Τα παιδία πρέπει να παίζει
Τα τελευταiα χρόνια όλο και περισσότεροι επιστήμονες που ασχολούνται με τα παιδιά (από παιδαγωγούς μέχρι ψυχολόγους) κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στους γονείς που δεν παίρνουν το θέμα στα σοβαρά και τους καλούν να ενθαρρύνουν τα παιδιά τους να παίζουν, αυθόρμητα, φυσικά, ανεπιτήδευτα. Και αυτό γιατί το παιχνίδι, όπως για τα λοιπά θηλαστικά έτσι και για τους ανθρώπους, αποτελεί μία από τις θεμελιώδεις διαδικασίες μέσα από τις οποίες το παιδί μαθαίνει, αναπτύσσει τη μνήμη του, καλλιεργεί την ψυχή του, την κριτική του σκέψη το σώμα του και ταυτόχρονα το διασκεδάζει. Φυσιολογικά, το παιχνίδι στην κλίμακα προτεραιοτήτων έπεται του φαγητού και ενός καλού ύπνου (απαραίτητα και τα δύο για την ανάπτυξη). Στην πράξη, απολαμβάνει της ίδιας ή ακόμη και μεγαλύτερης σημασίας: ένα παιδί μπορεί να είναι νηστικό, να έχει κοιμηθεί λίγο, αλλά αδυνατεί να πει όχι στην πρόταση για παιχνίδι.
Ακόμη και μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, μέσα στη φρίκη του πολέμου -γράφει στο βιβλίο του «Παιδιά και Παιχνίδι στο Ολοκαύτωμα» ο Τζoρτζ Αϊζεν- τα παιδάκια ενστικτωδώς ενέδιδαν σε παιχνιδιάρικες διαθέσεις και έφτιαχναν αυτοσχέδια παιχνίδια, πλάι στις βόμβες, τους καπνούς, τα συντρίμμια. Ο πόλεμος πόλεμος, αλλά το παιχνίδι παιχνίδι. «Το παιχνίδι είναι εκπαίδευση ζωής. Μέσα από αυτό το παιδί εκφράζει την επιθυμία του να οργανώσει τη ζωή του κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση της ζωής που βλέπει» σημειώνει σχετικά ο Δημήτρης Καραγιαννόπουλος, καθηγητής παθολογίας, ενώ στο ίδιο μήκος κύματος η ηθοποιός Ντορέττα Παπαδημητρίου (μητέρα δύο παιδιών) έχει παρατηρήσει από την πείρα της: «Τα παιδιά θέλουν να παίζουν από την ώρα που ξυπνούν μέχρι την ώρα που κοιμούνται. Άρα το παιχνίδι μπορεί να γίνει το μέσον με το οποίο θα προσεγγίσουν και θα επικοινωνήσουν οι γονείς με τα παιδιά τους. Το πρόσχημα με το οποίο θα τα διδάξουν».
Ωστόσο, τις τελευταίες δεκαετίες οι αλλαγές που έχουν συντελεστεί σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, με τις ριζικές αλλαγές σε μοντέλα και πρότυπα, φαίνεται να αναιρούν τον ζωτικό ρόλο του παιχνιδιού. Τα παιδιά δεν παίζουν πια ή όταν το κάνουν δεν χρησιμοποιούν και τις πέντε αισθήσεις τους. Βρίσκονται συνήθως μπροστά από μια οθόνη δοκιμάζοντας τις ικανότητές στα video games ή παίζουν σε προστατευμένο περιβάλλον υπό το άγρυπνο βλέμμα των ενηλίκων, στον παιδότοπο ή στο πάρκο. «Εκεί όμως οι συνθήκες είναι πλαστές. Ο αντίπαλος δεν κλωτσάει. Δεν δέρνει. Δεν ξεδιπλώνει την αγριάδα της φύσης που θα δημιουργήσει τα ανάλογα ψυχικά αντισώματα», προσθέτει ο Δ. Καραγιαννόπουλος.
Πού χρόνος για παιχνίδι όμως; Η εξαντλητικά υπερπρογραμματισμένη καθημερινότητα των σημερινών παιδιών- σχολείο, φροντιστήρια, ιδιαίτερα- δεν αφήνει περιθώριο για την ουσιαστική παιδική υποχρέωση: το ανέμελο, άσκοπο, δημιουργικό, αυθόρμητο και ελεύθερο παιχνίδι. Η μανιώδης προετοιμασία των παιδιών για την πανεπιστημιακή και αργότερα επαγγελματική τους καριέρα χορηγεί το διαρκές ντέρμπι: δημιουργικός χρόνος εναντίον χτίσιμο βιογραφικού. Το άγχος των γονέων να τα εφοδιάσουν επαρκώς για τις μάχες της ζωής γεμίζει την παιδική τους ατζέντα με ένα σωρό υποχρεώσεις. Υπάρχουν όμως σημαντικά μαθήματα που δεν θα μάθουν στην τάξη, αλλά στην αυλή του σχολείου και στο δρόμο. Εμπειρικά.
Παίζω και μαθαίνω
Το παιχνiδι διδάσκει στα παιδιά τη χρήσιμη τέχνη της εξαπάτησης, του δόλου, της παρενόχλησης, της μαντείας, του «βρώμικου» παιχνιδιού, της προσπάθειας, της στρατηγικής. Όχι, δεν πρόκειται για ανήθικες πρακτικές, αλλά για απαραίτητα συστατικά για τη δημιουργία υγιών κοινωνικών σχέσεων, για την απόκτηση ευελιξίας, αυτοπροστασίας, αυτοσυντήρησης και αυτόνομης σκέψης. «Βλέπω το παιχνίδι σαν προπόνηση για το απρόσμενο», σχολιάζει ο Μαρκ Μπέκοφ, εξελικτικός βιολόγος στο Πανεπιστήμιο του Κολοράντο. Ο Μπέκοφ ανήκει σε μια νέα γενιά επιστημόνων που παίρνει το παιχνίδι πολύ σοβαρά. Από το ερευνητικό του έργο προκύπτει ότι από κάθε παιχνίδι προκύπτει και ένας διαφορετικός χαρακτήρας. Είναι διαφορετικό να παίζεις κυνηγητό ή κρυφτό από το να παίζεις επιτραπέζια. Γι’ αυτό και θεωρεί το παιχνίδι κάτι σαν «καλειδοσκόπιο της συμπεριφοράς», που βοηθάει τον παιδικό νου να εμπλουτίσει το ρεπερτόριό του, να εξασκήσει την τέχνη της προσαρμογής στο κοινωνικό περιβάλλον, με ελαστικότητα και ποικιλομορφία.
Όπως τα ζώα, έτσι και οι άνθρωποι όταν παίζουν εξασκούν τη νοητική τους ευλυγισία. Σαν τζαζίστες όταν αυτοσχεδιάζουν, παρομοίως τα παιδιά καλούνται να εξασκήσουν την ικανότητα του να επιλέγουν μεταξύ διαφορετικών προτάσεων. Για παράδειγμα, όταν τα αγόρια παίζουν «πόλεμο», δεν πρόκειται απλώς για ένα παιχνίδι. Είναι ένα σεμινάριο συμπεριφορικής ελαστικότητας με έμφαση στην αναρχία και τον φόβο, όπου τα πειράγματα, οι κλωτσιές, τα κτυπήματα, οι αψιμαχίες, ο αιφνιδιασμός και το ψέμα έχουν την τιμητική τους.
Αθώα ψέματα
Εδώ και δύο δεκαετίες, υποστηρίζουν οι ερευνητές, οι γονείς ιεραρχούν την ειλικρίνεια ως το σπουδαιότερο χαρακτηριστικό της προσωπικότητας των παιδιών τους, σπρώχνοντας γνωρίσματα όπως η «αυτοπεποίθηση» και η «καλή κρίση» χαμηλά στη λίστα των προτεραιοτήτων τους. Στη θεωρία, 98 στα 100 παιδιά δηλώνουν οπαδοί της άποψης ότι η ειλικρίνεια και η εμπιστοσύνη είναι θεμελιώδη συστατικά σε μια σχέση. Στην πράξη παρόλα αυτά, έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε έφηβους μέχρι 18 χρονών διαπιστώθηκε πως το ίδιο ακριβώς ποσοστό (98%) ψεύδεται στους γονείς του. Τι είδους παρεξήγηση οδήγησε στη διαμόρφωση μιας τόσο ακραίας αντίθεσης;
Οι επιστήμονες που σκαλίζουν τα άδυτα της παιδικής ηλικίας συνδέουν το ψεύδος με τη νοημοσύνη, διότι το ψέμα προϋποθέτει δεξιοτεχνία: απαιτεί προηγμένη νοητική ανάπτυξη και κοινωνική επιδεξιότητα. Ένα παιδί που πρόκειται να πει ψέματα πρέπει πρώτα να αναγνωρίσει την αλήθεια, κατόπιν διανοητικής διαδικασίας να διαμορφώσει μία εναλλακτική απεικόνιση αυτής της αλήθειας και έπειτα πειστικά να «πουλήσει» αυτή τη νέα πραγματικότητα. Για την Πένι Τάλγουαρ, καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Mc Gill του Μόντρεαλ, η διαδικασία αυτή αποτελεί αναπτυξιακό ορόσημο. Η ίδια είναι ειδικευμένη στην παιδική ψευδολογία και γνωρίζει όσο ελάχιστοι τη σχέση των αθώων παιδικών ψυχών με το ψέμα. Μέχρι τα τέταρτα γενέθλιά τους, όλα σχεδόν τα παιδιά έχουν αρχίσει να πειραματίζονται με το ψέμα, αρχικά με σκοπό να αποφύγουν την τιμωρία. Στη συνέχεια, μεγαλώνοντας μέσα σε έναν κυκεώνα καθημερινών γονικών μικρών παραποιήσεων της αλήθειας (γνωστά και ως λευκά ψέματα), αποκτούν μια άνεση και εξοικείωση με την ανειλικρίνεια. Βέβαια, τις περισσότερες φορές, τα παιδιά αδυνατούν να διακρίνουν πότε λένε αλήθεια και πότε ψέματα. Οι ονειροφαντασίες τους μοιάζουν άλλοτε με κραυγαλέα ψέματα και άλλοτε με μεγάλες αλήθειες, καθότι - όπως λέει και η παροιμία? από μικρό μαθαίνεις την αλήθεια. «Είναι δύσκολο να διακρίνεις το σημείο όπου σταματά η φαντασία και αρχίζει το επιτηδευμένο ψέμα αφού η αλήθεια και το ψέμα, είναι έννοιες ακόμα εύπλαστες στον παιδικό νου», παρατηρεί η Ντορέττα Παπαδημητρίου. Ποια είναι η αντιμετώπιση που πρέπει να έχουν οι γονείς όμως; «Οι γονείς δεν πρέπει να διδάσκουν στα παιδιά τους να μην λένε ποτέ ψέματα - γιατί αφενός δεν ισχύει κι αφετέρου οι ίδιοι θα πουν ψέματα στην καθημερινότητα τους», λέει ο Ανδρέας Αρματάς, κλινικός ψυχολόγος. Παρηγορούμενοι από πληθώρα βιβλίων και ιστοσελίδων τα οποία τους ενθαρρύνουν να κρατήσουν παθητική στάση απέναντι στην παιδαριώδη ψευδολογία, πιστεύουν λανθασμένα πως τα παιδιά θα ωριμάσουν κάποτε αρκετά, ώστε να ξεκόψουν από τη συνήθεια του ψεύδειν. Τουναντίον. Επέρχεται εθισμός. Η αποφυγή τιμωρίας εξακολουθεί να αποτελεί πρωταρχική αιτία ψέματος, η διαδικασία όμως έχει προσδώσει στην παιδική ψυχολογία μία αίσθηση κύρους, έναν τρόπο γρήγορης απόκτησης δύναμης και ελέγχου. Ετσι διαιωνίζεται, παίρνοντας διαστάσεις συμπτώματος- συχνά υποδηλώνοντας την ύπαρξη σπουδαιότερων συμπεριφερολογικών προβλημάτων. «Το παιδί δεν θα έχει μάθει να επικοινωνεί, αλλά να εξαπατά. Αν τα ψέματα ξεφύγουν από τον έλεγχο, τότε θα μπει εμπόδιο στις σχέσεις τού παιδιού μεγαλώνοντας». Το πλέον ανησυχητικό γεγονός είναι ότι οι γονείς οι ίδιοι μαθαίνουν εν αγνοία τους στα παιδιά την άνεση στην ανειλικρίνεια. Η αλήθεια πολλές φορές προκαλεί συγκρούσεις ενώ η ατιμία σπάνια.
Πάντως, ο Πλάτωνας είχε πει πως πολλά περισσότερα μαθαίνεις παίζοντας μια ώρα με κάποιον, παρά συζητώντας μαζί του επί ένα χρόνο.
Ας αφήσουμε λοιπόν τα «έλα να το συζητήσουμε» κι ας αρχίσουμε τα «έλα να παίξουμε». Κι αν πουν και κανένα ψεματάκι, δεν βαριέσαι. Χρειάζεται και αυτό. Με μέτρο, φυσικά.
Των Φανής Αποστολίδου και Χαράλαμπου Νικόπουλου, από το εβδομαδιαίο περιοδικό "Εικόνες", (τεύχος Νο 324), ένθετο στο ΕΘΝΟΣ της Κυριακής, 11 Μαΐου 2008