Επειδή υποθέτω πως όσα ακολουθούν είναι ενδεχόμενο να προκαλέσουν αντιδράσεις, σπεύδω να καταθέσω, ως εκ των προτέρων απάντηση, την πασίγνωστη ρήση του Σολωμού πως ‘...το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ότι είναι αληθινό’. Καλό θα είναι να τη θυμόμαστε αυτή τη φράση κάθε φορά που η μισαλλοδοξία και ο φανατισμός, η εθνική τύφλωση και μυθολογία οδηγούν σε απώλεια του κριτικού πνεύματος, ακρογωνιαίου λίθου του Διαφωτισμού αλλά και του δυτικού πολιτισμού γενικότερα, συκοφαντημένου από έναν τυφλό και στρεψόδικο αντιδυτικισμό, δεξιό και «αριστερό». Δύση και δυτικός πολιτισμός δεν είναι μόνο ο Bush, αλλά και η δυνατότητα που έχει ο σκηνοθέτης Michael Moore να εμφανίζεται στη σκηνή, κατά την απονομή του Βραβείου Oscar που του έγινε τον Μάρτιο του 2005, και να λεει στον Bush «Ντροπή σας, κύριε πρόεδρε», υπό το (τηλεοπτικό) βλέμμα μερικών δισεκατομμυρίων κατοίκων του πλανήτη, δίχως κανείς να διανοείται ότι θα μπορούσε να τον συλλάβει, να τον εξορίσει, να τον στείλει σε στρατόπεδο «αναμόρφωσης» ή απλώς να του κλείσει το μικρόφωνο. Σε ότι αφορά λοιπόν ορισμένους «πατριωτικούς» ή/και «αντιιμπεριαλιστικούς» μύθους που διακονούνται και διακινούνται συστηματικά στη χώρα μας, ιδού -για όσους βολεύονται με αυτούς- ορισμένες «διορθωτικές επισημάνσεις».
2. Η επάνδρωση των Γενιτσάρων, από ένα χρονικό σημείο και έπειτα τουλάχιστον, δεν γινόταν βιαίως, μέσω «παιδομαζώματος». Αντίθετα μάλιστα, όσο το σώμα αυτό αποκτούσε εξέχουσα θέση στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, αρκετοί γονείς προσπαθούσαν να εξασφαλίσουν τη «σταδιοδρομία» των παιδιών τους μέσω της κατάταξής τους στους Γενίτσαρους.
3. Ουδέποτε κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας υπήρξε -ή συνέτρεχε λόγος να υπάρξει- «κρυφό σχολειό», όπως τουλάχιστον αυτό έχει καταγραφεί στο εθνικό συλλογικό ασυνείδητο. Όποιος ήθελε μπορούσε να μάθει ελληνικά, σέρβικα, βουλγάρικα κ.ο.κ. χωρίς να παρενοχλείται από τους κατακτητές, οι οποίοι -επαναλαμβάνω- ενδιαφέρονταν πρωτίστως, αν όχι σχεδόν αποκλειστικά, για την ομαλή καταβολή των κάθε είδους φόρων προς τον Σουλτάνο.
4. Ο ρόλος της εκκλησίας καθ όλη αυτή την περίοδο υπήρξε τουλάχιστον αμφιλεγόμενος, αν όχι και αρνητικός σε αρκετές περιπτώσεις (προσοχή: της Εκκλησίας, όχι της Θρησκείας). Τα παραδείγματα, πολλά και γνωστά, ξεκινούν από τους ανθενωτικούς της εποχής της Άλωσης και φτάνουν ως τις παραμονές του 1821, με τον λυσσαλέο πόλεμο του Διαφωτισμού, των Φιλικών κ.λ.π.
5. Η εξέγερση που άρχισε το 1821 είχε ουσιαστικά κατασταλεί (μόνο μικρές εστίες απέμειναν, οι οποίες ήταν θέμα χρόνου να σβήσουν και αυτές), όταν τον Ιούλιο του 1827 οι Άγγλοι, οι Γάλλοι και οι Ρώσοι αποφάσισαν να δημιουργηθεί ελληνικό κράτος, με αποτέλεσμα να ακολουθήσει λίγους μήνες μετά η Ναυμαχία του Ναυαρίνου.
6. Μπορεί να μην αρέσει διόλου σε ορισμένους και να μην ταιριάζει με την εθνική μας μυθολογία, αλλά στους «δόλιους», «αναξιόπιστους» κ.ο.κ. Συμμάχους οφείλει, λοιπόν, εν πολλοίς η Ελλάδα την ανεξαρτησία της και την κρατική της (προσοχή: όχι την εθνική της) υπόσταση. Οι ίδιοι αυτοί Σύμμαχοι, με την ίδια ή διευρυμένη «σύνθεση», ήταν επίσης εκείνοι -και για δικούς τους βέβαια λόγους, αλλά το γεγονός παραμένει- προσέφεραν στην Ελλάδα τη Θεσσαλία το 1881, απέτρεψαν την προέλαση των Τούρκων προς την Αθήνα το 1897, έβαλαν την υπογραφή τους στη Συνθήκη των Σεβρών το 1920.
7. Στον ένοπλο αγώνα κατά των Τούρκων μετείχαν ποικίλων εθνικών προελεύσεων κάτοικοι του ευρύτερου γεωγραφικού χώρου, των οποίων η εθνική συνείδηση βρισκόταν εν πολλοίς στο στάδιο της διαμόρφωσης. Τόσο ο «Θούριος» του Ρήγα, με τις αναφορές του στο πλήθος των υπόδουλων στους Οθωμανούς εθνοτήτων, όσο και η καταγωγή αρκετών πρωταγωνιστών της Επανάστασης (Αρβανίτες της Ύδρας και των Σπετσών, Βλάχοι, Σλαβόφωνοι κ.α.) βεβαιώνουν «του λόγου το αληθές».
8. Και πάλι, όχι επειδή οι Σύμμαχοι είναι εξ ορισμού «φιλέλληνες» ή «μεγαλόψυχοι», αλλά επειδή η χώρα ευτύχησε να ακολουθήσει τότε πολιτική σωστών συμμαχιών και ανοιχτών οριζόντων (αντί να παίξει το ρόλο της μικρής «ανάδελφης» που κάθεται και κλαιει), η Ελλάδα υπήρξε η μεγάλη ευνοημένη από τη «μοιρασιά» στα Βαλκάνια μεταξύ 1910 και 1920. έτσι η Θεσσαλονίκη έγινε «συμπρωτεύουσα» της Ελλάδος, αν και το 1912 ο πληθυσμός της πόλης περιελάμβανε περίπου 40% Εβραίους, 25% Τούρκους, 20% Έλληνες, και 15% άλλους.
9. Όταν μιλάμε συνεχώς και με τόση ευκολία για «χαμένες πατρίδες», καλό θα είναι να μη ξεχνάμε πως «χαμένες πατρίδες» υπάρχουν για όλους εκείνους τους οποίους αφορούσε η ανταλλαγή πληθυσμών, και όχι μόνο για τους Έλληνες. Χρήσιμη, από κάθε άποψη, θα ήταν και η παράθεση ορισμένων στοιχείων που συστηματικά αγνοούμε ή αποσιωπούμε, όπως π.χ. ότι στα τέλη του 19ου αιώνα στο Ρέθυμνο οι μουσουλμάνοι κάτοικοί του ήταν περισσότεροι από τους χριστιανούς, ότι τα Γιαννιτσά ήταν μια από τις ιερές πόλεις των Τούρκων ή ότι το 1913 ο ελληνικός πληθυσμός του Κιλκίς ήταν λιγότερο από 5%.
10. Τέλος, όταν γίνεται λόγος για την εκδίωξη των ελληνικών πληθυσμών από την «προαιώνια κοιτίδα» τους, τη Μικρά Ασία, μπορεί το σχήμα αυτό να χαϊδεύει τα αφτιά των κάθε λογής «ελληνόψυχων» και «πατριδολάγνων», αλλά -δυστυχώς και πάλι γι΄αυτούς- η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική. Με εξαίρεση ορισμένους συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς, κυρίως στον Πόντο και στην Καππαδοκία, οι περισσότεροι από τους Έλληνες που αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν κάτω από τις γνωστές δραματικές συνθήκες τη Μικρά Ασία το 1922-23 ήταν οικογένειες που, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη, είχαν μεταναστεύσει εκεί από την ηπειρωτική Ελλάδα και από τα νησιά του Αιγαίου κατά το 19ο αιώνα.
Ο Κος Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). Το 2005 κυκλοφόρησε, από τις εκδόσεις Καστανιώτη το βιβλίο του «Υπο-γλώσια Β!»