίζουν τους συμμετέχοντες σε δύο πολύ ομοιογενείς ομάδες, εκ των οποίων η μία λαμβάνει ψευδοφάρμακο (placebo) ή ακολουθεί διαφορετικό διατροφικό μοντέλο.
o Μεγάλο δείγμα
Από 500 έως 50.000 άτομα, αναλόγως του τι αναζητούν κάθε φορά οι επιστήμονες.
o Ικανοποιητική διάρκεια Άνω των 5 ετών
o Διερεύνηση ως το τελικό σημείο νόσου
Παρακολούθηση των συμμετεχόντων έως κάποιο συμβάν (π.χ. έμφραγμα) ή το θάνατο.
Παραδείγματα αντιφατικών ερευνών
1. Ασπαρτάμη. Πρόκειται για γλυκαντική ουσία με λίγες θερμίδες που έχει λάβει «πιστοποιητικό αθωότητας». Ωστόσο, μελέτη που έγινε προ 2ετίας αποκάλυψε ότι είναι καρκινογόνος στα ζώα. Η είδηση δημοσιεύτηκε από τα ΜΜΕ και προκλήθηκε ντόρος. Αργότερα η επιτροπή των επιστημόνων που έκρινε τα ευρήματα έκρινε ότι τα συμπεράσματα δεν ήταν έγκυρα, καθώς ο σχεδιασμός της έρευνας ήταν κακός.2. Ψάρια. Περιέχουν τα ιχθυέλαια (ω3), στα οποία αποδίδονται καρδιοπροστατευτικές ιδιότητες. Του λόγου το αληθές αποδεικνύουν μελέτες που έχουν γίνει τη τελευταία 40ετία σε Εσκιμώους. Ωστόσο, πρόσφατη έρευνα μετά-ανάλυσης –που περιλαμβάνεται στο εγκυρότερο αποδεικτικό επίπεδο- δεν έδειξε κανένα ώφελος από την πρόσληψη ω3 στην πρόληψη των καρδιακών παθήσεων.
3. Βιταμίνες Α, C και Ε. Θεωρούνται ελιξίριο υγείας και η ευεργετική τους επίδραση μέσα από τα τρόφιμα δεν αμφισβητείται. Ωστόσο, ενώ προγενέστερες έρευνες κατέτασσαν τα βιταμινούχα συμπληρώματα διατροφής στα ωφέλιμα φαρμακευτικά προϊόντα, πρόσφατα ευρήματα αποδεικνύουν ότι η συστηματική λήψη τους σε μεγαδόσεις όχι μόνο δεν οφελεί αλλά αποτελεί κίνδυνο για την υγεία. Κι αυτό γιατί αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου ή καρδιακών προβλημάτων.
4. Καφές. Έχει βρεθεί πολλές φορές στο επίκεντρο της προσοχής, καθώς διαθέτει ευεργετικές και ταυτόχρονα βλαβερές ιδιότητες για τον οργανισμό. «Πέτρα του σκανδάλου» στις περισσότερες έρευνες , η καφεΐνη, που άλλοτε αναφέρεται ως καρδιοπροστατευτική και άλλοτε σαν εχθρός του γαστρεντερικού και του νευρικού συστήματος
5. Κάπνισμα. Θεωρείται ως ο πρώτος παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση καρκίνου των πνευμόνων, χρόνιας αποφρακτικής πνευμονοπάθειας, και άλλων αναπνευστικών παθήσεων και καρδιαγγειακών νοσημάτων. Ωστόσο, ανήκει στα παράδοξα της επιστήμης το γεγονός ότι τα στοιχεία βασίζονται σε επιδημιολογικές μελέτες. Οι κλινικές έρευνες για το κάπνισμα, απαγορεύονται καθότι θεωρούνται ανήθικες.
Εγχειρίδιο αξιολόγησης ερευνών
Του Αντώνη Ζαμπέλα, καθηγητή Διατροφής του Ανθρώπου στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και Προέδρου της Ελληνικής εταιρίας Λιπιδιολογίας και Αθηροσκλήρωσης
Το ευρύ κοινό δεν είναι σε θέση να αξιολογήσει τα ευρήματα των ερευνών. Συνεπώς, η ασφαλέστερη τακτική δεν είναι να ακολουθούμε αλλά να μένουμε προσηλωμένοι στις επίσημες οδηγίες που εκδίδονται από μεγάλες επιστημονικές εταιρίες για συγκεκριμένα νοσήματα. Έτσι θα αποφεύγουμε την σύγχυση που δημιουργούν τα αντικρουόμενα συμπεράσματα.Ωστόσο, αν κάποιοι επιθυμούν να αξιολογήσουν όσες έρευνες δημοσιεύονται, θα πρέπει να εστιάσουν στην ταυτότητά τους για να διαπιστώσουν αν είναι κλινικές ή επιδημιολογικές και τυχαιοποιημένες ή μη τυχαιοποιημένες μελέτες. Επίσης, πρέπει να ληφθεί υπ’ όψη αν φτάνουν στο τελικό σημείο νόσου, περιλαμβάνουν μεγάλο δείγμα και έχουν μεγάλη διάρκεια.
Ο κανόνας λέει πως οι πιο έγκυρες είναι οι κλινικές έρευνες και όχι οι επιδημιολογικές, ενώ στη δεύτερη περίπτωση οι προοπτικές θεωρούνται πιο αξιόπιστες από τις αναδρομικές. Οι μεγάλες επιστημονικές εταιρίες, που εκδίδουν τις οδηγίες για το γενικό πληθυσμό, αξιολογούν τις μελέτες με βάση τη βαρύτητά τους, που προκύπτει από το αποδεικτικό επίπεδο των ευρημάτων τους. Υπάρχουν τρία (3) αποδεικτικά επίπεδα, εκ των οποίων εγκυρότερο θεωρείται το πρώτο, δηλαδή εκείνο που περιλαμβάνει πορίσματα από πολλές μεγάλες κλινικές τυχαιοποιημένες μελέτες, με διερεύνηση μέχρι και τα τελικά σημεία της νόσου. Ιδίας βαρύτητας θεωρείται ότι προκύπτει μετά από μετά-αναλύσεις.
Δεύτερα κατά σειρά εγκυρότητας θεωρούνται τα στοιχεία που προέρχονται από μια μεγάλη τυχαιοποιημένη κλινική μελέτη ή πολλές μεγάλες μη τυχαιοποιημένες. Ακολουθούν, ως μικρότερου βαθμού εγκυρότητας, όσα πορίσματα συγκεντρώνονται από πολλές μικρές επιδημιολογικές μελέτες ή από την επίτευξη συμφωνίας πολλών ειδικών στο ίδιο εύρημα.
Της Αλεξίας Σβώλου, από τον «Ελεύθερο Τύπο» της Δευτέρας, 12 Νοεμβρίου 2007.