Παρά τις λογοκεντρικές προκαταλήψεις μας, ο ίδιος ο λόγος, προφορικός ή γραπτός, αποτελεί εντέλει ένα ιδιαίτερα φτωχό και συχνά παραπλανητικό μέσο επικοινωνίας και αλληλοκατανόησης. Ακριβώς γι' αυτό όταν μιλάμε με κάποιον ή με κάποια δεν περιοριζόμαστε μόνο στο «τι λέει» αλλά και στο «πώς το λέει». Στο αδιαφανές παιχνίδι της ανθρώπινης επικοινωνίας, η «γλώσσα του σώματος» αποδεικνύεται ιδιαίτερα εύγλωττη. Και χάρη στην «ενσυναίσθηση», οι πιο ανεπαίσθητες αλλαγές στον τόνο της φωνής, στη στάση του σώματος, στις εκφράσεις του προσώπου ή στις χειρονομίες του συνομιλητή μας αποκαλύπτουν πολύ περισσότερα απ' όσα ο ίδιος μας λέει ή, ενδεχομένως, απ' όσα επιθυμεί να μας πει.
Πρόσφατες έρευνες επιβεβαιώνουν και εξηγούν επιστημονικά αυτό που οι περισσότεροι από εμάς γνωρίζαμε ανέκαθεν: σε μεγάλο βαθμό οι ανθρώπινες σχέσεις βασίζονται σε μη λεκτικούς και ενδεχομένως μη συνειδητούς τρόπους επικοινωνίας.
Η Μαρία, τριών ετών, βρίσκεται στην παιδική χαρά και βλέπει τον Γιώργο, ένα παντελώς άγνωστο συνομήλικο παιδάκι, να κλαίει σπαρακτικά επειδή έπεσε από την κούνια. Η άμεση αντίδρασή της είναι να βάλει και αυτή τα κλάματα (χωρίς κάποιον εμφανή λόγο) και κατόπιν να τον πλησιάσει και να του προσφέρει για παρηγοριά την αγαπημένη της κούκλα. Και αυτή η ικανότητα να «αισθανόμαστε» τα πάθη των άλλων δεν αφορά μόνο τα νήπια: ποιος ενήλικος δεν συγκινήθηκε βλέποντας στην τηλεόραση τις τραγικές σκηνές από το πρόσφατο πλήγμα του Εγκέλαδου στη γειτονική Ιταλία;
Αν η «ενσυναίσθηση», δηλαδή η μη λεκτική ικανότητα να αντιλαμβανόμαστε νοητικά τα βιώματα των άλλων, αποτελεί, όπως φαίνεται, μία από τις βασικές προϋποθέσεις της κοινωνικής μας ζωής, τότε θα πρέπει να βρίσκεται βαθιά ριζωμένη στην ίδια την αρχιτεκτονική του εγκεφάλου μας. Όλα τα ευγενή συναισθήματα -η συμπόνια, ο αλτρουισμός, ακόμη και ο έρωτας- εξαρτώνται από αυτή την ικανότητα, η οποία μάλλον δεν αποτελεί αποκλειστικά... ανθρώπινο προνόμιο.
Για να περιγράψουν την ευχέρεια που έχουν οι περισσότεροι άνθρωποι να αναγνωρίζουν τα συναισθήματα και τις υποκειμενικές εμπειρίες των άλλων ανθρώπων, οι εξελικτικοί ψυχολόγοι υιοθέτησαν την έννοια «empathy», η οποία ορθά αποδόθηκε στα νεοελληνικά ως «ενσυναίσθηση» και όχι βέβαια ως «εμπάθεια» ή «συμπάθεια», έννοιες που έχουν εντελώς διαφορετική σημασία.
Αναζητώντας λοιπόν έναν ορισμό αυτής της μάλλον ασαφούς έννοιας ανατρέξαμε σε ένα σύγχρονο Λεξικό Ψυχολογίας που δημιουργήθηκε από δύο καθηγήτριες Ψυχολογίας, την Αναστασία Χουντουμάδη και τη Λένα Πατεράκη. Εκεί βρήκαμε τον ακόλουθο ορισμό της ενσυναίσθησης: «Η ικανότητα ενός ατόμου να κατανοεί και να συμμερίζεται τα συναισθήματα, τις σκέψεις και τις ανησυχίες ενός άλλου ανθρώπου "σαν να" ήταν αυτός ο άλλος, διατηρώντας όμως την ακεραιότητά του» (βλ. Λεξικό Ψυχολογίας, εκδ. «Τόπος», 2008).
Αν και ακριβής, ο παραπάνω ορισμός περιορίζει την ενσυναίσθηση σε ένα τυπικά ανθρώπινο ψυχολογικό φαινόμενο, παραβλέποντας το γεγονός ότι παρατηρείται σε όλα τα ανώτερα θηλαστικά, καθώς και ότι ως νοητική ικανότητα αναδύεται από συγκεκριμένους εγκεφαλικούς μηχανισμούς, κοινούς τόσο στον άνθρωπο όσο και στα άλλα πρωτεύοντα (βλ. Πλαίσιο).
Στη σύγχρονη εξελικτική ψυχολογία και γνωσιακή νευροεπιστήμη, η ενσυναίσθηση περιγράφεται ως θεμελιώδης ικανότητα να αναγνωρίζει, να φαντάζεται και να κατανοεί κάποιος τις νοητικές καταστάσεις ή συμπεριφορές που εκδηλώνει κάποιος άλλος. Πρόκειται ασφαλώς για μία ικανότητα που κάθε νοήμον ον θα πρέπει να διαθέτει και σχετίζεται στενά με την άμεση εμπειρία του σώματός του. Βάσει αυτής της υποκειμενικής εμπειρίας έχουμε τη δυνατότητα να αναγνωρίζουμε τους άλλους ως νοήμονα όντα ικανά για ανάλογες υποκειμενικές εμπειρίες, τις οποίες και είμαστε σε θέση να αναπαριστούμε νοητικά.
Όπως υποστηρίζει ο διάσημος ψυχολόγος Daniel Goleman, στο βιβλίο του «Η συναισθηματική νοημοσύνη» (εκδ. Ελληνικά Γράμματα, 1998, σ.148): «Η ενσυναίσθηση οικοδομείται πάνω στην αυτεπίγνωση. Όσο περισσότερο ανοιχτοί είμαστε στις ίδιες μας τις συγκινήσεις τόσο περισσότερο ικανοί θα είμαστε στο να αντιληφθούμε τα συναισθήματα».
Αν αυτό ισχύει, τότε η ανάπτυξη της ενσυναίσθησης θα πρέπει να ευνοήθηκε σημαντικά από τη βιολογική εξέλιξη, αφού συνέβαλε στην εμφάνιση μιας σειράς σημαντικών κοινωνικών δεξιοτήτων: μάθηση μέσω παρατήρησης ή μίμησης, κατανόηση των επιθυμιών και των αναγκών των άλλων. Τόσο η αποκάλυψη συγκεκριμένων εγκεφαλικών δομών που σχετίζονται στενά με την ενσυναισθητική συμπεριφορά, όσο και η διαπίστωση ότι οι ίδιες εγκεφαλικές δομές υπάρχουν στα πρωτεύοντα ζώα και σε πολλά θηλαστικά, ενισχύουν σημαντικά την υπόθεση περί της εξελικτικής σημασίας της ενσυναίσθησης.
Συνήθως, οι ειδικοί διακρίνουν μεθοδολογικά δύο διαφορετικές εκδηλώσεις της ενσυναίσθησης: τη «γνωσιακή», που αφορά την ικανότητα να υιοθετεί και να ενσωματώνει κανείς τη νοητική σκοπιά ή προοπτική των άλλων ατόμων, και τη «βιωματική» ή «συναισθηματική», που αναφέρεται στην ικανότητα να βιώνουμε συναισθηματικές αντιδράσεις ως αποτέλεσμα της παρατήρησης των εμπειριών των άλλων. Τα όρια μεταξύ αυτών των δύο εκδηλώσεων της ενσυναίσθησης είναι ακόμη ασαφή.
Ωστόσο, από όλες τις μέχρι σήμερα έρευνες προκύπτει ότι οι έντονες συγκινήσεις και τα συναισθήματα επιδρούν πάνω στο νου μας ως άκρως «μολυσματικοί παράγοντες» που ενεργοποιούν ένα πρώτο, και συνήθως μη συνειδητό, επίπεδο ενσυναίσθησης. Τόσο αυτή η απλούστερη, μη συνειδητή, μορφή ενσυναίσθησης, όσο και οι συνθετότερες και πιο συνειδητές μορφές της παίζουν αποφασιστικό ρόλο στην κοινωνική μας ζωή. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώθηκε για πρώτη φορά από τις συστηματικές έρευνες του Robert Rosenthal, περίφημου ψυχολόγου στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ των ΗΠΑ.
Βασιζόμενος μάλιστα στις έρευνές του ο Rosenthal επινόησε και ένα «τεστ ενσυναίσθησης», το τεστ PONS (Profile of Nonverbal Sensibility), μια εύχρηστη δοκιμασία που του επέτρεπε να σχηματίζει το ακριβές «διάγραμμα της μη λεκτικής ευαισθησίας» των εθελοντών, μετρώντας έτσι την «ενσυναισθητική οξυδέρκειά» τους. Παράλληλα με αυτές τις καθαρά εμπειρικές-ψυχολογικές έρευνες άρχισαν να πληθαίνουν και οι νευρολογικές ενδείξεις σχετικά με το εγκεφαλικό υπόβαθρο αυτών των αινιγματικών φαινόμενων.
Ο συμπονετικός εγκέφαλος
Ήδη από το 1975 ήταν γνωστό ότι ασθενείς που είχαν υποστεί -μετά από ασθένεια ή τραυματισμό- κάποια βλάβη σε περιοχές του δεξιού μετωπιαίου λοβού, εκδήλωναν μια περίεργη δυσλειτουργία: δεν μπορούσαν πια να αναγνωρίζουν τον συναισθηματικό τόνο ενός προφορικού μηνύματος, ενώ ήταν ικανοί να κατανοούν πλήρως τη σημασία κάθε λέξης που άκουγαν. Για παράδειγμα, τους ήταν απολύτως αδύνατο να αναγνωρίσουν πότε ένα «ευχαριστώ», που το άκουγαν και καταλάβαιναν την τυπική σημασία του, προφερόταν με ειρωνεία και πότε με ευγνωμοσύνη.
Αργότερα, στα 1979, εντοπίσθηκαν σε διαφορετικά σημεία του δεξιού εγκεφαλικού ημισφαιρίου διαφορετικά «κέντρα», η δυσλειτουργία των οποίων επηρεάζει όχι τη δυνατότητα κατανόησης αλλά, αντίθετα, τη δυνατότητα έκφρασης των συναισθημάτων. Οι ασθενείς αυτοί ήταν ανίκανοι να εκφράσουν -με το λόγο ή με τις κινήσεις του σώματός τους- τα συναισθήματα που ένιωθαν. Βασιζόμενη σε αυτές τις παρατηρήσεις, η Αμερικανίδα νευρολόγος Leslie Brothers πρώτη ενέπλεξε συγκεκριμένες περιοχές του εγκεφάλου -το μεταιχμιακό σύστημα και ειδικότερα την αμυγδαλή με τις διασυνδέσεις της- ως υπόστρωμα για την παραγωγή της ενσυναίσθησης στον άνθρωπο και στους ανθρωποειδείς πιθήκους.
Μια άλλη πολύ σημαντική ανακάλυψη ήρθε να ρίξει κάποιο φως στις νευρωνικές υποδομές και τα νευρωνικά κυκλώματα που σχετίζονται άμεσα με την ενσυναίσθηση. Πρόκειται για την ανακάλυψη της αποφασιστικής σημασίας των «νευρώνων - κατόπτρων» στη διαμόρφωση εξειδικευμένων γνωστικών και συναισθηματικών κυκλωμάτων στο εσωτερικό του εγκεφάλου τόσο των ανθρώπων όσο και των πιθήκων.
Όπως διαπίστωσαν οι Ιταλοί ερευνητές που πρώτοι τούς ανακάλυψαν, οι νευρώνες-κάτοπτρα ενεργοποιούνται όχι μόνο όταν εκτελούμε οι ίδιοι κάποια ενέργεια, αλλά και κάθε φορά που βλέπουμε κάποιον τρίτο να εκτελεί αυτή την ενέργεια!
Σύντομα έγινε σαφές ότι αυτά τα νευρωνικά κυκλώματα παίζουν αποφασιστικό ρόλο τόσο στην εκτέλεση όσο και στην αναπαράσταση πολλών ανθρώπινων και ζωικών συμπεριφορών. Για παράδειγμα, στις εκδηλώσεις αυτού του ειδικού τύπου συναισθηματικής νοημοσύνης, που αποκαλούμε ενσυναίσθηση, τα κυκλώματα με νευρώνες-κάτοπτρα λειτουργούν αρχικά ως επιφάνεια αποτύπωσης των συμπεριφορών που παρατηρούμε και μιμούμαστε ενώ κατόπιν αναπτύσσονται σε πιο περίπλοκα νευρωνικά κυκλώματα που παράγουν ή αναγνωρίζουν πιο σύνθετες συναισθηματικές συμπεριφορές.
Όλα δείχνουν ότι ο εγκέφαλος, αυτή η θαυμάσια νοητική μηχανή, και ειδικότερα τα νευρωνικά μικροκυκλώματά του αποτελούν τη θεατρική σκηνή πάνω στην οποία παίζεται η παράσταση της ανθρώπινης σκέψης και συμπεριφοράς. Και η ενσυναίσθηση δεν είναι παρά μια «πράξη» αυτής της πολύπλοκης παράστασης.
Του Σύρου Μανουσέλη. Από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του Σαββάτου 11 Απριλίου 2009.
Ανακαλύπτοντας τον πλούσιο συναισθηματικό κόσμο των ζώων
Για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα η έρευνα της ενσυναίσθησης στο ζωικό βασίλειο παραγνωρίστηκε ή παρανοήθηκε συστηματικά. Κύριος υπαίτιος ήταν οι συμπεριφοριστικές και ανθρωποκεντρικές προκαταλήψεις που αντιστάθηκαν με κάθε τρόπο σε κάθε προσπάθεια να αποδοθούν ανθρώπινα συναισθήματα σε άλλους ζωικούς οργανισμούς.
Τα τελευταία χρόνια ωστόσο έχει αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των μελετών που υποδεικνύουν την ύπαρξη ενός μεγάλου αριθμού συναισθηματικών αντιδράσεων κάποιων θηλαστικών που παρουσιάζουν εντυπωσιακή ομοιότητα με αυτές των ανθρώπων. Για παράδειγμα, κάποιες έρευνες πάνω σε ποντίκια έδειξαν ότι αυτοί οι οργανισμοί, όταν βλέπουν όμοιούς τους να αντιμετωπίζουν δυσμενείς και επώδυνες καταστάσεις, επιδεικνύουν σαφώς μεγαλύτερη ευαισθησία στον πόνο των άλλων. Αραγε πρόκειται για μια στοιχειώδη μορφή ζωικής ενσυναίσθησης παρόμοια αλλά όχι ταυτόσημη με αυτήν που επιδεικνύουμε εμείς οι άνθρωποι σε ανάλογες καταστάσεις;
Μολονότι αυτές οι μελέτες δεν μπορούν να αποδείξουν με βεβαιότητα την ύπαρξη ενσυναίσθησης σε απλούς ζωικούς οργανισμούς, όπως τα ποντίκια, γεννούν παρ' όλα αυτά την υποψία ότι τέτοιες σύνθετες συναισθηματικές αντιδράσεις και συμπεριφορές θα πρέπει να αποδοθούν σε στοιχειώδεις νευρικές διεργασίες που στη διάρκεια της εξέλιξης θα πρέπει να αποτέλεσαν τις θεμέλιες λίθους για την οικοδόμηση των πιο σύνθετων συναισθηματικών αντιδράσεων του ανθρώπου.
Πράγματι, οι περισσότεροι ειδικοί συμφωνούν ότι στα πρωτεύοντα θηλαστικά η ενσυναίσθηση προκύπτει από την οργάνωση εγκεφαλικών κυκλωμάτων που περιέχουν «νευρώνες-κάτοπτρα». Και το γεγονός ότι όλα τα πρωτεύοντα διαθέτουν τέτοια νευρωνικά κυκλώματα οδηγεί με σχετική βεβαιότητα στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη των συγκεκριμένων εγκεφαλικών δομών οφείλεται όχι μόνο στην κοινή καταγωγή αλλά και στο ότι εξυπηρετούν ανάλογες λειτουργικές ανάγκες.
Αν όμως είναι εξαιρετικά δύσκολο να αναγνωρίσει κανείς δείγματα ενσυναίσθησης σε μικρά τρωκτικά, τα πράγματα γίνονται σαφώς πιο εύκολα όταν πρόκειται για ανθρωποειδή πρωτεύοντα θηλαστικά όπως οι χιμπαντζήδες. Σε ό,τι αφορά τη μελέτη της συμπεριφοράς των ανθρωποειδών πιθήκων, οι αποδείξεις είναι σχεδόν αναμφισβήτητες. Σε αυτούς τους οργανισμούς συναντάμε όλη την γκάμα των τυπικά ανθρώπινων συναισθημάτων: αγάπη, μίσος, φόβο, αλτρουϊσμό και ... ενσυναίσθηση.
Με μεγάλη ευκολία κάποιοι ερευνητές απορρίπτουν τη δυνατότητα ύπαρξης τέτοιων συναισθημάτων στους πιθήκους επειδή ερμηνεύουν την αλτρουϊστική ή εμφανώς συμπονετική συμπεριφορά αυτών των ζώων ως καθαρά εγωιστική στρατηγική που εξυπηρετεί την επιβίωσή τους. Τέτοια πρότυπα ερμηνείας της ζωικής ενσυναίσθησης ή του ζωικού αλτρουισμού όχι ως επιλογής του ζώου αλλά ως τυφλής εξελικτικής αναγκαιότητας είναι δείγματα ανεπαρκούς ενσυναίσθησης απέναντι στους πιο στενούς ζωικούς μας συγγενείς.
Όταν εμείς οι άνθρωποι ισχυριζόμαστε ότι δεν υπάρχουν επαρκείς θεωρητικές ή παρατηρησιακές ενδείξεις υπέρ της άποψης ότι τα ανώτερα ζώα διαθέτουν έναν δικό τους αρκετά πλούσιο «συναισθηματικό κόσμο», απλώς εθελοτυφλούμε. Εξάλλου, αν η ιστορία της επιστήμης μάς διδάσκει κάτι, αυτό είναι ότι η απουσία ενδείξεων δεν είναι σχεδόν ποτέ ένδειξη απουσίας.
Του Σύρου Μανουσέλη. Από την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ του Σαββάτου 11 Απριλίου 2009.