Παρασκευή 23 Μαΐου 2008

Το κράτος πρόνοιας στην αρχαία Ελλάδα

O κατώτατος μισθός και η προστασία των πολιτών ήταν εκδήλωση συγκροτημένης πολιτικής και όχι, όπως σήμερα, περιστασιακές φιλανθρωπίες του κράτους.

Ασφάλιση, αλληλεγγύη, κράτος πρόνοιας κι όλα τα σχετικά περνούν δύσκολες μέρες. Το ζήτημα των νεόπτωχων, των σχετικά ή απόλυτα φτωχών, βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη. Φτάσαμε στο σημείο η παροχή γευμάτων αυτές τις γιορταστικές μέρες σε άστεγους, άπορους, ανήμπορους, περιθωριακούς τύπους από δημόσιους ή ιδιωτικούς φορείς να θεωρείται πράξη υψίστης σύγχρονης προσφοράς. Πρόκειται περί αυταπάτης. Τα φαινόμενα είναι τόσο παλιά όσο και η Αθήνα! Την ίδια ηλικία έχει και το «ταμείο φτώχειας» για το οποίο κοιλοπονά τόσον καιρό η κυβέρνηση Καραμανλή!

Το κράτος πρόνοιας για την εξασφάλιση ενός κατώτατου μισθού για την επιβίωση, που αναζητείται σήμερα, είναι υπαρκτό από την εποχή ακόμη του Πεισιστράτου, του Σόλωνα και του Περικλή στην αρχαία Αθήνα. Μάλιστα, όχι ως φιλανθρωπία προς «κατώτερα όντα», αλλά ως εκδήλωση συγκροτημένης πολιτικής. Στο πλαίσιο, βεβαίως, μια δουλοκτητικής κοινωνίας, με ό,τι προϋποθέτει και συνεπάγεται αυτό για τους μη ελεύθερους πολίτες.

Οι φτωχοί πολίτες της αρχαίας Αθήνας (μικρογεωργοί, τεχνίτες και ακτήμονες για διάφορους λόγους) αντιμετώπιζαν πρόβλημα επισιτισμού. Η λύση του εξαρτιόταν από τον εφοδιασμό της αττικής αγοράς με δημητριακά, καθώς βάση της διατροφής ήταν το σταρένιο ψωμί και το κριθαρένιο παξιμάδι.

Γι αυτό και οι εισαγωγές τους, σε συνδυασμό με τον έλεγχο των τιμών διάθεσής τους στην αγορά ήταν περίπου συλλογική υπόθεση. Ας σημειωθεί ότι η παραγωγή σιτηρών στην Αττική κάλυπτε μόνο το 40% των αναγκών του συνολικού πληθυσμού της.

Ενα από τα πρώτα καταγραμμένα μέτρα για την εξασφάλιση του επισιτισμού είναι η απαγόρευση του Σόλωνα από τις αρχές ακόμη του 6ου π.Χ. αιώνα για εξαγωγή εγχώριων δημητριακών. Υπεράνω του συμφέροντος των εμπόρων ή των μεγάλων σιτοπαραγωγών έμπαινε, λοιπόν, το συλλογικό συμφέρον. Αυτή ήταν η «λυδία λίθος» κι όχι το αντίστροφο. Εστω κι αν συχνά στην πράξη υπήρχαν περιπτώσεις όπου το συμφέρον των μεγάλων γαιοκτημόνων έπαιρνε τη μορφή του δημοσίου συμφέροντος.

Ενισχυτικά μέτρα
Ο νόμος του Σόλωνα για τα σιτηρά, όπως για ορισμένα άλλα είδη πρώτης ανάγκης (σύκα, ξυλεία κ.ά.) ίσχυε πάντα, ενώ πάρθηκαν και πρόσθετα κατά καιρούς ενισχυτικά μέτρα. Οπως για παράδειγμα περιορισμοί στους εμπόρους, ώστε ν αγοράζουν από τους εισαγωγείς συγκεκριμένες ποσότητες, για να μη μονοπωλούν την αγορά δημητριακών και να μπορούν έτσι να πωλούν σε υψηλές τιμές. Απαγορευόταν, όπως θα λέγαμε σήμερα, «καρτέλ». Δια ροπάλου και όχι με... ήξεις αφήξεις!

Όπως απαγορευόταν ο δανεισμός χρημάτων σ' εμπόρους για αγοραπωλησίες δημητριακών, που δεν εξυπηρετούσαν την αθηναϊκή αγορά. Ακόμη τα σιταγωγά πλοία, που καταπλέανε στον Πειραιά εκφόρτωναν υποχρεωτικά στο λιμάνι τα 2/3 του φορτίου τους, τα οποία έπρεπε να διατεθούν επιτόπου.

Το σχετικό έλεγχο είχαν οι σιτοφύλακες, σε συνδυασμό με τη λειτουργία και άλλων εποπτικών-αγορανομικών οργάνων (επιμελητές εμπορίου, σιτομέτρες κ.ά.). Τις μέρες του Αριστοτέλη οι σιτοφύλακες ήταν 35 από τους οποίους οι 20 είχαν έδρα την Αθήνα και οι υπόλοιποι τον Πειραιά. Αυτοί ήταν υπεύθυνοι για τον έλεγχο του κυκλώματος σιτάρι-αλεύρι-ψωμί. Από την τιμή του σιταριού έως την ποιότητα και το βάρος του ψωμιού. Η σχετική νομοθεσία αναθεωρούνταν αναλόγως με τις τρέχουσες ανάγκες. Οι ποινές που επιβάλλονταν ήταν αυστηρές. Οι κερδοσκόποι, αλλά και οι διεφθαρμένοι σιτοφύλακες, αντιμετώπιζαν ακόμη και τον θάνατο.

Συμπίεση των τιμών
Ο έλεγχος, με στόχο την προστασία των καταναλωτών από τους εισαγωγείς και μεταπράτες είχε, βεβαίως, τις παρενέργειές του. Κατέληγε, τελικά, στη συμπίεση των τιμών των εγχώριων ειδών πρώτης ανάγκης. Αυτό έθιγε, φυσικά, συμφέροντα εμπόρων και παραγωγών. Αλλά υπεράνω βρισκόταν το δημόσιο συμφέρον και η εξασφάλιση ψωμιού για όλους.

Στη θέση των σημερινών περιστασιακών φιλάνθρωπων συσσιτιαρχών και ευεργετών, υπήρχαν οι αρχαίοι σιτοφύλακες και άλλα παρεμφερή κληρωτά ή αιρετά κρατικά όργανα. Από την άποψη αυτή η αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία εξακολουθεί να δίνει μαθήματα.

Δύο πολιτικές
Τα παραδείγματα του Κίμωνα και του Περικλή είναι πολύ χαρακτηριστικά για τον τρόπο που η αρχαία αθηναϊκή ηγετική τάξη αντιμετώπιζε τη φτώχεια. Ο πρώτος επέτρεπε κατά καιρούς να πηγαίνουν ελεύθεροι στα μεγάλα κτήματά του οι φτωχοί συμπολίτες του και να συμπληρώνουν τη διατροφή τους. Η απάντηση του δεύτερου, ο οποίος δεν διέθετε τόσο μεγάλη περιουσία όση ο πολιτικός του αντίπαλος, ήταν η θέσπιση των δημόσιων μισθών. Ο ένας την αντιμετώπιζε με αριστοκρατικές περιστασιακές ευεργεσίες, ο άλλος με δημοκρατικές πολιτικές επιλογές και πρακτικές.

Φροντίδα για το ψωμί
Η πολιτική ισότητα στις συνθήκες της αρχαίας δημοκρατίας, όπως και σήμερα άλλωστε, συμβάδιζε με την οικονομική ανισότητα. Όμως, η πόλη, κυρίως η Αθήνα -αλλά όχι μόνον αυτή- φρόντιζε να υπάρχει φτηνό ψωμί κι άλλα είδη πρώτης ανάγκης. Ακόμη και με «ποιοτικούς» ελέγχους! Έδινε συντάξεις σε τραυματίες πολέμου, ανήμπορους και ηλικιωμένου. Συντηρούσε τα ορφανά παιδιά και ενίσχυε τους ακτήμονες πολίτες με την εγκατάστασή τους σε αποικίες. Δημιουργούσε θέσεις εργασίας με δημόσια έργα και έδινε τη δυνατότητα ν ασκούν τα πολιτικά τους καθήκοντα χωρίς να πεινούν.

Οικονομική στήριξη
Η ενίσχυση όσων πολιτών ζούσαν στα όρια της φτώχειας, κι αυτοί ήταν οι περισσότεροι ανάμεσα στους ελεύθερους Αθηναίους, ήταν ιδιότητα σύμφυτη με το άμεσο δημοκρατικό πολίτευμα. Στην ιστορική διαδρομή του οι πλειοψηφίες απαιτούσαν, επέβαλλαν ή ενέπνεαν μέτρα οικονομικής στήριξης των φτωχότερων μελών της πόλης. Η οικονομική ολιγαρχία (αριστοκράτες, γαιοκτήμονες, μεγαλέμποροι κ.ά.) ανέχονταν ή υιοθετούσαν τα μέτρα για λόγους κοινωνικής πολιτικής, αλλά και ισορροπίας της κοινωνίας, με κύριο στόχο ή την αύξηση της πολιτικής πελατείας είτε την εξουδετέρωση κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων.

Διανομές αγαθών στις θρησκευτικές τελετές
Κατά καιρούς οι φτωχότεροι είχαν λαμβάνειν κάποιο είδος μερίσματος από παραχωρήσεις που γινόταν προς την πόλη-κράτος από ιδιώτες ή ξένους. Έτσι αναφέρεται η περίπτωση του βασιλιά της Αιγύπτου Ψαμμήτιχου, που δώρισε μεγάλη ποσότητα σιτηρών γύρω στο 445 π.Χ. Με απόφαση του δήμου μοιράστηκε σε 14.200 Αθηναίους. Προφανώς τους πιο ενδεείς.

Διανομές, επιπλέον, γίνονται κάθε φορά που λεηλατείται η σοδειά ξένης περιοχής. Κάθε ελεύθερος πολίτης μετέχει τότε στη διανομή της λείας. Αλλά το κυριότερο, από τη σκοπιά που ενδιαφέρει εδώ, ήταν οι διανομές αγαθών στις τόσο συχνές θρησκευτικές τελετές. Οι θυσίες σημαντικού αριθμού ζώων, λειτουργούσαν ως αγωγοί ενίσχυσης των φτωχότερων.

Ασφαλιστική δικλίδα
Επέτρεπαν στον καθένα να προμηθευτεί ένα καλό κομμάτι κρέας. Για να πάρουμε μια «γεύση» του μέτρου, στα Διονύσια του 334 π.Χ. θυσιάστηκαν σε μια μέρα 240 αγελάδες και το κρέας τους μοιράστηκε στους πολίτες. Ήταν κι αυτό άλλη μια ασφαλιστική δικλίδα κατά της πείνας και υπέρ όσων δεν ήταν σε θέση να προμηθευτούν κρέας κατά τις γιορτές, χωρίς να γίνουν ζητιάνοι.

Γι αυτούς υπήρχαν οι εστίαρχοι, οι επιφορτισμένοι άρχοντες για την παροχή γευμάτων στα μέλη της φυλής τους κατά τη διάρκεια των Μεγάλων Παναθηναίων, των Διονυσίων κτλ. Ενώ στα «κατ αγρούς» Διονύσια μπορούσαν να γιορτάζουν ακόμη και οι δούλοι.

ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΑΣΦΑΛΙΣΗ
Υποχρέωση της πόλης προς τους πολίτες
Για τους αναξιοπαθούντες, ανίκανους για εργασία, ανάπηρους και θύματα πολέμου από πολύ νωρίς η αθηναϊκή δημοκρατία πήρε μέτρα για την επιβίωσή τους. Εδινε συντάξεις σε όσους δεν είχαν επαρκές εισόδημα ή συγγενείς να τους συντηρήσουν.

Πολύ μικρές και κατώτερες από το ημερομίσθιο ενός εργαζομένου σε δημόσια έργα. Ηταν, όμως, μια ανακούφιση. Η διατροφή των αδυνάτων ήταν ένα σταθερό σημείο αναφοράς του πολιτεύματος και, τηρουμένων των αναλογιών, στις εκδηλώσεις αυτές εντοπίζονται στοιχεία κάποιας κοινωνικής ασφάλισης.

Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι όλα τα σχετικά καθιερώθηκαν με νόμο του Πεισίστρατου και αφορούσε καταρχήν τους τραυματίες των πολέμων. Αυτοί τρέφονταν δημοσία δαπάνη. Αργότερα η δημόσια διατροφή θα επεκταθεί σε όλους τους ανίκανους για εργασία ή πολύ φτωχούς.

Τα παιδιά όσων έπεφταν στο πεδίο της μάχης τρέφονταν και εκπαιδεύονταν από την πόλη μέχρι να συμπληρώσουν το 18ο έτος της ηλικίας τους.

Όταν περνούσαν στην εφηβεία το κράτος, μάλιστα, τους δώριζε και πανοπλία. Πανάκριβη για την εποχή.

Τα έξοδα δεν ήταν λίγα και αμελητέα καθώς ο αριθμός των ορφανών ήταν μεγάλος λόγω των συνεχών πολέμων. Οι αρχαίες πηγές μιλούν για «μέγα πλήθος ορφανών».

Ένας θεσμός που ίσχυε από τον 6ο π.Χ. ακόμη αιώνα και ίσχυε σε πολλές πόλεις και όχι μόνο στην Αθήνα. Ο μελετητής της αρχαίας πόλης Γκ. Γκλοτζ, αξιολογώντας το σύνολο των εκδηλώσεων κοινωνικής ασφάλισης, σημειώνει πολύ χαρακτηριστικά: «Εάν η πόλη αναγνώριζε με τον τρόπο αυτό ότι είχε καθήκοντα απέναντι στα άτομα, είναι γιατί στο κάτω κάτω δεν ήταν παρά το σύνολο των πολιτών.

Η άμεση διακυβέρνηση του λαού αναγκαστικά ευνοούσε την πλειονότητα (δηλαδή τους φτωχούς). Αλλά, όσο ζούσε ο Περικλής (πέθανε από το λοιμό το 429 π.Χ.) οι Αθηναίοι δεν συγχέανε τα άπειρα ιδιωτικά συμφέροντα με το κοινό συμφέρον. Οι υποχρεώσεις της πόλης απέναντι στους πολίτες έμπαιναν μπροστά από τις υποχρεώσεις των πολιτών απέναντι στην πόλη. Τις δέχονταν, λοιπόν, με προθυμία...». Η εκτίμηση αυτή προσφέρεται για πολλές σκέψεις και στην Πολιτεία του.

ΠΡΟΝΟΙΑ
Δημόσιοι μισθοί και μερίσματα
Η κοινωνική πρόνοια για τους φτωχούς-άπορους διατρέχει και τη μισθολογική πολιτική της αρχαίας αθηναϊκής δημοκρατίας. Οι δημόσιοι μισθοί (δικαστικός, βουλευτικός, εκκλησιαστικός) λειτουργούσαν ως εργαλείο συμπλήρωσης του εισοδήματος για τους φτωχούς.

Με τον ίδιο τρόπο λειτουργούσε και η κατασκευή μεγάλων δημόσιων έργων. Όποιος ήθελε δουλειά, τουλάχιστον στις περιόδους ακμής, είχε εξασφαλισμένο τον επιούσιο. Ακόμη και στη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου η Αθήνα ήταν σε θέση να πληρώνει 1 δραχμή την ημέρα στους εργάτες του Ερεχθείου το 409-407 π.Χ.

Οι μισθοί θεσπίστηκαν για να μπορεί ακόμη και ο πιο φτωχός να ασκεί τα πολιτικά του δικαιώματα, μετέχοντας στα διάφορα όργανα της πολιτείας. Ήταν, όμως, παραλλήλως και ένα μέσο οικονομικής ενίσχυσης των απόρων. Και μάλλον υπό το δεύτερο πρίσμα τον έβλεπε η πλειονότητα.

Κάπου ο Αριστοφάνης μας λέει ότι κάποτε «όταν ένας ρήτορας πρότεινε στους Αθηναίους να ναυπηγήσουν τριήρεις και ο άλλος να διαθέσουν τα χρήματα για μισθούς, εκείνος που μίλαγε για μισθούς άφησε γρήγορα πίσω του τον άνθρωπο με τις τριήρεις». Φυσιολογικό ήταν οι εργάτες να προτιμούν τον μισθό από το μεροκάματο στα ναυπηγεία.

Ο δημόσιος μισθός επαρκούσε για τη στοιχειώδη διατροφή μιας οικογένειας. Στον «κοινωνικό μισθό» του Αθηναίου πολίτη υπάγονταν, βεβαίως, και τα θεωρικά.

Αυτά ήταν χρήματα που πρόσφερε η Αθήνα στους άπορους πολίτες της, προκειμένου να παρακολουθούν τις θεατρικές παραστάσεις που οργανώνονταν στη διάρκεια των μεγάλων εορτών της.

Σε περιόδους ειρήνης το κεφάλαιο για τα θεωρικά προερχόταν από έναν τακτικό μερισμό, πιθανόν όμως και από πλεόνασμα των εσόδων της πόλης. Το ποσό που συγκεντρωνόταν γι αυτό τον σκοπό πλεόναζε, ώστε να χρηματοδοτούνται και άλλες εργασίες.

Για τους φτωχούς μια από τις πιο σημαντικές πηγές εσόδων ήταν η μισθοδοσία από τη θητεία τους στο στράτευμα - και ήταν τόσοι πολλοί οι πόλεμοι τότε. Αλλά υπήρχαν κι εκείνοι που για διαφορετικούς λόγους δεν ήταν σε θέση να υπηρετήσουν στον στρατό.

Για όλους αυτούς την τελευταία δεκαετία του 5ου π.Χ. αιώνα καθιερώθηκε η περίφημη διωβελία (=δυο οβελοί). Ένας κατώτερος μισθός, που δικαιούνταν και έπαιρνε, ακόμη και στις εξαιρετικές συνθήκες του Πελοποννησιακού πολέμου, κάθε ηλικιωμένος ή ανήμπορος για τον πόλεμο πολίτης.

ΟΡΓΑΝΑ ΚΑΙ ΘΕΣΜΟΙ ΓΙΑ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΩΝ ΑΠΟΡΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝ

Σιτοφύλακες: Είχαν υπό τον ασφυκτικό έλεγχό τους την αγορά και διάθεση των σιτηρών. Όριζαν ακόμη και την τιμή του ψωμιού. Μπορούσαν να επιβάλλουν ακόμη και την ποινή του θανάτου στους παραβάτες της νομοθεσίας και τους κερδοσκόπους.

Εστιάρχες: Από τις ελάχιστες πληροφορίες που υπάρχουν προκύπτει ότι ήταν δέκα (ένας για καθεμία από τις αθηναϊκές φυλές). Το καθήκον τους ήταν να εξασφαλίζουν τροφή σε όλους τους ελεύθερους πολίτες κατά τις μεγάλες αθηναϊκές γιορτές.

Διωβελία: Έκτακτη οικονομική ενίσχυση των φτωχών που εγκατέλειπαν τα χωράφια τους λόγω πολεμικών γεγονότων και δεν είχαν πόρους από εργατικά ή πολεμικά ημερομίσθια. Στην πράξη την έπαιρναν οι ανήμποροι και ηλικιωμένοι.

Θεωρικόν: Ποσό δύο οβελών (1/3 της δραχμής) που καταβαλλόταν σε φτωχούς Αθηναίους τις μέρες που δίνονταν παραστάσεις με αρχαίες τραγωδίες ή κωμωδίες. Ένα μέτρο κοινωνικής ευαισθησίας που συγκέντρωνε κατά καιρούς τα ολιγαρχικά πυρά.

Του Τ. Κατσιμάρδου (katsimar@yahoo.gr) από το ΕΘΝΟΣ της Παρασκευής, 4 Ιανουαρίου 2008