Αφιέρωσε τον βίο του στο όνειρο της δημοκρατίας και του ανθρώπου. Με την ποίησή του ύμνησε την ομορφιά, το όραμα και τους αγώνες, τους ποτισμένους με αίμα και ιδρώτα. Βασανισμένος στη ζωή του και μεγαλοφυής στην Τέχνη του, στάθηκε γενναίος απέναντι στη μοίρα, για να την μετατρέψει σε στίχους που θα τον καθιστούσαν αθάνατο ...
Η μητέρα του δεν είχε αμφιβολία ότι γέννησε τον διάδοχο του Παλαμά, αλλά δεν πρόλαβε να γευτεί την αναγνώρισή του. Ήταν νεκρή όταν ο Παλαμάς, διαβάζοντας το «Τραγούδι της αδελφής μου» (για την εξίσου βασανισμένη Λούλα, αδελφή του Γιάννη), θα ομολογούσε: «Θαύμασα και κήρυξα την πρωτοφανή του δεξιοσύνη, το ακούραστο στο στίχο και τη μεγαλοσύνη του στην ποίηση. Tα καλλιτεχνικά μας γράμματα, παρ’ όλα τα σταθερά κάποτε και τα δυνατά τους κάπως γνωρίσματα, πρώτη φορά βρίσκουν χορευτή έτσι δυνατό και τολμηρό».
H ζωή του στάθηκε πικρή, μια σονάτα στο σεληνόφως. Mε έναν πατέρα μεγαλοκτηματία, τον Ελευθέριο Ρίτσο, που θα έχανε όλη του την περιουσία και θα μπαινόβγαινε στα ψυχιατρεία. Mε έναν αδελφό, τον Δημήτρη, που πεθαίνει νεότατος από φυματίωση. Mε μια μητέρα, από αρχοντική οικογένεια του Γυθείου, που σβήνει κι αυτή από την ίδια ασθένεια (τρεις μήνες έπειτα από τον θάνατο του παιδιού της). Και με μιαν αδελφή που θα μπαινόβγαινε κι εκείνη στα ιδρύματα. «O,τι αγάπησα μου το πήρε ο θάνατος και η τρέλα», έγραψε κάποια στιγμή ο Ρίτσος
Γεννημένος στη Μονεμβασία, ήταν ένας όμορφος, ευθυτενής νεαρός. Βλέποντας φωτογραφίες του από τη δεκαετία του ’30, συνειδητοποιούμε πόσο μοιάζει με τους χολιγουντιανούς σταρ της εποχής, τον Nτάγκλας Φέρμπαξ και τον Tάιρον Πάουελ. Χαμόγελο λαμπερό, μια λεπτή πίπα ακροβολισμένη στα χείλη, μαλλιά χτενισμένα προς τα πίσω. Κι όμως, πίσω από αυτήν την εικόνα κρύβεται η απελπισία ενός ανθρώπου που προσπαθεί να ξορκίσει τον θάνατο, τη μάστιγα που αρπάζει όλα όσα αγαπάει.
Έπειτα από ένα σύντομο πέρασμα στον χορό (φοίτησε στη σχολή Mοριάνοφ και έγινε χορευτής σε επιθεωρησιακό μπαλέτο), στρέφεται στην ποίηση και στα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής του. Δημοσιεύει στη «Διάπλαση των Παίδων» (1924), ενώ αναπτύσσει μια σειρά από μαρξιστικές ιδέες.
Το 1925, με μάνα και αδελφό ήδη νεκρούς, η οικογένεια καταστρέφεται και οικονομικά από το χαρτοπαιχτικό πάθος του πατέρα του (που λίγους μήνες αργότερα θα εγκλειστεί στο ψυχιατρείο του Δαφνίου). O Γιάννης παίρνει την αδελφή του και έρχονται στην Αθήνα προκειμένου να εργαστεί στην Εθνική Τράπεζα ως γραφέας. Όμως και ο ίδιος φαίνεται να είναι ριζωμένος στο ίδιο άγριο σεληνόφως. Το 1926 προσβάλλεται από φυματίωση και εισάγεται στο «Σωτηρία», όπου νοσηλεύεται για τρία χρόνια. Εκεί θα γνωρίσει τη Μαρία Πολυδούρη, αλλά και διανοούμενους της εποχής και μαρξιστές. Tα επόμενα χρόνια μεταφέρεται σε διάφορα σανατόρια στην περιοχή των Χανίων και διαμαρτύρεται έντονα για τις άθλιες συνθήκες του ασύλου φυματικών στην Kαψαλώνα της Κρήτης Παραδόξως, εισακούεται από τους αρμοδίους. Το 1934 επιστρέφει στην Αθήνα και συνδέεται με τους «Πρωτοπόρους» και την «Εργατική Λέσχη». Βιοποριστικοί λόγοι, όμως, τον στρέφουν στο εμπορικό θέατρο. Θα συμμετάσχει σε παραστάσεις ως ηθοποιός, χορευτής και σκηνοθέτης. Την ίδια χρονιά προσλαμβάνεται και ως διορθωτής στον εκδοτικό οίκο «Γκοβόστη». Αλλά είναι μια εποχή δύσκολη, ποτισμένη από τις κακουχίες της φτώχειας και της αρρώστιας. Τότε θα εκδώσει το πρώτο του βιβλίο. Τίτλος του: «Τρακτέρ».
Την ίδια εποχή, αρχίζει να συνεργάζεται με τον «Ριζοσπάστη» και γίνεται μέλος του KKE. Από την πρώτη στιγμή, η ποίησή του θα προσελκύσει επαινετικά σχόλια. Βεβαίως, η γενιά του ’30 δεν θα τον δεχτεί αμέσως, παρά τις προσπάθειές του. Προσπάθειες που περιλαμβάνουν τον «Επιτάφιο» (1935), το «Τραγούδι της αδελφής μου» (1937) και την «Εαρινή Συμφωνία» (1938). Παρ΄ όλα αυτά, γίνεται μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και προσλαμβάνεται στο Βασιλικό (αργότερα Εθνικό) Θέατρο.
Οι τραγωδίες, όμως, δεν σταματούν. O πατέρας του πεθαίνει. H Λούλα εισάγεται στο Δαφνί. Kαι τον χειμώνα του 1938, ο ίδιος νοσηλεύεται στο σανατόριο της Πάρνηθας. Στην Κατοχή, η υγεία του επιδεινώνεται. Αλλά δεν το βάζει κάτω. Προσχωρεί στο EAM και προσφέρει τις υπηρεσίες του στον αντιστασιακό αγώνα («το φεγγάρι είναι το κράνος του Γερμανού φαντάρου», γράφει. «Aμπαρώσου καλά...»). Ακολουθεί τους ηττημένους των «Δεκεμβριανών» του ’44 στη Μακεδονία Γράφει θεατρικά έργα. Και διδάσκει το όνειρο του ελεύθερου Έλληνα, εκδίδοντας την ποιητική σύνθεση «O σύντροφός μας ο Νίκος Ζαχαριάδης». Και κάπου εκεί είναι που ξεκινούν οι άλλες του περιπέτειες.
Έπειτα από τα κακά μαντάτα για την οικογένειά του, έρχονται τα κακά μαντάτα του τόπου του και της ταραγμένης ιστορίας του. Μέχρι τότε έχει να επιδείξει νοσηλείες σε σανατόρια για να θεραπευτεί από τη φυματίωση. Σειρά τώρα έχουν η εξορία και τα στρατόπεδα πολιτικών κρατουμένων. Tον στέλνουν στη Λήμνο, στη Μακρόνησο, στον Αι-Στράτη, στη Γυάρο, στην Ικαρία («Ποιος να το πει πως βρίσκονται οι μισοί κάτου απ’ το χώμα/ κ’ οι άλλοι μισοί στα σίδερα;» γράφει στη «Ρωμιοσύνη»). Απολύεται στα 1952, έπειτα από τετράχρονη εξορία, επειδή σπουδαίοι διανοούμενοι του εξωτερικού (Πικάσο, Νερούντα, Αραγκόν) ορθώνουν τη φωνή τους. «Πρέπει να τον χαιρετήσουμε και να πούμε πάρα πολύ μεγαλόφωνα πως είναι ένας από τους πιο μεγάλους και τους πιο μοναδικούς ποιητές της εποχής μας», θα έλεγε ο Λουί Αραγκόν
Και εκείνος ανταποκρίνεται με το σπάνιο σθένος του ποιητή, του οποίου το μοναδικό όπλο είναι οι Αλήθειες του. Γράφει και γράφει και γράφει. Και να που επιτέλους, μια δόση ευτυχίας αγγίζει την τυραννισμένη του ζωή: στα μέσα της δεκαετίας του ’50, παντρεύεται τη γιατρό Γαριφαλιά Γεωργιάδου και το 1955 γεννιέται η μονάκριβη κόρη του. Τη βαφτίζουν Ελευθερία Το όνομα της μάνας του. Το όνομα της πιο ακριβής ιδέας για τον άνθρωπο. «Κοριτσάκι προχτές γεννήθηκες εσύ, χτες η μητέρα σου κι εγώ...» γράφει τον χειμώνα του 1956.
Είπαμε ότι η γενιά του ’30 δεν θα τον δεχόταν αμέσως, παρά τα λόγια του Παλαμά και τις επαινετικές κρίσεις των έργων του. Από το 1956, εντούτοις, όλα άρχισαν να αλλάζουν. «H Σονάτα του Σεληνόφωτος» κερδίζει το A’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης και μεταφράζεται σε είκοσι γλώσσες. Και τέσσερα χρόνια αργότερα, όλη η Ελλάδα συγκλονίζεται από τον «Επιτάφιο» του, που είναι πλέον ντυμένος από τις μουσικές του Μίκη Θεοδωράκη. Θα ακολουθούσαν και άλλες μοναδικές στιγμές: η «Ρωμιοσύνη» και τα «Δεκαοκτώ λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας». Φυσικά, οι πικρές περιπέτειες θα επανέρχονταν στον ματωμένο ορίζοντα της πατρίδας του.
H έλευση της χούντας τον φέρνει ξανά στην τροχιά της εξορίας. Στη Γυάρο, στη Λέρο, στη Σάμο. Κατ’ οίκον περιορισμός. Μπορείς, όμως, να σκοτώσεις την ψυχή ενός ποιητή περιορίζοντάς τον; H απάντηση του Ρίτσου είναι «όχι». Γράφοντας, ξορκίζει και πάλι το έρεβος των νέων δαιμόνων. Στέλνει κρυφά κάποια έργα του στο εξωτερικό, αντιστέκεται στο τέλμα της λογοκρισίας και φυγαδεύει το ελεύθερο πνεύμα του με τον πλέον δημιουργικό τρόπο. Την ίδια χρονιά που ο Θεοδωράκης μελοποιεί τα «Λιανοτράγουδα» και τα παρουσιάζει σε συναυλίες του στο εξωτερικό, ο Ρίτσος αποφυλακίζεται. Και για τα επόμενα είκοσι χρόνια μέχρι τον θάνατό του, στις 11 Νοεμβρίου 1990, αποσπά το σύνολο των τιμών που μπορεί να αποσπάσει ένας ποιητής, κερδίζοντας όλα τα βραβεία πλην ενός: του Νόμπελ Λογοτεχνίας.
Βεβαίως, κάποιοι θα τον κατηγορούσαν για την πολυγραφότητά του. Ωστόσο, η απάντηση του Γ.Π. Σαββίδη θα λειτουργούσε αποστομωτικά προς τους επικριτές του: «Mε την ασυνήθιστη πια έκταση και την αδιάκοπη εξέλιξη του έργου του, ο Ρίτσος μας βεβαίωσε πως και στη νεωτερική ποίηση η ποσότητα δεν είναι ασυμβίβαστη με την ποιότητα. Γιατί η αστείρευτη ροή της ποίησής του ελέγχεται και διυλίζεται συνεχώς από την άγρυπνη κοινωνική συνείδηση του ποιητή».
Έμεινε περήφανος και ασυμβίβαστος έως το τέλος, τότε που ατένιζε το σεληνόφως μέσα από το βλέμμα ενός κουρασμένου αλλά πάντα γοητευτικού άντρα. Τελικά, η αχλύ του θανάτου τον τύλιξε στα 79 του χρόνια, έπειτα από μια σφοδρή καταδίωξη δεκαετιών. Στις αποσκευές του για την τελευταία και μόνιμη εξορία, είχε ένα «Βραβείο Λένιν», το παράσημο της Ιταλικής Δημοκρατίας, καθώς και τις κάρτες μέλους των περισσότερων Διεθνών Ακαδημιών του κόσμου (φυσικά, όχι της ελληνικής). Tα ποιήματά του τα άφησε στις επόμενες γενιές για να ακτινοβολούν τον ύμνο στον Άνθρωπο Έναν τέτοιον ύμνο στον άνθρωπο Ρίτσο, θα συνέθετε και ο Μάνος Κατράκης μέσα από τις κοινές τους μνήμες από τη Μακρόνησο «Ήμασταν στην ίδια σκηνή», θα εκμυστηρευόταν ο σπουδαίος ηθοποιός. «Ξύπναγε το πρωί, πριν από όλους. Έκανε έτσι με το ένα χέρι και άρπαζε το κοντύλι. Mε το άλλο άρπαζε το τεφτέρι. Aνασηκωνότανε λιγάκι κι άρχιζε να γράφει, να γράφει, να σκίζει, να πετάει, να φυλάει, να γράφει. Δεν ήθελε να φάει τίποτα. Από τις πέντε το πρωί, κάθε μέρα. Πού τα ’βρισκε, τι έγραφε, δεν μπορώ να καταλάβω».
Στο σεληνόφως τα ’βρισκε, αγαπητέ Μάνο Στο σεληνόφως.
Νομπελίστας χωρίς βραβείο
O Γιάννης Ρίτσος προτάθηκε για το Νόμπελ Λογοτεχνίας στα μέσα της δεκαετίας του ’70, αλλά δυστυχώς δεν ευτύχησε να γευτεί τον θρίαμβο του Σεφέρη και του Eλύτη. Eυτύχησε, ωστόσο, να βιώσει την αναγνώριση μέσα από τα λόγια ενός νομπελίστα που υποβάθμισε τη δική του βράβευση προκειμένου να εκφράσει τον θαυμασμό του προς τον Έλληνα ποιητή. O νομπελίστας ήταν ο Πάμπλο Νερούντα. Μόλις ο Νερούντα έμαθε, το φθινόπωρο του 1972, ότι βραβεύτηκε με το Νόμπελ Λογοτεχνίας, δήλωσε: «Ξέρω κάποιον άλλο με περισσότερα προσόντα γι’ αυτήν την τιμή: τον Γιάννη Ρίτσο».
Αιώνιος μαχητής
Οι αγώνες του Ρίτσου για την ελευθερία του ανθρώπου και της έκφρασης ήταν συνεχείς. Τη δεκαετία του ’50 ταξίδεψε στη Σοβιετική Ένωση ως ανταποκριτής της «Aυγής» και διώχτηκε ποινικά για το αφιέρωμα της «Επιθεώρησης Τέχνης» στα 40χρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Χρόνια αργότερα, θα συμμετείχε ενεργά στις διαδηλώσεις του Πολυτεχνείου. Οι αγώνες του, που απλώνονται σε πολλές περιόδους του 20ού αιώνα, αποτελούν και τον πυρήνα της εργογραφίας του που περιλαμβάνει περισσότερους από 140 τόμους (ποίηση, πεζά, αισθητικά και κριτικά κείμενα, θεατρικά έργα).