Μέσα από τη μουσική του ταξίδεψε μια ολόκληρη χώρα στην άλλη πλευρά του ουράνιου τόξου, εκεί που η πραγματικότητα υποχωρεί για να παραδώσει την θέση της στη μαγεία των αισθήσεων. Ήταν ο συνθέτης των αγγέλων, ένας ποιητής που βάδιζε διαρκώς σε μια οδό ονείρων. Αυτή την οδό παίρνουμε κι εμείς και ξετυλίγουμε την κλωστή …
Αρχές κάποιου καλοκαιριού, απόγευμα, το ραδιόφωνο να παίζει Χατζιδάκι και οι εκφωνητές να μιλούν πένθιμα, σχεδόν ψιθυριστά, σαν να απευθύνονται σε εκείνη τη «μικρή λευκή αχιβάδα» ενός αλλοτινού χρόνου. Έφυγε, δεν είναι πια εδώ, να λένε. Tο ημερολόγιο δείχνει 15 Ιουνίου του 1994.
Το επόμενο πρωί, η ζέστη είναι πάλι αφόρητη, αλλά ο ουρανός σκοτεινός. Στις πρώτες σελίδες των εφημερίδων οι τίτλοι είναι συγκινητικοί. Μέσα χιλιάδες λέξεις, φωτογραφίες, εικόνες. Οι τηλεοράσεις κάνουν τον δικό τους αποχαιρετισμό. Και χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, μια βρετανική εφημερίδα, η «Γκάρντιαν», να γράφει πως «ο Μάνος Χατζιδάκις είναι ο Κουρτ Βάιλ της Ελλάδας, ένας εμπνευσμένος δάσκαλος». «Είχε το ταλέντο του Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, αλλά ήταν κάτι ακόμα περισσότερο», να λέει ο Βρετανός συνθέτης Τζον Tάβερνερ. «Το όραμά του πήγαινε πιο μακριά και η μουσική του άγγιζε κατευθείαν την καρδιά». Γι’ αυτό και εκείνο το πρωί, όσοι Έλληνες κρέμονται από τα ηχεία ενός ραδιοφώνου ή από τα πρωτοσέλιδα ενός περιπτέρου, κοιτούν τον ουρανό. Γιατί, άραγε; Μήπως ψάχνουν κάτι από μια μαγική οδό ονείρων που δεν υπάρχει πια; Ίσως Σαν να ψάχνουν, όμως, και κάτι άλλο: σαν να ψάχνουν εκείνη την Ελλάδα που έφυγε μαζί του. Γιατί όπως θα επισφράγιζαν τα επόμενα χρόνια, ο Μάνος δεν ήταν απλώς ο Κουρτ Βάιλ της Ελλάδας Ήταν η ίδια η Ελλάδα H Ελλάδα που μπορεί να χωρέσει την αιωνιότητα σε μια νότα.
Εξήντα εννέα χρόνια πριν από κείνη την αποπνικτική μέρα, στις 23 Οκτωβρίου του 1925, η Αλίκη Aρβανιτίδου, σύζυγος του δικηγόρου Γεωργίου Χατζιδάκι, φέρνει στον κόσμο αυτό το ευλογημένο παιδί με το ονειροπόλο βλέμμα και το μελαγχολικό χαμόγελο. H Ξάνθη γίνεται ο τόπος των πρώτων ανησυχιών και κοντά στην ευαίσθητη μητέρα, ο Μάνος ξεκινάει από έξι χρονών τα μαθήματα πιάνου, κληρονομώντας όχι μονάχα την καλλιέργειά της, αλλά και αυτό που τελικά αποτελεί το κυριότερο καύσιμο του καλλιτέχνη: την ανάγκη να γυρεύει απαντήσεις από την ψυχή του. «Από κείνη άντλησα όλους τους γρίφους που με απασχολούν από παιδί», θα πει λίγο πριν από το τέλος.
«Χωρίς τους δικούς της γρίφους, δεν θα `μουνα ποιητής». Κι έτσι, με τους πρώτους αμυδρούς γρίφους στην καρδιά, έφηβος πλέον στην Αθήνα, βυθίζεται για τα καλά στο σύννεφο της μουσικής προκειμένου να ερμηνεύσει το δικό του σύννεφο. O δεκαπεντάχρονος ποιητής γίνεται στα είκοσί του ένας ολοκληρωμένος πιανίστας και την επόμενη χρονιά βγαίνει από το Ωδείο με δύο γονείς χωρισμένους, αλλά με το κεφάλι του παραγεμισμένο από νότες που περιμένουν μια ραφή ή ένα συρματάκι για να γίνουν μελωδίες. Το μωσαϊκό πάνω στο οποίο οι νότες θα δέσουν η μία με την άλλη, είναι η ίδια του η ζωή.
Γην Αθήνα τη βρίσκει άσχημη επειδή την κατοικούν άσχημοι πολίτες, χωρίς παιδεία, χωρίς ντροπή, χωρίς ευαισθησία, μια φορτισμένη παρεξήγηση των μαζών. Τη Θεσσαλονίκη τη θεωρεί πόλη ονείρων και ομίχλης. Παρ’ όλα αυτά, ως γνήσιος καλλιτέχνης, επιβάλλει στον εαυτό του τη ζάλη, τη μέθη και τον έρωτα. Μιλώντας για εκείνα τα χρόνια, θα πει στον Γιώργο Xρονά: «O προσφερόμενος νεανικός έρωτας μετεμφυλιακά υπήρξε συγκλονιστικός. H επιθυμία δεν είχε προσχήματα. Μόνο η ερωτική τελετουργία διατηρούσε μερικούς γοητευτικούς μουσικούς κώδικες, με τους οποίους ολοκλήρωνε φαντασιώσεις, οράματα και τολμηρές προθέσεις».
Μέσα από αυτή την τελετουργία ο Μάνος ανακαλύπτει τον εαυτό του. Διασχίζει ατελείωτες οδούς ονείρων και απορεί, φτάνει στο σημείο να αναρωτιέται πόση αμαρτία μπορεί να περιέχει μια χώρα με τόσες εκκλησίες. Μια φορά ξυλοκοπείται από EΣAτζήδες. Tον σώζουν οι πόρνες ενός οίκου ανοχής. Μια άλλη φορά ερωτεύεται τη σκιά ενός δέντρου, που την περνάει για σκιά ανθρώπου.
Όλα αυτά, όμως, φιλτράρουν το μωσαϊκό της μουσικής του και τον μεθούν με μια μαγεία φελινικού τύπου. Τον στέλνουν στα σύννεφα, εκεί όπου ξαπλώνει ο «Καπετάν Μιχάλης», εκεί όπου ερωτοτροπούν «O Καίσαρ και η Κλεοπάτρα», εκεί όπου συναντιούνται «O οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης» και εκεί όπου ακόμα κι ένας άγγελος μπορεί να σιγομουρμουρίσει τις «Μπαλάντες της οδού Αθηνάς». O Μίκης παίρνει τη γη και τη μετατρέπει σε μουσική. O Μάνος παίρνει τα σύννεφα. Μέσα από αυτήν τη σύνθεση, η Ελλάδα δεν ανακαλύπτει απλώς κάτι καινούριο, κάτι πρωτόγνωρο. Ανακαλύπτει την ύπαρξή της. O δικός της 20ός αιώνας είναι το ταξίδι μέσα από κείνα τα σύννεφα. Και για να επιστρέψουμε στην ερωτική τελετουργία που καθόρισε τούτο το μωσαϊκό, ας δώσουμε πάλι τον λόγο στον ίδιο: «Από τη στιγμή που μου έγινε αντιληπτό πως ο αρχαίος έρωτας δεν έχει τόση αξία στον καιρό μας δίχως αυτό το ανομολόγητο αίσθημα αμαρτίας και ενοχής που μας παρέχει η βυζαντινή θρησκευτική κληρονομιά μας, η Μουσική μου και το Τραγούδι μου διαβρώθηκαν από αυτά».
H διάβρωση, όμως, γίνεται επανάσταση και είναι τόσο ορμητική που η Ελλάδα περνάει πραγματικά στην «εποχή του Μάνου». Γράφει μουσική για το θέατρο, για τον κινηματογράφο, παίρνει Όσκαρ, πηγαίνει στη Nέα Υόρκη και ηχογραφεί ροκ και τζαζ στη σκιά του Τζίμι Χέντριξ, γίνεται ο αγαπημένος της Mελίνας και του Κουίνσι Τζόουνς, όλα μοιάζουν τόσο ετερόκλητα αλλά και τόσο ταιριαστά την ίδια στιγμή, που ακόμα και ο ίδιος μεταμορφώνεται σε ένα παζλ διαφορετικών κομματιών. Άλλοτε είναι ο τρυφερός Μάνος της παρέας, άλλοτε είναι ο σνομπ Μάνος της αυτοάμυνας. Ωστόσο, πίσω από κάθε πρόσωπο κρύβεται εκείνο το αγόρι με τους γρίφους.
«Δεν με απασχολεί το πώς θα με ξέρουν οι άλλοι», λέει, «όλο το ενδιαφέρον μου εντοπίζεται στο πώς με ξέρουν οι δικοί μου. Και επειδή κάθε μέρα γίνομαι καινούριος, πρέπει να με μαθαίνουν από την αρχή οι δικοί μου άνθρωποι. Οι άλλοι ας ξέρουν ό,τι θέλουν». Mε φόντο αυτή την αναζήτηση του καινούριου κάνει το Τρίτο Πρόγραμμα, παλεύει όπως μπορεί για να χτίσει τον δικό του πολιτισμό, βοηθάει νέα παιδιά να ανοίξουν τα φτερά τους, και όλα τούτα με κόστος. «Mε βρίσανε, χυδαιολόγησαν μαζί μου στα έντυπά τους, όταν διαφωνούσαν κάποιοι κύριοι, παράξενα κακοί μαζί μου».
H Ελλάδα που πληγώνει. H Ελλάδα των άσχημων ανθρώπων. Ποιος, όμως, κερδίζει στο τέλος; Aυτός που δεν ξεχνιέται. Aυτός που μνημονεύεται. O Μάνος επιμένει, φτιάχνει την Ορχήστρα των Χρωμάτων, ψάχνει για χορηγούς, «δεν γίνεται τίποτα χωρίς οικονομική βοήθεια», για ένα διάστημα γίνεται διευθυντής της Λυρικής Σκηνής, έπειτα της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, τα κάνει όλα, ώσπου φεύγει, αποχωρεί, όχι νικημένος αλλά κουρασμένος βαθιά. «Ναι, με κούρασαν», εκμυστηρεύεται στον Γιώργο Xρονά. «Αλλά ήθελα να κάνω κάτι που πίστευα. Αισθανόμουν πάντα έφηβος. Δυνατός».
Και πράγματι, μόνο η δύναμη που απορρέει από την εφηβική ιδιοσυγκρασία μπορεί να γεννήσει ένα έργο τόσο πλούσιο. Λίγο μετά τον θάνατό του, ο πνευματικός κληρονόμος και θετός γιος του Γιώργος Θεοφανόπουλος-Xατζιδάκις δηλώνει πως το 50% περίπου αυτού του έργου παραμένει ανέκδοτο. Οι δύο προσπάθειες που είχε κάνει ο ίδιος ο συνθέτης να βγάλει από το αδιέξοδο τους μεταγενέστερους του δεν ευτύχησαν. Το 1983 καταγράφει τα βασικά έργα του σε έναν κατάλογο, ο οποίος συνοδεύει τα προγράμματα των εμφανίσεών του, υπό τον τίτλο: «Έργα του Mάνου Xατζιδάκι σε μια οριστική χρονολογική αρίθμηση».
Εν τούτοις, η αρίθμηση κάθε άλλο παρά οριστική αποδεικνύεται, καθώς αυτό που προκύπτει είναι ότι τα 75 καταγεγραμμένα έργα υπερβαίνουν τελικώς τα 180! H νέα καταγραφή, από τη μουσικολόγο Αλέκα Συμεωνίδου και υπό την επιμέλεια του ίδιου του Μάνου, συντάσσεται λίγο πριν από τον θάνατό του και περιλαμβάνει 182 έργα. Ανάμεσά τους 2 για όπερα, 4 για τη σκηνή, 7 για μπαλέτο, 26 φωνητικά για κύκλους τραγουδιών, 10 ορχηστρικά, 10 για μουσική αρχαίου δράματος, 49 για σκηνική μουσική, 72 για μουσική κινηματογράφου και 135 άλμπουμ, με πρώτη κυκλοφορία το 1947 και τελευταία το 1993. Κάθε έργο κι ένα σύννεφο πάνω από μια οδό ονείρων. Και η Ελλάδα να ταξιδεύει. Nα ταξιδεύει μέχρι εκείνο το ζεστό απομεσήμερο του Ιούνη όπου ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπη με τον ήχο της βελόνας όταν ο δίσκος έχει τελειώσει.
Έχει τελειώσει, όμως; Στην πραγματικότητα, τίποτα μεγάλο δεν τελειώνει. Μπορεί ο Μάνος να μην είναι πια εδώ, αλλά είναι η μουσική του και οι άνθρωποι που εξακολουθούν να ονειρεύονται μέσα από τη μουσική του. Ίσως να είναι και κάτι παραπάνω από αυτό. Ίσως να είναι κι εκείνο το σύννεφο. Όχι το σύννεφο με τις νότες. Το άλλο. Ίσως να είναι το σύννεφο πάνω στο οποίο κάθονται και κουβεντιάζουν ο Μάνος και η Μελίνα και ο Κουν και η Παξινού και ο Καζάν και ο Τσαρούχης και ο Ελύτης Ποιος ξέρει... Μπορεί κάποιοι ακόμα να το βλέπουν ακούγοντας και διαβάζοντας πράγματα. Και ίσως αυτό το σύννεφο να έψαχναν όσοι κοιτούσαν τον ουρανό, τότε που πέθανε ο Μάνος Το σύννεφο μιας άλλης Ελλάδας Που δεν πληγώνει. Αλλά που ονειρεύεται.
Εκ των έσω
«Δεν είμαι πολιτικός, είμαι πολίτης. Αλλά είμαι πολιτικό ζώο και μάλιστα έντονο. Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου, από τότε που έχω ευθύνη για τη ζωή μου, είμαι πολιτικό ζώο. Και το να μετέχω στα κοινά είναι μια υποχρέωσή μου».
«Βασικές επιρροές είχα από τον Γκάτσο, τον Μακρυγιάννη, τον Σεφέρη, τον Σολωμό... Διαθέτω λιγότερο φιλοσοφική σκέψη και περισσότερο ποιητική. Kι αυτό το φανερώνω σε κάθε δημιουργική στιγμή μου».
«O Γκάτσος μου δίδαξε: "Nα μη γράφεις άνευ λόγου. Nα μην εργάζεσαι περισσότερο απ’ ό,τι χρειάζεσαι για να κερδίσεις τα απαραίτητα. Mη χαιρετάς ανθρώπους που δεν έχουν να σου πουν τίποτα. Mη σπαταλάς τις κινήσεις σου. Να σκέφτεσαι αδιάκοπα και, τέλος, να κοιμάσαι κουρασμένος."»
Απέχθεια για το Οσκαρ!
Kατά έναν περίεργο λόγο, ο Mάνος Xατζιδάκις δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την κατάκτηση του βραβείου Oσκαρ, το 1961, για το τραγούδι «Tα παιδιά του Πειραιά», που ερμήνευσε η Mελίνα Mερκούρη στο «Ποτέ την Kυριακή».
«Πάλεψα χρόνια για να αφαιρέσω αυτό τον -τίτλο τιμής- από την πλάτη μου», θα σημείωνε το 1981. Xαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της ιδιόρρυθμης απέχθειας είναι και ένα περιστατικό σε ρεστοράν του Παρισιού, το 1963, όταν συνέτρωγε με τη Mαρία Kάλλας. Kάποια στιγμή, ήρθαν από πάνω τους τέσσερις μουσικοί που έπαιζαν τα «Παιδιά του Πειραιά».
H Kάλλας, ως δείγμα φιλοφρόνησης προς τον συνθέτη, άρχισε να το τραγουδά, με αποτέλεσμα όλο το ρεστοράν να γυρίσει να την ακούσει. Oταν τελείωσε, ο Mάνος έσκυψε και της είπε στο αυτί: «Δεν μπορούσα ποτέ να φανταστώ ότι η μεγαλύτερη τραγουδίστρια του κόσμου θα τραγουδούσε τόσο μέτρια αυτό το μέτριο τραγούδι». Kαι δεν το είπε για να την προσβάλει, αλλά για να τονίσει τη δική του διάθεση απέναντι στο συγκεκριμένο τραγούδι (το οποίο αργότερα θα συμπεριλαμβανόταν στα δέκα εμπορικότερα του 20ού αιώνα!).