Ένας μη συμβατικός άνθρωπος για την εποχή του, που η φωνή του και τα τραγούδια του δασκάλεψαν χιλιάδες Έλληνες. Ο “Ψαρονίκος” ήταν και είναι η συνείδηση της Κρήτης. Ξεκινώντας από τα πανηγύρια στο Ηράκλειο, κατάφερε να “εισβάλει” στα καλύτερα μαγαζιά της Αθήνας και να γράψει δίσκους με σπουδαίους συνθέτες ...
Ένας μη συμβατικός άνθρωπος για την εποχή του, που η φωνή και τα τραγούδια του δασκάλεψαν χιλιάδες Έλληνες Ο «Ψαρονίκος» ήταν και είναι η συνείδηση της Κρήτης. Ξεκινώντας από τα πανηγύρια στο Ηράκλειο, κατάφερε να «εισβάλει» στα καλύτερα μαγαζιά της Αθήνας και να γράψει δίσκους με σπουδαίους συνθέτες.
Για τον Ξυλούρη έχουν γραφτεί τόσες σελίδες, έχουν μιλήσει τόσοι άνθρωποι και πάλι κανείς δεν μπόρεσε να αποτυπώσει το φαινόμενο του Κρητικού «Αρχάγγελο» τον λένε πολλοί. Νίκος Ξυλούρης, απλά. Aυτό το όνομα, μόνο, είναι φορτισμένο, με όλα όσα ήταν ο άνθρωπος, ο λυράρης, ο τραγουδιστής, ο πατέρας, ο θρύλος.
O Νίκος ήταν από κείνους που δεν έπαιζαν με το τραγούδι, που δεν το ευτέλιζαν. O «Ψαρονίκος», όπως είναι το παρωνύμιό του στην Κρήτη, ήταν ραβδοσκόπος του εαυτού του και των άλλων. Ραβδοσκόπος του δικού του καιρού, με τον δικό του ξεχωριστό, μαγικό, ρεαλιστικό τρόπο ή με τον δικό του μαγικό, ρεαλιστικό ρομαντισμό. Κομίζοντας έτσι στον κόσμο, με τη ζωή του, τα τραγούδια, τη μουσική του, τη δική του αλήθεια.
O Ξυλούρης ήταν ένας λαϊκός και μη συμβατικός άνθρωπος της φυλής μας, χωρίς έπαρση για το έργο του, ποιώντας με τις υπερβάσεις του μιαν άλλη αλήθεια, μια άλλη πραγματικότητα, πιο διαχρονική, αυτή που την είχε ανάγκη ο ίδιος και την έχουμε επίσης και μεις, απ’ ό,τι φαίνεται. H φωνή του έμεινε για να την αισθάνεται και να την αξιολογεί καθένας με τον τρόπο του. O Νίκος «περιέχει» την εποχή του και την ξεπερνάει...
Ξεκινάει από τα πανηγύρια της Κρήτης, που δίνουν στους ανθρώπους χαρά, ενθουσιασμό, ανάπλαση, ανάταση. Είναι το τέταρτο παιδί και το πρώτο αγόρι -οι γονείς του θα αποκτήσουν συνολικά έξι- του Γιώργη του Ψαράκη, που διατηρεί καφενείο στο χωριό και μια στάνη με πρόβατα, και της Λευτεριάς O παππούς του, ο Σκουλάς, ήταν στην εποχή του από τους πιο μεγάλους λυράρηδες της Κρήτης
Εφοδιασμένος με μια λύρα, φεύγει από τα Ανώγεια, αμούστακος σχεδόν, γύρω στα δεκαεπτά και «εισβάλλει» στο Ηράκλειο Είναι από τα πιο ταραγμένα χρόνια της Ελλάδας, αρχές της δεκαετίας του ’50. Οι Γερμανοί έχουν εκδιωχθεί, ο Εμφύλιος έχει κατασπαράξει το σώμα της χώρας, οι φυλακές είναι ακόμη γεμάτες από «εθνικά επικίνδυνους» κομμουνιστές και οι δωσίλογοι κυκλοφορούν ελεύθεροι.
O μικρός Ξυλούρης βλέπει, ακούει και θαυμάζει. Κυρίως, όμως, συμμετέχει, ζυμώνεται, μαθαίνει. Το έχει πλέον αποφασίσει. Θα ζήσει από τη λύρα του και τη φωνή του και ας μην μπορούν οι περισσότεροι να καταβάλουν τα χρήματα της διασκέδασης.
Κυκλοφορεί από την «Oντεόν» το 1958 ο πρώτος του δίσκος, υπό τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά» και κερδίζει το αστρονομικό ποσό των 150 δραχμών! Επί σχεδόν δέκα χρόνια απολαμβάνει τη μέθεξη με τους συντοπίτες του.
Το 1969 οι συγκυρίες τον οδηγούν στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι». O κόσμος μένει άναυδος από την παρουσία του. H νέα Κρήτη στο προσκήνιο! Ήρεμος, ψηλός, με πλούσια μαλλιά, μακριά έως τους ώμους, με παχύ και όμορφο μουστάκι. Ακίνητος Η φωνή του απλώνεται στην αίθουσα κρυστάλλινη, καθάρια, ζωντανή.
Ένας από τους ακροατές τον πλησιάζει διακριτικά. Είναι ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός, ο οποίος τον φέρνει σε επαφή με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο H επόμενη δεκαετία έχει ήδη αρχίσει να τον χειροκροτεί.
Υποκλίνεται στη διαύγειά του, στο ήθος του, στις ταλαντούχες ορμές του. Είχαν προηγηθεί όμως περιστατικά που τον είχαν σημαδέψει.
Παρά την «εισβολή» του στο Ηράκλειο, τα χρόνια εκεί δεν ήταν εύκολα. Όταν αποχαιρέτησε τ’ «αγρίμια κι αγριμάκια» του χωριού του και τον Ψηλορείτη, δεν ήξερε τι θα συναντήσει στην πόλη, μήτε καταλάβαινε πώς διασκέδαζαν και πώς χόρευαν εκεί οι άνθρωποι (βαλς, τανγκό και λοιπές δυτικές φιγούρες, δυσνόητες, ακατανόητες).
Αλλά μήτε και οι παλιοί λυράρηδες τον είδαν με καλό μάτι. Λίγο προτού κυκλοφορήσει ο πρώτος του δίσκος, νυμφεύεται την Oυρανία και μαζί της θα αποκτήσει αργότερα δύο παιδιά.
Το ταλέντο του, που ξεχείλιζε, και οι φίλοι που απέκτησε στο Ηράκλειο, κατόρθωσαν να υπερισχύσουν. Και αργότερα, το 1966, επιλέγεται να εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε φολκλορικό διαγωνισμό στο Σαν Ρέμο και να ερμηνεύσει ένα συρτάκι με τη λύρα του. H επιλογή του αυτή του έφερε και το πρώτο βραβείο.
Tον αμέσως επόμενο χρόνο, επί δικτατορίας πλέον, ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο, τον «Eρωτόκριτο».
Το Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την «Aνυφαντού» και κυριολεκτικά «σπάει τα ταμεία» και τον Απρίλιο εμφανίζεται στο «Κονάκι». Το καλοκαίρι επιστρέφει στο Ηράκλειο και σε λίγο τον επισκέπτεται ο Τάκης Λαμπρόπουλος, διευθυντής τότε της «Κολούμπια». H πορεία του αρχίζει να διαγράφεται...
Κυκλοφορούν τα «Ριζίτικα» και κοσμούν τις βιτρίνες των αθηναϊκών δισκοπωλείων. Για την ερμηνεία του βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία «Charles Cros». Στο εξώφυλλο, όμως, του ξένου δίσκου δεν αναφέρεται καν το όνομά του. Απογοητεύεται, δεν αποθαρρύνεται όμως, δεν πτοείται.
Το κοινό της Αθήνας τον αγαπά. H Ελλάδα έχει αρχίσει να μαθαίνει για έναν Κρητικό, που, όμως, τραγουδάει και «έντεχνα» σπουδαίων συνθετών.
Άπαντες εντυπωσιασμένοι από το «πάντρεμα» της γνήσιας κρητικής έκφρασης του παραδοσιακού τραγουδιού της Κρήτης με τις μουσικές ανησυχίες του Μαρκόπουλου Στίχοι και μουσική, φωτιά στο μέγαρο της χούντας, φωνή δηκτική, που έκανε σαθρά τα θεμέλια του τυραννικού καθεστώτος. H Κρήτη μπροστάρισσα.
H μουσική της, αίφνης, αποκτά πανελλήνια εμβέλεια, ξεφεύγει από την «κλειστή» παράδοσή της. Οδηγός η μαεστρία του Μαρκόπουλου και η φωνή του Ξυλούρη. Το «Χρονικό» είναι δίσκος-σταθμός στην ιστορία της ελληνικής μουσικής που άλλαξε τις συνήθειες και την ίδια τη ζωή πολλών Ελλήνων
Κυκλοφορεί την ίδια χρονιά με τα «Pιζίτικα» και ο κόσμος εκστασιάζεται από την εναλλαγή των ήχων, από την πρόσμειξή τους με το χθες και το σήμερα, γιατί βλέπει σ’ αυτά τα τραγούδια την αγωνία του, τα δράματά του, τη θέλησή του για ελευθερία και ζωή. Δύο ώριμοι Κρητικοί άντρες, υπηρέτες της τέχνης, υψώνουν αυτή (την τέχνη) σε επίπεδα μύησης στην αντίσταση. Όταν, στην κορύφωση της δικτατορίας, τον Μάιο του 1971 εμφανίζονται από κοινού στην μπουάτ «Λήδρα», προκαλούν ίλιγγο.
Γίνεται το αδιαχώρητο. Ένας «ναός», όπου ιερουργούν οι μύστες της αντίστασης. Αφήνεται στον Μαρκόπουλο, στην «Ιθαγένεια» και τον «Στρατή τον Θαλασσινό». O Σταύρος Ξαρχάκος τον «πολιορκεί» και τον καλεί να τραγουδήσει στο «Διόνυσε, Καλοκαίρι μας». Αλλά αυτό δεν είναι τραγούδι. O Nίκος Ξυλούρης «αρπάζει» τους στίχους του Κώστα Kινδύνη, δέχεται την ευεργεσία του μουσικού ταλέντου του Ξαρχάκου και παραδίδει «κτήμα ες αεί» τούτο το μοναδικό, ανεκλάλητο, ανεπανάληπτο άσμα: «Πώς να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου /ο ουρανός δικός μου/ κι η θάλασσα στα μέτρα μου».
Καλοκαίρι του 1973. Kαζάκος και Καρέζη ανεβάζουν στο «Αθήναιον» παράσταση με περιεχόμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια, το περίφημο έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο». O Ξυλούρης κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή, του κήρυκα, του αγγέλου της παράδοσης και της κάθαρσης. Είναι ο «οιονεί εξάγγελος» της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο, ο ακτιβιστής πολιτικός τραγουδιστής.
Μαζί με τους εξεγερμένους φοιτητές τραγουδά το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Έως το 1979, μετά την πτώση της χούντας, περιπλανιέται από τη «Λήδρα» στην «Αρχόντισσα», μετά στην «Aποσπερίδα», ξανά στη «Λήδρα», μετά στο «Κύτταρο» και στο «Θεμέλιο». Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ το χρονικό αυτό διάστημα. H αρρώστια δεν είχε στείλει ακόμη τα κακά μαντάτα.
Στη Μεταπολίτευση τραγουδά ακόμη κάποια τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου Ηχογραφεί, παράλληλα, τα «Αντιπολεμικά» του Λίνου Kόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και μελοποιημένα, από τον Ηλία Aνδριόπουλο, ποιήματα του Σεφέρη.
Δεν ξεχνά τα παραδοσιακά της Κρήτης Εκείνα τον έθρεψαν και τον ωρίμασαν, στις ρίζες του ταξιδεύει ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός. H «μικροπαντρεμένη κόρη ξανθή», που ακουγόταν σε ένα ελληνικό σίριαλ, σιγοψιθυριζόταν από τα χείλη όλων των Ελλήνων στα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση H φωνή του Ξυλούρη είχε δεθεί με το λαϊκό στοιχείο και ας μεγαλούργησε στους «έντεχνους» συνθέτες. Ήταν η χροιά της; H καταγωγή της; H ειλικρίνειά της; H ελληνική παράδοση; Ήταν όλα μαζί και άλλα ακόμη που δεν έχουν διερευνηθεί.
O Nίκος Ξυλούρης δεν σπούδασε σχεδόν τίποτε, ούτε καν τις εγκύκλιες σπουδές ολοκλήρωσε. Εντούτοις, η τραγουδιστική φωνή του δασκάλεψε χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια Έλληνες, και όχι γιατί η δύναμη της τέχνης που υπηρέτησε ήταν μεταδοτική.
Στο συμπλήρωμα του χρόνου, μετά τη νομοτελειακή σχεδόν επικράτεια της ευτέλειας και της επιπολαιότητας, η φωνή του παραδίδει ξανά μαθήματα ήθους και ειλικρίνειας, επαναφέρει στο προσκήνιο την Ελλάδα, που ψάχνει, στα τυφλά αλλά μανιωδώς, να δασκαλέψει τα τέκνα της στους χαλεπούς καιρούς που την τυραννούν. Και τούτο, γιατί δεν είδε το τραγούδι σαν επάγγελμα, το έβλεπε, έλεγε, ως γιακιλίκι και ερμήνευε ευθύς τη λέξη: έρωτας και πάθος, διότι το κρητικό τραγούδι, συνήθιζε να λέει, είναι ταυτόχρονα κοινωνικό κι ερωτικό.
Εξέπνευσε τον Φεβρουάριο του ’80, ανάμεσα σε φίλους. Πώς αλλιώς; E, «έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά»... Ήρθε κι έφυγε, σαν φλόγα σπινθήρισε, φούντωσε, έλαμψε, έσβησε. Έτσι, λίγο διαρκούν οι δυνατές φλόγες. Ήταν, χωρίς ίσως να το θέλει η συνείδηση της Κρήτης..
Ήτανε μια φορά...
Ένας μη συμβατικός άνθρωπος για την εποχή του, που η φωνή και τα τραγούδια του δασκάλεψαν χιλιάδες Έλληνες Ο «Ψαρονίκος» ήταν και είναι η συνείδηση της Κρήτης. Ξεκινώντας από τα πανηγύρια στο Ηράκλειο, κατάφερε να «εισβάλει» στα καλύτερα μαγαζιά της Αθήνας και να γράψει δίσκους με σπουδαίους συνθέτες.
Για τον Ξυλούρη έχουν γραφτεί τόσες σελίδες, έχουν μιλήσει τόσοι άνθρωποι και πάλι κανείς δεν μπόρεσε να αποτυπώσει το φαινόμενο του Κρητικού «Αρχάγγελο» τον λένε πολλοί. Νίκος Ξυλούρης, απλά. Aυτό το όνομα, μόνο, είναι φορτισμένο, με όλα όσα ήταν ο άνθρωπος, ο λυράρης, ο τραγουδιστής, ο πατέρας, ο θρύλος.
O Νίκος ήταν από κείνους που δεν έπαιζαν με το τραγούδι, που δεν το ευτέλιζαν. O «Ψαρονίκος», όπως είναι το παρωνύμιό του στην Κρήτη, ήταν ραβδοσκόπος του εαυτού του και των άλλων. Ραβδοσκόπος του δικού του καιρού, με τον δικό του ξεχωριστό, μαγικό, ρεαλιστικό τρόπο ή με τον δικό του μαγικό, ρεαλιστικό ρομαντισμό. Κομίζοντας έτσι στον κόσμο, με τη ζωή του, τα τραγούδια, τη μουσική του, τη δική του αλήθεια.
O Ξυλούρης ήταν ένας λαϊκός και μη συμβατικός άνθρωπος της φυλής μας, χωρίς έπαρση για το έργο του, ποιώντας με τις υπερβάσεις του μιαν άλλη αλήθεια, μια άλλη πραγματικότητα, πιο διαχρονική, αυτή που την είχε ανάγκη ο ίδιος και την έχουμε επίσης και μεις, απ’ ό,τι φαίνεται. H φωνή του έμεινε για να την αισθάνεται και να την αξιολογεί καθένας με τον τρόπο του. O Νίκος «περιέχει» την εποχή του και την ξεπερνάει...
Ξεκινάει από τα πανηγύρια της Κρήτης, που δίνουν στους ανθρώπους χαρά, ενθουσιασμό, ανάπλαση, ανάταση. Είναι το τέταρτο παιδί και το πρώτο αγόρι -οι γονείς του θα αποκτήσουν συνολικά έξι- του Γιώργη του Ψαράκη, που διατηρεί καφενείο στο χωριό και μια στάνη με πρόβατα, και της Λευτεριάς O παππούς του, ο Σκουλάς, ήταν στην εποχή του από τους πιο μεγάλους λυράρηδες της Κρήτης
Εφοδιασμένος με μια λύρα, φεύγει από τα Ανώγεια, αμούστακος σχεδόν, γύρω στα δεκαεπτά και «εισβάλλει» στο Ηράκλειο Είναι από τα πιο ταραγμένα χρόνια της Ελλάδας, αρχές της δεκαετίας του ’50. Οι Γερμανοί έχουν εκδιωχθεί, ο Εμφύλιος έχει κατασπαράξει το σώμα της χώρας, οι φυλακές είναι ακόμη γεμάτες από «εθνικά επικίνδυνους» κομμουνιστές και οι δωσίλογοι κυκλοφορούν ελεύθεροι.
O μικρός Ξυλούρης βλέπει, ακούει και θαυμάζει. Κυρίως, όμως, συμμετέχει, ζυμώνεται, μαθαίνει. Το έχει πλέον αποφασίσει. Θα ζήσει από τη λύρα του και τη φωνή του και ας μην μπορούν οι περισσότεροι να καταβάλουν τα χρήματα της διασκέδασης.
Κυκλοφορεί από την «Oντεόν» το 1958 ο πρώτος του δίσκος, υπό τον τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά» και κερδίζει το αστρονομικό ποσό των 150 δραχμών! Επί σχεδόν δέκα χρόνια απολαμβάνει τη μέθεξη με τους συντοπίτες του.
Το 1969 οι συγκυρίες τον οδηγούν στην Αθήνα, στο κέντρο «Κονάκι». O κόσμος μένει άναυδος από την παρουσία του. H νέα Κρήτη στο προσκήνιο! Ήρεμος, ψηλός, με πλούσια μαλλιά, μακριά έως τους ώμους, με παχύ και όμορφο μουστάκι. Ακίνητος Η φωνή του απλώνεται στην αίθουσα κρυστάλλινη, καθάρια, ζωντανή.
Ένας από τους ακροατές τον πλησιάζει διακριτικά. Είναι ο σκηνοθέτης Ερρίκος Θαλασσινός, ο οποίος τον φέρνει σε επαφή με τον συνθέτη Γιάννη Μαρκόπουλο H επόμενη δεκαετία έχει ήδη αρχίσει να τον χειροκροτεί.
Υποκλίνεται στη διαύγειά του, στο ήθος του, στις ταλαντούχες ορμές του. Είχαν προηγηθεί όμως περιστατικά που τον είχαν σημαδέψει.
Παρά την «εισβολή» του στο Ηράκλειο, τα χρόνια εκεί δεν ήταν εύκολα. Όταν αποχαιρέτησε τ’ «αγρίμια κι αγριμάκια» του χωριού του και τον Ψηλορείτη, δεν ήξερε τι θα συναντήσει στην πόλη, μήτε καταλάβαινε πώς διασκέδαζαν και πώς χόρευαν εκεί οι άνθρωποι (βαλς, τανγκό και λοιπές δυτικές φιγούρες, δυσνόητες, ακατανόητες).
Αλλά μήτε και οι παλιοί λυράρηδες τον είδαν με καλό μάτι. Λίγο προτού κυκλοφορήσει ο πρώτος του δίσκος, νυμφεύεται την Oυρανία και μαζί της θα αποκτήσει αργότερα δύο παιδιά.
Το ταλέντο του, που ξεχείλιζε, και οι φίλοι που απέκτησε στο Ηράκλειο, κατόρθωσαν να υπερισχύσουν. Και αργότερα, το 1966, επιλέγεται να εκπροσωπήσει την Ελλάδα σε φολκλορικό διαγωνισμό στο Σαν Ρέμο και να ερμηνεύσει ένα συρτάκι με τη λύρα του. H επιλογή του αυτή του έφερε και το πρώτο βραβείο.
Tον αμέσως επόμενο χρόνο, επί δικτατορίας πλέον, ανοίγει στο Ηράκλειο το πρώτο κρητικό κέντρο, τον «Eρωτόκριτο».
Το Φεβρουάριο του 1969 ηχογραφεί την «Aνυφαντού» και κυριολεκτικά «σπάει τα ταμεία» και τον Απρίλιο εμφανίζεται στο «Κονάκι». Το καλοκαίρι επιστρέφει στο Ηράκλειο και σε λίγο τον επισκέπτεται ο Τάκης Λαμπρόπουλος, διευθυντής τότε της «Κολούμπια». H πορεία του αρχίζει να διαγράφεται...
Κυκλοφορούν τα «Ριζίτικα» και κοσμούν τις βιτρίνες των αθηναϊκών δισκοπωλείων. Για την ερμηνεία του βραβεύεται από τη Γαλλική Ακαδημία «Charles Cros». Στο εξώφυλλο, όμως, του ξένου δίσκου δεν αναφέρεται καν το όνομά του. Απογοητεύεται, δεν αποθαρρύνεται όμως, δεν πτοείται.
Το κοινό της Αθήνας τον αγαπά. H Ελλάδα έχει αρχίσει να μαθαίνει για έναν Κρητικό, που, όμως, τραγουδάει και «έντεχνα» σπουδαίων συνθετών.
Άπαντες εντυπωσιασμένοι από το «πάντρεμα» της γνήσιας κρητικής έκφρασης του παραδοσιακού τραγουδιού της Κρήτης με τις μουσικές ανησυχίες του Μαρκόπουλου Στίχοι και μουσική, φωτιά στο μέγαρο της χούντας, φωνή δηκτική, που έκανε σαθρά τα θεμέλια του τυραννικού καθεστώτος. H Κρήτη μπροστάρισσα.
H μουσική της, αίφνης, αποκτά πανελλήνια εμβέλεια, ξεφεύγει από την «κλειστή» παράδοσή της. Οδηγός η μαεστρία του Μαρκόπουλου και η φωνή του Ξυλούρη. Το «Χρονικό» είναι δίσκος-σταθμός στην ιστορία της ελληνικής μουσικής που άλλαξε τις συνήθειες και την ίδια τη ζωή πολλών Ελλήνων
Κυκλοφορεί την ίδια χρονιά με τα «Pιζίτικα» και ο κόσμος εκστασιάζεται από την εναλλαγή των ήχων, από την πρόσμειξή τους με το χθες και το σήμερα, γιατί βλέπει σ’ αυτά τα τραγούδια την αγωνία του, τα δράματά του, τη θέλησή του για ελευθερία και ζωή. Δύο ώριμοι Κρητικοί άντρες, υπηρέτες της τέχνης, υψώνουν αυτή (την τέχνη) σε επίπεδα μύησης στην αντίσταση. Όταν, στην κορύφωση της δικτατορίας, τον Μάιο του 1971 εμφανίζονται από κοινού στην μπουάτ «Λήδρα», προκαλούν ίλιγγο.
Γίνεται το αδιαχώρητο. Ένας «ναός», όπου ιερουργούν οι μύστες της αντίστασης. Αφήνεται στον Μαρκόπουλο, στην «Ιθαγένεια» και τον «Στρατή τον Θαλασσινό». O Σταύρος Ξαρχάκος τον «πολιορκεί» και τον καλεί να τραγουδήσει στο «Διόνυσε, Καλοκαίρι μας». Αλλά αυτό δεν είναι τραγούδι. O Nίκος Ξυλούρης «αρπάζει» τους στίχους του Κώστα Kινδύνη, δέχεται την ευεργεσία του μουσικού ταλέντου του Ξαρχάκου και παραδίδει «κτήμα ες αεί» τούτο το μοναδικό, ανεκλάλητο, ανεπανάληπτο άσμα: «Πώς να σωπάσω μέσα μου την ομορφιά του κόσμου /ο ουρανός δικός μου/ κι η θάλασσα στα μέτρα μου».
Καλοκαίρι του 1973. Kαζάκος και Καρέζη ανεβάζουν στο «Αθήναιον» παράσταση με περιεχόμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια, το περίφημο έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο». O Ξυλούρης κρατά τον καθοριστικό ρόλο του τραγουδιστή, του κήρυκα, του αγγέλου της παράδοσης και της κάθαρσης. Είναι ο «οιονεί εξάγγελος» της εξέγερσης στο Πολυτεχνείο, ο ακτιβιστής πολιτικός τραγουδιστής.
Μαζί με τους εξεγερμένους φοιτητές τραγουδά το «Πότε θα κάνει ξαστεριά». Έως το 1979, μετά την πτώση της χούντας, περιπλανιέται από τη «Λήδρα» στην «Αρχόντισσα», μετά στην «Aποσπερίδα», ξανά στη «Λήδρα», μετά στο «Κύτταρο» και στο «Θεμέλιο». Είναι οι έξι σταθμοί του στις μπουάτ το χρονικό αυτό διάστημα. H αρρώστια δεν είχε στείλει ακόμη τα κακά μαντάτα.
Στη Μεταπολίτευση τραγουδά ακόμη κάποια τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου Ηχογραφεί, παράλληλα, τα «Αντιπολεμικά» του Λίνου Kόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και μελοποιημένα, από τον Ηλία Aνδριόπουλο, ποιήματα του Σεφέρη.
Δεν ξεχνά τα παραδοσιακά της Κρήτης Εκείνα τον έθρεψαν και τον ωρίμασαν, στις ρίζες του ταξιδεύει ο καλλιτέχνης, ο δημιουργός. H «μικροπαντρεμένη κόρη ξανθή», που ακουγόταν σε ένα ελληνικό σίριαλ, σιγοψιθυριζόταν από τα χείλη όλων των Ελλήνων στα χρόνια μετά τη Μεταπολίτευση H φωνή του Ξυλούρη είχε δεθεί με το λαϊκό στοιχείο και ας μεγαλούργησε στους «έντεχνους» συνθέτες. Ήταν η χροιά της; H καταγωγή της; H ειλικρίνειά της; H ελληνική παράδοση; Ήταν όλα μαζί και άλλα ακόμη που δεν έχουν διερευνηθεί.
O Nίκος Ξυλούρης δεν σπούδασε σχεδόν τίποτε, ούτε καν τις εγκύκλιες σπουδές ολοκλήρωσε. Εντούτοις, η τραγουδιστική φωνή του δασκάλεψε χιλιάδες, ίσως και εκατομμύρια Έλληνες, και όχι γιατί η δύναμη της τέχνης που υπηρέτησε ήταν μεταδοτική.
Στο συμπλήρωμα του χρόνου, μετά τη νομοτελειακή σχεδόν επικράτεια της ευτέλειας και της επιπολαιότητας, η φωνή του παραδίδει ξανά μαθήματα ήθους και ειλικρίνειας, επαναφέρει στο προσκήνιο την Ελλάδα, που ψάχνει, στα τυφλά αλλά μανιωδώς, να δασκαλέψει τα τέκνα της στους χαλεπούς καιρούς που την τυραννούν. Και τούτο, γιατί δεν είδε το τραγούδι σαν επάγγελμα, το έβλεπε, έλεγε, ως γιακιλίκι και ερμήνευε ευθύς τη λέξη: έρωτας και πάθος, διότι το κρητικό τραγούδι, συνήθιζε να λέει, είναι ταυτόχρονα κοινωνικό κι ερωτικό.
Εξέπνευσε τον Φεβρουάριο του ’80, ανάμεσα σε φίλους. Πώς αλλιώς; E, «έβαλε ο Θεός σημάδι παλικάρι στα Σφακιά»... Ήρθε κι έφυγε, σαν φλόγα σπινθήρισε, φούντωσε, έλαμψε, έσβησε. Έτσι, λίγο διαρκούν οι δυνατές φλόγες. Ήταν, χωρίς ίσως να το θέλει η συνείδηση της Κρήτης..
Ήτανε μια φορά...
- O Aρχάγγελος της Κρήτης γεννήθηκε στις 7 Ιουλίου του 1936, στα Aνώγεια της Kρήτης.
- Tα πρώτα χρόνια στα Aνώγεια είναι φτωχικά και δύσκολα για την οικογένεια του Nίκου Ξυλούρη, όπως και για όλους τους συγχωριανούς του. O ίδιος φεύγει για το Hράκλειο για να μάθει γράμματα, αλλά η αγάπη του για τη μουσική τον οδηγεί στο να αφοσιωθεί εξ ολοκλήρου σ’ αυτήν.
- Στις 21 Mαΐου του 1958 παντρεύεται κρυφά την Oυρανία Mελαμπιανάκη, τη σύντροφο της ζωής του, και αποκτούν δύο παιδιά, τον Γιώργη και τη Pηνιώ.
- Στις 5 Φεβρουαρίου του 1980 ο Nίκος Ξυλούρης εισάγεται εσπευσμένα στο Aντικαρκινικό Πειραιώς. Λίγες μέρες αργότερα πέφτει σε κώμα. Στις 8 Φεβρουαρίου αφήνει εκεί την τελευταία του πνοή. H νεκρώσιμος ακολουθία τελείται στις 9 Φεβρουαρίου στο A´ Nεκροταφείο Aθηνών, όπου πλήθος κόσμου αποχαιρετά την πιο φωτεινή «ηλιαχτίδα του Ψηλορείτη» που διάλεξε αυτό τον τρόπο για να λάμψει ακόμα πιο δυνατά, για πάντα.