Οι πρόσφατες μέθοδοι και γνώσεις των Νευροεπιστημών έχουν ήδη τεθεί στην υπηρεσία των αστυνομικών ερευνών και των δικαστικών αποφάσεων. Κάποιοι όμως φοβούνται ότι στο μέλλον ενδέχεται να τις υποκαταστήσουν.
Η ανάλυση του DNA, τα δακτυλικά αποτυπώματα και οι αυτόπτες μάρτυρες φαίνεται πως δεν αποτελούν πλέον επαρκή αποδεικτικά στοιχεία για τη λήψη δίκαιων δικαστικών αποφάσεων. Ολοένα και πιο συχνά στα δικαστήρια των ΗΠΑ αλλά και της Ε.Ε., γίνονται αποδεκτές, και ενίοτε θεωρούνται καθοριστικές, οι μαρτυρίες νευροεπιστημόνων (νευρολόγων ή νευροψυχολόγων). Αυτοί οι εμπειρογνώμονες καλούνται να εξηγήσουν στο δικαστήριο αν η κοινωνικά παραβατική ή εγκληματική συμπεριφορά του κατηγορουμένου μπορεί ή όχι να οφείλεται σε σοβαρά τραύματα ή παθήσεις του εγκεφάλου του.
Συχνά, οι δικηγόροι υπεράσπισης, στην προσπάθειά τους να απαλλάξουν τον πελάτη τους από βαρύτατες κατηγορίες, καταφεύγουν στις νέες τεχνικές απεικόνισης και διάγνωσης των εγκεφαλικών δυσλειτουργιών ή ασθενειών. Η νέα υπερασπιστική τακτική τους συνίσταται στο να «αποδείξουν» ότι ο κατηγορούμενος δεν ευθύνεται για το έγκλημα ή τα εγκλήματα που έχει αποδεδειγμένα διαπράξει, επειδή είναι βέβαιο ότι δεν ήταν σε θέση να έχει ούτε επίγνωση ούτε τον έλεγχο της βίαιης ή της αποκλίνουσας συμπεριφοράς του. Κοντολογίς, για το έγκλημα που διέπραξε δεν φταίει ο ίδιος αλλά ο ... εγκέφαλός του!
Πρόκειται ασφαλώς για ένα πρωτόγνωρο νομικό-επιστημονικό επιχείρημα, που έχει προκαλέσει έντονες συζητήσεις μεταξύ των ειδημόνων τόσο στην Αμερική όσο και στην Ευρώπη. Πώς είναι δυνατόν, αναρωτιούνται ορισμένοι νομικοί, οι πρόσφατες εξελίξεις στις επιστήμες -π.χ. στην ανθρώπινη γενετική ή τις νευροεπιστήμες- να επηρεάζουν ή και, ακόμη χειρότερα, να καθορίζουν τις νομικά αμερόληπτες δικαστικές αποφάσεις; Μήπως κάθε σύγχρονος Ποινικός Κώδικας θα πρέπει να θεωρείται αναχρονιστικός αν δεν προβλέπει και δεν αναφέρεται ρητά στη δυνατότητα προσφυγής σε τέτοια νευρολογικά δεδομένα ή μεθόδους, θεωρώντας τα ως σοβαρά αποδεικτικά στοιχεία για την απαλλαγή ή την ενοχοποίηση ενός πολίτη; Και όταν δεν συμβαίνει αυτό, πόσο αμερόληπτη ή αντικειμενική μπορεί να είναι η απόφαση του δικαστηρίου;
Η γέννηση της Νευροεγκληματολογίας
Η εξακρίβωση της «υπαιτιότητας» και ο καταλογισμός της «προσωπικής ευθύνης» είναι δυο πανάρχαια προβλήματα της νομικής επιστήμης. Ακρογωνιαίος λίθος και προϋπόθεση για την απόδοση ποινικής ευθύνης είναι η αρχή ότι «μια πράξη δεν είναι εγκληματική αν ο νους αυτού που τη διαπράττει δεν είναι ένοχος» (actus non git reus misi mens sit rea). Μια εγκληματική πράξη τιμωρείται από το ποινικό μας σύστημα μόνο αν γίνεται συνειδητά, εκούσια και αυτόβουλα από τον/την υπαίτιο. Ποιος όμως, και πώς, μπορεί να διαπιστώσει αν αυτές οι προϋποθέσεις όντως πληρούνται από αυτόν που διαπράττει ένα σοβαρό έγκλημα (ανθρωποκτονία, βιασμός ανηλίκου, κ.ο.κ.); Το νομικό μας σύστημα ορίζει ότι η αξιολόγηση και η εκτίμηση όλων των δεδομένων (αποδεικτικών στοιχείων) γίνεται αποκλειστικά από το δικαστήριο.
Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια οι δικαστικές αποφάσεις επηρεάζονται σημαντικά από τις πολυάριθμες επιστημονικές ανακαλύψεις σχετικά με τις νευροβιολογικές προϋποθέσεις της ανθρώπινης εγκληματικότητας. Για παράδειγμα, το αμερικανικό νομικό σύστημα αποδέχεται, σχεδόν επιβάλλει πλέον, κατά την εκδίκαση υποθέσεων που ενδεχομένως να επισύρουν τη θανατική ποινή του κατηγορουμένου, να γίνονται συστηματικές εξετάσεις του εγκεφάλου του ώστε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο να έχει κάποια σοβαρή νευρολογική ασθένεια. Σήμερα, χάρη στις νέες απεικονιστικές μεθόδους όπως η τομογραφία εκπομπής ποζιτρονίων (ΡΕΤ) και η λειτουργική μαγνητική τομογραφία (fMRI), μπορούμε να εντοπίσουμε επακριβώς τις ανατομικές ή τις λειτουργικές ανωμαλίες που προκαλούνται από ασθένειες ή τραύματα του εγκεφάλου.
Οι συνήγοροι υπεράσπισης επομένως καταφεύγουν συστηματικά σε τέτοιες εξετάσεις και νευρολογικές γνωματεύσεις, με την ελπίδα ότι θα τις χρησιμοποιήσουν ως ελαφρυντικό ή και, γιατί όχι, ως απαλλακτικό στοιχείο. Ωστόσο, δεν είναι εύκολο να προσδιορίσουμε πότε ακριβώς έκαναν την είσοδό τους στα δικαστήρια τα νέα νευροεγκληματολογικά κριτήρια, στη θέση των επισφαλών και αμφισβητούμενων κλασικών ψυχιατρικών κριτηρίων. Οι περισσότεροι ειδικοί, πάντως, θεωρούν ότι αυτό έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1990.
Εκείνη την περίοδο δυο ειδεχθή εγκλήματα συγκλόνισαν την κοινή γνώμη των ΗΠΑ: ο Πακιστανός Μιρ Αϊμάλ Κασί δολοφόνησε εν ψυχρώ δύο υπαλλήλους της CIA, ενώ λίγο αργότερα ένας φιλήσυχος και ευγενικός Αμερικανός οικογενειάρχης, ο Χέρμπερτ Βαϊνστάιν, ηλικίας 64 ετών, στραγγάλισε τη σύζυγό του και, για να φανεί ως ατύχημα, πέταξε το πτώμα της από τον δωδέκατο όροφο της πολυκατοικίας όπου έμεναν στο Μανχάταν. Και στις δυο περιπτώσεις οι συνήγοροί τους επιχείρησαν να στηρίξουν την υπερασπιστική τους στρατηγική σε νευρολογικά δεδομένα και εγκεφαλικές εξετάσεις. Προσφεύγοντας σε τέτοια άγνωστα, εκείνη την εποχή, ελαφρυντικά στοιχεία ήλπιζαν, στην καλύτερη περίπτωση, να πείσουν τους ενόρκους για το ακαταλόγιστο των εγκληματικών πράξεων ή έστω να επιτύχουν την επιείκεια του δικαστηρίου για αυτούς τους δολοφόνους-ασθενείς. Και στις δύο περιπτώσεις, αυτή η υπερασπιστική τακτική απέτυχε παταγωδώς: οι κατηγορούμενοι καταδικάστηκαν χωρίς ελαφρυντικά. Μολονότι έγιναν αποδεκτά τα νευρολογικά δεδομένα που εξέθεσαν διαπρεπείς νευροεπιστήμονες, και από τα οποία προέκυπτε η ύπαρξη σοβαρών εγκεφαλικών παθήσεων, το δικαστήριο έκρινε τελικά ότι δεν μπορεί να υπάρξει συσχέτιση μεταξύ εγκεφαλικών δυσλειτουργιών ή παθήσεων και εγκληματικής συμπεριφοράς! Ηταν ακόμη πολύ νωρίς για να γίνουν αποδεκτές από το δικαστικό κατεστημένο και την κοινωνία τέτοιες «εξωτικές» ερμηνείες της κοινωνικά αποκλίνουσας ή και εγκληματικής συμπεριφοράς.
Φονικοί εγκέφαλοι
Έχει περάσει πάνω από μια 15ετία από την είσοδο της Νευροεπιστήμης στα δικαστήρια. Έκτοτε η κατάσταση έχει αλλάξει σημαντικά. Οι τρέχουσες νομικές αντιλήψεις μας θεωρούν μάλλον εύλογη, αν όχι επιθυμητή, την ανάγκη για επιστημονική τεκμηρίωση και κατανόηση με νευροβιολογικούς όρους της αποκλίνουσας και εγκληματικής συμπεριφοράς. Στο αγγλοσαξονικό ποινικό σύστημα, ένας κατηγορούμενος για κάποιο σοβαρό έγκλημα απαλλάσσεται από κάθε ποινικό αδίκημα αν το δικαστήριο βεβαιωθεί ότι δεν είναι σε θέση να διακρίνει το καλό από το κακό εξαιτίας κάποιας εγκεφαλικής δυσλειτουργίας.
Για παράδειγμα, το λεγόμενο «σύνδρομο του μετωπιαίου φλοιού» θεωρείται υπεύθυνο για την εκδήλωση πλήθους παραβατικών ή εγκληματικών συμπεριφορών. Όπως επιβεβαιώνουν πολλές έρευνες, ο προμετωπιαίος φλοιός εμπλέκεται σε πολλές εγκληματικές συμπεριφορές. Δομικές ή λειτουργικές ανωμαλίες σε αυτήν τη σημαντική περιοχή του εγκεφάλου συνεπάγονται κατά κανόνα ορατές αλλοιώσεις στη συνειδητή συμπεριφορά του ατόμου: μεταβάλλεται η ικανότητα αυτοκατανόησης ή κατανόησης των άλλων, επηρεάζεται η ικανότητα διάκρισης του καλού από το κακό, αλλοιώνεται η βουλητική ικανότητα ελέγχου της συμπεριφοράς.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση ενός καλοκάγαθου Αμερικανού δασκάλου από τη Βιρτζίνια, ο οποίος το 1999 άρχισε ξαφνικά να εκδηλώνει μια έντονα προβληματική σεξουαλική συμπεριφορά: να παρενοχλεί σεξουαλικά την ανήλικη θετή κόρη του. Ύστερα από καταγγελία της γυναίκας του, τον συνέλαβαν. Ενώ όμως βρισκόταν στη φυλακή αισθάνθηκε άσχημα και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο. Εκεί διέγνωσαν ότι έπασχε από καρκίνο στον εγκέφαλο· συγκεκριμένα, ένας όγκος είχε αναπτυχθεί σε μεγάλο μέρος του μετωπιαίου λοβού του. Ύστερα από μια δύσκολη χειρουργική επέμβαση ο κακοήθης όγκος αφαιρέθηκε και αμέσως μετά εξαφανίστηκαν και οι παιδεραστικές του τάσεις, την ύπαρξη των οποίων είχε ομολογήσει, ισχυριζόμενος όμως ότι του ήταν αδύνατον να τις ελέγξει. Αφού υποβλήθηκε σε σειρά εξετάσεων αφέθηκε ελεύθερος και επέστρεψε «θεραπευμένος» στην οικογένειά του. Όταν ύστερα από δυο χρόνια ένιωσε ξανά έντονους πονοκεφάλους και αχαλίνωτες παιδεραστικές ενορμήσεις, επέστρεψε αμέσως στο νοσοκομείο, όπου και διέγνωσαν την επανεμφάνιση του όγκου στην ίδια περιοχή. Μια δεύτερη χειρουργική επέμβαση είχε αποτέλεσμα την εξάλειψη τόσο του νέου όγκου όσο και κάθε αποκλίνουσας σεξουαλικής συμπεριφοράς του.
Πλήθος ιατροδικαστικών ερευνών και, κυρίως, οι γνωματεύσεις διακεκριμένων νευροεπιστημόνων συνέβαλαν αποφασιστικά το 2005 στην απόφαση της Ανώτατης Δικαστικής Αρχής των ΗΠΑ να κρίνει ως αντισυνταγματική την επιβολή θανατικής ποινής σε ανήλικα άτομα. Στην αναφορά του προς τους εννέα ανώτερους δικαστικούς, ο Ρούμπεν Γκουρ, επιφανής νευροεπιστήμονας του Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, υποστήριζε ότι τα ανήλικα άτομα δεν είναι σε θέση να ελέγχουν επαρκώς τις ενορμήσεις τους επειδή οι νευρώνες του προμετωπιαίου φλοιού, που μεταξύ άλλων έχει αποφασιστική σημασία στον έλεγχο της συμπεριφοράς, δεν ολοκληρώνουν την ανάπτυξη και την οριστική συνδεσμολογία τους παρά μόνο μετά το εικοστό έτος της ηλικίας ή και αργότερα.
Σήμερα, σε όλες τις ανεπτυγμένες χώρες, ανάλογες έρευνες που συσχετίζουν σαφώς τη δομή και τη λειτουργία του εγκεφάλου με τη «φυσιολογική» ή την «παθολογική» κοινωνική συμπεριφορά λαμβάνονται σοβαρά υπόψη από τις δικαστικές αρχές όταν επιδικάζουν σοβαρά εγκλήματα. Για παράδειγμα, στη γειτονική μας Ιταλία, στην τελική κρίση του δικαστηρίου για μια περίπτωση παιδοφιλίας οι νευροβιολογικές γνωματεύσεις έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο.
Το κατηγορητήριο στην προκειμένη περίπτωση στηριζόταν αποκλειστικά στη μαρτυρία και τις αναμνήσεις ενός τρίχρονου κοριτσιού. Οι συνήγοροι υπεράσπισης κατάφεραν να πείσουν το δικαστήριο ότι δεν θα μπορούσε να βασιστεί σε αυτήν τη μαρτυρία. Και ο λόγος; Είναι απλός και αυστηρά νευροβιολογικός: τα παιδιά αυτής της ηλικίας είναι βέβαιο ότι δεν διαθέτουν ακόμη τις κατάλληλες εγκεφαλικές δομές που προαπαιτούνται για την ύπαρξη αξιόπιστης δηλωτικής μνήμης! Με άλλα λόγια, δεν είναι ακόμη σε θέση να διαμορφώνουν παγιωμένες και ακριβείς αναμνήσεις που σχετίζονται με πραγματικές καταστάσεις ή συμβάντα. Αυτή η «παιδική αμνησία» είναι δεδομένη και απολύτως φυσιολογική, και ως τέτοια έγινε αποδεκτή από το δικαστήριο.
Εγκληματίες ή ασθενείς
Κανείς σήμερα δεν μπορεί να αγνοήσει τις επιστημονικές κατακτήσεις και τις μεθόδους των νευροεπιστημών, ούτε καν η ανεξάρτητη και σχεδόν παντοδύναμη δικαστική αρχή. Το πρόβλημα ωστόσο είναι ποιος θα πρέπει να αποφασίζει για το πού βρίσκεται το όριο μεταξύ φυσιολογικής, παθολογικής ή εγκληματικής συμπεριφοράς. Στο παρελθόν, ο ψυχίατρος παρουσίαζε τη διάγνωσή του βασιζόμενος στις συζητήσεις του με τον κατηγορούμενο, ο οποίος ενδεχομένως θα μπορούσε και να τον παραπλανήσει. Ίσως γι' αυτό το δικαστήριο ήταν συνήθως τόσο επιφυλακτικό σε αυτές τις ιατρικές γνωματεύσεις.
Σήμερα ωστόσο, οι παρεμβατικές δυνατότητες της Νευροεπιστήμης φτάνουν στη δυνατότητα διείσδυσης και συστηματικής ανάλυσης του εγκληματικού εγκεφάλου. Από νομικής απόψεως, αυτό που προέχει είναι να καθορίσουμε αν, απέναντι σε μια προδιάθεση (γενετική ή εγκεφαλική;) να διαπράξει κανείς ένα έγκλημα, υπάρχει στον νου του κατηγορουμένου μια ηθική ή νευρολογική «τροχοπέδη», ένα αντίβαρο που θα του επέτρεπε όχι μόνο να έχει επίγνωση της παραβατικής του συμπεριφοράς αλλά και να είναι σε θέση να την ελέγχει: αν δηλαδή μπορεί να θεωρηθεί ο ίδιος υπεύθυνος για τις πράξεις του.
Αν όμως ο κατηγορούμενος δεν διαθέτει, εκ των προτέρων, αυτό το «φρένο» λόγω κάποιας διαγνώσιμης εγκεφαλικής ανωμαλίας, τότε θα πρέπει προφανώς να χαρακτηριστεί ως «ασθενής» και όχι ως «υπαίτιος». Ο Γιόσουα Γκριν, καθηγητής Νευροψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές της αξιοποίησης των νευροεπιστημονικών μεθόδων κατά την απονομή της Δικαιοσύνης, είναι απολύτως πεπεισμένος ότι έχει έλθει η ώρα για μια ριζική αναθεώρηση των παραδοσιακών αντιλήψεών μας περί υπαιτιότητας και ενοχής σε ό,τι αφορά ορισμένα εγκλήματα. Δηλώνει μάλιστα ρητά ότι «Η συμπεριφορά μας εξαρτάται από διεργασίες που συντελούνται στον εγκέφαλό μας, με τον οποίο έχουμε απλώς προικιστεί, και από τίποτε άλλο».
Βέβαια, δεν συμφωνούν όλοι με τόσο ακραίες αναγωγιστικές αντιλήψεις, οι οποίες επιπλέον παραβλέπουν τις κοινωνικές ή ηθικές παραμέτρους της ανθρώπινης εγκληματικότητας. Αυτή ωστόσο η συστηματική παράβλεψη ή και αποσιώπηση των κοινωνικών-οικονομικών αιτιών της εγκληματικότητας ενέχει σοβαρούς κίνδυνους: αφενός υπονομεύει την αυθεντία της νομικής εξουσίας και μας προϊδεάζει για την έλευση μιας νέας μορφής κοινωνικής αυθαιρεσίας, και αφετέρου ανοίγει το δρόμο σε μια πρωτόγνωρη εκμετάλλευση των νέων κατακτήσεων της Νευροεπιστήμης. Ίσως τα βαθύτερα κίνητρα για την κοινωνική αξιοποίηση των πρόσφατων γνώσεών μας για τον ανθρώπινο εγκέφαλο να μην είναι οι νεωτερικές ιδέες περί ελεύθερης βούλησης, κοινωνικής δικαιοσύνης και ελευθερίας αλλά, αντίθετα, η μετανεωτερική αναγκαιότητα να αντιμετωπίζονται οι άνθρωποι ως ανώνυμες βιολογικές μονάδες και όχι πλέον ως «πρόσωπα» υπεύθυνα για τις πράξεις τους.
Σκιαγραφώντας το προφίλ του εγκληματία
Ολοι θυμόμαστε ότι η πρωταγωνίστρια της σκοτεινής αλλά και γοητευτικής ταινίας «Η σιωπή των αμνών» ήταν μια ντετέκτιβ του FBI που κατάφερνε να αποκαλύπτει τις ενέργειες και την ταυτότητα του κατά συρροήν -ή καθ' έξιν- δολοφόνου μελετώντας επί τόπου τα θύματα και το σκηνικό κάθε φόνου. Η Κλαρίς Στάρλινγκ -αυτό ήταν το όνομα της ηρωίδας του φιλμ, υπέροχα ερμηνευμένη από την Τζόντι Φόστερ- ήταν μια «profiler», δηλαδή μια «σκιαγράφος», όπως μάλλον άκομψα έχει αποδοθεί στη γλώσσα μας αυτό το ασυνήθιστο επάγγελμα. Είναι δηλαδή μια «αναλύτρια» των εγκληματικών πράξεων, από τις οποίες προσπαθεί να ανασυνθέσει ή, αν προτιμάτε, να «σκιαγραφήσει» το ψυχολογικό προφίλ (profiling) της προσωπικότητας του εγκληματία. Τι ακριβώς όμως κάνει ένας ή μία profiler; Δυστυχώς, όχι αυτό που είδαμε στην ταινία. Είναι μάλλον απίθανο ένας profiler να μπορεί, όπως η πρωταγωνίστρια, να χειρίζεται με απίστευτη ευχέρεια το πιστόλι ενώ ταυτοχρόνως ολοκληρώνει την ψυχολογική ανάλυση της προσωπικότητας του δολοφόνου που επιχειρεί να τη βγάλει από τη μέση. Αντίθετα, ένας ικανός «σκιαγράφος» θα πρέπει να συνδυάζει την άτεγκτη λογική σκέψη με μία ιδιαίτερη ευαισθησία και ενσυναίσθηση για ό,τι πιο διεστραμμένο ή παθολογικό κρύβει η ανθρώπινη ψυχή.
Συνήθως, η αποστολή ενός profiler κατά τη διερεύνηση ενός εγκλήματος είναι να γράψει μια έκθεση στην οποία προτείνει στους συναδέλφους του που εργάζονται στο εγκληματολογικό τμήμα της Αστυνομίας μια στρατηγική για την αναγνώριση και τον πιθανό εντοπισμό του υπόπτου. Αν ο ύποπτος έχει ήδη συλληφθεί, ο ειδικός «σκιαγράφος» μπορεί να προτείνει την καταλληλότερη ανακριτική μέθοδο για να τον αναγκάσουν να ομολογήσει. Πώς όμως εργάζεται ένας profiler; Ο Ρόμπερτ Ρέσλερ (R. Ressler), ένας από τους πρωταγωνιστές της δημιουργίας του ειδικού τμήματος συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών στην Ακαδημία του FBI, συνοψίζει ως εξής τη μέθοδο εργασίας ενός profiler: «Εξετάζει εξονυχιστικά τα δεδομένα και χρησιμοποιεί τη λογική και την επαγωγική μέθοδο συμπερασμού. Πρόκειται για τη μελέτη του "πώς" για να καταλήξει στην κατανόηση του "γιατί", βασιζόμενος σε έναν μεγάλο αριθμό ανάλογων περιπτώσεων. Ετσι συνάγει από τον τρόπο δράσης το κίνητρο του δολοφόνου». Ακούγεται απλό αλλά δεν είναι, και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με ό,τι μας γοήτευσε στο ρόλο της Τζόντι Φόστερ ως profiler.
Συνήθως, η αποστολή ενός profiler κατά τη διερεύνηση ενός εγκλήματος είναι να γράψει μια έκθεση στην οποία προτείνει στους συναδέλφους του που εργάζονται στο εγκληματολογικό τμήμα της Αστυνομίας μια στρατηγική για την αναγνώριση και τον πιθανό εντοπισμό του υπόπτου. Αν ο ύποπτος έχει ήδη συλληφθεί, ο ειδικός «σκιαγράφος» μπορεί να προτείνει την καταλληλότερη ανακριτική μέθοδο για να τον αναγκάσουν να ομολογήσει. Πώς όμως εργάζεται ένας profiler; Ο Ρόμπερτ Ρέσλερ (R. Ressler), ένας από τους πρωταγωνιστές της δημιουργίας του ειδικού τμήματος συλλογής και επεξεργασίας πληροφοριών στην Ακαδημία του FBI, συνοψίζει ως εξής τη μέθοδο εργασίας ενός profiler: «Εξετάζει εξονυχιστικά τα δεδομένα και χρησιμοποιεί τη λογική και την επαγωγική μέθοδο συμπερασμού. Πρόκειται για τη μελέτη του "πώς" για να καταλήξει στην κατανόηση του "γιατί", βασιζόμενος σε έναν μεγάλο αριθμό ανάλογων περιπτώσεων. Ετσι συνάγει από τον τρόπο δράσης το κίνητρο του δολοφόνου». Ακούγεται απλό αλλά δεν είναι, και φυσικά δεν έχει καμία σχέση με ό,τι μας γοήτευσε στο ρόλο της Τζόντι Φόστερ ως profiler.
Σχετικές ιστοσελίδες:
www.thejusticeproject.org/national/juveniles/resourse-kit/latest-science /21901.pdf-
www.crimelibrary.com
www.wjh.harvard.edu/~jgreene/
Του Σπύρου Μανουσέλη από την Σαββατιάτικη Ελευθεροτυπία της 17ης Μαΐου του 2008