Ο άνθρωπος, ο οποίος χάρισε και χαρίζει ζωή στις γυναίκες ολόκληρου του κόσμου με το περίφημο “Τεστ Παπ”, ήταν πάντα ένας σιωπηλός αγωνιστής της επιστήμης, επίμονος και ταπεινός, ευγενής και αξιοπρεπείς, ακόμα και όταν αδικήθηκε όπως στην περίπτωση του Νόμπελ Ιατρικής, για το οποίο είχε προταθεί από Έλληνες και ξένους ερευνητές ...
Ήθελε να φέρει «την σημαίαν της προόδου εις τον κόσμο του μέλλοντος» μέσα από ένα έργο πρωτοποριακό και ευεργετικό, έτσι ώστε να πλησιάσει -κατά το δυνατόν- προς εκείνη την κατεύθυνση που καταξιώνει την ανθρώπινη υπόσταση. Και αυτή του η επιδίωξη δεν ήταν μία απλή -και ίσως κάπως επηρμένη- φιλοδοξία, αλλά το αποτέλεσμα μιας κατασταλαγμένης και βαθιά φιλοσοφημένης στάσης ζωής. Σπάνια η καθημερινότητα ενός δημιουργού αποδεικνύεται τόσο πιστά εναρμονισμένη με το έργο του. O Γεώργιος Παπανικολάου ζούσε αποκλειστικά για την ιατρική επιστήμη συνδυάζοντας μία ασυνήθιστη εσωτερική ιεράρχηση και πειθαρχία με μια «θρησκευτική» προσήλωση σε αξίες όπως η ανιδιοτέλεια, η μετριοφροσύνη, η διαρκής προσφορά.
O γιατρός με την παγκόσμια ακτινοβολία και αναγνώριση γεννήθηκε στην Κύμη Ευβοίας το 1883 και είχε την τύχη να περάσει την παιδική του ηλικία σε ένα θερμό και συναισθηματικό οικογενειακό περιβάλλον. «Είναι διαρκής η ανάμνησις της παιδικής και νεανικής μου ζωής μέσα στο ζεστό πατρικό μας σπίτι», ανακαλεί στα γράμματά του. Και πράγματι, αυτή η αίσθηση της σιγουριάς και της τρυφερότητας που του προσέφεραν απλόχερα οι γονείς του έμελλε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της γενναιόδωρης και συμπονετικής φύσης του.
O πατέρας του, Νικόλαος, ήταν γιατρός στην Κύμη και διετέλεσε δήμαρχος της πόλης, ενώ είχε εκλεγεί και βουλευτής Ευβοίας με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη Μάλιστα, ο ίδιος ο Τρικούπης ρώτησε κάποτε τον μικρό Γιώργο τι σκόπευε να γίνει όταν μεγαλώσει και εκείνος αποκρίθηκε αμήχανα ότι δεν είχε ακόμα αποφασίσει. Τότε τον κοίταξε χαμογελώντας και του είπε: «Εγώ στην ηλικία σου ήξερα τι θα γίνω!». Όμως, η πολυτάλαντη, ανήσυχη και έντονα συναισθηματική φύση του Παπανικολάου κάθε άλλο παρά υπαινισσόταν ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. Οι εξαιρετικές του ικανότητες στη μάθηση θα γίνουν από νωρίς αντιληπτές, καθώς και η σπάνια επιδεξιότητά του να διακρίνεται σε ετερόκλητα γνωστικά πεδία. Οι γονείς του έκριναν σκόπιμο να τον στείλουν στην Αθήνα για να τελειώσει τις γυμνασιακές σπουδές - ο μεγαλύτερος αδερφός του φοιτούσε στη Νομική
H παράδοση της εποχής εκείνης ήθελε τον πρωτότοκο γιο να ακολουθεί το επάγγελμα του πατέρα. Αφού όμως εκείνος επέλεξε τη Νομική Επιστήμη, έμελλε να εκπληρωθεί η πατρική επιθυμία από τον δευτερότοκο. Έτσι, γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1898, και έλαβε το πτυχίο του το 1904, σε ηλικία μόλις 21 ετών. Παράλληλα μελετάει ξένες γλώσσες, διαβάζει περιπαθώς λογοτεχνία και φιλοσοφία και αφοσιώνεται στην εκμάθηση βιολιού. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του επέστρεψε στην Κύμη Η επιστροφή στη γενέτειρα σηματοδότησε την απαρχή μιας περιόδου έντονης υπαρξιακής κρίσης. Αναρωτιόταν για ποιον λόγο έγινε γιατρός αφού δεν ήθελε να ασκήσει το επάγγελμα.
Είχε προηγηθεί η δραματικότητα του πολέμου του 1897 και τα μεταγενέστερα ιδεολογικά ρεύματα ευνοούσαν την ευρύτερη αβεβαιότητα και αμφισβήτηση. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, το γεγονός ότι ο Παπανικολάου, αριστούχος απόφοιτος της Ιατρικής, είχε αποφασίσει να καλλιεργεί μονάχος του τη γη, να διαβάζει φιλοσοφία και βιολογία και ακόμη να ασχολείται με τη γλώσσα και τον δημοτικισμό. Είναι η εποχή της αμφιταλάντευσης ανάμεσα στο επιθυμητό και το πρέπον.
Κάνει καθημερινά ατελείωτους περιπάτους στους καταπράσινους λόφους της Κύμης και διαβάζει ακατάπαυστα. O Kαντ, ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε ήταν εκείνοι που ικανοποιούσαν περισσότερο τις αναζητήσεις του, με τη φιλοσοφική σκέψη του τελευταίου να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του: «ο άνθρωπος οφείλει να ξεπερνάει συνεχώς τον εαυτό του και τις όποιες αδυναμίες».
O πατέρας του γνωρίζοντας τον ευαίσθητο χαρακτήρα του παιδιού του και την έμφυτη τάση του προς την επιστημονική έρευνα τον έστειλε -το 1907- για ανώτερες σπουδές στη Γερμανία. Τώρα, ο Παπανικολάου επιλέγει τον κλάδο της Βιολογίας, ο οποίος ανταποκρίνεται περισσότερο στα ενδιαφέροντά του, και μεταβαίνει στην Iένα. Εκεί θα παρακολουθήσει τα μαθήματα του καθηγητή Eρνέστου Xέκελ, ινδάλματος των φοιτητικών του χρόνων. Το 1908 θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Φράιμπουργκ και τέλος στο Μόναχο, όπου το 1910 θα του απονεμηθεί ο τίτλος του Διδάκτορα από το Τμήμα Φυσικών Επιστημών
H επάνοδός του στην Ελλάδα θα συνδυαστεί με μια θλιβερή διαπίστωση: οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για τα μελλοντικά του σχέδια. Αμέσως μετά τον γάμο του με την Aνδρομάχη Mαυρογένη, αποφασίζει να φύγει πάλι για το εξωτερικό, διευκρινίζοντας στους γονείς του πως «το ιδανικόν μου δεν είναι να πλουτίσω, ούτε να ζήσω ευτυχής, αλλά να κάμω κάτι τι αντάξιον ενός ανθρώπου ηθικού και δυνατού»: Οι απηχήσεις του Νίτσε είναι προφανείς. Προηγουμένως διασαφηνίζει στη γυναίκα του ότι η ζωή τους θα διέφερε των άλλων ζευγαριών: δεν θα έκαναν παιδιά και θα είχαν σαν αποστολή μόνο την επιστημονική έρευνα.
Στο μεταξύ, ξεσπάει ο Βαλκανικός Πόλεμος του 1912 και συμμετέχει ενεργά σε αυτόν. Μετά τη λήξη του πολέμου, συνειδητοποιεί ότι πρέπει οριστικά να γυρίσει σελίδα και μεταναστεύουν στην Αμερική: Ένα μεγάλο και συναρπαστικό ταξίδι μόλις ξεκινούσε - τόσο για εκείνον όσο και για την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Μόνο που η αρχή θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά δύσκολη.
Στις 19 Οκτωβρίου του 1913, το ζεύγος Παπανικολάου αποβιβάζεται στη Nέα Υόρκη, δίχως γνωριμίες ή συστάσεις. Καθώς το βιοποριστικό πρόβλημα γινόταν όλο και οξύτερο, αρχίζουν να εργάζονται και οι δύο σε εμπορικά καταστήματα: O ένας πουλώντας χαλιά και η άλλη ράβοντας κουμπιά με αμοιβή 5 δολάρια την εβδομάδα. Αλλά έπειτα από λίγο έγινε κάτι απροσδόκητο. Ενώ δίπλωνε χαλιά, είδε να περνάει από μπροστά του μία κυρία με την οποία έκαναν παρέα στο πλοίο, στο ταξίδι από την Eυρώπη στην Αμερική O Γεώργιος Παπανικολάου της είχε παρουσιαστεί, φυσικά, ως γιατρός-διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μονάχου Και τώρα τον έβλεπε εκεί να πουλάει χαλιά. Εκείνο που τον συντάραξε ήταν ότι η κυρία του πλοίου τον προσπέρασε χωρίς να τον χαιρετήσει, γιατί τον θεώρησε ψεύτη. Στο βασανιστικό επαγγελματικό του αδιέξοδο θα βρεθεί λύση -εντελώς αναπάντεχα- έπειτα από τη μεσολάβηση του διάσημου γενετιστή του Πανεπιστημίου Κολούμπια T. X. Mόργκαν, ο οποίος γνώριζε τη διδακτορική διατριβή του Παπανικολάου. Έτσι, διορίστηκε βοηθός του παθολογοανατομικού τμήματος του Νοσοκομείου της Νέας Υόρκης και ο χρόνος, πια, ήταν με το μέρος του. Οι τεράστιες επιστημονικές του ικανότητες δεν άργησαν να εκτιμηθούν από το Πανεπιστήμιο του Kορνέλ, στο οποίο εργάστηκε το διάστημα 1914-1961, αποκτώντας όλους τους τίτλους της ακαδημαϊκής ιεραρχίας.
Αποφασισμένος να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις πειραματικές έρευνες τις οποίες είχε αρχίσει στη Γερμανία, ο Παπανικολάου μελέτησε πειραματικά το κολπικό επίχρισμα σε ινδικά χοιρίδια με ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα. H δημιουργικότερη -και πιο κοπιαστική- περίοδος των ερευνητικών του προσπαθειών ήταν η δεκαετία του 1920, αλλά η πρώτη του ανακοίνωση για τη χρησιμοποίηση κυτταρολογικής μεθόδου προς διάγνωση του καρκίνου της μήτρας, το 1928, έγινε δεκτή μόνο με σκεπτικισμό. Λυτό δεν τον αποθάρρυνε καθόλου και διεύρυνε τις έρευνές του ώσπου, το 1943, από κοινού με τον καθηγητή γυναικολογίας Eρμπερτ Tράουστ, δημοσιεύει την ιστορική πλέον μονογραφία υπό τον τίτλο «Διάγνωσις του καρκίνου της μήτρας μέσω των κολπικών επιχρισμάτων». H δημοσίευση της εργασίας αυτής κέντρισε το παγκόσμιο ιατρικό ενδιαφέρον και προκάλεσε την άμεση δοκιμαστική χρησιμοποίηση της μεθόδου σε διάφορα νοσοκομεία. Ήταν στιγμές πραγματικά συγκινητικές. Έπειτα από τόσα χρόνια προσπαθειών, ο Γεώργιος Παπανικολάου με τις εργασίες του αυτές έγινε ο θεμελιωτής ενός νέου επιστημονικού κλάδου -της «αποφολιδωτικής κυτταρολογίας»- και η μέθοδος αυτή έλαβε προς τιμήν του την ονομασία «Τεστ Παπανικολάου», το πασίγνωστο «Τεστ Παπ». Και βέβαια άνοιξαν έτσι νέοι ορίζοντες στην ιατρική έρευνα για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου. Εντούτοις, παρά την τεράστια επιστημονική ανακάλυψη που έκανε, ο Παπανικολάου αρνήθηκε συνειδητά να αποκομίσει από τη μέθοδό του οικονομικά οφέλη και να συνδέσει την επιστήμη με το υλικό συμφέρον. Παρέμεινε ευλαβικά πιστός στις αρχές του, μόνο με τον μισθό του Πανεπιστημίου - μέχρι τέλους.
Μαι αυτό ήρθε το 1962, έπειτα από μισό αιώνα εξαντλητικής έρευνας, λίγο πριν εγκαινιάσει στο Μαϊάμι ένα πρωτοποριακό Kαρκινολογικό Ινστιτούτο που αποτελούσε όνειρο ζωής. Άλλωστε, το στοίχημα με τον χρόνο, δεν έπαψε ποτέ να έχει για τον Γεώργιο Παπανικολάου τη δική του έλξη -κάτι που δίχως άλλο υποδεικνύουν τα επιτεύγματά του, τα οποία συχνά αφορούν ακόμη και ανθρώπους που δεν άκουσαν ποτέ τίποτα γι΄ αυτόν...
Η «φυγή» από τον Νίτσε
Ήταν σταθερός υπέρμαχος του δημοτικισμού, ο οποίος τότε ταυτιζόταν με τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις για την πολιτική και την επιστήμη, ενώ με τους φίλους του Αλέξανδρο Δελμούζο, Γεώργιο Σκληρό και Κωνσταντίνο Χατζόπουλο θα αποτελούσαν μία βραχύβια σοσιαλιστική ομάδα. Μάλιστα, το 1908 δημοσιεύει ενυπόγραφο άρθρο στο αθηναϊκό περιοδικό «O Νουμάς» με τίτλο «Για τον εγωισμό και τους εγωιστάς»: Το άρθρο παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον επειδή μαρτυρά τις νεωτεριστικές αντιλήψεις και τις πνευματικές αναζητήσεις του μετέπειτα διάσημου ερευνητή. Γρήγορα, ωστόσο, αντιλαμβάνεται ότι τελικά προορίζεται για κάτι άλλο: τη βιολογική έρευνα, την οποία θα καταστήσει σκοπό της ζωής του. Χαρακτηριστικά θα γράψει στον πατέρα του: «Δεν είμαι πλέον ονειροπόλος. Πατώ απάνω σε έδαφος στερεό. H επιστήμη με άρπαξε από τα χέρια του Νίτσε».
Πρωτοπόρος παντού
Στάθηκε -στην πράξη- πρωτοπόρος της ισότητας των δύο φύλων, πράγμα ασυνήθιστο για τις αντιλήψεις της εποχής του. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι στις ομάδες εργασίας του την πλειονότητα είχαν οι γυναίκες και δεν έχανε την ευκαιρία να εκθειάζει την αφοσίωση στην επιστήμη και την απόδοση πολλών από τις συνεργάτιδές του. Όταν επέστρεψε από τη Γερμανία σύχναζε στο ζαχαροπλαστείο του Γιαννάκη, όπου άκουγε παντρεμένους να καυχιούνται για τις ερωτικές τους κατακτήσεις. Aυτό τον ενοχλούσε τρομερά: «Eνιωθα πόσο θα με πείραζε να ζω σε περιβάλλον είπε κάποτε.
Του Γιώργου Βαϊλάκη. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 342, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 14 Σεπτεμβρίου 2008.
Ήθελε να φέρει «την σημαίαν της προόδου εις τον κόσμο του μέλλοντος» μέσα από ένα έργο πρωτοποριακό και ευεργετικό, έτσι ώστε να πλησιάσει -κατά το δυνατόν- προς εκείνη την κατεύθυνση που καταξιώνει την ανθρώπινη υπόσταση. Και αυτή του η επιδίωξη δεν ήταν μία απλή -και ίσως κάπως επηρμένη- φιλοδοξία, αλλά το αποτέλεσμα μιας κατασταλαγμένης και βαθιά φιλοσοφημένης στάσης ζωής. Σπάνια η καθημερινότητα ενός δημιουργού αποδεικνύεται τόσο πιστά εναρμονισμένη με το έργο του. O Γεώργιος Παπανικολάου ζούσε αποκλειστικά για την ιατρική επιστήμη συνδυάζοντας μία ασυνήθιστη εσωτερική ιεράρχηση και πειθαρχία με μια «θρησκευτική» προσήλωση σε αξίες όπως η ανιδιοτέλεια, η μετριοφροσύνη, η διαρκής προσφορά.
O γιατρός με την παγκόσμια ακτινοβολία και αναγνώριση γεννήθηκε στην Κύμη Ευβοίας το 1883 και είχε την τύχη να περάσει την παιδική του ηλικία σε ένα θερμό και συναισθηματικό οικογενειακό περιβάλλον. «Είναι διαρκής η ανάμνησις της παιδικής και νεανικής μου ζωής μέσα στο ζεστό πατρικό μας σπίτι», ανακαλεί στα γράμματά του. Και πράγματι, αυτή η αίσθηση της σιγουριάς και της τρυφερότητας που του προσέφεραν απλόχερα οι γονείς του έμελλε να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση της γενναιόδωρης και συμπονετικής φύσης του.
O πατέρας του, Νικόλαος, ήταν γιατρός στην Κύμη και διετέλεσε δήμαρχος της πόλης, ενώ είχε εκλεγεί και βουλευτής Ευβοίας με το κόμμα του Χαρίλαου Τρικούπη Μάλιστα, ο ίδιος ο Τρικούπης ρώτησε κάποτε τον μικρό Γιώργο τι σκόπευε να γίνει όταν μεγαλώσει και εκείνος αποκρίθηκε αμήχανα ότι δεν είχε ακόμα αποφασίσει. Τότε τον κοίταξε χαμογελώντας και του είπε: «Εγώ στην ηλικία σου ήξερα τι θα γίνω!». Όμως, η πολυτάλαντη, ανήσυχη και έντονα συναισθηματική φύση του Παπανικολάου κάθε άλλο παρά υπαινισσόταν ένα συγκεκριμένο επάγγελμα. Οι εξαιρετικές του ικανότητες στη μάθηση θα γίνουν από νωρίς αντιληπτές, καθώς και η σπάνια επιδεξιότητά του να διακρίνεται σε ετερόκλητα γνωστικά πεδία. Οι γονείς του έκριναν σκόπιμο να τον στείλουν στην Αθήνα για να τελειώσει τις γυμνασιακές σπουδές - ο μεγαλύτερος αδερφός του φοιτούσε στη Νομική
H παράδοση της εποχής εκείνης ήθελε τον πρωτότοκο γιο να ακολουθεί το επάγγελμα του πατέρα. Αφού όμως εκείνος επέλεξε τη Νομική Επιστήμη, έμελλε να εκπληρωθεί η πατρική επιθυμία από τον δευτερότοκο. Έτσι, γράφτηκε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, το 1898, και έλαβε το πτυχίο του το 1904, σε ηλικία μόλις 21 ετών. Παράλληλα μελετάει ξένες γλώσσες, διαβάζει περιπαθώς λογοτεχνία και φιλοσοφία και αφοσιώνεται στην εκμάθηση βιολιού. Όταν ολοκλήρωσε τις σπουδές του επέστρεψε στην Κύμη Η επιστροφή στη γενέτειρα σηματοδότησε την απαρχή μιας περιόδου έντονης υπαρξιακής κρίσης. Αναρωτιόταν για ποιον λόγο έγινε γιατρός αφού δεν ήθελε να ασκήσει το επάγγελμα.
Είχε προηγηθεί η δραματικότητα του πολέμου του 1897 και τα μεταγενέστερα ιδεολογικά ρεύματα ευνοούσαν την ευρύτερη αβεβαιότητα και αμφισβήτηση. Δεν είναι τυχαίο, εξάλλου, το γεγονός ότι ο Παπανικολάου, αριστούχος απόφοιτος της Ιατρικής, είχε αποφασίσει να καλλιεργεί μονάχος του τη γη, να διαβάζει φιλοσοφία και βιολογία και ακόμη να ασχολείται με τη γλώσσα και τον δημοτικισμό. Είναι η εποχή της αμφιταλάντευσης ανάμεσα στο επιθυμητό και το πρέπον.
Κάνει καθημερινά ατελείωτους περιπάτους στους καταπράσινους λόφους της Κύμης και διαβάζει ακατάπαυστα. O Kαντ, ο Σοπενχάουερ και ο Νίτσε ήταν εκείνοι που ικανοποιούσαν περισσότερο τις αναζητήσεις του, με τη φιλοσοφική σκέψη του τελευταίου να παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του: «ο άνθρωπος οφείλει να ξεπερνάει συνεχώς τον εαυτό του και τις όποιες αδυναμίες».
O πατέρας του γνωρίζοντας τον ευαίσθητο χαρακτήρα του παιδιού του και την έμφυτη τάση του προς την επιστημονική έρευνα τον έστειλε -το 1907- για ανώτερες σπουδές στη Γερμανία. Τώρα, ο Παπανικολάου επιλέγει τον κλάδο της Βιολογίας, ο οποίος ανταποκρίνεται περισσότερο στα ενδιαφέροντά του, και μεταβαίνει στην Iένα. Εκεί θα παρακολουθήσει τα μαθήματα του καθηγητή Eρνέστου Xέκελ, ινδάλματος των φοιτητικών του χρόνων. Το 1908 θα συνεχίσει τις σπουδές του στο Φράιμπουργκ και τέλος στο Μόναχο, όπου το 1910 θα του απονεμηθεί ο τίτλος του Διδάκτορα από το Τμήμα Φυσικών Επιστημών
H επάνοδός του στην Ελλάδα θα συνδυαστεί με μια θλιβερή διαπίστωση: οι συνθήκες δεν ήταν ευνοϊκές για τα μελλοντικά του σχέδια. Αμέσως μετά τον γάμο του με την Aνδρομάχη Mαυρογένη, αποφασίζει να φύγει πάλι για το εξωτερικό, διευκρινίζοντας στους γονείς του πως «το ιδανικόν μου δεν είναι να πλουτίσω, ούτε να ζήσω ευτυχής, αλλά να κάμω κάτι τι αντάξιον ενός ανθρώπου ηθικού και δυνατού»: Οι απηχήσεις του Νίτσε είναι προφανείς. Προηγουμένως διασαφηνίζει στη γυναίκα του ότι η ζωή τους θα διέφερε των άλλων ζευγαριών: δεν θα έκαναν παιδιά και θα είχαν σαν αποστολή μόνο την επιστημονική έρευνα.
Στο μεταξύ, ξεσπάει ο Βαλκανικός Πόλεμος του 1912 και συμμετέχει ενεργά σε αυτόν. Μετά τη λήξη του πολέμου, συνειδητοποιεί ότι πρέπει οριστικά να γυρίσει σελίδα και μεταναστεύουν στην Αμερική: Ένα μεγάλο και συναρπαστικό ταξίδι μόλις ξεκινούσε - τόσο για εκείνον όσο και για την παγκόσμια επιστημονική κοινότητα. Μόνο που η αρχή θα αποδεικνυόταν εξαιρετικά δύσκολη.
Στις 19 Οκτωβρίου του 1913, το ζεύγος Παπανικολάου αποβιβάζεται στη Nέα Υόρκη, δίχως γνωριμίες ή συστάσεις. Καθώς το βιοποριστικό πρόβλημα γινόταν όλο και οξύτερο, αρχίζουν να εργάζονται και οι δύο σε εμπορικά καταστήματα: O ένας πουλώντας χαλιά και η άλλη ράβοντας κουμπιά με αμοιβή 5 δολάρια την εβδομάδα. Αλλά έπειτα από λίγο έγινε κάτι απροσδόκητο. Ενώ δίπλωνε χαλιά, είδε να περνάει από μπροστά του μία κυρία με την οποία έκαναν παρέα στο πλοίο, στο ταξίδι από την Eυρώπη στην Αμερική O Γεώργιος Παπανικολάου της είχε παρουσιαστεί, φυσικά, ως γιατρός-διδάκτωρ του Πανεπιστημίου του Μονάχου Και τώρα τον έβλεπε εκεί να πουλάει χαλιά. Εκείνο που τον συντάραξε ήταν ότι η κυρία του πλοίου τον προσπέρασε χωρίς να τον χαιρετήσει, γιατί τον θεώρησε ψεύτη. Στο βασανιστικό επαγγελματικό του αδιέξοδο θα βρεθεί λύση -εντελώς αναπάντεχα- έπειτα από τη μεσολάβηση του διάσημου γενετιστή του Πανεπιστημίου Κολούμπια T. X. Mόργκαν, ο οποίος γνώριζε τη διδακτορική διατριβή του Παπανικολάου. Έτσι, διορίστηκε βοηθός του παθολογοανατομικού τμήματος του Νοσοκομείου της Νέας Υόρκης και ο χρόνος, πια, ήταν με το μέρος του. Οι τεράστιες επιστημονικές του ικανότητες δεν άργησαν να εκτιμηθούν από το Πανεπιστήμιο του Kορνέλ, στο οποίο εργάστηκε το διάστημα 1914-1961, αποκτώντας όλους τους τίτλους της ακαδημαϊκής ιεραρχίας.
Αποφασισμένος να συνεχίσει και να ολοκληρώσει τις πειραματικές έρευνες τις οποίες είχε αρχίσει στη Γερμανία, ο Παπανικολάου μελέτησε πειραματικά το κολπικό επίχρισμα σε ινδικά χοιρίδια με ιδιαίτερα ενθαρρυντικά αποτελέσματα. H δημιουργικότερη -και πιο κοπιαστική- περίοδος των ερευνητικών του προσπαθειών ήταν η δεκαετία του 1920, αλλά η πρώτη του ανακοίνωση για τη χρησιμοποίηση κυτταρολογικής μεθόδου προς διάγνωση του καρκίνου της μήτρας, το 1928, έγινε δεκτή μόνο με σκεπτικισμό. Λυτό δεν τον αποθάρρυνε καθόλου και διεύρυνε τις έρευνές του ώσπου, το 1943, από κοινού με τον καθηγητή γυναικολογίας Eρμπερτ Tράουστ, δημοσιεύει την ιστορική πλέον μονογραφία υπό τον τίτλο «Διάγνωσις του καρκίνου της μήτρας μέσω των κολπικών επιχρισμάτων». H δημοσίευση της εργασίας αυτής κέντρισε το παγκόσμιο ιατρικό ενδιαφέρον και προκάλεσε την άμεση δοκιμαστική χρησιμοποίηση της μεθόδου σε διάφορα νοσοκομεία. Ήταν στιγμές πραγματικά συγκινητικές. Έπειτα από τόσα χρόνια προσπαθειών, ο Γεώργιος Παπανικολάου με τις εργασίες του αυτές έγινε ο θεμελιωτής ενός νέου επιστημονικού κλάδου -της «αποφολιδωτικής κυτταρολογίας»- και η μέθοδος αυτή έλαβε προς τιμήν του την ονομασία «Τεστ Παπανικολάου», το πασίγνωστο «Τεστ Παπ». Και βέβαια άνοιξαν έτσι νέοι ορίζοντες στην ιατρική έρευνα για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου. Εντούτοις, παρά την τεράστια επιστημονική ανακάλυψη που έκανε, ο Παπανικολάου αρνήθηκε συνειδητά να αποκομίσει από τη μέθοδό του οικονομικά οφέλη και να συνδέσει την επιστήμη με το υλικό συμφέρον. Παρέμεινε ευλαβικά πιστός στις αρχές του, μόνο με τον μισθό του Πανεπιστημίου - μέχρι τέλους.
Μαι αυτό ήρθε το 1962, έπειτα από μισό αιώνα εξαντλητικής έρευνας, λίγο πριν εγκαινιάσει στο Μαϊάμι ένα πρωτοποριακό Kαρκινολογικό Ινστιτούτο που αποτελούσε όνειρο ζωής. Άλλωστε, το στοίχημα με τον χρόνο, δεν έπαψε ποτέ να έχει για τον Γεώργιο Παπανικολάου τη δική του έλξη -κάτι που δίχως άλλο υποδεικνύουν τα επιτεύγματά του, τα οποία συχνά αφορούν ακόμη και ανθρώπους που δεν άκουσαν ποτέ τίποτα γι΄ αυτόν...
Η «φυγή» από τον Νίτσε
Ήταν σταθερός υπέρμαχος του δημοτικισμού, ο οποίος τότε ταυτιζόταν με τις ριζοσπαστικές αντιλήψεις για την πολιτική και την επιστήμη, ενώ με τους φίλους του Αλέξανδρο Δελμούζο, Γεώργιο Σκληρό και Κωνσταντίνο Χατζόπουλο θα αποτελούσαν μία βραχύβια σοσιαλιστική ομάδα. Μάλιστα, το 1908 δημοσιεύει ενυπόγραφο άρθρο στο αθηναϊκό περιοδικό «O Νουμάς» με τίτλο «Για τον εγωισμό και τους εγωιστάς»: Το άρθρο παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον επειδή μαρτυρά τις νεωτεριστικές αντιλήψεις και τις πνευματικές αναζητήσεις του μετέπειτα διάσημου ερευνητή. Γρήγορα, ωστόσο, αντιλαμβάνεται ότι τελικά προορίζεται για κάτι άλλο: τη βιολογική έρευνα, την οποία θα καταστήσει σκοπό της ζωής του. Χαρακτηριστικά θα γράψει στον πατέρα του: «Δεν είμαι πλέον ονειροπόλος. Πατώ απάνω σε έδαφος στερεό. H επιστήμη με άρπαξε από τα χέρια του Νίτσε».
Πρωτοπόρος παντού
Στάθηκε -στην πράξη- πρωτοπόρος της ισότητας των δύο φύλων, πράγμα ασυνήθιστο για τις αντιλήψεις της εποχής του. Κάθε άλλο παρά τυχαίο είναι ότι στις ομάδες εργασίας του την πλειονότητα είχαν οι γυναίκες και δεν έχανε την ευκαιρία να εκθειάζει την αφοσίωση στην επιστήμη και την απόδοση πολλών από τις συνεργάτιδές του. Όταν επέστρεψε από τη Γερμανία σύχναζε στο ζαχαροπλαστείο του Γιαννάκη, όπου άκουγε παντρεμένους να καυχιούνται για τις ερωτικές τους κατακτήσεις. Aυτό τον ενοχλούσε τρομερά: «Eνιωθα πόσο θα με πείραζε να ζω σε περιβάλλον είπε κάποτε.
Του Γιώργου Βαϊλάκη. Από τις “Εικόνες”, τεύχος Νο 342, εβδομαδιαίο περιοδικό, ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 14 Σεπτεμβρίου 2008.