Ανακαινίστηκαν για να αποδυθούν τον χαρακτηρισμό των αρτηριοσκληρωτικών χώρων και ενσωμάτωσαν φιλικές εικόνες της καθημερινότητας δημιουργώντας καλαίσθητους χώρους υποδοχής και εστίασης, τύπωσαν επιμελημένους καταλόγους, εντούτοις, η σχέση των Ελλήνων με τα 111 Μουσεία της χώρας και τους 79 αρχαιολογικούς χώρους, παραμένει σχέση απόστασης. Μολονότι την τελευταία εικοσαετία τα Μουσεία της χώρας πλήθυναν σε αριθμό και εξειδικεύτηκαν για να ικανοποιήσουν κάθε ενδιαφέρον και εκσυγχρονίστηκαν (απέκτησαν καινούριες προθήκες, εντυπωσιακούς φωτισμούς, κλιματισμό κ.ά.), η σχέση των Ελλήνων μαζί τους δεν μπορεί να χαρακτηριστεί θερμή.
Τα στοιχεία είναι αδιάψευστα και μάλιστα, υποδηλώνουν και επιδείνωση της κατάστασης, αντί για βελτίωση.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΣΥΕ) το 2006 καταγράφηκαν 2,8 εκατομμύρια επισκέψεις σε μουσεία, το 2007 2,4 εκατ. και το 2008 περίπου 2 εκατομμύρια. Η πραγματικότητα, όμως, είναι ακόμα πιο άσχημη, καθώς στον συνολικό αριθμό επισκεπτών συμπεριλαμβάνονται όχι μόνον οι αλλοδαποί τουρίστες αλλά και τα εισιτήρια με ελεύθερη είσοδο.
Έτσι, από τα 2,8 εκατ. επισκέπτες Μουσείων το 2006, το 1 εκατ. δεν πλήρωσε είσοδο. Νεότερα στοιχεία δεν υπάρχουν αφού από την άνοιξη του 2007 σταμάτησε ο επίσημος διαχωρισμός ανάμεσα σε εισιτήρια και ελευθέρας, ωστόσο δεν είναι δύσκολο να υποθέσει κάποιος ότι οι Ελληνες που επισκέπτονται, συστηματικά, μουσεία αποτελούν μία μικρή μειονότητα.
Σημειωτέον, σε έρευνα του 2005 για την πολιτιστική συμπεριφορά των Ελλήνων (από τη Metron Analysis, για λογαριασμό του περιοδικού Highlights) το 73% δήλωνε ότι δεν είχε επισκεφθεί ποτέ το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, το 78% ότι δεν είχε επισκεφθεί ποτέ το Μουσείο Μπενάκη, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό δήλωνε ότι δεν είχε επισκεφθεί την Ακρόπολη.
Τέλος, σύμφωνα με μετρήσεις του Ευρωβαρόμετρου για το 2007, οι Έλληνες είναι προτελευταίοι στη σχετική ευρωπαϊκή κατάταξη όσον αφορά τις επισκέψεις σε μουσεία και γκαλερί τέχνης, με μόνο ένα 25% να έχει πραγματοποιήσει έστω μία επίσκεψη μέσα στο έτος.
Οι αρχαιολογικοί χώροι, από την άλλη, συγκινούν πολύ περισσότερο, με τα μεγέθη των επισκέψεων να είναι σημαντικά μεγαλύτερα. Τους αρχαιολογικούς χώρους στο σύνολο της Ελλάδας επισκέφθηκαν το 2006 7,5 εκατ. (συμπεριλαμβανομένων των αλλοδαπών τουριστών), 7,3 εκατ. το 2007 και το 2008 γύρω στα 6,5 εκατ.
Στις εισπράξεις τώρα, αυτές συνολικά για τα Μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους της Ελλάδας ξεπέρασαν τα 48 εκατ. ευρώ το 2006, προσέγγισαν τα 50 εκατ. ευρώ το 2007 και διαμορφώθηκαν σε περίπου 48 εκατ. ευρώ (από τα οποία τα 40,1 εκατ. ευρώ αφορούν μόνο τους αρχαιολογικούς χώρους) στο ενδεκάμηνο του 2008. Με αυτά και με εκείνα οι σύγχρονοι Έλληνες φλερτάρουν με τις τελευταίες θέσεις της ευρωπαϊκής κατάταξης όσον αφορά τη σχέση τους με τις εστίες πολιτισμού, μεταξύ αυτών και οι επισκέψεις σε μουσεία.
Μάνατζμεντ πολιτισμού
Έχοντας αυτά κατά νου, το Reportage μίλησε με τον Νίκο Καλτσά, διευθυντή του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας, του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Από τη φύση του αισιόδοξος ο Νίκος Καλτσάς, χρησιμοποιεί ήπιους χαρακτηρισμούς για να αποδώσει την έλλειψη ενδιαφέροντος των Ελλήνων για τα μουσεία. «Σίγουρα, δεν πρόκειται για μια σχέση ενθαρρυντική, ειδικά αν αναλογιστεί κανείς ότι είμαστε ένα λαός που κουβαλά μέσα στον χρόνο μία πλούσια πολιτισμική κληρονομιά», αναφέρει και εξηγεί: «Δεν πιστεύω όμως ότι φταίνε οι Έλληνες
Τα ερεθίσματα που έχουν δεν είναι αρκετά. Υπάρχει μεγάλη έλλειψη ενημέρωσης, η προβολή των θεμάτων του πολιτισμού από τα Μέσα Ενημέρωσης -και κυρίως το μαζικότερο όλων των Μέσων, την τηλεόραση- είναι πενιχρή, ενώ το σύστημα παιδείας δεν προάγει τα θέματα πολιτισμικής κληρονομιάς. Δεν αρκεί, λόχου χάρη, το ότι τα τελευταία χρόνια έχουν πληθύνει οι επισκέψεις σχολείων στα Μουσεία.
Τα οφέλη της πρακτικής αυτής εξανεμίζονται όταν δεν γίνεται μύηση των παιδιών από τη μικρή τους κιόλας ηλικία, με συγκεκριμένα σχολικά μαθήματα πάνω στις τέχνες και στον πολιτισμό. Κάπως έτσι για τα περισσότερα παιδιά η επίσκεψη στα Μουσεία τείνει να ισοδυναμεί με ευκαιρία δραπέτευσης από τον χώρο του σχολείου και μόνο. Κάτι σαν εκδρομή!
Δεν είναι όμως μία εκδρομή γνωριμίας και προσέγγισης του πολιτισμικού μας πλούτου, εάν λειτουργεί αποσπασματικά χωρίς να εντάσσεται σε ένα οργανωμένο πλαίσιο και με μαθήματα που σιγά - σιγά θα φέρουν κοντά το παιδί στον πολιτισμό. Γιατί βλέπω πολλές φορές στο Μουσείο ότι υπάρχουν παιδιά που μαγεύονται από την επαφή τους με τον χωροχρόνο των εκθεμάτων». Βάσει των λεγομένων του Ν. Καλτσά, τα Μουσεία καταβάλλουν σημαντικές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια ν’ αλλάξουν την εικόνα τους. Να αποδυθούν τον ρόλο του απροσπέλαστου χώρου που γνωρίζουν μόνον οι ειδικοί και οι μυημένοι.
«Τα Μουσεία σήμερα προσπαθούν να διηγηθούν μία ιστορία φιλική ακόμα και για τον αδαή επισκέπτη, μέσα από τον τρόπο παρουσίασης των εκθεμάτων τους», υπερθεματίζει σχετικά ο διευθυντής του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου. Ακόμα όμως και έτσι οι Έλληνες δεν συρρέουν σε αυτά αντιτείνουμε στον Νίκο Καλτσά. Χαμογελώντας μας λέει ότι τόσο εκείνος όσο και όλοι οι άνθρωποι που ασχολούνται σχετικά θα συνεχίζουν να δίνουν τη μάχη για την προσέλκυση των Ελλήνων και κυρίως των νεότερων γενεών που αποτελούν το αύριο της χώρας.
«Γιατί αναμφισβήτητα στα Μουσεία έρχονται σήμερα κυρίως οι ηλικίες από 40 και πάνω, ενώ οι ηλικίες 20 - 40 απέχουν». «Οι νεαρότεροι προτιμούν το διαδίκτυο από τα ‘απολιθώματα’ των Μουσείων, όπως έχω ακούσει ν’ αποκαλούν ορισμένοι νέοι τον πολιτισμικό μας πλούτο και οι κάπως μεγαλύτεροι δίνουν τη μάχη της επιβίωσης, ιδίως στη σημερινή περίοδο της διεθνούς οικονομικής κρίσης.
Ο τριαντάρης πρώτα θέλει να δημιουργήσει, να εξασφαλιστεί και να τακτοποιηθεί και ύστερα θα ενδιαφερθεί για την πολιτισμική του κληρονομιά. Μην ξεχνάμε ότι ο πολιτισμός θέλει γεμάτο στομάχι», καταλήγει.
Από τον Νίκο Καλτσά περάσαμε στο Δημήτρη Παντερμαλή, διευθυντή του Νέου Μουσείου Ακροπόλεως, καθηγητή Αρχαιολογίας του Παν. Θεσσαλονίκης και παλαιότερα βουλευτή. Υποστηρίζει ότι τα τελευταία 20 - 30 χρόνια τα Μουσεία της χώρας έχουν αλλάξει ριζικά, αλλά εξίσου ριζικά έχει αλλάξει και η προσδοκία του κοινού από αυτά.
«Πολλοί επισκέπτες αναζητούν τη συγκίνηση μέσα στα Μουσεία, αλλά αυτό δεν επιτυγχάνεται πάντοτε, καθώς είναι πολλοί όσοι έχουν έλλειψη βασικών γνώσεων με αποτέλεσμα η επικοινωνία Μουσείου - επισκέπτη να μην μπορεί να ολοκληρωθεί», τονίζει. Βέβαια, το πρόβλημα είναι βαθύτερο.
«Ο Έλληνας δεν διαθέτει τη συνήθεια να πηγαίνει στα Μουσεία. Από την άλλη όμως οι αρχαιότητες τον έχουν επηρεάσει βαθύτατα. Και αυτό δεν το δείχνουν οι στατιστικές. Οι αρχαιότητες είναι ο πιο συνεκτικός ιστός στην κοινωνία μας. Γιατί είναι οι αρχαιότητες που τους τελευταίους δύο αιώνες έχουν δημιουργήσει αυτό που λέμε κοινωνική συνοχή. Όπου και εάν στρέψεις το βλέμμα σου αυτό είναι εμφανές. Επομένως, οι αρχαιότητες, τον βασικό τους ρόλο τον έχουν παίξει. Από αυτό το σημείο και μετά για να βελτιώσουμε τη σχέση των Ελλήνων με τα Μουσεία χρειάζεται προσπάθεια. Πρέπει να ξεπεράσουμε τον εαυτό μας, να μη δειλιάσουμε στις τομές.
Βλέπουμε λόγου χάρη ότι οι αρχαιολογικοί χώροι ελκύουν πολύ περισσότερο το ενδιαφέρον. Το δείχνουν τα στατιστικά δεδομένα επισκεψιμότητας. Γιατί; Διότι αυτοί οι χώροι είναι περισσότερο ‘’προστατευμένοι’’. Εννοώ ότι έχουν το πλεονέκτημα προσέγγισης των αρχαιοτήτων μέσα στο φυσικό τους χώρο. Και αυτό ελκύει τον Έλληνα Για το λόγο αυτό άλλωστε, το Μουσείο Ακροπόλεως είναι έτσι κατασκευασμένο ώστε να αφήνει το φυσικό φως να οδηγεί και να αναδεικνύει τα εκθέματα, αποφεύγοντας τον στυλιζαρισμένο φωτισμό ενός κλειστού χώρου», σημειώνει.
Ενστάσεις και αφορμές
Στη συνέχεια συναντήσαμε τον Βασίλη Μαλισιόβα, φιλόλογο και λαογράφο, που έχει πραγματοποιήσει σειρά αποστολών στην Ελλάδα με σκοπό την καταγραφή του παραδοσιακού πολιτισμού και που κυριολεκτικά, μπαινοβγαίνει διαρκώς σε μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους.
Η σχέση του Έλληνα με τον πολιτισμό, όπως μας λέει, είναι από αδιάφορη έως αρνητική. «Βασική αιτία για αυτό το φαινόμενο είναι η γενικευμένη αδιαφορία του Έλληνα. Μου είναι πολύ οικεία η εικόνα ενός αρχαιολογικού χώρου το καλοκαίρι, σε κάποιο μέρος της Ελλάδας, με τη συντριπτική πλειονότητα των επισκεπτών να είναι ξένοι και, μέσα στον καυτό ήλιο, να απολαμβάνουν μια μοναδική εμπειρία με την περιήγησή τους, την ίδια στιγμή που οι Έλληνες ενδιαφέρονται μόνο για τα εστιατόρια που έχουν καλό φαγητό. Αντίστοιχη εικόνα είναι κι αυτή των ξένων τουριστών που έρχονται όσο το δυνατόν καλύτερα ενημερωμένοι για τα μέρη που θα επισκεφτούν, ενώ οι Έλληνες αγνοούν ακόμη και τα πλέον βασικά.
Αλλά και στο εξωτερικό όταν ταξιδεύουν οι συμπατριώτες μας θεωρούν πρωταρχικής σημασίας τα ψώνια και δευτερευόντως τις επισκέψεις σε μουσεία, αρχαιολογικούς χώρους κ.λπ.», τονίζει ο λαογράφος. «Άλλη μία βασική αιτία είναι το υλιστικό πνεύμα της εποχής, που τείνει κάθε τι πνευματικό να το θέσει σε δεύτερη μοίρα και, μοιραία, να το απαξιώσει. Πώς να αγαπήσουν τα παιδιά τον πολιτισμό, όταν οι γονείς δεν τους πήραν ποτέ ένα λεύκωμα τέχνης ως δώρο, ενώ τους εξασφαλίζουν όλα τα gadgets;» υπογραμμίζει και προχωρεί ένα θέμα παρακάτω, μεταφέροντας εικόνες από έχει συναντήσει από τις επισκέψεις του σε διάφορα σημεία της χώρας.
«Πολλά από τα μουσεία, ειδικά όσα βρίσκονται στην περιφέρεια και δεν πληρούν στοιχειώδεις όρους της μουσειολογίας, στην πραγματικότητα αποτελούν απλές μουσειακές συλλογές, οι οποίες τονώνουν το αίσθημα τοπικισμού των κατοίκων, όμως δεν αποτελούν τον καλύτερο πρεσβευτή για τη σύνδεση του χθες με το σήμερα. Αραδιασμένα αντικείμενα, σε πολλές περιπτώσεις χωρίς την ύπαρξη μίας λεζάντας, στοιβάζονται σε χώρους εντελώς ακατάλληλους, σε μια προσπάθεια να χωρέσουν τα πάντα. Και μπορεί σε κάποια Μουσεία να έχουν εισαχθεί οι νέες τεχνολογίες, ορισμένα άλλα έχουν μείνει κυριολεκτικά στην παλαιολιθική εποχή.
Τα εκθέματα εκτίθενται απλώς (χωρίς καμία δυνατότητα διάδρασης), το πληροφοριακό υλικό είναι γραμμένο με απωθητικό τρόπο που θυμίζει μάθημα αρχαιολογίας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις οι λεζάντες είναι γραμμένες με τόσο μικρά γράμματα, που θα πρέπει ο επισκέπτης να κολλήσει το πρόσωπό του στο τζάμι που προστατεύει το έκθεμα για να τις διαβάσει».
Για το τέλος αφήσαμε τη ζωγράφο Μίνα Παπαθεοδώρου - Βαλυράκη, έκθεση της οποίας φιλοξενείται μέχρι τις 18 Απριλίου στον «Εικαστικό Κύκλο» (Κολωνάκι), με τίτλο «Μεταλλικές Αντανακλάσεις» και παρουσιάζει τρεις θεματικές ενότητες, τους «Γερανούς», «F1 Race» (Φόρμουλα 1) και «Traffic» (μποτιλιάρισμα) των μεγαλουπόλεων. Ανήκει σε αυτούς που βλέπουν πιο θετικά τα πράγματα, θεωρώντας ότι τα τελευταία χρόνια ο Έλληνας έχει αρχίσει να ενδιαφέρεται για τα Μουσεία και τους αρχαιολογικούς χώρους και αυτό εν μέρει οφείλεται στο ότι, τα μουσεία γίνονται ολοένα πιο φιλικά στο κοινό με τις ανακαινίσεις που κάνουν.
«Αναφέρομαι στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο και σε άλλα κρατικά Μουσεία που σιγά - σιγά ανασυστήνονται, αλλά και σε σημαντικούς χώρους που αναπαλαιώνονται και παραδίδονται στο κοινό ως θεματικά μουσεία. Λόγου χάρη, το Μουσείο Μαρμαροτεχνίας της Τήνου, είναι ένα κόσμημα και πόλος έλξης των επισκεπτών του νησιού, το Μουσείο Κεραμοπλαστικής Τσαλαπάτα του Βόλου, το Μουσείο της Ελιάς στη Μυτιλήνη και άλλα». Η Μίνα Βαλυράκη εκτιμά ότι τα θεματικά Μουσεία αν και εξειδικευμένα, είναι πρόκληση για τον Έλληνα διότι είναι χώροι πολύ σύγχρονοι και καλά οργανωμένοι για αυτό που προτείνουν και για αυτό κινούν εύκολα το ενδιαφέρον....
Αδιάφορα μουσεία
- «Δυστυχώς, στη χώρα μας δεν καταφέραμε να στήσουμε μία αξιόλογη αστική κοινωνία, που να ξέρει να κρατά τον διαχωρισμό ανάμεσα στην ύλη και τον πολιτισμό. Που να ενδιαφέρεται για τις τέχνες και τα γράμματα, παράλληλα με την ευζωία και την πολυτέλεια. Δεν είναι λίγοι όσοι θεωρούν αδιάφορα τα θέματα πολιτισμού -μαζί και τα μουσεία. Φταίνε βέβαια και άλλα πράγματα. Για παράδειγμα, τα ωράρια λειτουργίας των μουσείων είναι καθαρά δημοσιοϋπαλληλικά. Λειτουργούν κατά βάση τις ώρες που οι Έλληνες είναι απορροφημένοι στην καθημερινότητά τους με τον αγώνα προς το ζην. Τις Κυριακές κλείνουν στις 14.00 το μεσημέρι. Επίσης φταίνε, ως ένα βαθμό, και οι άνθρωποι που ασχολούνται. Δηλαδή δεν υπάρχει αμιγώς ξεκαθαρισμένο κριτήριο επιλογής ατόμων, έστω και εάν πρόκειται για τον φύλακα των αρχαιοτήτων, που μπορεί να είναι π.χ. ο υπάλληλος μιας οποιασδήποτε εταιρείας security. Σε κάθε περίπτωση, η έλλειψη ενδιαφέροντος για τον πολιτισμικό πλούτο των μουσείων, δεν μπορεί παρά να ισοδυναμεί με απουσία πνευματικότητας και εάν μείνουμε σε αυτό είμαστε ‘’χαμένοι’’».
Η Μαριλένα Κασιμάτη, επιμελήτρια εκθέσεων στην Εθνική Πινακοθήκη, σκιαγραφεί προοπτικά τη αναιμική δυναμική των ελληνικών μουσείων.
Μουσείο Συναισθημάτων
- Βρίσκεται στους πρόποδες του Φιλοπάππου, σε ένα μικρό, διατηρητέο κτήριο. Πρόκειται για ένα μουσείο, που χρησιμοποιεί τα εκθέματά του (πίνακες, τρισδιάστατες ξύλινες κατασκευές), το παιχνίδι και τα παραμύθια για να ενθαρρύνει τα παιδιά (από 4 - 12 χρονών) να ανακαλύψουν τον κόσμο των συναισθημάτων και να κατανοήσουν περισσότερο τον εαυτό τους και τους άλλους. Μεταξύ άλλων, στο μουσείο πραγματοποιούνται διαδραστικά εκπαιδευτικά προγράμματα.
Καρατζά 7 και Τσάμη Καρατάσου
Παιδικό μουσείο
- Το ελληνικό παιδικό μουσείο ιδρύθηκε το 1987. Σκοπός του είναι να βοηθήσει τα παιδιά να αναπτυχθούν και να αποκτήσουν κοινωνική συνείδηση. Με είσοδο ελεύθερη, απευθύνεται σε παιδιά ηλικίας έως 12 χρόνων, γονείς και εκπαιδευτικούς. Είναι μία από τις πρώτες μουσειακές εμπειρίες των παιδιών όπου τους παρέχεται ένα περιβάλλον προσαρμοσμένο στις ανάγκες τους.
Κυδαθηναίων 14, Πλάκα.
Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού
- Το μουσείο στοχεύει στην παρουσίαση ποικίλων όψεων της ζωής κατά τη βυζαντινή και μεταβυζαντινή περίοδο: της τέχνης, της ιδεολογίας, της κοινωνικής οργάνωσης, της θρησκείας. Τόσο οι μόνιμες όσο και οι περιοδικές εκθέσεις που φιλοξενούνται κατά καιρούς περιλαμβάνουν σημαντικά εκθέματα, με έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα. Η γενική είσοδος είναι €4.
Πολεμικό Μουσείο
- Εγκαινιάστηκε το 1975 και έχει ως αποστολή τη συγκέντρωση, διαφύλαξη και κατάλληλη παρουσίαση κάθε είδους πολεμικών κειμηλίων και ενθυμίων της ελληνικής ιστορίας και των πολεμικών αγώνων του έθνους. Το μουσείο έχει είσοδο ελεύθερη και αξίζει να το επισκεφτεί κάποιος για τα εκθέματα που καλύπτουν όλη την ιστορία, από την αρχαιότητα και τους αλεξανδρινούς χρόνους μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και το ελληνικό εκστρατευτικό σώμα στην Κορέα.
Βασιλίσσης Σοφίας και Ριζάρη 2, Αθήνα.