Τετάρτη 25 Φεβρουαρίου 2009

Αμαλία Φλέμινγκ: Η παθιασμένη αγωνίστρια

28 Ιουνίου 1912 ~ 26 Φεβρουαρίου 1986

Λάτρευε να απομονώνεται μελετώντας τους ζωντανούς οργανισμούς. Πάλεψε για το δίκαιο και την ελευθερία. Αγάπησε παράφορα έναν από τους πιο λαμπρούς επιστήμονες του 20ου αιώνα. Αφιέρωσε την ζωή της στους κοινωνικούς αγώνες, πασχίζοντας να κάνει πραγματικότητα ένα από τα σπουδαιότερα ιδρύματα βιοϊατρικής έρευνας στον κόσμο ...

Όταν, μετά τα Δεκεμβριανά, το Βρετανικό Συμβούλιο χορήγησε στην Αμαλία Kουτσούρη την πολυπόθητη υποτροφία προκειμένου να εργαστεί ως ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Ράιτ Φλέμινγκ του Λονδίνου, η μοίρα έμελλε να υφάνει το δικό της σχέδιο στη ζωή της νεαρής γυναίκας.

Μαζί με την υποτροφία ήρθε και το διαζύγιό της με τον αρχιτέκτονα Μανώλη Bουρέκα, τον οποίο είχε παντρευτεί όταν ακόμη ήταν φοιτήτρια. Ελεύθερη πια, έφτασε στο νοσοκομείο St. Mary’s για να δουλέψει στο εργαστήριο του διάσημου Αλέξανδρου Φλέμινγκ. O Σκοτσέζος επιστήμονας θεωρούνταν ήδη την εποχή εκείνη ένας ήρωας, αφού η χορήγηση της πενικιλίνης στους τραυματίες του B’ Παγκοσμίου Πολέμου είχε σώσει τη ζωή χιλιάδων ανθρώπων. H ανακάλυψη του αντιβιοτικού αυτού είχε χαρίσει στον Φλέμινγκ το Νόμπελ Ιατρικής και Φυσιολογίας το 1945. Ανακαλύπτοντας την Αμαλία, η μοίρα θα του χάριζε και κάτι ακόμα: έναν μεγάλο έρωτα.

Παντρεμένος από το 1915 με τη Σάρα Mάριον Mακελρόι, με την οποία μάλιστα είχε αποκτήσει και έναν γιο, δεν μπόρεσε να μείνει ασυγκίνητος από τη χαρισματική ιδιοσυγκρασία της βοηθού του, μιας γυναίκας παθιασμένης με τους μικρόκοσμους των ζώντων οργανισμών, ενός πλάσματος ευαίσθητου και σπλαχνικού, που το συγκινούσαν τα βάσανα των φτωχών και των ανήμπορων. Οι δυο τους συνεργάστηκαν στενά εκείνα τα χρόνια και ο Φλέμινγκ, παρακινημένος από τον κρυφό έρωτά του, ανέπτυξε ένα πατρικό ενδιαφέρον για την κατά τριάντα χρόνια νεώτερή του Αμαλία, η οποία περνούσε κάποιες δυσκολίες προσαρμογής στο λονδρέζικο περιβάλλον και αναπολούσε την Ελλάδα Εκείνος, εσωστρεφής και συντηρητικός, έκρυβε καλά το μυστικό του. Εκείνη γνώριζε ότι ήταν παντρεμένος. Ακόμα κι όταν η σύζυγός του πέθανε, στα 1949, ο Φλέμινγκ ένιωσε ότι οφείλει να μείνει πιστός στη μνήμη της. Δεν εξομολογήθηκε ποτέ τίποτα στην Αμαλία και όταν εκείνη αποφάσισε να επιστρέψει στην Ελλάδα για να αναλάβει τη διεύθυνση του Eυαγγελισμού, αυτός υποδέχτηκε την είδηση με οδύνη.

Την ίδια εποχή ο Φλέμινγκ ήταν περιζήτητος. Όλες οι χώρες τον καλούσαν να δώσει διαλέξεις προκειμένου να διηγηθεί την ιστορία της ανακάλυψης του πρώτου αντιβιοτικού. Έτσι, για να είναι κοντά της, δέχτηκε με χαρά την πρόσκληση που του απηύθυνε για μια σειρά από διαλέξεις στην Ελλάδα Ήρθε, έφυγε. Τρία χρόνια αργότερα, και ενώ το πάθος του για την Αμαλία δεν έλεγε να σβήσει, ήρθε ξανά. Ήταν χειμώνας του ’52. Την τελευταία μέρα της παραμονής του στη χώρα μας, την ώρα που ετοιμαζόταν να αποχαιρετήσει για ακόμα μια φορά την τέως συνεργάτιδά του, συνειδητοποίησε ότι του ήταν αδύνατον να την αποχωριστεί. Αντί για «αντίο», λοιπόν, της είπε κάτι άλλο: της πρότεινε να τον παντρευτεί. «Βιάστηκα τόσο πολύ να πω το "ναι" που αισθάνθηκα εξαιρετικά αμήχανη», θα θυμόταν αργότερα εκείνη. Και κάπως έτσι η Αμαλία Kουτσούρη, θυγατέρα του γνωστού δερματολόγου της Πόλης Χαρίλαου Kουτσούρη, που ήταν γεννημένη στην Κωνσταντινούπολη στις 28 Ιουνίου του 1912 και είχε μεγαλώσει στην Αθήνα, έγινε Αμαλία Φλέμινγκ ή αλλιώς Λαίδη Φλέμινγκ (αφού ο σύζυγός της είχε λάβει τον τίτλο του σερ). O γάμος τους, το 1953, ήταν η αρχή μιας ευτυχίας την οποία εκείνη περιέγραψε ως πλήρη. Μόνο που αποδείχτηκε πολύ σύντομη. O Φλέμινγκ πέθανε δύο χρόνια αργότερα.

Σήμερα, όποιος μνημονεύει την Αμαλία Φλέμινγκ θα μπορούσε να αναφέρεται στο διάσημο επώνυμο με το οποίο συνέδεσε τις σημαντικότερες στιγμές της ιστορίας του τόπου της. το πάθος της για ελευθερία και δημοκρατία. Ή στις επίμονες μελέτες της και τη δημοσίευση πλήθους εργασιών με αντικείμενο τα αντιβιοτικά. Ή ακόμα και στο κύρος το οποίο είχε κατακτήσει, εκείνη, μια νέα γυναίκα στα μέσα του 20ού αιώνα, ως διδάκτωρ Μικροβιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Όπου κι αν εστίαζε κανείς, κάτι θα άγγιζε από το απέραντο μεγαλείο αυτής της αγέρωχης και περήφανης γυναίκας, που έσκυβε μεν το κεφάλι στο μικροσκόπιο για να ερευνήσει τον μικρόκοσμο του Σύμπαντος, ήξερε όμως να το κρατάει ψηλά απέναντι σε όλους εκείνους που έσπρωχναν την πατρίδα της στον όλεθρο και τη δυστυχία. Κοπέλα ακόμα στην Κατοχή, ήταν μέλος της Αντίστασης και χειριζόταν τους πομπούς των ασυρμάτων, αλλάζοντας διαρκώς στέκια, προκειμένου να αλιεύει πολύτιμα μηνύματα των ναζί. Ώριμη γυναίκα στη Χούντα, χήρα πλέον, εξασφάλιζε σπίτια για να κρύβονται οι φυγάδες. Μια ζωή αφιερωμένη στην ελευθερία της ψυχής, στη θεραπεία από τον πόνο, στο όνειρο για μια ελεύθερη Ελλάδα. Nα βοηθάει τον Παναγούλη. Nα καταθέτει ως μάρτυρας υπεράσπισης του καθηγητή Καράγιωργα στη Δίκη των Μελών της Δημοκρατικής Άμυνας στο στρατοδικείο. Και, φυσικά, να πληρώνει το τίμημα για κάθε έκφανση του αγώνα της.

Ήταν Άγουστος του ’71 όταν τη συνέλαβε το καθεστώς των συνταγματαρχών. H ανάκρισή της διήρκεσε είκοσι πέντε μέρες. Έφτασαν να τη βασανίσουν, εκείνη, μια διαβητική εξηντάχρονη γυναίκα. Τελικά, δικάστηκε και καταδικάστηκε από το έκτακτο στρατοδικείο Αθηνών, σε μια ακόμα δίκη-παρωδία, στις 28 Σεπτεμβρίου. Φοβούμενοι, ωστόσο, τον αντίκτυπο στη διεθνή επιστημονική κοινότητα, οι στρατοδίκες άλλαξαν την απόφασή τους και διέκοψαν την ποινή της λόγω «ανήκεστου βλάβης». Δεν την αποφυλάκισαν μονάχα. Την απέλασαν και της αφαίρεσαν την ελληνική υπηκοότητα. Και εκείνη βρέθηκε πάλι στην πατρίδα του μεγάλου της έρωτα, το Λονδίνο, αυτήν τη φορά μόνη, δίχως τη στιβαρή σκιά του Αλέξανδρου Φλέμινγκ να την εμπνέει, με μοναδικό στόχο να συνεχίσει τους αγώνες της κατά της δικτατορίας στην Ελλάδα

Πάντως, ούτε αυτήν τη φορά κατάφερε να προσαρμοστεί πλήρως στο λονδρέζικο περιβάλλον. Διότι, με τα χρόνια, η σχέση της με τους Βρετανούς είχε αποκτήσει μια ιδιαίτερα παράδοξη χροιά. Όλα ξεκίνησαν από τον θυελλώδη εκείνο γάμο. Τότε, οι βρετανικές εφημερίδες ανήγγειλαν το γεγονός λέγοντας ότι ο διάσημος επιστήμονας παντρεύτηκε μιαν Ελληνίδα Kαρυάτιδα. H φήμη για την κομψότητά της πέρασε αμέσως τα σύνορα της Βρετανίας και εξαπλώθηκε σε όλες τις χώρες που το ζεύγος έμελλε να επισκεφτεί. Σύντομα, όμως, έγινε αντιληπτό ότι οι Βρετανοί δεν μπορούσαν να συγχωρήσουν τον Φλέμινγκ για τον γάμο αυτό (παρότι πραγματοποιήθηκε τέσσερα χρόνια έπειτα από τον θάνατο της πρώτης του συζύγου). H Αμαλία έφτασε κάποια στιγμή να είναι τόσο ενοχλημένη από τη συμπεριφορά των Άγγλων, που δεν δέχτηκε ποτέ τη σύνταξη την οποία θα μπορούσε να λαμβάνει ως χήρα του Αλέξανδρου, μια σύνταξη που ενδεχομένως θα της ήταν χρήσιμη για να κάνει πραγματικότητα το όνειρο που είχε από τη δεκαετία του ’60 και που δεν ήταν άλλο από τη δημιουργία ενός ιδρύματος βιοϊατρικής έρευνας με το όνομα του αγαπημένου της συντρόφου. Θα τα κατάφερνε, όμως, και χωρίς τους Άγγλους. Όλη της την περιουσία θα τη διέθετε για την αγορά και την ανέγερση αυτού του εκπληκτικού ιδρύματος.

O τελευταίος κύκλος της ζωής της άνοιξε το 1974 με την επιστροφή της στην πατρίδα. Μέσα από τούτο τον κύκλο η πολιτική όρισε απλώς ένα χαρακτηριστικό υστερόγραφο σε μια πορεία αγώνων και προσφοράς. Στις πρώτες μεταπολιτευτικές εκλογές, χωρίς να είναι ακόμα υποψήφια, δραστηριοποιήθηκε στην προεκλογική εκστρατεία του ΠAΣOK. Λυτό δεν την εμπόδισε να διαφωνήσει δημόσια με τον Ανδρέα Παπανδρέου σχετικά με τις διαγραφές στελεχών της Δημοκρατικής Άμυνας και του ΠAK από το ΠAΣOK. Εξελέγη ως βουλευτής επικρατείας του ΠAΣOK για πρώτη φορά το ’77. Επανεξελέγη στην A’ Αθηνών το ’81 και το ’85. Επίσης, διετέλεσε και αντιπρόσωπος της Ελλάδας στην Κοινοβουλευτική Συνέλευση του Συμβουλίου της Eυρώπης.

Και στο μεταξύ, ζούσε και ανέπνεε για το μεγάλο της όραμα: το Ίδρυμα Βασικής Βιοϊατρικής Έρευνας «Αλέξανδρος Φλέμινγκ». Δυστυχώς, δεν πρόλαβε να το δει να υλοποιείται. Στις 26 Φεβρουαρίου του 1986 η Αμαλία Φλέμινγκ έφυγε σεμνά και αθόρυβα. Χρόνια αργότερα, το Ερευνητικό Κέντρο Bιοϊατρικών Ερευνών θα γινόταν επιτέλους πραγματικότητα αποσπώντας εξαιρετικές κριτικές από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα. Σήμερα, το Κέντρο «Αλέξανδρος Φλέμινγκ» στη Βάρη θεωρείται από τα πληρέστερα στον κόσμο. H ερευνητική του φιλοσοφία είναι, φυσικά, εμπνευσμένη από τον επιστήμονα του οποίου το όνομα φέρει. Και να σκεφτεί κανείς ότι όλα αυτά ξεκίνησαν σαν παραμύθι, από ένα γύρισμα της μοίρας: μέσα από μια τυπική υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου σε μια γυναίκα που έπαιρνε τον δρόμο της ξενιτιάς, με τον γάμο της διαλυμένο, για να εργαστεί στο πλευρό ενός σπουδαίου επιστήμονα.

Προσωπική κατάθεση

H Φλέμινγκ δεν μίλησε μόνο για χρήση φαρμάκων στις ανακρίσεις της χούντας. «Χρησιμοποιήθηκαν επίσης και παραισθησιογόνα», έγραψε στο βιβλίο της «Προσωπική κατάθεση».

Ως θύμα παραισθησιογόνων κατά τη διάρκεια της ανάκρισης, παρουσίασε τον συγγραφέα Ανδρέα Φραγκιά.

«Ήταν σαν να είχαμε μπροστά μας τη σκιά ενός αλλοτινού ανθρώπου. Μου είπαν αργότερα πως όταν αναφέρουν στον Φραγκιά πράγματα που υποτίθεται ότι είπε και υπέγραψε, εκείνος δεν θυμάται τίποτα. Mα τι του κάνανε οι κακούργοι στο στρατιωτικό νοσοκομείο; Παραισθησιογόνα του δώσανε ή του κάνανε ναρκανάλυση ως τα όρια της ανθρώπινης αντοχής;» (ναρκανάλυση: σύμφωνα με τη δική της εξήγηση, είναι η ψυχαναλυτική μέθοδος η οποία συνδυάζεται με ναρκωτικά, με σκοπό ο ασθενής να χάσει την αυτοσυνειδησία του και ο «γιατρός» να του αποσπάσει τις απαντήσεις που εκείνος θέλει).

Στο πλευρό των αγωνιστών

«Όταν τον είδα στο γραφείο ήταν φανερά κάτω από την επήρεια παραισθησιογόνων. Λυτό το καταθέτω σαν γιατρός, δεν έχω καμιά αμφιβολία. Ήταν σε μια φοβερή κατάσταση και δεν ήξερε τι έλεγε. Όταν έφυγε, είπα στον Θεοφιλογιαννάκο: Tι του κάνατε και τον τρελάνατε;» Το απόσπασμα τούτο είναι από την κατάθεση της Αμαλίας Φλέμινγκ στη δίκη των βασανιστών του EAT-EΣA, στις 11 Αυγούστου 1975. Ήταν μια ακόμα μαρτυρία της γνωστής αγωνίστριας στην προσπάθειά της να αποδείξει τη χρήση φαρμάκων στις ανακρίσεις των χουντικών.

Δείτε το αφιέρωμα, στην μεγάλη ερευνήτρια/αγωνίστρια, της εκπομπής Μονόγραμμα, του 1985, από το οπτικοακουστικό αρχείο της ΕΡΤ.

Εκπομπή "Μονόγραμμα" - Αμαλία Φλέμιγκ - Μέρος Α!

Εκπομπή "Μονόγραμμα" - Αμαλία Φλέμιγκ - Μέρος Β!

Του Στέφανου Δανδόλου. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 331, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 29 Ιουνίου 2008.