H σύγχρονη ιστορία της ελληνικής τσόντας, με την έννοια της οπτικοακουστικής και έντυπης «βιομηχανίας», ξεκινάει τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες. Οι Έλληνες ήρθαν σε επαφή με τις αμερικανικές και ευρωπαϊκές ερωτικές ταινίες στα τέλη της δεκαετίας του ‘60, ως «τσόντα» (δηλαδή πρόσθετο) στο κανονικό πρόγραμμα κινηματογραφικών προβολών (εξ ου και η ονομασία), ενώ το ίδιο διάστημα άρχισε και στη χώρα μας η ανάπτυξη του σχετικού περιοδικού Τύπου: Ιταλικά, στην πλειονότητά τους, περιοδικά έρχονται σε κούτες με φιλμ στην Ελλάδα, μεταφράζονται πρόχειρα, γίνεται η υποτυπώδης ένθεση των κειμένων, μοντάρονται στο χέρι και στέλνονται στο τυπογραφείο με κωμικούς τίτλους και έτσι, προχειροφτιαγμένα και κακοτυπωμένα, φτάνουν στα χέρια των αναγνωστών τους, προκαλώντας αναστάτωση.
Λίγο αργότερα ξεκινάει (και) στην Ελλάδα μια μικρή, βιοτεχνικής μορφής και βραχύβια παραγωγή ελληνικών πορνοταινιών, η οποία στηρίχθηκε (τεχνικά κυρίως) σε ορισμένους ανθρώπους του παλαιού ελληνικού κινηματογράφου, άνθισε στους πέριξ της πλατείας Ομονοίας κινηματογράφους και άφησε πίσω της cult ταινίες, αξέχαστες ατάκες και ορισμένες θρυλικές πλέον μορφές πρωταγωνιστών.
Από την εγχώρια παραγωγή θα αναδειχθούν cult ήρωες (Κώστας Γκουσγκούνης, Τέλης Σταλλόνε), η πρωταγωνίστρια Τίνα Σπάθη και δίπλα τους, αλλοδαπές στην πλειονότητά τους «ηθοποιοί» οι οποίες, κατά την ομολογία των ιστορικών παραγωγών και των σκηνοθετών, «αλιεύονταν» στην Πλάκα ή το Μοναστηράκι και έναντι μιας καλής για την εποχή αμοιβής, έπαιζαν σε ταινίες που, θεωρητικά, δεν θα εμφανίζονταν ποτέ στις χώρες τους.
Τη δεκαετία του ‘80 η άνθιση του βιντεοκλάμπ οδήγησε σε έκρηξη της διακίνησης και κατανάλωσης εισαγόμενων πορνοταινιών. Ακολούθησαν οι μαζικές εισαγωγές ξένων ανδρικών περιοδικών εξαίρετης πλέον τυπογραφικής και φωτογραφικής ποιότητας, αποκτήσαμε το δικό μας Playboy (και Penthouse και Hustler) και εκδόθηκαν τα πρώτα «σοβαρά» ελληνικά πορνοπεριοδικά, που εκτός από φωτογραφίες περιείχαν και αγγελίες γνωριμιών.
Η εμφάνιση της συνδρομητικής τηλεοπτικής πλατφόρμας στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 έφερε την τσόντα στα σπίτια μας, τα περιφερειακά αττικά κανάλια πήραν επάξια τη (μεταμεσονύκτια) σκυτάλη και στη συνέχεια, το ίντερνετ ήρθε για να επαναπροσδιορίσει (μια για πάντα, όπως φαίνεται) την έννοια του πορνό. Το ίντερνετ είναι το νέο απέραντο βασίλειο της τσόντας και μαζί με αυτό κάθε ψηφιακό μέσο που μπορεί να συνδεθεί σε αυτό. Ο λόγος για τα κινητά τηλέφωνα: Μετά το κατέβασμα (download) τραγουδιών ήρθε η ώρα για το κατέβασμα αισθησιακών φωτογραφιών και βίντεο.
«Καυτή» επιστροφή
Κατά μια έννοια η ελληνική πορνογραφία έχει μια «δεύτερη ευκαιρία», καθώς εδώ και μερικά χρόνια γυρίζονται και πάλι ταινίες ελληνικής παραγωγής, κυκλοφορούν βιβλία για την ιστορία του ελληνικού ερωτικού κινηματογράφου, επανεκδίδονται χαρακτηριστικές cult ταινίες των πρώτων χρόνων, πρωταγωνιστές της δεκαετίας του ‘70 δίνουν συνεντεύξεις και τιμώνται σε ειδικές εκδηλώσεις, ενώ διοργανώνεται σε ετήσια βάση το Ελληνικό Φεστιβάλ Cult Ταινιών, στο οποίο οι τσόντες αν και δεν είναι το μοναδικό είδος που προβάλλεται, εντούτοις κατέχει τη μερίδα του λέοντος. Ενδεικτικό του νέου κλίματος που επικρατεί είναι ότι πανελλαδικό τηλεοπτικό κανάλι προβάλλει μεταμεσονύκτια ντοκιμαντέρ για την πορνογραφική βιομηχανία και τις σεξουαλικές ιδιαιτερότητες και την ίδια στιγμή τα περίπτερα «βουλιάζουν» από εφημερίδες και περιοδικά με αισθησιακές ταινίες.
Όσον αφορά την παραγωγή ταινιών, ο άνθρωπος ο οποίος βρίσκεται πίσω από αυτό το δεύτερο κύμα ακούει στο όνομα Δημήτρης Σειρηνάκης, έχει σπουδάσει διοίκηση επιχειρήσεων στο εξωτερικό και στα 34 χρόνια του διευθύνει μια εταιρεία εισαγωγής και διανομής ταινιών (όχι μόνον ερωτικών), ενώ έχει προλάβει να γυρίσει επτά ταινίες, κάποιες από τις οποίες σεξουαλικού περιεχομένου. Πιο πρόσφατη είναι «Η εκδίκηση της παρθένας στα μπουζούκια», μια ταινία με υπόθεση άκρως ελληνική, με τσιγγάνους, μπουζούκια, κιτς υπερβολές και ατάκες επιπέδου Γκουσγκούνη.
Ο Δ. Σειρηνάκης θεωρείται ο μόνος επαγγελματίας παραγωγός πορνογραφικών ταινιών στην Ελλάδα. Τον συναντήσαμε στα γραφεία της επιχείρησής του στο Παλαιό Φάληρο και είχαμε μαζί του μια συζήτηση, στη διάρκεια της οποίας ο νεαρός παραγωγός και σκηνοθέτης θέλησε να διαλύσει ορισμένες παρανοήσεις που σχετίζονται με τη δραστηριότητά του. Ξεκινήσαμε, όμως, από τα επιχειρηματικά: «Η βιομηχανία ερωτικών ταινιών είναι ανθηρή στην Ελλάδα, όπως είναι παντού στον κόσμο. Το σεξ πουλάει. Υπάρχει μεγάλη παραγωγή σχετικών έργων, η οποία φτάνει μέχρι και τις 1.100 ταινίες το μήνα παγκοσμίως.
Στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της περσινής χρονιάς, οι ερωτικές ταινίες (πωλήσεις και ενοικιάσεις) αποτελούν κατά μέσον όρο το 15% -20% του τζίρου των βίντεο και dvd κλαμπ, ενώ σε ορισμένα φτάνουν μέχρι και το 40%. Οι Έλληνες προτιμούν κυρίως τις ευρωπαϊκές ταινίες λόγω του ότι αυτές διαθέτουν σενάριο. Αντίθετα, τις αμερικανικές ταινίες τις προτιμούν λιγότεροι, καθ’ότι τις θεωρούν αρκετά ψυχρές για να ικανοποιήσουν το μεσογειακό ταμπεραμέντο».
Νέο κανάλι της διανομής είναι τα sex shops, τα οποία έχουν πληθύνει αυτό το διάστημα, προσφέροντας ένα πολύ ιδιαίτερο και πάντως «φιλικό» περιβάλλον για την πώληση ταινιών. «Τα sex shops είναι πράγματι ένα κανάλι διανομής, είναι όμως μικρή αγορά για τα DVD’s διότι πωλούν κυρίως άλλα προϊόντα», λέει ο ίδιος.
Όταν η συζήτηση έρχεται στο μείζον θέμα των εφημερίδων που διανέμουν πορνοταινίες, ο Δ. Σειρηνάκης είναι ιδιαίτερα καυστικός. «Έχω μια εταιρεία η οποία κάνει δήλωση στην εφορία, πληρώνει κανονικά τις υποχρεώσεις της και, φυσικά, δεν μπορώ να ανεχθώ το φαινόμενο της πειρατικής πώλησης προϊόντων που ανταγωνίζονται τα δικά μου. Δεν έχω πρόβλημα με τα Μέσα τα οποία πωλούν προϊόντα της ερωτικής βιομηχανίας, άλλωστε κι εμείς εκδίδουμε ένα περιοδικό το οποίο διανέμει ταινίες μας· εκείνο, όμως, που με εξοργίζει είναι η παρανομία, άνθρωποι που δεν πληρώνουν τίποτα και σε κανέναν».
Όσο για το ίντερνετ, ο Δ. Σειρηνάκης πιστεύει ότι μεγέθυνε την αγορά σε τζίρο και έδωσε την ευκαιρία σε εκατομμύρια ανθρώπους να δουν κάτι που ασφαλώς ήθελαν αλλά δεν τολμούσαν. Από την άλλη πλευρά, όμως, το ίντερνετ «κατέστρεψε την ίδια αγορά, ενθαρρύνοντας την πειρατεία». Ο Δ. Σειρηνάκης ενίσταται για τον ρόλο του κράτους και θέτει με έμφαση, διότι προφανώς τον απασχολεί πολύ, το ζήτημα της νομοθεσίας. «Το μεγαλύτερο πρόβλημα που υπάρχει σε αυτήν τη δραστηριότητα είναι η απουσία νομικού πλαισίου το οποίο να ρυθμίζει την αγορά και να προστατεύει το κράτος και τους επαγγελματίες από διάφορα φαινόμενα παράνομων δραστηριοτήτων, όπως η πειρατεία, το λαθρεμπόριο, το άθλιο φαινόμενο της παιδικής πορνογραφίας κ.λπ.
Όχι μόνο δεν έχουμε πρόβλημα με την εφαρμογή της νομοθεσίας που ισχύει σε όλα τα ευρωπαϊκά κράτη, αλλά αντίθετα την επιζητούμε», τονίζει με έμφαση. Για ποια νομοθεσία, όμως, κάνει λόγο; Στις πορνογραφικές ταινίες πρέπει να παίζουν με τη θέλησή τους ενήλικα άτομα, τα οποία έχουν υπογράψει συμβόλαια, τα γυρίσματα να ξεκινούν απαραίτητα έναν μήνα μετά την υπογραφή του συμβολαίου (δίνεται χρόνος για μια δεύτερη σκέψη) και να προσκομίζουν κάθε φορά πιστοποιητικά υγείας. «Δεν μπορούν να μπαίνουν όλοι στο ίδιο καζάνι», σημειώνει ο Δ. Σειρηνάκης, ο οποίος διευκρινίζει ότι δεν έχει πρόβλημα εξεύρεσης ηθοποιών, καθώς έχει πολλές αιτήσεις για συμμετοχές σε ταινίες. Μια αγορά σε άνθιση.
Σεξ, βία και πορνό
Πολλά ακούγονται και πολύ περισσότερα έχουν γραφτεί εδώ και τρεις δεκαετίας για το πορνό. Η συγκεκριμένη βιομηχανία μοιάζει, όμως, να έχει ακόμα πολλά μυστικά να αποκαλύψει, ενώ η επίδρασή της δεν έχει πλήρως διαλευκανθεί για την ακρίβεια, τώρα μελετάται σε βάθος. Για να διερευνήσουμε κοινωνικές και άλλες πτυχές της επίδρασης του πορνό ζητήσαμε τη γνώμη μιας ειδικού: Η Δέσποινα Σακκά είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Κοινωνικής Ψυχολογίας στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης.
Τη ρωτήσαμε για ποιο λόγο, σε μια εποχή τόσο ελεύθερη από περιορισμούς ηθικής τάξης, σε μια εποχή τόσο δυναμικής χειραφέτησης των γυναικών, υπάρχει τόσο έντονη ανάγκη για κατανάλωση γυμνού γυναικείου (και ανδρικού σώματος) και αναπαραγωγής της σεξουαλικής πράξης.
«Ούτε η εποχή μας είναι ελεύθερη ως προς τα σεξουαλικά ήθη ούτε χειραφέτηση των γυναικών και των ανδρών υπάρχει», υποστηρίζει και εξηγεί: «Ζούμε σε μια εποχή που κατά βάση είναι πατριαρχική και ανδροκρατική, σε μια εποχή που χαρακτηρίζεται από έντονη κοινωνική βία. Στο πλαίσιο όλων αυτών, οι σχέσεις μεταξύ αντρών και γυναικών είναι βαθιά ανισότιμες και εξουσιαστικές.
Η συμπεριφορά, επομένως, του τύπου «πληρώνω και το κέφι μου θα κάνω» ενέχει τη διάσταση εκμετάλλευσης και υποβιβασμού του άλλου ή της άλλης που ζει μέσα από αυτό, όπως και τη διάσταση της άσκησης εξουσίας, μιας εξουσίας πολλαπλής: Ως άνδρας προς την επί πληρωμή γυναίκα, ως έχων τα χρήματα προς εκείνον ή εκείνη που δεν τα έχει, ως ντόπιος προς τον αλλοδαπό, ως λευκός προς τον έγχρωμο κ.λπ.».
Η ίδια εκτιμά ότι οι αιτίες για την έντονη ανάγκη για γυμνό και σεξ είναι διάφορες και σύνθετες. Η Δ. Σακκά προειδοποιεί ότι στην περίπτωση του πορνό, αυτή η πλευρά που ενοχοποιείται από τη διάδοσή του είναι η γυναικεία, άδικα όμως. «Όπως είναι γνωστό, η ιστορία του πορνό δεν συντηρείται από τις γυναίκες αλλά από τους άνδρες», λέει με νόημα.
Όσο για τη θέση κάποιων ότι η ποσότητα της πορνογραφίας θα μπορούσε να μειωθεί με επιπλέον χειραφέτηση των γυναικών και σεξουαλική ελευθερία, η Δ. Σακκά εκφράζει ενδοιασμούς. «Τα ζητήματα αυτά είναι πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά και λιγότερο προσωπικά.
Η σεξουαλική ελευθερία και η σεξουαλική ενημέρωση χωρίς την οικονομική και κοινωνική χειραφέτηση και του άντρα και της γυναίκας δίνει μόνο μερική λύση στο ζήτημα», απαντάει χωρίς περιστροφές. Η καθηγήτρια του θρακιώτικου πανεπιστημίου απορρίπτει τη θεωρία περί κατευναστικής δράσης της πορνογραφίας αφού η βία και, μάλιστα, η σεξουαλική δεν έχει περιοριστεί: Πράγματι, τα αλλεπάλληλα κρούσματα βίας σε βάρος γυναικών στις μέρες μας αποτελούν αδιάψευστο σημάδι ότι περισσότερο πορνό δεν σημαίνει λιγότερους βιασμούς, παρενοχλήσεις, επιθέσεις ή δολοφονίες γυναικών.
Οσο για τον εκπαιδευτικό ρόλο του πορνό (έρευνες δείχνουν ότι στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες ένας στους τρεις εφήβους θεωρεί ότι έμαθε βλέποντας πορνογραφικές ταινίες), η Δ. Σακκά είναι απόλυτη. «Κανένας δεν μαθαίνει από το πορνό, μαθαίνουμε μέσα από τις σχέσεις μας με τους άλλους», καταλήγει.
«Πιπεράτη» έκθεση
Ο Βαγγέλης Χαραλάμπους, γενικός διευθυντής της Action Way, της διοργανώτριας εταιρείας της έκθεσης Erotica, βρίσκεται αυτό το διάστημα στη φάση της προετοιμασίας για τη φετινή έκθεση, που θα πραγματοποιηθεί μεταξύ 14-17 Μαΐου στο ΕΚΕΠ.
Η Erotica 2008 είχε μεγάλη επιτυχία και τα πάντα γύρω από το σεξ. «Είχαμε περίπου 38.000 επισκέπτες, το 40% αυτών ήταν γυναίκες και πολύ μεγάλο ποσοστό ήταν ζευγάρια όλων των ηλικιών. Χαρακτηριστικό είναι επίσης ότι το 60% των αγορών που πραγματοποιήθηκαν μέσα στην έκθεση, κυρίως στα sex shops, έγιναν από γυναίκες». Ο ιθύνων νους της Erotica υποστηρίζει ότι πρόκειται για μια έκθεση που εστιάζει στο πώς θα κάνει την ερωτική ζωή και την καθημερινότητα εν γένει πιο όμορφη.
«Τα εσώρουχα, π.χ., το μακιγιάζ, τα ρούχα, οι τρόποι να κρατηθεί το ενδιαφέρον έπειτα από μια μακροχρόνια σχέση είναι αυτά που πραγματεύεται. Ζούμε σε δύσκολες εποχές από κάθε άποψη. Ο κόσμος δεν αισθάνεται καλά κι αυτό το διαπιστώνουμε όλοι μας καθημερινά. Το σεξ είναι μία από τις ελάχιστες απολαύσεις και η έκθεσή μας δίνει τη δυνατότητα να αποκτήσεις τα μέσα για να κάνεις την ερωτική σου ζωή καλύτερη».
Hταν άξιος
- Ο Κώστας Γκουσγκούνης είναι η πιο εμβληματική φιγούρα στον χώρο του ελληνικού πορνό. Έμεινε στην ιστορία όχι μόνο για τις επιδόσεις του αλλά και για τις σουρεαλιστικές ατάκες του, μέσα σε ένα κλίμα σκηνοθετικών ευκολιών που προκαλούσε αβίαστα το γέλιο. Σε μία από τις ταινίες του και κατά τη διάρκεια της ερωτικής πράξης μουρμουρίζει δυνατά: «Πόπο, να είχα μια μπίρα τώρα!». Αμέσως εμφανίζεται στο πλάνο ένα χέρι που του δίνει ένα ποτήρι παγωμένη μπίρα. Την κατεβάζει μονορούφι και συνεχίζει το έργο του!
Θέατρο κορμιών
- «Πορνογραφία σημαίνει συνουσία, συνωμοσία στο φως των αστεριών για την Ευρώπη μα και για την Ασία, πορνογραφία στα μάτια των παιδιών. [...] Πορνογραφία σημαίνει ανταρσία, απελπισία, σκοτάδι και μαγεία. Πορνογραφία σημαίνει συνουσία, φωτογραφία, σημάδι των καιρών».
Το τολμηρό δείγμα γραφής του Άρη Δαβαράκη από τον ομώνυμο δίσκο του Μάνου Χατζιδάκι (1982) και την ομώνυμη παράσταση που κατέβηκε άδοξα αν και καμία σχέση δεν είχε με την πορνογραφία
ΤΟΤΕ ΚΑΙ ΤΩΡΑ
- «Δεν πείραξα κανέναν με τις ταινίες μου ούτε προβάλλονταν στην τηλεόραση για να επιβάλλονται στα σπίτια. 'Οποιος ήθελε τις έβλεπε στις αίθουσες. Σήμερα υπάρχει ελληνικό σίριαλ που να μην έχει στήθος έξω;».
- H 55χρονη σήμερα Τίνα Σπάθη, η θρυλική πρωταγωνίστρια ερωτικών ταινιών της δεκαετίας του ‘70, «απολογείται» και συλλογίζεται για τη σημερινή θέση του γυμνού και του σεξ στα τηλεοπτικά δρώμενα.
Δεν είναι αυτό που νομίζεις
- Κατά καιρούς ανακυκλώνονται διάφοροι αστικοί θρύλοι που θέλουν Ελληνίδες πρωταγωνίστριες και πρωταγωνιστές του «κανονικού» κινηματογράφου της περιόδου 1965-1980 να έχουν λάβει μέρος σε πορνό. Κατά πάσα πιθανότητα πρόκειται για παραφιλολογία, που οφείλεται στο ότι διάφοροι παραγωγοί ταινιών μόνταραν με «δημιουργικό» τρόπο ταινίες πορνό ή πρόσθεταν εμβόλιμες σκηνές σε «αθώες» ταινίες, εξάπτοντας τη φαντασία, αλλά σπιλώνοντας ταυτόχρονα συνειδήσεις.